Ο Κανονισμός 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)
Άρθρο 1. Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής. 1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων. Δεν εφαρμόζεται ιδίως σε φορολογικά, τελωνειακά και διοικητικά ζητήματα. 2. Αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τα ακόλουθα: α) τα ζητήματα που αφορούν στην προσωπική κατάσταση ή τη νομική ικανότητα των φυσικών προσώπων, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 13 β) οι ενοχές που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις και από σχέσεις οι οποίες, σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο, παράγουν ανάλογα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων διατροφής γ) οι ενοχές που απορρέουν από περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, από το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων, οι οποίες, σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο, θεωρούνται ότι παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα του γάμου, καθώς και από διαθήκες και κληρονομική διαδοχή δ) οι ενοχές που προκύπτουν από συναλλαγματικές, επιταγές, γραμμάτια σε διαταγή και άλλα αξιόγραφα, στο μέτρο που οι ενοχές απορρέουν από το χαρακτήρα τους ως αξιογράφων ε) οι συμφωνίες διαιτησίας και επιλογής δικαστηρίου στ) τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως η ίδρυση, με εγγραφή ή άλλως πως, η νομική ικανότητα, η εσωτερική λειτουργία ή η λύση, καθώς και η προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή της άλλης ένωσης ζ) το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο, ή αν ένα όργανο εταιρείας, ή ένωσης, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, δεσμεύει έναντι των τρίτων αυτή την εταιρεία, ή ένωση, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα η) η ίδρυση εμπιστευμάτων (trusts) και οι σχέσεις μεταξύ ιδρυτών, εμπιστευματοδόχων (trustees) και δικαιούχων θ) οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές πριν από τη σύναψη της σύμβασης ι) οι συμβάσεις ασφάλισης που απορρέουν από εργασίες οι οποίες διενεργούνται από άλλους οργανισμούς εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, που αποβλέπει στην καταβολή παροχών σε μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι ανήκουν σε μια επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή σε έναν επαγγελματικό ή διεπαγγελματικό κλάδο, σε περίπτωση θανάτου ή επιβίωσης, ή σε περίπτωση διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, ή σε περίπτωση ασθένειας που σχετίζεται με την εργασία ή με εργατικό ατύχημα. 3. Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για την απόδειξη και τα δικονομικά ζητήματα, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 18. 4. Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο "κράτος μέλος" νοούνται τα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός. Ωστόσο, στο άρθρο 3 παράγραφος 4, καθώς και στο άρθρο 7, με τον όρο αυτό νοούνται όλα τα κράτη μέλη.
Άρθρο 2. Οικουμενική εφαρμογή. Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους.
Άρθρο 3. Ελευθερία επιλογής. 1. Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβαση. 2. Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης ούτε επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα τρίτων. 3. Όταν, κατά το χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτής της άλλης χώρας από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία. 4. Όταν, κατά τον χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε ένα ή σε περισσότερα κράτη μέλη, η επιλογή από τα μέρη εφαρμοστέου δικαίου άλλου από εκείνο κράτους μέλους δεν θίγει, όταν συντρέχει περίπτωση, την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή, από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία. 5. Η ύπαρξη και το κύρος της συμφωνίας των μερών ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 13.
Άρθρο 4. Εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής. 1. Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση καθορίζεται ως εξής: α) η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του β) η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του γ) η σύμβαση που έχει ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή μίσθωση ακινήτου διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται το ακίνητο δ) παρά το στοιχείο γ), η μίσθωση ακινήτου που συνάπτεται για προσωρινή ιδιωτική χρήση μέγιστης διάρκειας έξι συνεχών μηνών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο ιδιοκτήτης έχει τη συνήθη διαμονή του, εφόσον ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και έχει τη συνήθη διαμονή του στην ίδια χώρα ε) η σύμβαση δικαιόχρησης διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο δικαιοδόχος έχει τη συνήθη διαμονή του στ) η σύμβαση διανομής διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο διανομέας έχει τη συνήθη διαμονή του ζ) η σύμβαση πώλησης αγαθών διά πλειστηριασμού διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία λαμβάνει χώρα ο πλειστηριασμός, εφόσον ο τόπος αυτός μπορεί να προσδιορισθεί η) η σύμβαση που συνάπτεται στο πλαίσιο πολυμερούς συστήματος, το οποίο εξασφαλίζει ή διευκολύνει τη σύμπτωση πολλαπλών συμφερόντων τρίτων για πώληση και αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφιο 17 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με κανόνες που δεν κάνουν διακρίσεις, και διεπόμενη από ένα μόνο δίκαιο, διέπεται από το εν λόγω δίκαιο. 2. Όταν η σύμβαση δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 ή όταν τα στοιχεία της σύμβασης καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α) έως η) της παραγράφου 1, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του. 3. Όταν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα με χώρα άλλη από εκείνη στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας. 4. Εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα.
