Η ένδικη προστασία της νομής
H αυτοδύναμη προστασία της νομής, που προβλέπεται στο άρθρο 985 του Αστικού Κώδικα και παρέχει στο νομέα το δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή που ασκεί πάνω σε κινητό ή ακίνητο πράγμα, δεν αποτελεί ασφαλώς το κρίσιμο σημείο αναφοράς της νομοθετικής μέριμνας για την προστασία του προκείμενου έννομου δικαιώματος. Όχι μόνο για πρακτικούς λόγους, καθώς διαφορετικά ο νομέας θα έμενε απροστάτευτος σε περίπτωση που αδρανούσε ή αποτύχαινε ή εν τέλει δεν ήθελε να ασκήσει την αυτοδύναμη προστασία, αλλά και για λόγους κοινωνικής αρμονίας, δεδομένου ότι η παροχή της προσήκουσας δικαστικής αρωγής δεν μπορεί παρά να αποτελεί το πρώτιστο μέλημα κάθε έννομης τάξης. Στα πλαίσια αυτά, πέρα από την αυτοδύναμη, ο Νόμος προβλέπει και την ένδικη προστασία της νομής, που παρέχεται με τις αγωγές της αποβολής, των άρθρων 987-988 του Αστικού Κώδικα, και της διατάραξης (άρθρα 989-990 ΑΚ), αλλά και μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 987 ΑΚ, ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα και χωρίς τη βούλησή του από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει δικαστικώς την απόδοσή της από αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Συνεπώς, προϋποθέσεις για την έγερση της προκείμενης αγωγής είναι αφενός η πλήρης αποστέρηση του νομέα από τη δυνατότητά του να ασκεί τη φυσική εξουσία επί του πράγματος και αφετέρου ο επιλήψιμος χαρακτήρας της νομής του εναγομένου. Πρακτικά παραδείγματα περιπτώσεων αποβολής από τη νομή συνιστούν η καταπάτηση οικοπέδου και η αδικαιολόγητη άρνηση απόδοσης πράγματος, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του μισθωτή μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης. Την αγωγή της αποβολής μπορεί να ασκήσει νόμιμα, πέραν του αποβληθέντος νομέα, τόσο ο καθολικός όσο και ο ειδικός διάδοχος αυτού (δηλαδή ο κληρονόμος του και το πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκε το δικαίωμα άσκησης της αγωγής αντίστοιχα), ενώ σε περίπτωση που η αποβολή έγινε στο πρόσωπο του κατόχου (π.χ. του θεματοφύλακα), η αγωγή μπορεί να εγερθεί και από τον κάτοχο αυτοτελώς. Εντούτοις, η αγωγή αποβολής καθίσταται απαράδεκτη, στην περίπτωση που ο ενάγων είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα έναντι του εναγόμενου τωρινού νομέα ή των δικαιοπαρόχων του μέσα στο τελευταίο έτος πριν από την αποβολή του. Με την έγερση της προκείμενης αγωγής, ο ενάγων αιτείται την απόδοση της νομής του πράγματος, χωρίς να αποκλείεται η σώρευση αιτήματος καταβολής αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα. Αντιθέτως, στο αιτητικό της αγωγής αυτής δεν μπορεί να περιληφθεί και αίτημα απόδοσης των ωφελημάτων του πράγματος, ενώ σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν κατέχει πλέον το πράγμα κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν χωρεί αγωγή αποβολής αλλά αδικαιολόγητου πλουτισμού ή αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Περαιτέρω, και σε σχέση με την αγωγή διατάραξης, το άρθρο 989 ΑΚ, ορίζει, ότι ο νομέας που διαταράχτηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης και την παράλειψή της στο μέλλον. Συνεπώς, το πεδίο για την έγερση της συγκεκριμένης αγωγής αφορά αποκλειστικά στις περιπτώσεις παρενοχλήσεων της άσκησης της φυσικής εξουσίας επί του πράγματος, οι οποίες ωστόσο δεν φτάνουν έως την αποβολή από τη νομή. Και σε αυτή όμως την περίπτωση, η διατάραξη θα πρέπει να είναι παράνομη και να αντίκειται στη βούληση του νομέα, αρκούσης μάλιστα και της απειλής διατάραξης, εφόσον αφορά σε συγκεκριμένη πράξη νομής. Το δικαίωμα για την άσκηση της αγωγής διατάραξης αναγνωρίζεται στον κατά τα ανωτέρω προσβληθέντα νομέα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εξακολουθεί να νέμεται το πράγμα και κατά τον χρόνο άσκησής της, αλλά και στον καθολικό του διάδοχο, καθώς και στον επ’ ονόματι του κάτοχο του πράγματος. Ο δε ειδικός διάδοχος του νομέα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την έγερση της αγωγής (χωρούσης εντούτοις της δυνατότητας άσκησης κύριας παρέμβασης υπέρ του νομέα), εκτός κι αν η διατάραξη συνεχίζεται και κατά τον χρόνο που απέκτησε αυτός το δικαίωμα επί του πράγματος. Εξάλλου, και ομοίως με την αγωγή αποβολής, και η αγωγή διατάραξης καθίσταται απαράδεκτη, αν εκείνος που διαταράχτηκε είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα απέναντι στο πρόσωπο που τη διατάραξε ή τους δικαιοπαρόχους του μέσα στο τελευταίο έτος πριν από τη διατάραξή του. Το αίτημα της συγκεκριμένης αγωγής συνίσταται αφενός στην παύση της διατάραξης και τη συνακόλουθη άρση κάθε κατασκευάσματος ή μέσου που συνέβαλλε στην επέλευσή της, και αφετέρου στην παράλειψή της στο μέλλον, η δε προβολή αμφοτέρων των αιτημάτων καθίσταται εκ των πραγμάτων αναγκαία, όταν η διατάραξη είναι συνεχής, δηλαδή συνίσταται σε περιοδικά επαναλαμβανόμενες πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, και στην αγωγή διατάραξης μπορεί νόμιμα να σωρευθεί και αίτημα καταβολής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Η νομοθετική πρόνοια για την ένδικη προστασία της νομής δεν θα μπορούσε εντούτοις να μην λάβει υπόψη και τον παράγοντα του κατεπείγοντος, που καθιστά κατά περίπτωση αναγκαία την ταχεία παροχή της, όταν από την προσβολή της προκαλείται ή ελλοχεύει κίνδυνος συγκρούσεων και βίαιων αντιδράσεων. Για τον λόγο αυτό, τα άρθρα 733 και 734 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν την ειδική διαδικασία της λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε διαφορές νομής ή κατοχής, που εκδικάζονται πάντα από το κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο και αποβλέπουν στην προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, ώστε να επέλθει η ειρήνευση μεταξύ των διαδίκων και να εξασφαλιστεί η επίκαιρη προστασία του επαπειλούμενου εννόμου δικαιώματος της νομής.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.