Προσβολή προσωπικότητας - Ευθύνη προς αποζημίωση - Ένσταση άρσης του παρανόμου της προσβολής (Εφετείο Θεσσαλονίκης - Αριθμός απόφασης: 657/2009)
Περίληψη: Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας. Προστατευόμενα αγαθά. Προϋποθέσεις ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία. Έννοια παράνομης συμπεριφοράς. Σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται και η ηθική βλάβη, με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Η διάταξη του ΠΚ 367 εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και επομένως αιρομένου του αδίκου χαρακτήρα αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ εκ μέρους του εναγομένου αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου, δηλαδή ένσταση που οδηγεί σε άρση του παρανόμου της προσβολής. Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε αυτό της συκοφαντικής δυσφήμισης. Διατάξεις: άρθρα 57, 299, 300, 330, 914, 932 ΑΚ, 229 [παρ. 1], 361, 362, 363, 367 [παρ. 1] ΠΚ
[...] Επειδή, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, εξάλλου και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται, στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος το ατόμου. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος αποτελεί δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή δε υπαιτιότητας είναι ο δόλος και η αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ). Από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία και η μη περιουσιακή ή ηθική βλάβη, με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Περαιτέρω, σύμφωνα: 1) με τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του ΠΚ: «όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363] προσβάλλει την τιμή άλλου, με λόγο ή με έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται...», 2) με τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται...», και 3) με τη διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ: «αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται...». Τέλος, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α'-δ' του ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου ΑΚ πράξεων αίρεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομικών καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ' και δ'). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 του ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη εφαρμογής, επί αντένστασης προβλητέας από τον ενάγοντα, της διάταξης του άρθρου 367 παρ 2 του ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ εκ μέρους του εναγομένου αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου, δηλαδή (ένταση) που οδηγεί σε άρση του παρανόμου της προσβολής (ΑΠ 1339/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 73/2002 ΕλλΔνη 43,857). Τέλος, για να στοιχειοθετηθεί το υπό του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτή στο να κινηθεί ποινική, ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή (ΑΠ 346/2001 ΠοινΔ 2001,471). Στην προκείμενη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος (η εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιέχεται στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όλα ανεξαιρέτως τα νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι διάδικοι είναι συγγενείς εξ αγχιστείας, αφού η αδελφή της εναγομένης είναι σύζυγος του ενάγοντος, διαμένουν δε σε γειτονικές κατοικίες στο συνοικισμό Πανοράματος Θεσσαλονίκης. Από το έτος 2002 υπήρχε μεταξύ τους έντονη αντιδικία, εξαιτίας περιουσιακών διαφορών, στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων είχε ασκήσει σε βάρος της εναγομένης και του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της Γ.