Άρθρο 5. Συμβάσεις μεταφοράς. 1. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο δίκαιο σε σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του μεταφορές, εφόσον ο τόπος παραλαβής ή ο τόπος παράδοσης ή η συνήθης διαμονή του αποστολέα ευρίσκεται επίσης σε αυτή τη χώρα. Εάν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται ο τόπος παράδοσης που έχει συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη. 2. Στο μέτρο που δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη σύμφωνα με τη δεύτερη υποπαράγραφο, εφαρμοστέο δίκαιο σε σύμβαση μεταφοράς επιβατών, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας όπου ο επιβάτης έχει τη συνήθη διαμονή του, εφόσον είτε ο τόπος αναχώρησης είτε ο τόπος προορισμού ευρίσκεται επίσης σε αυτή τη χώρα. Εάν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του μεταφορέα. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση μεταφοράς επιβατών, σύμφωνα με το άρθρο 3, μόνο το δίκαιο της χώρας όπου: α) ο επιβάτης έχει τη συνήθη διαμονή του? ή β) ο μεταφορέας έχει τη συνήθη διαμονή του? ή γ) ο μεταφορέας έχει τον τόπο της κεντρικής του διοίκησής? ή δ) ευρίσκεται ο τόπος αναχώρησης? ή ε) ευρίσκεται ο τόπος προορισμού. 3. Αν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση, ελλείψει επιλογής δικαίου, έχει εμφανώς στενότερους δεσμούς με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας.
Άρθρο 6. Συμβάσεις καταναλωτών. 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 7, η σύμβαση που συνάπτει φυσικό πρόσωπο για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα ("ο καταναλωτής") με άλλο πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας ("ο επαγγελματίας"), διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του, εφόσον ο επαγγελματίας: α) ασκεί τις εμπορικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες στη χώρα όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του? ή β) με οιοδήποτε μέσο κατευθύνει αυτές τις δραστηριότητές του σε αυτή τη χώρα ή σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη χώρα, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων. 2. Παρά την παράγραφο 1, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο σε μια σύμβαση, που πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, σύμφωνα με το άρθρο 3. Η επιλογή αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον καταναλωτή από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία, σύμφωνα με το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει της παραγράφου 1 ελλείψει επιλογής. 3. Αν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) ή β), το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4. 4. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται: α) στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, όταν οι οφειλόμενες στον καταναλωτή υπηρεσίες πρέπει να παρασχεθούν αποκλειστικά σε χώρα άλλη από εκείνη της συνήθους διαμονής του β) στη σύμβαση μεταφοράς πλην των συμβάσεων που αφορούν οργανωμένο ταξίδι κατά την έννοια της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις γ) τη σύμβαση που αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή μίσθωση ακινήτου πλην των συμβάσεων που αφορούν δικαίωμα χρήσης ακινήτου υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης κατά την έννοια της οδηγίας 94/47/ΕΚ δ) στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνιστούν χρηματοπιστωτικά μέσα και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απαρτίζουν τους όρους και προϋποθέσεις που διέπουν την έκδοση ή προσφορά στο κοινό και τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς κινητών αξιών καθώς και την κτήση και εξόφληση μεριδίων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, στον βαθμό που οι δραστηριότητες αυτές δεν αποτελούν παροχή χρηματοπιστωτικής υπηρεσίας ε) στη σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο συστήματος το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο η).
