Επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν για Έξοδα Φακέλου
Τη δυνατότητα να διεκδικήσουν από τις τράπεζες προμήθειες που τους είχαν ζητηθεί ως έξοδα φακέλου έχουν οι καταναλωτές, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου, χιλιάδες καταναλωτές-πελάτες τραπεζών, μπορούν να διεκδικήσουν την επιστροφή ποσών που είχαν καταβάλει πριν από χρόνια σε τράπεζες, προκειμένου να εκδοθεί το δάνειό τους, ποσά τα οποία λάμβαναν οι τράπεζες με τη δικαιολογία ότι υπάρχουν έξοδα για το άνοιγμα φακέλου. Με ανακοίνωση της Γενικής Ομοσπονδίας Καταναλωτών Ελλάδας και με βάση τη με αριθμ. 233/2010 απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου, αποφασίστηκε ότι τα έξοδα φακέλου που εισπράττουν οι τράπεζες για την έκδοση δανείων είναι παράνομα και συνιστούν "αδικαιολόγητο πλουτισμό". Κατά καιρούς παράγονταν καινούριοι νόμοι, οι οποίοι είχαν ως στόχο να βάλουν ένα τέλος στην αυθαιρεσία των τραπεζών, όπως τη μη καταβολή επιπλέον ποσού για κατάθεση χρημάτων σε λογαριασμό τρίτου ή τη μη επιβολή εξόδων αδράνειας σε λογαριασμούς που δεν κινούνται για χρονικό διάστημα άνω του έτους. Με την εν λόγω απόφαση, το δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και την απόφαση ΕΝΠΘ/ΤΕ 524/1993, απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, η εν λόγω επιβάρυνση είναι παράνομη, αφού αντίκειται στη διάταξη αυτή και οι σχετικές συμφωνίες είναι άκυρες, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ. Η διαφορά της συγκεκριμένης απόφασης, από τις λοιπές που κατά καιρούς εκδίδονταν για τις αυθαιρεσίες των τραπεζών έγκειται στο ότι κρίνει ως χρόνο παραγραφής διεκδίκησης των εξόδων φακέλου τα είκοσι έτη (20), κάνοντας δεκτές για πρώτη φορά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ.ΑΚ). Συνεπώς, όλοι οι δανειολήπτες που υπέγραψαν συμβάσεις δανείων από το 1990 μέχρι και σήμερα, μπορούν να αξιώσουν τα χρηματικά ποσά που είχαν καταβάλει πριν από χρόνια. Σημειώνεται δε ότι η απόφαση αφορά όλες τις μορφές δανείων, στεγαστικών, καταναλωτικών, πιστωτικών καρτών, επαγγελματικών, διακοποδανείων, εορτοδανείων, αυτοκινήτου κ.α. Οι καταναλωτές μπορούν με μία εξουσιοδότηση, αντίγραφο της συμβάσεως του δανείου και αντίγραφο των αποδείξεων των εξόδων προμήθειας που πλήρωσαν να προχωρήσουν στην κατάθεση αγωγής προς τις τράπεζες για την είσπραξη των χρημάτων τους. Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία.
Ενδεικτική νομολογία: Ακολουθεί η υπ' αριθμ. 233/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας.
Περίληψη: Προστασία καταναλωτή. Τράπεζες. Η εναγομένη είχε επιβάλλει στους ενάγοντες δανειολήπτες στεγαστικών δανείων εφάπαξ επιβάρυνση, ως "έξοδα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως" ή "δαπάνη συνομολόγησης δανείου" ή με άλλες παρεμφερείς εκφράσεις. Η επιβάρυνση αυτή συνιστά προμήθεια και σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και την απόφαση ΕΝΠΘ/ΤΕ 524/1993, απαγορεύεται αφού στα δάνεια αυτά το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα. Ακυρη η σχετική συμφωνία και παράνομη η είσπραξη της προμήθειας αυτής. Η πρόβλεψη της προμήθειας συνιστά ΓΟΣ ο οποίος κρίθηκε καταχρηστικός, γιατί παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Απορρίπτει ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της τράπεζας ότι πρόκειται για διαχειριστικά έξοδα, ότι οι ενάγοντες γνώριζαν όταν κατέβαλλαν και ότι δεν σώζεται ο πλουτισμός. Απορρίπτει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος λόγω αδράνειας. Απορρίπτει λόγω παραγραφής την βάση της αδικοπραξίας. Δεκτή η βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επιδικάζει τα αιτούμενα ποσά.
