Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Εξώγαμο τέκνο και αναγνώριση της πατρότητας. Το δικαίωμα αυτό, για το τέκνο, αποσβήνεται ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1093/2009)

Περίληψη: Εξώγαμο τέκνο και αναγνώριση της πατρότητας. Το δικαίωμα αυτό, για το τέκνο, αποσβήνεται ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του. Δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία στην περίπτωση που επακολουθήσει γάμος των γονέων του και η αναγνώριση της πατρότητας ζητείται μετά την τέλεση του γάμου. Η θέσπιση της ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος. Η διαφοροποίηση της προθεσμίας στις περιπτώσεις που επακολούθησε γάμος των γονέων του τέκνου δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1,5 και 21 του Συντάγματος και των άρθρων 14 και 8 της ΕΣΔΑ. Η αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται, αν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο τον δικαιούχο να ασκήσει την αξίωσή του. Το Εφετείο, χωρίς να εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, έκρινε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, αφού έκρινε ως απορριπτέα την ένσταση αναστολής της προθεσμίας αυτής, με την αιτιολογία ότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετούν δόλια και παραπλανητική συμπεριφορά. Αβάσιμος ο εκ του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ λόγος της αναιρέσεως. Δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 3 και 5 της Ευρωπαϊκής συμβάσεως για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, αφού αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί του ζητήματος της αποκλειστικής προθεσμίας. Απορρίπτοντας το Εφετείο τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί αναστολής της αποκλειστικής προθεσμίας δεν παραβίασε τα σχετικά άρθρα του ΑΚ, διότι οι επικαλούμενες δηλώσεις συνιστούν μέσο προς διατύπωση ευθείας αρνήσεως των γεγονότων που στηρίζουν το προβαλλόμενο από τον ενάγοντα δικαίωμα και όχι παραπλανητική συμπεριφορά, προκειμένου να συμπληρωθεί η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο, όπως η αντένσταση του αναιρεσείοντα ότι η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία δεν άρχισε να τρέχει πριν από την ημερομηνία που αυτός έλαβε γνώση της σχέσης της μητέρας του με τον αναιρεσίβλητο και τις συνθήκες συλλήψεώς του. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως και δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των αποδεικτικών μέσων, αλλ` απέρριψε τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 6559/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών).

[...] Με το άρθρο 1479 παρ. 1 ΑΚ προβλέπεται ότι το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του `χει δικαίωμα να ζητήσει έναντι του πατέρα του με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας. Το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 1483 παρ. 1 ΑΚ, αποσβήνεται ένα έτος μετά την ενηλικίωση του τέκνου, ενώ, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 1483 παρ.2 εδ. β` και 1473 ΑΚ, δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία στην περίπτωση που επακολουθήσει γάμος των γονέων του και η αναγνώριση της πατρότητας ζητείται μετά την τέλεση του γάμου. Δικαιολογητικός λόγος της προβλέψεως αποκλειστικής προθεσμίας είναι η προστασία του εναγομένου, η δυνατότητα του οποίου να αποκτήσει αποδεικτικά μέσα προς απόκρουση της αγωγής εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς και το εν γένει ενδιαφέρον προς άρση της αβεβαιότητας προς χάριν της σταθερότητας των οικογενειακών σχέσεων, ενώ δικαιολογητικός λόγος διαφοροποιήσεως στην περίπτωση που επακολούθησε γάμος των γονέων του τέκνου είναι η μεγάλη πιθανότητα πατρότητας, η οποία αγγίζει τη βεβαιότητα, που απορρέει από την τέλεση γάμου από τους γονείς του τέκνου, καθώς και η δημιουργία με το γάμο οικογενειακής καταστάσεως, η σταθερότητα της οποίας όχι μόνο δεν απειλείται, αλλ` αντιθέτως ενδυναμώνεται με την αναγνώριση. Εξάλλου, ο νόμος δεν εξαρτά την έναρξη της ανωτέρω ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας από άλλο πλην της ενηλικιώσεως του τέκνου γεγονός, όπως η εκ μέρους του γνώση του προσώπου του πατέρα ή των συνθηκών συλλήψεώς του. Περαιτέρω η θέσπιση της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας δεν προσκρούει στις διατάξεις