Β., διάφορες αγωγές και μηνύσεις. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η ασκηθείσα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, υπ’ αριθ. κατ. .../11.7.2002 αγωγή του κατ’ αμφοτέρων των ανωτέρω, η οποία συζητήθηκε ερήμην των τελευταίων την 10.6.2003 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 22720/2003 απόφαση, με την οποία εκείνοι υποχρεώθηκαν να του καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 1.500 ευρώ. Αντίγραφο της εν λόγω απόφασης επιδόθηκε νόμιμα στους ανωτέρω (εκεί εναγομένους), οι οποίοι την 13.10.2003 άσκησαν κατ’ αυτής την υπ’ αριθ. .../13.11.2003 έφεσή τους, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 5.11.2004, χωρίς όμως να εκδοθεί απόφαση, οπότε, κατόπιν της 42/2005 πράξης του Διευθύνοντος το Εφετείο Θεσσαλονίκης, επαναλήφθηκε η συζήτηση αυτής κατά τη δικάσιμο της 20.1.2006. Στο μεταξύ, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο της υπόθεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 5.11.2004, τέθηκε, από πλευράς του ενάγοντος, (εκεί εφεσιβλήτου), θέμα εκπροθέσμου ασκήσεως της έφεσης της εναγομένης και του συζύγου της (εκεί εκκαλούντων). Κατόπιν τούτου, την ίδια εκείνη ημέρα, μετά τη συζήτηση της έφεσής τους, οι ανωτέρω, ανατρέχοντας στα έγγραφα της σχετικής δικογραφίας, έλαβαν γνώση των υπ’ αριθ. 5768 και 5769 εκθέσεων επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Α. Ν., που ο ενάγων είχε προσκομίσει στη δίκη εκείνη. Σύμφωνα μ’ εκείνες, η παραπάνω 22720/2003 απόφαση, φερόταν να έχει επιδοθεί στην εναγομένη και το σύζυγο της την 8.9.2003, ενώ σύμφωνα με την επισημείωση του ίδιου δικαστικού επιμελητή επί του επιδοθέντος στους ανωτέρω αντιγράφου της απόφασης, την 8.10.2003, με αποτέλεσμα, η ίδια έφεση, να εμφανίζεται, ότι έχει ασκηθεί στη μεν πρώτη περίπτωση εκπρόθεσμα, στη δεύτερη όμως εμπρόθεσμα. Διαπίστωσαν επίσης, όπως βάσιμα προβάλλει η εναγόμενη, ότι το επιδοθέν σ’ εκείνους αντίγραφο της άνω απόφασης έφερε, ως ημερομηνία θεώρησής του από τον αρμόδιο δικαστικό γραμματέα την 17.9.2003, ενώ, ως ημερομηνία παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος προς τον άνω δικαστικό επιμελητή, για την επίδοση αυτού (αντιγράφου), την 24.9.2003, η οποία ως τέτοια μνημονευόταν και στις παραπάνω δύο εκθέσεις επίδοσης. Οι ημερομηνίες όμως αυτές, που πράγματι προέκυπταν από τα παραπάνω δημόσια έγγραφα, ήταν χρονικά μεταγενέστερες της 8.9.2003, φερόμενης ως ημεροχρονολογίας επίδοσης της απόφασης κατά τις παραπάνω δύο εκθέσεις, δοθέντος δε ότι η σημειούμενη στις τελευταίες, παραπλεύρως της άνω (8.9.2003) ημερομηνίας, ημέρα Τετάρτη, ως ημέρα επίδοσης, δεν αντιστοιχούσε στην άνω ημερομηνία, σύμφωνα με το ισχύον ημερολόγιο, αλλά σ’ εκείνη της 8.10.2003, που ως ημερομηνία επίδοσης αναγραφόταν στο επιδοθέν στην εναγόμενη και το σύζυγο της αντίγραφο, οι τελευταίοι δικαιολογημένα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχε περίπτωση επέμβασης στις ανωτέρω εκθέσεις, συνιστάμενη στη νόθευση της άνω κρίσιμης ημεροχρονολογίας. Ακόμη εκείνοι, έχοντας πληροφορηθεί ότι η ενέργεια αυτή είχε ως άμεση συνέπεια την επιβλαβή για τους ίδιους, επωφελή για τον ενάγοντα, απόρριψη της έφεσής τους, απέδωσαν αυτή στον τελευταίο. Περαιτέρω, οι ίδιοι, επιδιώκοντας την αποτροπή απόρριψης, ως απαραδέκτου, της ασκηθείσας έφεσής τους, επεχείρησαν να προβάλουν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τους άνω σχετικούς ισχυρισμούς, τους οποίους διέλαβαν στην