Άρθρο 7. Συμβάσεις ασφάλισης. 1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε συμβάσεις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του εάν ο καλυπτόμενος κίνδυνος ευρίσκεται σε κράτος μέλος, και σε όλες τις άλλες συμβάσεις ασφάλισης οι οποίες καλύπτουν κινδύνους που ευρίσκονται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών. Δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις αντασφάλισης. 2. Οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ) της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής [16], διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού. Στο μέτρο που τα μέρη δεν έχουν επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο, η σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο ασφαλιστής έχει τη συνήθη διαμονή του. Όταν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση προδήλως συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. 3. Σε περίπτωση σύμβασης ασφάλισης πλην της ασφάλισης που εμπίπτει στην παράγραφο 2, τα μέρη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 3, να επιλέξουν μόνο μεταξύ των εξής δικαίων: α) του δικαίου οιουδήποτε κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος κατά τη χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης β) του δικαίου της χώρας όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του γ) στην περίπτωση ασφάλισης ζωής, του δικαίου του κράτους μέλους, την ιθαγένεια του οποίου έχει ο ασφαλισμένος δ) σε περίπτωση συμβάσεων ασφάλισης οι οποίες καλύπτουν κινδύνους που περιορίζονται σε περιστατικά που επέρχονται σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος, το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους ε) όταν ο ασφαλισμένος σύμβασης που εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και η σύμβαση ασφάλισης καλύπτει δύο ή περισσότερους κινδύνους που αφορούν τις δραστηριότητες αυτές και ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, το δίκαιο οιουδήποτε από τα εν λόγω κράτη μέλη ή το δίκαιο της χώρας όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του. Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή ε), τα αναφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβαση ασφάλισης, τα μέρη μπορούν να επωφεληθούν από την ελευθερία αυτή. Στο μέτρο που τα μέρη δεν έχουν επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος κατά τη χρονική στιγμή της σύναψης της σύμβασης. 4. Οι ακόλουθες πρόσθετες διατάξεις εφαρμόζονται στις συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν κινδύνους για τους οποίους ένα κράτος μέλος επιβάλλει υποχρέωση σύναψης ασφάλισης: α) η σύμβαση ασφάλισης δεν πληροί την υποχρέωση σύναψης ασφάλισης εκτός εάν συνάδει με τις ειδικές διατάξεις για αυτήν την ασφάλιση, τις οποίες έχει θεσπίσει το κράτος μέλος που επιβάλλει την υποχρέωση. Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του δικαίου του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος και του δικαίου του κράτους μέλους που επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση, υπερισχύει το τελευταίο αυτό δίκαιο β) κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, ένα κράτος μέλος μπορεί να ορίσει ότι η σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση. 5. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 τρίτο εδάφιο και της παραγράφου 4, όταν η σύμβαση καλύπτει κινδύνους που ευρίσκονται σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, η σύμβαση θεωρείται ότι εμπεριέχει περισσότερες συμβάσεις, καθεμία από τις οποίες συνδέεται με ένα μόνο κράτος μέλος. 6. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο δ) της δεύτερης οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, σχετικά με τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για την άμεση ασφάλιση εκτός της ασφάλισης ζωής και τη θέσπιση διατάξεων για τη διευκόλυνση και την αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, και, στην περίπτωση ασφάλισης ζωής, η χώρα όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος είναι η χώρα της ασφαλιστικής υποχρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.
Άρθρο 8. Ατομικές συμβάσεις εργασίας. 1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατΆ εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.
Άρθρο 9. Υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. 1. Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. 2. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή. 3. Είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου της χώρας όπου πρέπει να εκπληρωθούν ή έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, στο μέτρο που οι εν λόγω υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθιστούν παράνομη την εκτέλεση της σύμβασης. Προκειμένου να κριθεί αν θα δοθεί ισχύς στις συγκεκριμένες διατάξεις, λαμβάνονται υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή της μη εφαρμογής τους.
