Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Μεταβίβαση επιχείρησης και διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης: 1277/2010)

Περίληψη: Επιχειρησιακή συνήθεια. Έννοια και διάκριση από τις οικειοθελείς παροχές. Παροχή ιδιωτικής ασφάλισης εκ μέρους εργοδότη. Αποτελεί οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλήτη από τον εργοδότη, εφόσον υπάρχει σχετική ρητή επιφύλαξη του εργοδότη. Διαδοχή εργοδοτών. Υποχρεώσεις διαδόχου και τύχη της σύμβασης ιδιωτικής ασφάλισης. Περίπτωση αλλαγής Κανονισμού Εργασίας με νεότερη ΕΣΣΕ στον οποίο γίνεται αναφορά στο νέο, τροποποιημένο ασφαλιστικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα οι όροι των προηγούμενων Κανονισμών Εργασίας, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης των εργαζομένων, να έχουν ήδη νομίμως καταργηθεί και αντικατασταθεί με τον νέο Κανονισμό Εργασίας κι ως εκ τούτου να μην συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αλλαγή του ασφαλιστηρίου, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερους όρους. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2774/2008 ΕφΑθηνών).

[...] Η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί αν αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα του μονομερούς και, συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο. Οι παροχές αυτές, και να ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ` αυτόν το δικαίωμα ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ` επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών. Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ` ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και ζ εδ. α` και β` του π.δ 572/1988 "Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών", που εκδόθηκε για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς εκείνη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, ορίζονται τα εξής: "1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας που υφίσταται κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής το διάδοχο....2) με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, μετά την για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας, 3) Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, είτε υπό τη μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική εταιρίας, είτε με μορφή λογαριασμού, που λειτουργεί στα πλαίσια της επιχείρησης, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεως ισχύουν τα εξής: Α) αν ο διάδοχος αποδέχεται τη συνέχιση της σύμβασης ασφάλισης με τους ίδιους όρους που ίσχυαν για το μεταβιβάζοντα, ανανεώνεται η σύμβαση ασφάλισης. Αν μεσολαβεί ασφαλιστική εταιρία, ο διάδοχος ανανεώνει τη σύμβαση ασφάλισης και με αυτήν. Β) Αν ο διάδοχος αποδέχεται τη συνέχιση της σύμβασης ασφάλισης με διαφορετικούς όρους από εκείνους που ίσχυαν για τον μεταβιβάζοντα, στην περίπτωση αυτή πληροφορεί τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τη μεταβολή των όρων, διαβουλεύεται με αυτόν και με τον μεταβιβάζοντα και καταρτίζει νέα σύμβαση ασφάλισης. Αν μεσολαβεί ασφαλιστική εταιρία στις διαβουλεύσεις μετέχει και εκπρόσωπός της για να υποβάλει νέες προτάσεις προς κατάρτιση νέας ασφαλιστικής σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη και του τυχόν πλεονάσματος μαθηματικού αποθέματος". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές τίθεται ο κανόνας ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, διατηρούνται όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων και όλες οι προς αυτούς υποχρεώσεις του εργοδότη, είτε αυτές προέρχονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από κανονισμούς εργασίας, ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρηματική συνήθεια. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν εισάγει η προεκτεθείσα παράγραφος 3, κατά την οποία επιτρέπεται στον διάδοχο είτε να αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής, με τις ανωτέρω μορφές, σύμβασης, είτε να τη συνεχίσει με τους ίδιους όρους, οπότε ανανεώνεται η σύμβαση ασφάλισης, ή με διαφορετικούς. Στην τελευταία περίπτωση γίνεται νέα διαπραγμάτευση των όρων μεταξύ του διαδόχου, των εκπροσώπων των εργαζομένων στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση και του αρχικού εργοδότη και, αν στο σύστημα ασφάλισης μεσολαβεί ασφαλιστικής εταιρία και του εκπροσώπου αυτής. η απόφαση του διαδόχου να αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης ή να συνεχίσει αυτήν με διαφορετικούς όρους, είναι σαφές ότι πρέπει να ληφθεί και να γνωστοποιηθεί πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης, διαφορετικά έχει εφαρμογή ο προανα-φερόμενος κανόνας, δηλαδή της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των προς αυτούς υποχρεώσεων του εργοδότη, που πηγάζουν και από την τυχόν υφιστάμενη ασφαλιστική σύμβαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον Κοινωνικό ή Οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου Κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 34/2005). Τέλος, παράβαση κανόνα δικαίου, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, υπάρχει εφόσον αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν αυτός εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε ή εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Ενώ έλλειψη νόμιμης βάσης, που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του αριθμού 19 του ανωτέρω άρθρου υπάρχει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας, ή την άρνησή της ή αντιφάσκουν μεταξύ τους. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσλήφθηκε στις 14-2-1972, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εταιρία με την επωνυμία "..................... " που είχε συσταθεί το έτος 1963, προκειμένου να απασχοληθεί ως αναλυτής στο τμήμα οικονομικού σχεδιασμού της εν λόγω εταιρίας. Η εταιρία αυτή το έτος 1984 εξαγοράστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και μετονομάστηκε σε "...................... Με βάση το άρθρο 2 του ν. 2593/1998, από 1-4-1998 η πιο πάνω εταιρία "...." διασπάσθηκε και ο μεν βιομηχανικός κλάδος αυτής, που περιελάμβανε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις Θεσσαλονίκης, απορροφήθηκε από την εταιρία με την επωνυμία "..........", η οποία στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εταιρία "................." (μητρική εταιρία), ενώ ο εμπορικός κλάδος της ίδιας εταιρίας καθώς και ο εμπορικός κλάδος της εταιρίας "...." συγχωνεύτηκαν στην νεοϊδρυθείσα εταιρία με την επωνυμία "..............(εναγομένη), η οποία, αφού κατά τα έτη 1999 και 2000 απορρόφησε και τις εταιρίες "..................." και "..........", μετονομάστηκε τον Ιούνιο 2005 σε ".........". Ο αναιρεσείων απασχολείτο στον εμπορικό κλάδο της (διασπασθείσας) εταιρίας "................") και έτσι, μετά τη διάσπαση της εταιρίας αυτής, συνέχισε να απασχολείται στην ως άνω νεοϊδρυθείσα εταιρία .................. και ήδη αναιρεσίβλητη οποία αποτελεί οιονεί καθολική διάδοχο της αρχικής εργοδότριας εταιρίας, μέχρι τις 30-10-2005, οπότε και αποχώρησε από την εργασία του, λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης. Η ως άνω αρχική εταιρία "..........." είχε συνάψει, από το έτος 1966, με την ασφαλιστική εταιρεία "...." σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, με την οποία παρεχόταν στους εργαζομένους της, κατά τη λύση της συμβάσεως εργασίας τους με οποιονδήποτε τρόπο, χρηματική παροχή, που συνίστατο σε ετήσια ισόβια σύνταξη, καταβαλλόμενη σε δέκα τέσσερις ισόποσες δόσεις ανά έτος. Για την κατάρτιση της ομαδικής ασφαλιστικής σύμβασης εκδόθηκε το υπ` αριθμ ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με τη σύμβαση αυτή, η οποία ακολούθως υπέστη διάφορες τροποποιήσεις, ασφαλίζονταν όλοι οι μισθωτοί, που παρείχαν την εργασία τους σε εκτέλεση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Τα ασφάλιστρα αρχικά καταβάλλονταν κατά ένα