Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Απόλυση λόγω εκδίκησης (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης: 1315/2008)

Περίληψη: Σύμβαση εργασίας. Καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Προϋποθέσεις καταχρηστικής καταγγελίας. Είναι καταχρηστική η απόλυση για λόγους εκδίκησης. Φύση της καταγγελίας. Απόλυση του εργαζομένου, επειδή διεκδίκησε τα νόμιμα δικαιώματά του. Αξίωση αμοιβών λόγω υπερωριακής εργασίας. Η αδράνεια της σχετικής αξιώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα δεν καθιστά την άσκησή της καταχρηστική.

[...] Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή εφαρμοστέου, είτε προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει. Κατά τον αρ. 19 δε του ίδιου άρθρου του Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε, ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 28/1997, 30/1997). Αντίθετα δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά τη διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως, ανάγονται στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού ή αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, στην ανάλυση και στάθμιση τους και στην αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα κατά τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ` απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτήν η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχειρήσεώς του, αλλ` αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 8/2001). Εξάλλου, η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι` αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνει σ` αυτήν (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και κατά συνέπεια υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζόμενου καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη εκ λόγων εκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, όπως είναι η διεκδίκηση από τον μισθωτή των εκ της εργασιακής του σχέσεως νομίμων δικαιωμάτων του. Αντίθετα δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφο του, εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: "Η εναγομένη αναιρεσείουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία διενεργεί διεθνείς μεταφορές στις 3-12-1990 προσέλαβε την ενάγουσα (αναιρεσίβλητη), δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλο γραφείου, προκειμένου να εργαστεί στο νέο τότε υποκατάστημα της στη Θεσσαλονίκη. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής η ενάγουσα προσέφερε έκτοτε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη με την ως άνω ιδιότητα της. Η εργασία της συνίστατο κυρίως στη διεκπεραίωση των εισαγωγών και εξαγωγών των μεταφερομένων εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα όσον αφορά τις εισαγωγές, συνέτασσε τα απαραίτητα έγγραφα για τις συναλλαγές της εναγομένης με τις τράπεζες και τους πελάτες της, εξέδιδε τα σχετικά τιμολόγια και συνέτασσε τα απαραίτητα έγγραφα για το τελωνείο, ενώ όσον αφορά τις εξαγωγές, εξέδιδε τις φορτωτικές και τα τιμολόγια, έκανε χρεώσεις και ενημέρωνε τους ανταποκριτές του εξωτερικού. Από τις 22-3- 2002,οπότε η εναγομένη κατόπιν συμφωνίας της με την πελάτισσα της "Η και Μ", ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάζει με μηχανήματα της τελευταίας που είχαν μεταφερθεί στις εγκαταστάσεις της στη Θεσσαλονίκη, τις ετικέτες στις οποίες αναγράφονταν η τιμή, το μέγεθος και ο κωδικός των ενδυμάτων που μετέφερε στο εξωτερικό για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, υποχρέωσε την ενάγουσα να εργάζεται ορισμένες ημέρες της εβδομάδας και στην κατασκευή των ετικετών αυτών ως βοηθός της Γ1 που είχε προσληφθεί από αυτήν τον Οκτώβριο του 2000. Η ενάγουσα εργαζόταν υπό το σύστημα της πενθήμερης απασχολήσεως (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και είχε σταθερό ωράριο που άρχιζε στις 08.00` και έληγε στις 16.00`. Όμως κατά τις Παρασκευές, κατά τις οποίες υπήρχε υπερβολικός φόρτος εργασίας λόγω του ότι κατά τις ημέρες αυτές γίνονταν φορτώσεις των προς μεταφορά εμπορευμάτων στα φορτηγά αυτοκίνητα της εναγομένης από τις εγκαταστάσεις αυτής, εργαζόταν πέρα από το ανώτατο νόμιμο όριο της ημερήσιας απασχολήσεως που ανερχόταν σε εννέα ώρες. Η υπερωριακή δε απασχόληση της ήταν παράνομη καθόσον παρείχετο χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 28-3-2003 πραγματοποίησε συνολικά 1468,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, (όπως ειδικότερα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναλυτικά οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης)..... Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η άσκηση της αξιώσεως αποζημιώσεως της ενάγουσας λόγω παροχής παράνομης υπερωριακής εργασίας είναι καταχρηστική, διότι η ενάγουσα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τη μη καταβολή της αποζημιώσεως αυτής και έτσι δημιουργήθηκε σ` αυτήν εύλογα η πεποίθηση, ενόψει και της καταρτισθείσας μεταξύ τους συμφωνίας για τον καταλογισμό της εν λόγω αξιώσεως στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, ότι η ενάγουσα δεν θα ασκήσει την αξίωση της αυτή με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη άσκηση της να επιφέρει δυσβάστακτες συνέπειες σ` αυτήν, είναι μη νόμιμος και ως τέτοιος απορριπτέος καθόσον το ως άνω γεγονός και αληθινό να θεωρηθεί δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της ως άνω αξιώσεως της ενάγουσας κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.". Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, έκρινε ότι ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως μη νόμιμη και επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 14.371 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση της για την ως άνω παράνομη υπερωριακή απασχόληση της, απορρίπτοντας έτσι τον σχετικό λόγο της εφέσεως που είχε ασκήσει η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης. Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το θέμα της απολύσεως της αναιρεσίβλητης δέχτηκε τα εξής: "Η ενάγουσα στις 31-3-2003 προσέφυγε στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Σίνδου και κατήγγειλε την εναγομένη για τη μη καταβολή αποζημιώσεως για την παράνομη υπερωριακή εργασία που προσέφερε, για την ανάθεση σ` αυτήν και καθηκόντων υποδεεστέρων εκείνων του υπαλλήλου γραφείου και τη μη εφαρμογή του μειωμένου ωραρίου μητέρας. Την επομένη ημέρα (1-4- 2003) η εναγομένη για να την εκδικηθεί για την προσφυγή της στην Επιθεώρηση Εργασίας προς διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων της, κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας της και της κατέβαλε την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση απολύσεως, την οποία και εισέπραξε αυτή με ρητή επιφύλαξη του δικαιώματος της προσβολής της καταγγελίας ως καταχρηστικής. Ειδικότερα, όταν το πρωί της 1-4- 2003 προσήλθε αυτή στα γραφεία της εναγομένης για ανάληψη εργασίας, ο εξουσιοδοτηθείς από το Διευθυντή του Υποκαταστήματος της εναγομένης στη .... ....., υπάλληλος αυτής ....., υπεύθυνος του Τελωνείου και της αποθήκης, της ανακοίνωσε παρουσία και των λοιπών συναδέλφων τους, την απόφαση της εναγομένης για την απόλυση της. Ακολούθως την ίδια ημέρα της επιδόθηκε από το Διευθυντή του Υποκαταστήματος η από 1-4-2003 έγγραφη καταγγελία και της καταβλήθηκε η αποζημίωση απολύσεως. Εριστική και απρεπής συμπεριφορά της ενάγουσας έναντι των συναδέλφων της δεν αποδείχτηκε...... Ούτε επίσης αποδείχτηκε συμπεριφορά της ενάγουσας αντίθετη με τα συμφέροντα της εναγομένης και συγκεκριμένα η αποστολή πελατών αυτής, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για τη μεταφορά εμπορευμάτων τους στην Ιταλία, για την οποία δεν διενεργούσε μεν μεταφορές η ίδια, αλλά άλλες μεταφορικές εταιρίες με τις οποίες συνεργαζόταν, στην ανταγωνίστρια της εταιρία στην οποία εργαζόταν ο σύζυγος της. Όσον αφορά δε τα λάθη που έκανε η ενάγουσα τα δύο τελευταία χρόνια σε τρεις περιπτώσεις κατά την έκδοση παραστατικών εγγράφων,αυτά είναι συνήθη στους απασχολούμενους με γραφική εργασία και οφειλόταν σε υπερβολικό φόρτο εργασίας και όχι σε ανευθυνότητα της ενάγουσας ώστε να δικαιολογούν την απόλυση της. Άλλωστε, αν η αιτία της απολύσεως ήταν η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων της, η εναγομένη θα είχε προβεί σ` αυτήν ενωρίτερα και όχι την επομένη της προσφυγής της ενάγουσας στην επιθεώρηση Εργασίας". Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος και συνεπώς είναι άκυρη, και η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υπάρχει, η δε εναγομένη αρνούμενη να αποδεχτεί έκτοτε τις υπηρεσίες της ενάγουσας βρίσκεται σε υπερημερία και οφείλει σ` αυτήν τις αποδοχές της του χρονικού διαστήματος από την απόλυση της μέχρι τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 960 ευρώ, το οποίο ορθά επιδικάστηκε σ` αυτήν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ακολούθως απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως της εναγομένης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ απορρίπτοντας την ένσταση περί καταχρήσεως του δικαιώματος προς λήψη της νόμιμης υπερωριακής αμοιβής της ως μη νόμιμη, αφού πράγματι υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά η αξίωση της αυτή δεν ήταν καταχρηστική. Η απόφασή του δεν στερείται νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων και ιδίως αυτής του άρθρου 281 ΑΚ, σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 και ο τρίτος λόγο αυτής αληθώς από το άρθρο 559 αρ. 1 και όχι από τον αριθμό 19 του Κ.Πολ.Δ, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι με τις ως άνω παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως, καθώς και ότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 281 απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος σχετικά με την αξίωση της αναιρεσίβλητης που αφορούσε την υπερωριακή της απασχόληση, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338-340 και 346 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τα πραγματικά γεγονότα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και στηρίζουν την άμεση ή έμμεση απόδειξη, την κύρια απόδειξη ή ανταπόδειξη. Η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 42/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο αναφερόμενο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να λάβει υπόψη του τα επικληθέντα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα τις υπ` αριθμ. 861/2004, 862/2004 και 863/2004 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Γ1, .... και ..... ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης. Όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των προαναφερομένων μαρτύρων, όπως ρητά αναφέρεται σ` αυτήν, οι οποίες συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και κατά τα αναφερόμενα σ` αυτήν οι εν λόγω βεβαιώσεις δεν ήταν πειστικές σχετικά με τα προς απόδειξη θέματα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-2-2006 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία "...... .....", για αναίρεση της 2593/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ.

πηγή: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.