Άρθρο 10. Συναίνεση και ουσιαστικό κύρος. 1. Η ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης ή μιας διάταξής της διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αν η σύμβαση ή η διάταξη ήταν έγκυρη. 2. Ωστόσο, ένα συμβαλλόμενο μέρος, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν έχει συναινέσει, μπορεί να επικαλεσθεί το δίκαιο της χώρας όπου έχει τη συνήθη διαμονή του, αν από τις περιστάσεις συνάγεται ότι δεν θα ήταν λογικό να καθορισθεί το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του σύμφωνα με το δίκαιο που ορίζεται στην παράγραφο 1.
Άρθρο 11. Τυπικό κύρος. 1. Η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ προσώπων τα οποία, ή οι αντιπρόσωποι των οποίων, ευρίσκονται στην ίδια χώρα κατά τη χρονική στιγμή της σύναψής της είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, είτε του δικαίου που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπει την ουσία της, είτε του δικαίου της χώρας στην οποία συνάπτεται. 2. Η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ προσώπων τα οποία, ή οι αντιπρόσωποι των οποίων, ευρίσκονται σε διαφορετικές χώρες κατά τη χρονική στιγμή της σύναψής της είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, είτε του δικαίου που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπει την ουσία της, είτε του δικαίου μιας από τις χώρες στις οποίες ευρίσκεται ένα εκ των συμβαλλομένων μερών ή ο αντιπρόσωπός του κατά τη χρονική στιγμή της σύναψής της, είτε του δικαίου της χώρας όπου είχε κατά τη συγκεκριμένη στιγμή τη συνήθη διαμονή του ένα εκ των συμβαλλομένων μερών. 3. Η μονομερής δικαιοπραξία η οποία προορίζεται να έχει έννομες συνέπειες σε σχέση με σύμβαση που καταρτίσθηκε ή πρόκειται να καταρτισθεί είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, είτε του δικαίου που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπει ή θα διείπε την ουσία της, είτε του δικαίου της χώρας όπου επιχειρήθηκε η εν λόγω δικαιοπραξία, είτε του δικαίου της χώρας όπου το πρόσωπο που κατάρτισε τη μονομερή δικαιοπραξία είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. 4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6. Ο τύπος των συμβάσεων αυτών διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του. 5. Παρά τις παραγράφους 1 έως 4, κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή μίσθωση ακινήτου υπάγεται στους αναγκαστικούς περί τύπου κανόνες του δικαίου της χώρας όπου ευρίσκεται το ακίνητο, αν, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό: α) οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία συνάπτεται η σύμβαση και από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση και β) δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς με συμφωνία.
Άρθρο 12. Έκταση του εφαρμοστέου δικαίου. 1. Το σύμφωνο με τον παρόντα κανονισμό, εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, διέπει ειδικότερα: α) την ερμηνεία της β) την εκπλήρωσή της γ) μέσα στα όρια των εξουσιών που παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο το δικονομικό δίκαιό του, τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης, ολικής ή μερικής, των ενοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού της αποζημίωσης, εφόσον ρυθμίζονται από κανόνες δικαίου δ) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών, καθώς και τις παραγραφές και εκπτώσεις λόγω παρόδου προθεσμίας ε) τις συνέπειες της ακυρότητας της σύμβασης. 2. Ως προς τους τρόπους εκπλήρωσης και τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο δανειστής σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο της χώρας εκπλήρωσης.
Άρθρο 13. Ανικανότητα. Σε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ προσώπων που ευρίσκονται στην ίδια χώρα, φυσικό πρόσωπο ικανό, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας αυτής, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη σύμφωνα με το δίκαιο της άλλης χώρας πηγάζουσα ανικανότητά του, παρά μόνο αν, κατά τη χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την ανικανότητα αυτή ή την αγνοούσε εξ αμελείας του.
Άρθρο 14. Εκχώρηση απαιτήσεων και συμβατική υποκατάσταση. 1. Η σχέση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα δυνάμει εκχώρησης ή συμβατικής υποκατάστασης απαίτησης κατά τρίτου προσώπου ("ο οφειλέτης") διέπεται από το δίκαιο, που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζεται στη σύμβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα. 2. Το δίκαιο που διέπει την απαίτηση η οποία είναι αντικείμενο εκχώρησης ή υποκατάστασης καθορίζει το εκχωρητό της, τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη, τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης ή της υποκατάστασης έναντι του οφειλέτη και το εξοφλητικό αποτέλεσμα της παροχής του οφειλέτη. 3. Η έννοια της εκχώρησης στο παρόν άρθρο περιλαμβάνει τη ρητή μεταβίβαση απαίτησης, τη μεταβίβαση απαίτησης προς εξασφάλιση άλλης απαίτησης, καθώς και την παροχή εγγύησης ή άλλα δικαιώματα εξασφάλισης επί απαίτησης.