προσθήκη και αντίκρουση που κατέθεσαν την 10.11.2004, μετά δηλαδή τη συζήτηση της έφεσης εκείνης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 5.11.2004. Συγκεκριμένα, έχοντας παράσχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Νταλέτσο, την αναγκαία ειδική πληρεξουσιότητα, με το άνω δικόγραφο προσέβαλαν ως πλαστές τις δύο παραπάνω κρίσιμες εκθέσεις επίδοσης και κατονόμασαν ως πλαστογράφο τον ενάγοντα, εκθέτοντας με λεπτομέρεια όσα πραγματικά περιστατικά είχαν διαπιστώσει κατά τα ανωτέρω, από τη συνεκτίμηση των οποίων αντικειμενικά θεμελιωνόταν ο προβληθείς ισχυρισμός τους. Το Δικαστήριο τούτο, με την υπ’ αριθ. 488/2006 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η περί πλαστότητας των εκθέσεων επίδοσης ένσταση, απαραδέκτως είχε προβληθεί, διότι οι εκεί εκκαλούντες δεν είχαν αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ως και ότι, ενόψει της προκύψασας διαφοράς, ως προς την ημερομηνία επίδοσης, μεταξύ της αναγραφόμενης στο επιδοθέν αντίγραφο της απόφασης και αυτής στις άνω εκθέσεις επίδοσης, κατίσχυε η τελευταία, απέρριψε ως απαράδεκτη την παραπάνω έφεση, για το λόγο ότι είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα. Μετά από αυτά, ο ενάγων άσκησε κατά των ανωτέρω την κρινόμενη αγωγή, με την οποία, επικαλούμενος ότι ψευδώς τον κατεμήνυσαν και τον συκοφάντησαν, ισχυριζόμενοι τα άνω ψεύδη των οποίων τρίτοι έλαβαν γνώση και προσβλήθηκε το δικαίωμα της προσωπικότητάς τους, ζήτησε όσα στην οικεία θέση της παρούσας, εκτέθηκαν. Τα παραπάνω προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους δημόσια έγγραφα και δεν αναιρούνται από άλλα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία. Βέβαια, ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίζεται και με τη μάρτυρά του Θ.Σ., σύζυγο του, προσπάθησε να αποδείξει, ότι τα όσα με την παραπάνω προσθήκη- αντίκρουση των προτάσεων προέβαλαν, κατά τη δίκη εκείνη, η εναγομένη και ο σύζυγος της, ήταν εν γνώσει τους ψευδή και απέβλεπαν, τόσο στην ποινική του δίωξη, όσο και στη βλάβη της τιμής και της υπόληψής του. Η ακρίβεια, όμως, των ισχυρισμών αυτών δεν αποδείχθηκε. Και τούτο, διότι όσα αναφέρονταν στο δικόγραφο εκείνο, αποτύπωναν αυτά που πραγματικά κατά την πεποίθηση των ανωτέρω ίσχυαν, και που αναφορικά με τον, κατά την 8.10.2003, πραγματικό χρόνο επίδοσης σ’ αυτούς της 22720/2003 απόφασης, από τη συνεκτίμηση των προεκτεθέντων εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυπτε ότι ήταν αντικειμενικά αληθή. Περαιτέρω, αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, σε παράνομη συμπεριφορά του οποίου απέδιδαν η εναγόμενη και ο σύζυγος της την προκύψασα κατά τα ανωτέρω χρονική διαφορά στην επίδοση της απόφασης εκείνης, ναι μεν δεν αποδείχθηκε η αλήθεια του ισχυρισμού, αφού το Δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη δεν προέβη, για τον λόγο που προεκτέθηκε, στην ουσιαστική έρευνα αυτού, πλην, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της προσθήκης, η εναγόμενη γνώριζε ότι δεν ευθυνόταν γι’ αυτήν (παράνομη συμπεριφορά), ο ενάγων, και παρόλα αυτά υποστήριξε τα ανωτέρω αντίθετα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στην εναγόμενη, λόγω της μακροχρόνιας αντιδικίας της με τον ενάγοντα, με την άσκηση από τον τελευταίο σε βάρος της ίδιας και του αποβιώσαντος συζύγου της, σωρείας αγωγών και της καταδίκης τους, ερήμην, σε καταβολή σ’ εκείνον ποσού 1.500 ευρώ, εύλογα δημιουργήθηκε η πεποίθηση, ενόψει και των όσων εκτέθηκαν, αναφορικά με το χρόνο επίδοσης της απόφασης, ότι ο ενάγων, ως μόνος ωφελούμενος από την απόρριψη ως εκπρόθεσμης