α) του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, β) του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ανεμπόδιστης προσβάσεως σε δικαστήριο και γ) του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει το δικαίωμα της ελεύθερης αναδείξεως της προσωπικότητας του ανθρώπου και της συμμετοχής του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Και τούτο, διότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν αποκλείεται ο νομοθέτης να θέτει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, περιορισμούς στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων και ειδικότερα χρονικούς περιορισμούς στις δικαστική επιδίωξή τους. Επίσης η κατά τα άνω διαφοροποίηση της ρυθμίσεως ως προς τους χρονικούς περιορισμούς του δικαιώματος αναγνωρίσεως της πατρότητας, στις περιπτώσεις που επακολούθησε γάμος των γονέων του τέκνου δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και του άρθρου 14 ΕΣΔΑ, που απαγορεύει τις κάθε είδους διακρίσεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η οικογένεια καθώς και γάμος τελούν υπό την προστασία του κράτους, και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Διότι η εν λόγω διαφοροποίηση δεν είναι αδικαιολόγητη, αφού, ενόψει του κατά τα άνω σκοπού της, επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, και επομένως η θέσπισή της δεν αποκλείεται από τις προαναφερόμενες υπερνομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις. Εξάλλου, με το μεν άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής συμβάσεως για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους ορίζεται ότι η συγγένεια με τον πατέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση, με το δε άρθρο 5 της Συμβάσεως αυτής ότι σε δίκες που αφορούν τη συγγένεια με τον πατέρα, οι επιστημονικές αποδείξεις που συντελούν στη διαπίστωση ή στον αποκλεισμό της πατρότητας πρέπει να γίνονται δεκτές. Τέλος, κατά το άρθρο 255 εδ β` ΑΚ, εφαρμοζόμενο αναλόγως και επί αποσβεστικών προθεσμιών, σύμφωνα με το άρθρο 279 ΑΚ, η αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται, αν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο τον δικαιούχο να ασκήσει την αξίωσή του.

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την αγωγή του ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος είναι φυσικός του πατέρας, ισχυριζόμενος τα ακόλουθα: Ότι γεννήθηκε εκτός γάμου στις 9-1-1981.

Ότι η μητέρα του διατηρούσε σαρκικές σχέσεις με τον εναγόμενο κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Ότι η μητέρα του, η οποία απεβίωσε στις 10-8- 2001, για τους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή δεν του είχε αποκαλύψει την ταυτότητα του πατέρα του μέχρι και τις 10-8-2001, λίγο πριν από το θάνατό της, οπότε του ανέφερε ότι πατέρας του είναι ο εναγόμενος. Ότι στις 31-8-2001 ο ενάγων συναντήθηκε με τον εναγόμενο προκειμένου να του ανακοινώσει ότι είναι τέκνο του, ο τελευταίος δε αρνήθηκε και τον απέπεμψε, δηλώνοντάς του ότι δεν θέλει να έχει καμμιά σχέση μαζί του και ότι η μητέρα του, που του ανέφερε σχετικά, ήταν τρελή και δεν ήξερε τι έλεγε. Ότι παρά τη συμπεριφορά αυτή του εναγομένου παρέμεινε στον ενάγοντα η υπόνοια ότι μπορεί να είχε σχέση με τη μητέρα του και ότι, ύστερα από σχετική έρευνα μεταξύ των προσώπων του περιβάλλοντός του, πληροφορήθηκε στις 23-12-2002 από τη νονά του και μία προσωπική φίλη της μητέρας του, ότι η τελευταία είχε ερωτική σχέση και σαρκική συνάφεια με τον εναγόμενο από τα τέλη Ιουλίου 1979 έως αρχές Ιουλίου 1980, διάστημα που συμπίπτει με τον κρίσιμο χρόνο συλλήψεώς του. Ότι κοινοποίησε προς τον εναγόμενο την από 23-12-2002 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση προκειμένου να προβεί αυτός στις απαραίτητες ενέργειες για την εκούσια αναγνώρισή του, ως τέκνο του, έλαβε δε προφορική αρνητική απάντηση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Ότι δολίως παραπλανήθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος με την ως άνω δήλωσή του εκλόνισε με δόλιο τρόπο την πίστη του στον λόγο της μητέρας του ότι αυτός είναι ο φυσικός του πατέρας.

Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, χωρίς να εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, έκρινε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από το νόμο αποσβεστικής προθεσμίας, αφού έκρινε ως απορριπτέα την ένσταση αναστολής της προθεσμίας αυτής, με την αιτιολογία ότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετούν δόλια και παραπλανητική συμπεριφορά κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 255 ΑΚ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και δεχόμενο ότι η αγωγή του αναιρεσείοντος είχε υποπέσει στην αποκλειστική προθεσμία της διατάξεως του άρθρου 1483 παρ.1 ΑΚ, η εφαρμογή της οποίας δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 20 παρ. 1, 21 του Συντάγματος και 6 παρ.1, 8 παρ.1 και 14 της ΕΣΔΑ, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ο δε πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το μέρος που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 της Ευρωπαϊκής συμβάσεως για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, αφού αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί του προκειμένου ζητήματος της αποκλειστικής προθεσμίας, μη περιέχουσες ασυμβίβαστη με την πρόβλεψη αυτής ρυθμίσεις, ο δε πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται η αντίθετη εκδοχή, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, απορρίπτοντας το Εφετείο τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί αναστολής της αποκλειστικής προθεσμίας δεν παρεβίασε τα άρθρα 255 εδ. β` και 279 ΑΚ καθώς και τα συναφή 257 και 261 ΑΚ, διότι η επικαλούμενη προς στήριξη του εν λόγω ισχυρισμού συμπεριφορά δεν συνιστά δόλια αποτροπή του δικαιούχου να ασκήσει εμπροθέσμως την αγωγή του, αφού οι επικαλούμενες δηλώσεις συνιστούν μέσο προς διατύπωση ευθείας αρνήσεως των γεγονότων που στηρίζουν το προβαλλόμενο από τον ενάγοντα δικαίωμα και όχι παραπλανητική συμπεριφορά, δυνάμενη με οποιοδήποτε τρόπο να οδηγήσει σε απραξία του ενάγοντος μέχρι να συμπληρωθεί η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής.

Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ο λόγος αναιρέσεως που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο. Ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 40/1988). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ., διότι δεν έλαβε υπόψη του την αντένσταση του αναιρεσείοντος ότι η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία δεν άρχισε να τρέχει πριν από τις 28.12.2002, οπότε αυτός έλαβε γνώση κατά τρόπο συγκεκριμένο τη σχέση της μητέρας του με τον αναιρεσίβλητο και τις συνθήκες συλλήψεώς του. Όμως σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν η γνώση των γεγονότων αυτών αποτελεί νομικώς αδιάφορο και, κατ` ακολουθίαν η εν λόγω αντένσταση δεν είναι νόμιμη. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ, 19 Κ.Πολ. Δ., της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, ελέγχονται οι ελλείψεις της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, εξαιτίας των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί αν η δικαστική διάγνωση είναι το αναγκαίο λογικό επακόλουθο από την υπαγωγή της αποδεικνυομένης εμπειρικής πραγματικότητας στον κανόνα του δικαίου. Επομένως ο αναιρετικός αυτός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως και δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, αφού, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο δεν έχει εκτιμήσει πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους.

Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, που έκρινε ως απορριπτέα την αγωγή χωρίς να εισέλθει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, η πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσεως, επειδή δεν έχει νόμιμη αιτιολογία.

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών μέσων, αλλ` απέρριψε τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο (Ολ.ΑΠ 3/1997). Γι` αυτό ο τέταρτος εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με το οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο αποδεικτικά μέσα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού κατά τα προαναφερθέντα το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, χωρίς να εισέλθει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως και να προβεί σε εκτίμηση αποδείξεων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.4.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 6559/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.