Άρθρο 15. Υποκατάσταση εκ του νόμου. Όταν, δυνάμει μιας συμβατικής ενοχής, ένα πρόσωπο ("ο δανειστής") έχει απαίτηση έναντι άλλου προσώπου ("ο οφειλέτης"), και ένα τρίτο πρόσωπο έχει την υποχρέωση να ικανοποιήσει τον δανειστή, ή τον έχει πράγματι ικανοποιήσει εκπληρώνοντας την υποχρέωση αυτή, το δίκαιο που διέπει την υποχρέωση του τρίτου να ικανοποιήσει τον δανειστή καθορίζει αν και σε ποιο βαθμό αυτός ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που είχε ο δανειστής κατά του οφειλέτη σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σχέση τους.
Άρθρο 16. Παθητική ενοχή εις ολόκληρον. Στην περίπτωση που ένας δανειστής έχει απαιτήσεις έναντι περισσότερων οφειλετών, οι οποίοι ευθύνονται για την ίδια απαίτηση, και ένας εκ των οφειλετών έχει ήδη ικανοποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απαίτηση, το δίκαιο το οποίο διέπει την υποχρέωση του οφειλέτη έναντι του δανειστή διέπει επίσης το δικαίωμα του οφειλέτη να στραφεί κατά των λοιπών οφειλετών. Οι λοιποί οφειλέτες μπορούν να αντιτάσσουν κατά τον δανειστή τα μέσα άμυνας τα οποία διαθέτουν στο μέτρο που επιτρέπεται από το δίκαιο το οποίο διέπει τις υποχρεώσεις τους έναντι του δανειστή.
Άρθρο 17. Συμψηφισμός. Ελλείψει συμφωνίας των μερών για τη δυνατότητα συμψηφισμού, το δίκαιο το οποίο διέπει τον συμψηφισμό είναι εκείνο που διέπει την αξίωση στην οποία αντιτάσσεται ο συμψηφισμός.
Άρθρο 18. Βάρος απόδειξης. 1. Το δίκαιο που, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διέπει μια συμβατική ενοχή εφαρμόζεται στο μέτρο που, σε θέματα συμβατικών ενοχών, καθιερώνει τεκμήρια ή κατανέμει το βάρος απόδειξης. 2. Οι συμβάσεις ή δικαιοπραξίες οι οποίες προορίζονται να έχουν έννομες συνέπειες μπορούν να αποδειχθούν με κάθε αποδεικτικό μέσο που είναι παραδεκτό, είτε σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είτε σύμφωνα με ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 δίκαια, κατά το οποίο η εν λόγω σύμβαση ή δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο, εφόσον η απόδειξη μπορεί να διεξαχθεί με το μέσο αυτό ενώπιον του δικάζοντος δικαστή.
Άρθρο 19. Συνήθης διαμονή. 1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας ή άλλης ένωσης, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, νοείται ο τόπος της κεντρικής της διοίκησης. Η συνήθης διαμονή φυσικού προσώπου που ενεργεί στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας είναι ο κύριος τόπος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. 2. Εάν η σύμβαση συνάπτεται στο πλαίσιο της λειτουργίας υποκαταστήματος, αντιπροσωπείας ή οιασδήποτε άλλης εγκατάστασης, ή αν, σύμφωνα με τη σύμβαση, η παροχή οφείλεται από ένα τέτοιο υποκατάστημα, αντιπροσωπεία ή οιαδήποτε άλλη εγκατάσταση, ως τόπος της συνήθους διαμονής θεωρείται ο τόπος όπου ευρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η οιαδήποτε άλλη εγκατάσταση. 3. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της συνήθους διαμονής είναι η χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης.