μικρό ποσοστό από τους εργαζομένους και κατά το υπόλοιπο από την εργοδότρια, ενώ από το έτος 1979 αυτά καταβάλλονταν μόνο από την εργοδότρια. Η ένταξη στο πρόγραμμα δεν ήταν υποχρεωτική για τους εργαζομένους, αλλά γινόταν ύστερα από αίτησή τους. Τόσο στο αρχικό κείμενο του ασφαλιστικής σύμβασης, όσο και στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της η ανωτέρω εργοδότρια εταιρία επεφύλαξε ρητά δικαίωμα τροποποίησης ή κατάργησης του προγράμματος ομαδικής ασφάλισης... Ειδικότερα με το άρθρο 10 του ασφαλιστηρίου και υπό τον τίτλο "τροποποίηση του προγράμματος" αναγράφεται σχετικά με το θέμα αυτό "πρόθεση του αντισυμβαλλομένου είναι να διατηρήσει το πρόγραμμα και την πληρωμή των εισφορών που απορρέουν από αυτό. Ωστόσο, η συνέχιση του προγράμματος δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατική και ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί ρητώς το δικαίωμα να μειώνει, τροποποιεί, αναστέλλει, ακυρώνει και καταργεί το πρόγραμμα και τις σχετικές με αυτό εισφορές οποτεδήποτε. Σε καμιά δε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί η αναστολή, μεταβολή ή κατάργηση οποιουδήποτε ή όλων των όρων του προγράμματος ότι αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή της εργασιακής σύμβασης. Με την 13/227 από 28-8-1995 πρόσθετη πράξη τροποποίησης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου το πρόγραμμα ασφαλίσεως, το οποίο βελτιώθηκε ως προς τις παροχές, πλην όμως επαναλήφθηκε το δικαίωμα της αρχικής εργοδότριας περί τροποποίησης, αναστολής ή διακοπής αυτού... Οι πιο πάνω διαδοχικές τροποποιήσεις έγιναν με τη συμμετοχή στις σχετικές διαβουλεύσεις των μελών της διοίκησης του σωματείου, τα οποία ελάμβαναν γνώση όλων των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και ενημέρωναν ακολούθως τους εργαζόμενους στους οποίους επιπλέον εχορηγούντο και σχετικά ενημερωτικά έντυπα. Εν τω μεταξύ, και ενόψει της επικείμενης συγχώνευσης των ανωτέρω θυγατρικών εταιριών του ομίλου Δ.Ε.Π, ελλείψει συμβουλίων εργαζομένων συστάθηκε κοινή επιτροπή για να διαπραγματευθεί με τη Διοίκηση της ΔΕΠ τη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων στη διάδοχο εταιρία. Κατά τη συνάντηση των δύο πλευρών στις 14-11-1997, συντάχθηκε πρακτικό με το οποίο συμφωνήθηκε ότι στα πλαίσια της συγχώνευσης δε θα διαταραχθούν οι υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, η δε διοίκηση της ΔΕΠ δεσμεύθηκε για χρονικό διάστημα δύο ετών εντός του οποίου θα προχωρήσει και θα ολοκληρωθεί η ομογενοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η οποία και επιτεύχθηκε με τις καταρτισθείσες ΕΣΣΕ των ετών 2000- 2001. Μάλιστα προκειμένου να ομογενοποιηθούν οι όροι των ασφαλιστικών προγραμμάτων, που υπήρχαν χωριστά για κάθε απορροφηθείσα εταιρία με τους εργαζομένους της, η αναιρεσίβλητη εταιρία κάλεσε για διαβουλεύσεις όλα τα επιχειρησιακά σωματεία, μεταξύ των οποίων και αυτό στο οποίο ανήκει ο αναιρεσείων και μετά το τέλος αυτών ενημέρωσε και το τελευταίο σωματείο για την τροποποίηση του ... ασφαλιστήριου συμβολαίου και τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε στο από 22-3-2002 πρακτικό. Σ` αυτό προβλεπόταν η καταγγελία του ως άνω ισχύοντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου μέχρι 30-4-2002, η διακοπή αυτού από 30-6-2002, η έγγραφη αποδοχή των μελών για τη λύση του συμβολαίου και ο τρόπος υπολογισμού των παροχών και η υπογραφή νέου συμβολαίου με ασφαλιστική εταιρία για τη διαδοχή του συνταξιοδοτικού προγράμματος... Στη συνέχεια η αναιρεσίβλητη προέβη στη σύναψη νέου ομαδικού συνταξιοδοτικού προγράμματος με την ασφαλιστική εταιρία ............ στο οποίο εντάχθηκε το σύνολο των εργαζομένων της και μόνο ο αναιρεσείων αρνήθηκε τη συμμετοχή του, ισχυριζόμενος ότι η ανωτέρω τροποποίηση του αρχικού ασφαλιστικού προγράμματος αποτελεί ανεπίτρεπτη βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του. Όμως, εφόσον υπήρξε ρητή επιφύλαξη της αρχικής εργοδότριας για τροποποίηση ή και διακοπή του αρχικού ασφαλιστικού προγράμματος, εν γνώσει του αναιρεσείοντος, αλλά και των λοιπών εργαζομένων, δεν διαμορφώθηκε επιχειρησιακή συνήθεια πρόσθετης παροχής από το ασφαλιστικό αυτό πρόγραμμα και συμβατικής δέσμευσης ως προς την παροχή αυτή, τόσο της αρχικής εργοδότριας, όσο και της διαδόχου αυτής αναιρεσίβλητης, αλλά η εν λόγω παροχή διατήρησε και μετά τη συγχώνευση, το χαρακτήρα της οικειοθελούς παροχής. Επίσης, από την από 14-2-1972 ατομική σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος δεν συνάγεται δέσμευση της αναιρεσίβλητης, για τη μη τροποποίηση του προγράμματος ομαδικής ασφάλισης, όσον αφορά στον αναιρεσείοντα, άλλως, σε κάθε περίπτωση, καταρτίστηκε, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα, μεταξύ του ενάγοντος και της αρχικής εργοδότριας νέα τροποποιητική συμφωνία, διάφορη της αρχικής, δυνάμει της οποίας η εργοδότρια, και ακολούθως και η αναιρεσίβλητη, ενόψει του ότι η σχέση εργασίας μεταβιβάζεται στο νέο εργοδότη με το περιεχόμενο που είχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μπορούσε να τροποποιήσει το πιο πάνω ασφαλιστικό πρόγραμμα. Εξάλλου, ούτε από το γεγονός ότι στον ισχύοντα πριν από τη συγχώνευση Κανονισμό Εργασίας, αλλά και σ` αυτόν που καταρτίστηκε μετά τη συγχώνευση το έτος 1999, γινόταν αναφορά στο προηγούμενο ασφαλιστικό πρόγραμμα που ίσχυε στην εταιρία, συνάγεται συμβατική δέσμευση της αναιρεσίβλητης, να διατηρεί αμετάβλητο το συγκεκριμένο ασφαλιστικό πρόγραμμα, δεδομένου ότι και στους ως άνω Κανονισμούς γινόταν απλή αναφορά στο ισχύον κάθε φορά ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με παραπομπή κατά τα λοιπά στους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, από τους οποίους, όπως αναφέρθηκε, προέκυπτε ρητή επιφύλαξη της εργοδότριας για την τροποποίηση ή κατάργηση του ασφαλιστικού προγράμ- ματος. Πέραν αυτού, όμως, οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, δηλαδή επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάστασή της με νεότερη συλλογική σύμβαση, χωρίς, όμως, οι όροι αυτοί να ενσωματώνονται εκ του νόμου στην ατομική σύμβαση, ώστε να αποτελούν περιεχόμενο αυτής, με αποτέλεσμα οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει η συλλογική σύμβαση εργασίας, να μπορούν να τροποποιούνται με νεότερη συλλογική σύμβαση του ίδιου επιπέδου, τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Στη συσχέτιση, δηλαδή, των συλλογικών συμβάσεων ταυ ιδίου επιπέδου δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή των τάξεων, κατά την οποία η νεότερη συλλογική σύμβαση καταργεί την προηγούμενη, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερους για τους μισθωτούς διατάξεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Κανονισμός Εργασίας του έτους 1999 αντικαταστάθηκε το έτος 2003 με τον ισχύοντα, κατά την αποχώρηση του αναιρεσείοντος νέο Κανονισμό, ο οποίος καταρτίστηκε, όπως και οι προηγούμενοι, με νέα ΕΣΣΕ, ύστερα από πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις του σωματείου εργαζομένων, και του οποίου το άρθρο 37 γίνεται αναφορά στο νέο τροποποιημένο ασφαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο αντικατέστησε αυτό που ίσχυε βάσει του υπ` αρίθμ ... ..του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, οι όροι των προηγούμενων Κανονισμών Εργασίας, οι οποίοι, κατά τα ανωτέρω, δεν αποτέλεσαν περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος, να έχουν ήδη νομίμως καταργηθεί και αντικατασταθεί με τον προαναφερόμενο όρο του νέου Κανονισμού Εργασίας. Ενόψει όλων αυτών, η καταγγελία του υπ` αριθμ. 