[...] Κατά τη διάταξη του αρθ. 2 και 6 του ν. 2251/1994 "Περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ο νόμος αυτός ισχύει σήμερα, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Στην παράγραφο 7 του πιο άνω άρθρου αναφέρονται ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ` αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχού της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Οι Γ.Ο.Σ., τέλος πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 296, 1030 και 1219/2001 ΔΔΕ 11, σελ. 1112, 1125 και 1128 αντίστοιχα). Στην κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με συμβάσεις στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτών και της εναγόμενης Τράπεζας, η τελευταία τούς χορήγησε τα αναφερόμενα στην αγωγή δάνεια, όπως ειδικότερα περιγράφεται το ύψος καθενός εξ αυτών και οι ειδικότεροι όροι χορήγησής τούς. Ότι, κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων η εναγομένη αξίωσε να της καταβάλουν μία επιβάρυνση που ανερχόταν σε διάφορα ποσά, ανάλογα με το ύψος κάθε δανείου, την οποία (επιβάρυνση) ονόμαζε ως «έξοδα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» ή «δαπάνη συνομολόγησης δανείου» ή «δικαιώματα εξέτασης αιτήματος και ελέγχου τίτλων» ή «προμήθειες εξέτασης αιτήματος χορήγησης δανείού, εκτίμησης και ελέγχου τίτλων» και άλλες παρεμφερείς εκφράσεις, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή. Ότι κατά τη χορήγηση των ως άνω δανείων κατέβαλαν στην εναγομένη διάφορα ποσά και ειδικότερα: ο 1ος ενάγων το ποσό των 103.000 δρχ. η 302,27 Ε, ο 2ος και η 3η το ποσό των 500 Ε, η 4η και ο 5ος το ποσό 742,82 Ε, ο 6ος και η 7η το ποσό των 243.420 δρχ. ή 714,37 Ε, ο 8ος το ποσό των 579 Ε, ο 9ος και η 10η το ποσό των 103.000 δρχ. ή 302,27 Ε, ο 11ος και η 12η το ποσό των 1.513,58 Ε, ο 13η και η 14η το ποσό των 317,43 Ε, ο 15ος και η 16η το ποσό των 230.000 δρχ. ή 674,98 Ε, ο 17ος το ποσό των 616,94 Ε και ο 18ος το ποσό των 530 Ε. Ότι η είσπραξη από την εναγομένη των παραπάνω ποσών, που έλαβε από τον καθένα απ` αυτούς, είναι παράνομη, κατά το άρθρο 1 της 1969/8.8.1991 ΠΔ/ΤΕ και παράνομα και υπαίτια η εναγομένη τους ζημίωσε κατά τα ποσά αυτά. Ότι επιπροσθέτως ο όρος της πρόβλεψης της παραπάνω επιβάρυνσης είναι καταχρηστικός, γιατί παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Ζητούν δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, για την αποκατάσταση της υλικής τους ζημιάς, το ποσό που κατέβαλε καθένας εξ αυτών, καθώς επίσης να επιδικαστεί στον 1° το ποσό των 500 Ε, στο 2° και στην 3η το ποσό των 300 Ε, στην 4η και στον 5° το ποσό των 500 Ε, στον 6° και στην 7η το ποσό των 500 Ε, στον 8° το ποσό των 300 Ε, στον 9° και στη 10η το ποσό των 200 Ε, στον 11° και στη 12η το ποσό των 800 Ε, στον 13° και στη 14η το ποσό των 200 Ε, στο 15° και στη 16η το ποσό των 200 Ε, στο 17° το ποσό των 300 Ε και στο 18° το ποσό των 300 Ε, ως χρηματική τους ικανοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι υπέστησαν ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους από την παραπάνω ενέργεια της εναγομένης, η οποία παραβίασε την 1969/1961 ΠΔ/ΤΕ, που απαγορεύει την είσπραξη προμήθειας και χρησιμοποίησε αδιαφανή και καταχρηστικό όρο στη χορήγηση των δανείων, με σκοπό να τον χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να εισπράττει με συγκαλυμμένο τρόπο ποσά που δεν δικαιούται, προκαλώντας τους ζημιά. Επικουρικά ζητούν να τους καταβληθούν τα προαναφερόμενα ποσά που εισέπραξε η εναγομένη με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον τόσο η συμφωνία για την καταβολή τούς είναι άκυρη, εφόσον προσκρούει στην ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, όσο και ο όρος που προβλέπει την καταβολή τούς στην εναγομένη, προκειμένου να πάρουν απ’ αυτή δάνειο, είναι καταχρηστικός κατά το άρθρο 2 & 6 του ν. 2251/1994 και συνεπώς, κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ανίσχυρος, ως εκ τούτου δε τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν στην εναγομένη χωρίς να οφείλονται και πρέπει να τους επιστραφούν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης και η δικαστική τους δαπάνη. Η αγωγή αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά την τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 της 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ, 2 και 6 τον ν. 2251/1994, 914, 297, 298, 346 του ΑΚ, 176, 907, 908 του ΚΠολΔ και στη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ ως προς την επικουρική της βάση. Το αίτημα όμως της καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν μάλιστα και το σύνολο των καταναλωτών της εναγομένης, δεν συνιστούν, κατ` αντικειμενική κρίση, προσβολή κάποιου αγαθού της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής ή κοινωνικής ατομικότητάς τούς. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. το υπ` αριθμ. …/6-10-2010 διπλότυπο είσπραξης της Α` Δ.Ο.Υ. Λ. και το υπ` αριθμ. …/6-10-2010 γραμμάτιο είσπραξης της ... ..). Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως στην περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, όταν παραγραφεί αξίωση, που απορρέει από δικαιοπραξία ή το νόμο, δεν καταλείπεται υπέρ του δανειστή αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού σε τέτοια περίπτωση η παραγραφή αναγνωρίζεται ως νόμιμος λόγος της γενόμενης περιουσιακής μεταβιβάσεως (βλ. Μ. Σταθόπουλο, σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο ΑΚ άρθρο 904 αριθ. 113, ΑΠ 995/83 ΝοΒ 32.500, ΑΠ 259/81 ΝοΒ 29.1486, ΑΠ 49/80 ΝοΒ 28.1154, ΕΑ 4061/94 ΝοΒ 43.720, ΕφΘεσ 3307/97 Αρμ. ΝΒ. 37). Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατηρείται μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις της παραγραφής της αξιώσεως από αδικοπραξία (ΑΠ 14/83 Δνη 24.623, ΑΠ 226/82 Δνη 22.22, ΑΠ 1036/80 ΝοΒ 29.479, ΕφΠατρ 535/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ) και της αξιώσεως προς απόδοση της νομής (ΑΠ 1510/81 ΝοΒ 30.917, ΑΠ 681/77 ΝοΒ 26.362, ΑΠ 80Ι74 ΝοΒ 22.892). Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η συνδρομή περιστατικών, με βάση τα οποία θα κριθεί η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος και η πραγματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκησή του, επειδή αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στη διάταξη αυτή. Η υπέρβαση είναι προφανής όταν προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος. Εξάλλού, από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την εφαρμογή της δεν αρκεί μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου (δικαιούχου), από τα οποία, ενόψει και της αδράνειάς του, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση ότι αυτό (δικαίωμα) δεν πρόκειται να ασκηθεί, οπότε και μόνον η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, η οποία δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα, αντίκεται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΟλΑΠ 1/1997 Δνη 38.534). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη, αμυνόμενη κατά της ένδικης αγωγής, ισχυρίζεται κατ` ένσταση ότι: 1) παραγράφηκε το επίδικο δικαίωμα για κάποιούς από τούς ενάγοντες και ειδικότερα: του Ν. Γ., της Λ. Α., του Β. Μ., του Α. Α., του Β. Π., του Ι. Μ., του Ι. Π., του Γ. Φ., του Δ. Μ. και του Β. Μ., για το λόγο ότι από το χρόνο καταβολής των ένδικων ποσών μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ` ουσία. Περαιτέρω η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες κατά κατάχρηση δικαιώματος άσκησαν την ένδικη αγωγή, καθόσον αυτή ασκήθηκε πολλά χρόνια μετά την εκταμίεύση του δανείου και ενώ έχουν ήδη καρπωθεί τη χρήση του κεφαλαίου του και παρότι κατά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης γνώριζαν τους όρους αυτής (Γ.Ο.Σ.), μεταξύ των οποίων και αυτούς για τα επιβληθέντα έξοδα, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν, αλλά αντίθετα προσυπογράφοντες την προσφορά δανείου της εναγομένης, αποδέχτηκαν αυτούς. Επίσης ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της που κατατέθηκαν στην έδρα ότι τα ποσά που κατέβαλαν οι ενάγοντες σ` αυτήν (εναγομένη) είναι μικρότερα από αυτά που θα κατέβαλαν αν διενεργούσαν μόνοι τους τον τεχνικό ή νομικό έλεγχο. Αυτά διαλαμβάνοντας η προβληθείσα ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ τυγχάνει, σύμφωνα με όσα αναλύονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι μόνον η καθυστέρηση των εναγόντων να ασκήσουν το ένδικο δικαίωμα τους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτησή τους από την άσκηση του δικαιώματός τους αυτού προς αναζήτηση των καταβληθέντων στην εναγομένη ποσών, το γεγονός δε ότι καρπώθηκαν τα ποσά των δανείων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά από την οποία μπορεί να δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκούσαν το δικαίωμά τούς προς αναζήτηση των επίδικων ποσών. Από την ένορκη κατάθεση τον μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο τον δικαστηρίου αυτού και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε κάποια από τα οποία θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 & 4 του ΚΠολΔ) και γενικά απ` όλη τη διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση τον Δικαστηρίού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία, μεταξύ δε των υπηρεσιών που προσφέρει είναι και η χορήγηση στεγαστικών δανείων προς τούς πελάτες της, μετά από την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Όλοι οι ενάγοντες υπέγραψαν με την εναγομένη συμβάσεις χορήγησης στεγαστικού δανείού. Ειδικότερα: 1) Ο 1ος ενάγων δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 14-7-2000 στη Λ., μεταξύ αυτού και της εναγομένης και φέρει τον αριθμό …, έλαβε από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την αγορά κατοικίας, ποσού 21.300.000 δρχ. Η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό για τον πρώτο χρόνο, σε ποσοστό 9,25 % και για το επόμενο διάστημα κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο χορηγήσεως στεγαστικού δανείού της εναγομένης. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τον 1° ενάγοντα την 1-8 2000. Πριν την εκταμίευση του δανείου και ειδικότερα την 8-6-2000 ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «έξοδα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» το ποσό των 103.000 δρχ. ή 302,27 Ε. 2)Ο 2ος και η 3η εκ των εναγόντων δυνάμει δύο συμβάσεων στεγαστικού δανείού, που καταρτίστηκαν την 8-7-2005, στη Λ. μεταξύ αυτών και της εναγομένης και φέρουν τους αριθμούς …, έλαβαν από την τελευταία δύο δάνεια ύψους 49.600 και 85.400 Ε αντίστοιχα, για την αγορά και βελτίωση επισκευή κατοικίας. Η εξόφληση των δανείων θα γινόταν σε 300 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό για τον πρώτο χρόνο, σε ποσοστό 3,72 % και για το επόμενο διάστημα κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους πιο πάνω ενάγοντες σταδιακά και ειδικότερα την 14-7-2005 αυτοί έλαβαν 85.400 Ε, την 13-12-2005 25.000 Ε και την 24-8-2006 24.600 Ε. Την ίδια ημέρα που έλαβαν την 1η δόση, ήτοι την 14-7-2005 οι ενάγοντες κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «έξοδα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» το ποσό των 500 Ε. 3) Η 4η και ο 5ος εκ των εναγόντων, δυνάμει δυο συμβάσεων στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκαν την 5-2-2003, στη Λ. μεταξύ αυτών και της εναγομένης και φέρουν τούς αριθμούς …, έλαβαν από την τελευταία δυο δάνεια ύψούς 60.500 και 15.000 Ε αντίστοιχα, για την ανέγερση-αποπεράτωση κατοικίας. Η εξόφληση του 1ου δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και του 2ου δανείου σε 20 έτη ή 240 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, το δε επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο για το 1° δάνειο και για το 2° δάνειο σταθερό για τον πρώτο χρόνο, σε ποσοστό 3,72 % και για το επόμενο διάστημα κυμαινόμενο. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους πιο πάνω ενάγοντες σταδιακά και ειδικότερα την 13-2- 2003 αυτοί έλαβαν 20.000 (15.000 + 5.000) Ε, την 17-4-2003 25.500 Ε, την 4-7- 2003 20.000 Ε και την 4-12-2003 10.000 Ε. Πριν την εκταμίευση του δανείου και ειδικότερα την 9-12-2002 οι ενάγοντες κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «εξέταση αιτήματος στεγαστικού δανείου» το ποσό των 40 Ε. Επίσης την 8-1 2003 και την 5-2-2003 οι ενάγοντες κατέβαλαν στην εναγομένη τα ποσά των 322,82 και 380 Ε αντίστοιχα για «δικαιώματα εξέτασης αιτήματος και δικαιώματα ελέγχου τίτλων» όσον αφορά το 1° ποσό και για «δικαιώματα ελέγχου τίτλων και εκτίμησης» όσον αφορά το 2° ποσό, ήτοι συνολικά προκατέβαλαν το ποσό των 742,82 Ε. 4) Ο 6ος και η 7η των εναγόντων δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 23-11-2001, στη Λ., μεταξύ αυτών και της εναγομένης και φέρει τον αριθμό …, έλαβαν από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την αγορά κατοικίας, ποσού 60.161,41 Ε. Η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τούς ενάγοντες την 7-12-2001, την ίδια δε ημέρα οι τελευταίοι κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «προμήθειες εξέτασης αιτήματος χορήγησης δανείου, εκτίμησης και ελέγχου τίτλων» το ποσό των 243.420 δρχ. ή 714,37 Ε. 5) Ο 8ος ενάγων, δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 3-2-2003 στη Λ., μεταξύ αυτού και της εναγομένης και φέρει τον αριθμό …, έλαβε από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την ανέγερση και αποπεράτωση κατοικίας, ποσού 54.900 Ε. Η εξόφληση τον δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο. Το ποσό τον ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τον 8° ενάγοντα σταδιακά και ειδικότερα την 13-2-2003 έλαβε 20.000 Ε την 14-4-2003 20.000 Ε και την 17-7-2003 10.900 Ε. Πριν την εκταμίευση τον δανείου και ειδικότερα την 21-1-2003 ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «δικαιώματα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» το ποσό των 579 Ε. 6) Ο 9ος και η 10η των εναγόντων δυνάμει της με αριθμό … σύμβασης στεγαστικού δανείού, που καταρτίστηκε την 26-4-2000 στη Λ., μεταξύ αυτών και της εναγομένης, έλαβαν από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την αγορά κατοικίας, ποσού 9.500.000 δρχ. Η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό για τους πρώτούς 12 μήνες, σε ποσοστό 9,75 % και μεταβλητό για τις υπόλοιπες δόσεις, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε τρέχον επιτόκιο χορηγήσεων. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους ενάγοντες την 1-6-2000, την ίδια δε η μέρα οι τελευταίοι κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «δικαιώματα ελέγχου τίτλων και εκτίμησης» το ποσό των 103.000 δρχ. ή 302,27 Ε. 7) Ο 11ος και η 12η των εναγόντων δυνάμει δύο συμβάσεων στεγαστικού δανείού και ειδικότερα των με αριθμό …, που καταρτίστηκαν την 17-11-2000 και 15-3-2001 στη Λ., μεταξύ αυτών και της εναγομένης, έλαβαν από την τελευταία τοκοχρεολυτικά δάνεια για την ανέγερση - αποπεράτωση κατοικίας, ποσού 40.000.000 δρχ. το πρώτο και 117.388,11 Ε το δεύτερο. Η εξόφληση των δανείων θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε για το 1° δάνειο σταθερό για τους πρώτους 12 μήνες, σε ποσοστό 8,65 % και κυμαινόμενο για τις υπόλοιπες δόσεις και για το 2 δάνειο σε σταθερό για τους πρώτους 12 μήνες, σε ποσοστό 6,37 % και κυμαινόμενο για τις υπόλοιπες δόσεις. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους ενάγοντες την 27-3-2001, οι τελευταίοι δε κατέβαλαν στην εναγομένη την 26-9-2000, κατόπιν αξίωσής της, για «έξοδα συγκέντρωσης δικαιολογητικών χορήγησης στεγαστικού δανείου» το ποσό των 309.000 δρχ. ή 906,82 Ε και την 9-4-2001 ως «προμήθειες για εξασφάλιση της Τράπεζας με ακίνητο διαφορετικό από το δανειοδοτούμενο» το ποσό των 50.000 δρχ. ή 146,82 Ε. Επίσης την 26-8-2004 οι ενάγοντες πέτυχαν την τροποποίηση της με αριθμό … δανειακής σύμβασης και κατέβαλαν ως «προμήθεια για λοιπές εργασίες - υπηρεσίες» στην εναγομένη το ποσό των 210 ευρώ και την 8-2-2006 προέβησαν και πάλι στην τροποποίηση της σύμβασης που είχε ήδη τροποποιηθεί και κατέβαλαν και πάλι στην εναγομένη ως «δαπάνη τροποποίησης όρων δανειακής σύμβασης» το ποσό των 250 ευρώ, ήτοι συνολικά κατέβαλαν το ποσό των 1.513,58 Ε. 8) Ο 13ος και η 14η εκ των εναγόντων δυνάμει της με αριθμό … σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 18-9-2002 στη Λάρισα, μεταξύ αυτών και της εναγομένης, έλαβαν από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την αγορά κατοικίας, ποσού 60.500 Ε. Η εξόφληση τον δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σε ποσοστό 5,72 % κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο χορηγήσεων της εναγομένης. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους ενάγοντες την 3- 10-2002, την ίδια δε ημέρα οι τελευταίοι κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «δικαιώματα εξέτασης αιτήματος» το ποσό των 317,43 Ε. 9) Ο 15ος και η 16η εκ των εναγόντων δυνάμει δύο συμβάσεων στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν την 5-4-2001, στη Λ. μεταξύ αυτών και της εναγομένης και φέρουν τους αριθμούς …, έλαβαν από την τελευταία δύο δάνεια ύψούς 17.000.000 και 8.000.000 δρχ. αντίστοιχα, για την ανέγερση κατοικίας. Η εξόφληση των δανείων θα γινόταν σε 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σε ποσοστό 6,3 % κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο χορηγήσεων της εναγομένης. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους πιο πάνω ενάγοντες σταδιακά και ειδικότερα την 20-4 2001 έλαβαν 15.000.000 δρχ., την 30-8-2001 6.000.000 δρχ. και την 29-11-2001 4.000.000 δρχ. Την 9-3- 2001 οι ενάγοντες κατέβαλαν στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «προμήθειες ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως ακινήτού» το ποσό των 230.000 δρχ. ή 674,98 Ε. Επίσης την 18-12-2008 οι ενάγοντες κατέβαλαν στην εναγόμενη το ποσό των 100 Ε, τα οποία η τελευταία αξίωσε, προκειμένου να τούς χορηγήσει αντίγραφα λογαριασμών των δανείων τους. 10) Ο 17ος ενάγων δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 2-7 2002 στη Λ., μεταξύ αυτού και της εναγομένης και φέρει τον αριθμό …, έλαβε από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την ανέγερση κατοικίας, ποσού 58.694,06 Ε. Η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σε ποσοστό 5,72 % κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο χορηγήσεων της εναγομένης. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τον ενάγοντα σταδιακά και ειδικότερα την 10-7-2002 έλαβε 29,347 Ε, την 18-9-2002 15.000 Ε και την 12-3-2003 3.378,06 Ε. Πριν την εκταμίευση τον δανείου και ειδικότερα την 6-6-2002 ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της για «αίτηση χορήγησης στεγαστικού δανείου - δικαιώματα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» το ποσό των 616,94 Ε και 11) Ο 18ος ενάγων δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε την 2-7-2002, στη Λ., μεταξύ αυτού και της εναγομένης και φέρει τον αριθμό …, έλαβε από την τελευταία τοκοχρεολυτικό δάνειο για την ανέγερση κατοικίας, ποσού 50.000 Ε. Η εξόφληση τον δανείού θα γινόταν σε 15 έτη ή 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σε ποσοστό 5,72 % κυμαινόμενο, ίσο πάντοτε με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο χορηγήσεων της εναγομένης. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τον ενάγοντα σταδιακά και ειδικότερα την 16-9-2002 έλαβε 15.200 Ε και την 14-11-2002 5.453 Ε. Πριν την εκταμίευση του δανείου και ειδικότερα την 6-6-2002 ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη, κατόπιν αξίωσής της, για «αίτηση χορήγησης στεγαστικού δανείου - δικαιώματα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως» το ποσό των 530 Ε. Κατά τη σύναψη όλων των προαναφερομένων δανείων η εναγομένη είχε επιβάλλει στους ενάγοντες, πέρα από το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνονται τα δάνεια, το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι καθόριζε η. ίδια, και μια εφάπαξ επιβάρυνση, που ανέρχεται σε διάφορα ποσά, την οποία η εναγομένη ονομάζει "έξοδα ελέγχου τίτλων και εκτιμήσεως" ή "δαπάνη συνομολόγησης δανείου" ή «δικαιώματα εξέτασης αιτήματος και ελέγχου τίτλων» ή «προμήθεια εξέτασης αιτήματος χορήγησης δανείου, εκτίμησης και ελέγχού τίτλων» ή «προμήθεια για την εξασφάλιση της τράπεζας με ακίνητο διαφορετικό από το δανειοδοτούμενο» ή «προμήθεια για λοιπές εργασίες-υπηρεσίες» ή με άλλες παρεμφερείς εκφράσεις όπως ειδικότερα αναφέρεται πιο πάνω και συγκεκριμένα: 103.000 δρχ. ή 302,27 Ε, 500 Ε, 742,82 Ε, 243.420 δρχ. ή 714,37 Ε, 579 Ε, 103.000 δρχ. ή 302,27 Ε, 1.513,58 Ε, 317,43 Ε, 230.000 δρχ. ή 674,98 Ε, 616,94 Ε και 530 Ε αντίστοιχα. Η πιο πάνω επιβάρυνση συνιστά προμήθεια της εναγομένης για τη χορήγηση των στεγαστικών δανείων, αφού φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της προμήθειας. Δηλαδή έχει προκαθοριστεί το ύψος της από την εναγομένη, προκαταβάλλεται εφάπαξ από τούς δανειολήπτες κατά τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων και μάλιστα συνήθως πριν από την χορήγηση σ` αυτούς του ποσού του δανείου ή ταυτόχρονα με τη χορήγησή τον και είναι ανεξάρτητη από το επιτόκιο και τα άλλα έξοδα που επιβάλλονται στους τελευταίους για τη χορήγηση του δανείου. Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και την απόφαση ΕΝΠΘ/ΤΕ 524/1993, απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, η εν λόγω επιβάρυνση είναι παράνομη, αφού αντίκειται στη διάταξη αυτή και οι σχετικές συμφωνίες είναι άκυρες, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ. Επιπρόσθετα, η πρόβλεψη για την επιβάρυνση αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους έντυπους όρούς συναλλαγών, αλλά ανακοινώνεται στους δανειοδοτούμενους προφορικά, συνιστά γενικό όρο συναλλαγών, καθώς η σχετική πρόβλεψη έχει γίνει εκ των προτέρων, δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ισχύει για απροσδιόριστο αριθμό καταναλωτών που συνάπτουν συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Ελέγχεται έτσι για την εγκυρότητά της, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, με βάση αυτές τις διατάξεις, ο πιο πάνω όρος είναι καταχρηστικός, γιατί παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, δεδομένου ότι προκαλείται σύγχυση στον τελευταίο για το τι καλύπτει ο τόκος και τι η προμήθεια και δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων Τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού σε βάρος των καταναλωτών. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η παραπάνω εφάπαξ επιβαλλόμενη στους ενάγοντες επιβάρυνση δεν συνίσταται σε προμήθεια για την χορήγηση των δανείων αλλά σε διαχειριστικά έξοδα αυτών πρέπει να απορριφθεί σαν αβάσιμος, γιατί δεν προκύπτει συγκεκριμένα ποια είναι αυτά τα διαχειριστικά έξοδα και τι ποσό αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά. Ο μάρτυρας της εναγομένης δεν προσδιόρισε τις ακριβείς υπηρεσίες που καλύπτουν τα εν λόγω έξοδα ούτε το ύψος κάθε μίας εξ αυτων. Κατ` ακολουθία με την παράνομη και υπαίτια είσπραξη από τους ενάγοντες των προαναφερομένων ποσών, κατά την χορήγηση των σχετικών δανείων, η εναγομένη τους ζημίωσε κατά τα ποσά αυτά αντίστοιχα. Πλην όμως η αξίωση από αδικοπραξία του 1ου, της 4ης και του 5ου, του 6ου και της 7ης, του 8ου, του 9ου και της 10ης, του 11ου και της 12ης, του 13ου και της 14ης, του 15ου και της 16ης, του 17ου και του 18ου των εναγόντων υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης της εναγομένης, περί παραγραφής της αξίωσης των προαναφερομένων εναγόντων. Συνεπώς για αυτούς πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς την κύρια βάση της αδικοπραξίας, λόγω παραγραφής, γίνει όμως δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα και με προηγούμενη σκέψη της απόφασης αυτής, αφού στην περίπτωση που η αξίωση από αδικοπραξία έχει παραγραφεί, ο δικαιούχος αυτής δικαιούται να αξιώσει από τον υπόχρεο τον πλουτισμό που αυτός προσπορίστηκε. Οι σχετικές ενστάσεις της εναγομένης περί γνώσεως των εναγόντων ότι δεν όφειλαν τα καταβληθέντα ποσά (άρθρο 905 του ΑΚ) και όμως τα κατέβαλαν καθώς και ότι δεν σώζεται ο πλουτισμός της (άρθρο 909 του ΑΚ), πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, αφού αυτή (εναγομένη) που φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία για να τις αποδείξει. Κατ` ακολουθία, πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως και κατ` ουσία βάσιμη και υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον 1° ενάγοντα 302,27 Ε, στο 2° και στην 3η 500 Ε, στην 4η και στον 5° 742,82 (322,82 + 40 + 380) Ε, στον 6° και στην 7η 714,37 (10.000 δρχ. + 205.000 δρχ. + 28.420 δρχ. = 243.420 δρχ. ή 714,37 Ε), στον 8° 579 Ε, στον 9° και στη 10η 302,27 Ε, στον 11° και στη 12η 1.513,58 (146,76 + 906,82 + 210 + 250 = 1.513,58) Ε, στο 13° και στη 14η 317,43 Ε, στο 15° και στη 16η 774,98 (674,98 + 100 = 774,98) Ε, στο 17° 616,94 Ε και στο 18° 530 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα όμως για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν κατά ένα μέρος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.