της έφεσής τους κατά της άνω απόφασης, επεδίωκε την γρήγορη απόκτηση εκτελεστού τίτλου προς ικανοποίησή του, αφού η απόφαση εκείνη δεν είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα διαλαμβάνονται στο άνω δικόγραφο, δεν επιστηρίζονται σε δόλια προαίρεση της εναγόμενης με την υποκειμενική μορφή του δόλου που προσαπαιτείται για τις καταγγελλόμενες πράξεις, αφού σκοπός αυτής δεν ήταν να πετύχει την ποινική δίωξη του ενάγοντος, με την αναφορά και διάδοση, σε βάρος του, ψευδών εν γνώσει της γεγονότων, αλλά να γίνει σχετική δικαστική διερεύνηση των καταγγελλομένων και να αξιολογηθούν αυτά ποινικά από τον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελέα. Ενισχυτικό της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι, η εναγόμενη για τους ισχυρισμούς που προεκτέθηκαν, δεν υπέβαλε έγκληση εναντίον του ενάγοντος, αλλά σε τμήμα της προσθήκης ανέφερε κατά λέξη: «Αιτούμεθα όπως διαβιβαστεί από το Δικαστήριο σας ο φάκελος της υπό κρίσιν υποθέσεως στον αρμόδιο κατά νόμο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για την άσκηση ποινικών διώξεων κατά παντός υπευθύνου για πλαστογραφία, απάτη επί δικαστηρίω και άλλων τυχόν παραβάσεων του ΠΚ». Ενόψει των παραπάνω, οι περιληφθέντες στο δικόγραφο εκείνο ισχυρισμοί της εναγομένης, δεν προσλαμβάνουν ούτε το χαρακτήρα της ψευδούς καταμήνυσης, ούτε αυτόν της συκοφαντικής δυσφήμησης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην προβολή, με το δικόγραφο της προσθήκης, του άνω φερομένου ως δυσφημιστικού γεγονότος, προέβη η εναγόμενη όχι με πρόθεση δυσφήμησης του ενάγοντος, αλλά όπως προεκτέθηκε, για την προστασία του δικαιώματός της προς αποτροπή απόρριψης, ως εκπρόθεσμης, της έφεσής της και στέρησης παροχής σ’ αυτήν δικαστικής προστασίας, την οποία, πεπλανημένα πίστευε, ότι, με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, επεδίωκε ο ενάγων, δεν υπερέβαινε δε το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέσο. Συνακόλουθα, γενομένου δεκτού του προβαλλόμενου σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης περί αποκλεισμού, για τον άνω λόγο, του στοιχείου του παρανόμου της επιζήμιας παραπάνω συμπεριφοράς της, η αγωγή ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με εσφαλμένη εν μέρει αιτιολογία, στην αυτή κρίση κατέληξε και απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσία, κρίνοντας ότι όσα η εναγόμενη ισχυρίσθηκε ήταν αληθή, ότι προέβη στην προβολή τους προς προστασία νομίμου δικαιώματός της και ότι συνεπώς οι αληθείς αυτοί ισχυρισμοί της δεν συνιστούν ούτε ψευδή καταμήνυση ούτε συκοφαντική ή απλή δυσφήμηση. Γι’ αυτό και πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία αυτή με την ανωτέρω (άρθρο 534 ΚΠολΔ να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ο προβαλλόμενος με την έφεση για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 330 ΚΠολΔ δεν απέρριψε, λόγω δεδικασμένου, τον περί πλαστογραφίας των παραπάνω εκθέσεων επίδοσης, ισχυρισμό της εναγόμενης, ενώ αυτός είχε ήδη απορριφθεί προηγουμένως με την 488/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον ενώπιον αυτού, χωρίς την επίκληση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 269 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2003 σ. 287), είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού τα όσα η εναγομένη ισχυρίστηκε αμυνόμενη κατά της ένδικης αγωγής, δεν αποτελούν εκ νέου προβολή της ήδη απορριφθείσας, ως απαράδεκτης, σε άλλη δίκη, επικαλούμενης από τον ενάγοντα άνω ένστασης. [...]
ΠΗΓΗ: NBonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.