Η ένσταση διζήσεως στη σύμβαση εγγυήσεως
Η σύμβαση εγγυήσεως προϋποθέτει από την φύση της μια σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητας μεταξύ του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή του. Ωστόσο, το να αποφασίσει κάποιος να αναλάβει την ιδιότητα του εγγυητή για την τήρηση των όρων μιας σύμβασης στην οποία δεν συμμετέχει άμεσα, δεν παύει να ενέχει έναν βαθμό ρίσκου, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 851 του Αστικού Κώδικα «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του οφειλέτη». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής μάλιστα, ο εγγυητής δεν ευθύνεται μόνο για την καταβολή αυτοτελώς της, χρηματικής, οφειλής, αλλά και για τα έξοδα της καταγγελίας, της μεσεγγύησης, της δίκης που διεξάγεται κατά του πρωτοφειλέτη, καθώς και της εκτέλεσης της σχετικής απόφασης, αφού όλα τα παραπάνω αποτελούν συνέπειες της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο εγγυητής υπέχει τη θέση του οφειλέτη της κύριας παροχής. Η σύμβαση εγγυήσεως έχει κατ’ ανάγκη παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια σύμβαση, γεγονός που πρακτικά σημαίνει, ότι ο δανειστής θα στραφεί κατά του εγγυητή μόνον αν προηγουμένως έχει εξαντλήσει κάθε νόμιμο μέσο για να επιτύχει την ικανοποίηση της απαίτησης του από τον πρωτοφειλέτη. Για την διασφάλιση μάλιστα της προστασίας του εγγυητή, το άρθρο 855 ΑΚ, προβλέπει την λεγόμενη ένσταση διζήσεως. Με την προβολή της ένστασης αυτής, ο εγγυητής μπορεί νόμιμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής,ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει πρώτα αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, οπότε ο εγγυητής θα ευθύνεται μόνο εφόσον αυτή αποβεί άκαρπη. Με την ένσταση αυτή δηλαδή, ο εγγυητής μπορεί να επιτύχει, τουλάχιστον προσωρινά, την απόρριψη της αγωγής του δανειστή, εκτός και αν ο τελευταίος κατορθώσει να αποδείξει με αντένσταση, ότι ήδη κινήθηκε εναντίον του πρωτοφειλέτη και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα. Εντούτοις, η διάταξη που προβλέπει την ένσταση διζήσεως είναι ενδοτικού δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι ο εγγυητής μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να παραιτηθεί από την ένσταση και περαιτέρω να εγγυηθεί ως αυτοφειλέτης. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο, δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη παθητική εις ολόκληρον ενοχή, αλλά ο εγγυητής εξακολουθεί και μετά την παραίτηση να ευθύνεται μόνο με αυτή την ιδιότητα, παρεπόμενα προς τον πρωτοφειλέτη. Η παραίτηση από την ένσταση διζήσεως, αποτελεί συνήθη όρο τραπεζικών δανειακών συμβάσεων, στα πλαίσια των οποίων ο εγγυητής, ενόψει της ανάληψης του συνόλου των υποχρεώσεων του οφειλέτη (δηλαδή της πληρωμής παντός οφειλομένου ποσού από κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες κλπ), υποχρεώνεται να παραιτηθεί από το δικαίωμα της διζήσεως καθώς και από κάθε ευεργέτημα ή ένσταση που πηγάζει από τα άρθρα «853, 858, 862, 866, 867, 868 του Αστικού Κώδικα». Ο λόγος για τον οποίον οι Τράπεζες θέτουν αυτόν τον γενικό όρο, είναι εύλογα η πληρέστερη εξασφάλιση της απαίτησής τους, καθώς με την παραίτησή του από τα παραπάνω δικαιώματα, ο εγγυητής υπεισέρχεται ουσιαστικά στην θέση του πρωτοφειλέτη, ευθυνόμενος ακόμα και με την προσωπική του περιουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τράπεζα εξασφαλίζει την ευχέρεια να στραφεί κατ’ επιλογή, είτε κατά του πρωτοφειλέτη είτε κατά του εγγυητή, ακόμα και με μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης. Παράλληλα, οι Τράπεζες αποφεύγουν την απώλεια χρόνου που θα επέφερε η, ενδεχόμενη, ατελέσφορη εκτέλεση κατά της περιουσίας του πρωτοφειλέτη, στην οποίαν άλλως θα ήταν υποχρεωμένες να στραφούν πρώτα, προκειμένου να ικανοποιήσουν την απαίτησή τους. Ωστόσο, η θέση του γενικού αυτού όρου από την, πάντα διαπραγματευτικά ισχυρότερη Τράπεζα, θεωρήθηκε από μέρος της νομολογίας ως καταχρηστική, υπό την έννοια ότι ο εγγυητής προσερχόμενος στην Τράπεζα ως πελάτης και αποδεχόμενος τις υπηρεσίες της, εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή και στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου 2251/94. Η πάγια θέση της Νομολογίας σήμερα είναι, ότι η παραίτηση του εγγυητή τραπεζικής σύμβασης από την ένσταση της διζήσεωςδεν αντίκειται καταρχήν στο νόμο, καθόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητά στις διατάξεις των άρθρων 851 και 857 αριθμός 1 του ΑΚ. Εξάλλου, ο εν λόγω γενικός όρος, κατά το μέτρο αυτό, δεν περιέχει απόκλιση από τις ανωτέρω διατάξεις ενδοτικού δικαίου, εφόσον η αναφερόμενη σ΄ αυτόν συμφωνία των συμβαλλομένων μερών εναρμονίζεται με το γράμμα και το πνεύμα τους.Και τούτο, διότι με την παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά, δεν συνομολογείται ευθύνη μεγαλύτερη από όση καθορίζει η διάταξη του άρθρου 851 ΑΚ, καθώς ο εγγυητής αναλαμβάνει την ευθύνη για την κύρια οφειλή και τις συνέπειες που προκαλούνται σ΄ αυτήν από πταίσμα ή υπερημερία του πρωτοφειλέτη, και όχι για άσχετες οφειλές προς αυτήν. Η συνομολογούμενη δηλαδή ευθύνη του εγγυητή, θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με την νομική φύση και τον δικαιολογητικό λόγο της σύμβασης εγγυήσεως και ότι δεν καθιστά τη θέση του εγγυητή δυσμενή έναντι της Τράπεζας, αφού δεν περιορίζονται με τον τρόπο αυτό θεμελιώδη δικαιώματα του, ούτε επαπειλείται η ματαίωση του σκοπού της σύμβασης, που είναι ακριβώς η εξασφάλιση της απαίτησης της Τράπεζας. Κατά συνέπεια, ο όρος παραίτησης του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως δεν ελέγχεται ως παράνομος και καταχρηστικός λόγω αντίθεσής του στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, καθώς θεωρείται ότι δεν επιφέρει διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή-εγγυητή. Επομένως, ο επικείμενος εγγυητής, παραιτούμενος από την ένσταση διζήσεως, θα πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη περίσκεψη προτού υπογράψει μια σύμβαση εγγυήσεως.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.