Άρθρο 20. Αποκλεισμός της παραπομπής. Η εφαρμογή του δικαίου χώρας, η οποία προσδιορίζεται από τον παρόντα κανονισμό, σημαίνει την εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων δικαίου στη χώρα αυτή εκτός από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εκτός αν προβλέπεται άλλως από τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 21. Δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή. Η εφαρμογή διάταξης του δικαίου οιασδήποτε χώρας που καθορίζεται από τον παρόντα κανονισμό δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνο αν η εφαρμογή αυτή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη ("ordre public") του δικάζοντος δικαστή.
Άρθρο 22. Κράτη χωρίς ενοποιημένο σύστημα δικαίου. 1. Σε περίπτωση που ένα κράτος αποτελείται από περισσότερες εδαφικές ενότητες και κάθε μία έχει τους δικούς της κανόνες σχετικά με τις συμβατικές ενοχές, κάθε εδαφική ενότητα θεωρείται ως χώρα για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. 2. Κράτος μέλος στο οποίο διαφορετικές εδαφικές ενότητες διαθέτουν δικούς τους κανόνες δικαίου σχετικά με τις συμβατικές ενοχές δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τον παρόντα κανονισμό σε συγκρούσεις νόμων που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τα δίκαια αυτών των εδαφικών ενοτήτων.
Άρθρο 23. Σχέση με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Με την εξαίρεση του άρθρου 7, ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου οι οποίες, σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τους κανόνες σύγκρουσης νόμων στον τομέα των συμβατικών ενοχών.
Άρθρο 24. Σχέση με τη σύμβαση της Ρώμης. 1. Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τη σύμβαση της Ρώμης στα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των εδαφών των κρατών μελών τα οποία υπάγονται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω σύμβασης και στα οποία ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 299 της συνθήκης. 2. Κατά το μέτρο που ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τις διατάξεις της σύμβασης της Ρώμης, κάθε παραπομπή στην εν λόγω σύμβαση νοείται ως παραπομπή στον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 25. Σχέση με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις. 1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων στις οποίες είναι μέρη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κατά το χρόνο της υιοθέτησης του παρόντος κανονισμού και οι οποίες θεσπίζουν κανόνες σύγκρουσης νόμων σχετικά με τις συμβατικές ενοχές. 2. Ωστόσο, στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εξ αυτών, στο μέτρο που οι συμβάσεις αυτές αφορούν θέματα τα οποία διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 26. Κατάλογος συμβάσεων. 1. Έως τις 17 Ιουνίου 2009, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παράγραφος 1 συμβάσεις. Μετά την ημερομηνία αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε καταγγελία των συμβάσεων αυτών. 2. Εντός εξαμήνου από την παραλαβή των αναφερομένων στην παράγραφο 1 κοινοποιήσεων, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: α) κατάλογο των συμβάσεων κατά την παράγραφο 1 β) κατάλογο των καταγγελιών κατά την παράγραφο 1.
Άρθρο 27. Ρήτρα αναθεώρησης. 1. Έως τις 17 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Εφόσον είναι απαραίτητο, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις τροποποίησης του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση περιλαμβάνει: α) μελέτη σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στις συμβάσεις ασφάλισης και μελέτη των επιπτώσεων των διατάξεων που ενδεχομένως σχεδιάζεται να θεσπισθούν και β) αξιολόγηση της εφαρμογής του άρθρου 6, ιδίως όσον αφορά τη συνοχή του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. 2. Έως τις 17 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εκχώρησης ή υποκατάστασης προκειμένου για απαίτηση έναντι τρίτων και σχετικά με την προτεραιότητα της απαίτησης που υπόκειται σε εκχώρηση ή υποκατάσταση έναντι δικαιώματος άλλου προσώπου. Εφόσον είναι απαραίτητο, η έκθεση συνοδεύεται από πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού και μελέτη των διατάξεων που σχεδιάζεται να θεσπισθούν.
Άρθρο 28. Διαχρονική εφαρμογή. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009.
Άρθρο 29. Έναρξη ισχύος και εφαρμογή. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 17 Δεκεμβρίου 2009, με την εξαίρεση του άρθρου 26 που εφαρμόζεται από τις 17 Ιουνίου 2009. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στρασβούργο, 17 Ιουνίου 2008.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.