5330 ασφαλιστηρίου συμβολαίου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και η κατάρτιση νέου ασφαλιστικού προγράμματος με την ασφαλιστική εταιρία ........... ....... , με διαφορετικούς όρους και προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως αν αυτοί είναι δυσμενέστεροι, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του αναιρεσείοντος, ούτε αποτελεί υπαίτια αθέτηση των από την ένδικη εργασιακή σύμβαση υποχρεώσεων της αναιρεσίβλητης ώστε να γεννάται κατ` αυτής δευτερογενής αξίωση του αναιρεσείοντος προς αποζημίωση, ούτε είναι αντίθετη στην καλή πίστη και άρα καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι ο ενάγων, κατά τον χρόνο της καταγγελίας πληρούσε τις προϋποθέσεις του προγράμματος για τη λήψη πρόωρης συνταξιοδότησης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι, ανεξάρτητα από τους δυσμενέστερους όρους του νέου ασφαλιστικού προγράμματος που καταρτίστηκε με την ασφαλιστική εταιρία ....... δεν θεμελιώνεται βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσείοντος. Και τούτο διότι με τη ρητή επιφύλαξη της αρχικής εργοδότριας ".....", αλλά και της διαδόχου της "....." για τροποποίηση ή και διακοπή του εν λόγω ασφαλιστικού προγράμματος, εν γνώσει των εργαζομένων, δεν διαμορφώθηκε επιχειρησιακή συνήθεια πρόσθετης παροχής από το ασφαλιστικό αυτό πρόγραμμα και συμβατικής δέσμευσης τόσο της αρχικής εργοδότριας όσο και της διαδόχου της, (εναγομένης) και επικουρικά, γιατί η τελευταία, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του πδ 572/1988 επιτρεπτά μετέβαλε προς το δυσμενέστερο την προαναφερόμενη ασφαλιστική παροχή προς τον αναιρεσείοντα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με το ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ, 7 Ν. 2112/1920 και 3 παρ. 1, 2 και 3 εδ. α` και β` του π.δ. 572/1988, αφού πράγματι κατά τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά η ως άνω καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και η κατάρτιση νέου προγράμματος με την ανωτέρω εταιρία δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης του αναιρεσείοντος, ούτε υπερβαίνει και μάλιστα κατά προφανή τρόπο, τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ωσαύτως, το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και δη: 1) αν η ανωτέρω ασφαλιστική παροχή έχει το χαρακτήρα της οικειοθελούς παροχής κατά τη βούληση των διαδίκων μερών, 2) αν η αναιρεσίβλητη εταιρία έχει επιφυλάξει σ` αυτήν το δικαίωμα ανάκλησή της, 3) αν η εκ μέρους της τελευταίας τροποποίηση των εκ του ως άνω ασφαλιστηρίου ασφαλιστικών παροχών αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης του αναιρεσείοντος, 4) αν ο τελευταίος γνώριζε ότι η αρχική εργοδότρια και η διάδοχος της .... είχαν ρητώς επιφυλαχθεί να τροποποιήσουν ή και να διακόψουν το ένδικο ασφαλιστικό (συνταξιοδοτικό) πρόγραμμα. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος, πρώτο μέρος λόγος αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α), που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι: "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και από τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσε το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται, κατ` αρχήν, γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ασφάλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ` όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 19/2006, Ολ. ΑΠ 40/1998). Στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου ο αναιρεσείων δεν είχε θεμελιώσει κατά τον ένδικο χρόνο ώριμο συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την επίδικη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης και συνεπώς ο αντίθετος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος, από τους αριθμ. 1 και του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η παραβίαση, ευθέως και εκ πλαγίου, των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 3 εδ. α` και β`, 4 π.δ. 572/1988, είναι αβάσιμος, καθ` όσον ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-2-2009 αίτηση αναιρέσεως του Ψ κατά της 2774/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία προσδιορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

ΠΗΓΗ: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.