Συντηρητική κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου (Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγιου - αριθμός απόφασης 10/2012)
[…] Από την 9.8.12Ζ/15.9.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια και από τα λοιπά έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα προκύπτει ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθής η αίτηση ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο της 18.10.2011, μετ' αναβολή δε αυτής και παρισταμένης τότε νομίμως της καθής η αίτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Εντούτοις, η καθής δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε, κανονικά από τη σειρά του οικείου εκθέματος. Πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 696 παρ. 1 και 699 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 10801/1990 ΕλΑνη 32, 1072 Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον ΚΠολΔ 1985 σελ. 50). Mε την κρινόμενη υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΑΜ/547/9.9.2011 αίτησή της η αιτούσα Π.Π. εκθέτει ότι έχει κατά της καθής η αίτηση τις ανερχόμενες κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 28.720 ευρώ χρηματικές απαιτήσεις αποζημιώσεως για αποθετική περιουσιακή ζημία, που απορρέουν από την αδικοπραξία της εκδόσεως (έξι) ακάλυπτων επιταγών που τέλεσε η καθής εις βάρος αυτής (αιτούσας), ως εξ αναγωγής υποχρέου εκ των επιταγών, η οποία τις εξόφλησε και τις ανέλαβε και έγινε έτσι κομίστριά τους, όπως οι απαιτήσεις τούτες περιγράφονται ειδικότερα στην αίτηση, αλλά και στην υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ./241-49/14.4.2011 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Επικαλούμενη δε και επικείμενο κίνδυνο ζητεί η αιτούσα προκειμένου να εξασφαλιστούν οι παραπάνω αδικοπρακτικές χρηματικές απαιτηθείς αυτής (αιτούσας) κατά της καθής : α) να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, η μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθής η αίτηση που βρίσκεται στα χέρια της ή στα χέρια τρίτου και β) 1) κυρίως μεν να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση των χρηματικών απαιτήσεων της καθής κατά της «.................. ΑΒΕΕ» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, που γεννήθηκαν από τις 16.5.2011 και εφεξής και που θα γεννηθούν στο μέλλον από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της «.................. ΑΒΚΚ» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων, σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, έστω και αν οι χρηματικές απαιτήσεις τούτες εξαρτώνται από αντιπαροχές της καθής προς την «.................ΑΒΕΕ» και 2) επικουρικώς δε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση των παραπάνω (γεννηθεισών από τις 16.5.2011 και εφεξής και γεννηθησομένων στο μέλλον από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της «................ ΛΒΕΕ» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων) εξαρτώμενων από αντιπαροχές χρηματικών απαιτήσεων της καθής κατά της «..............ΑΒΕΕ» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, ως ειδικών περιουσιακών στοιχείων της καθής, σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ. Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ' ύλην (άρθρο 683 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 31 ΚΠολΔ κατά τόπον αρμόδιο το Δικαστήριο αυτό για την παρεπόμενη δίκη της συντηρητικής κατάσχεσης, αφού σε αυτό εκκρεμεί η κύρια αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας: Κράνης σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ 2000 υπό το άρθρο 683 αρ. 6 Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ τ. Δ' 1996 υπό το άρθρο 683 αρ. 15 Μπέης Πολιτική Δικονομία τ. 14 1983 υπό το άρθρο 683 σελ. 49) και παραδεκτώς ασκείται και εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Το υπό στ. α αίτημα της κρινόμενης αιτήσεως πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της αιτούσας δανείστριας, σύμφωνα με τα άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ, επειδή δεν υπάρχει ανάγκη να διαταχθεί με νέα δικαστική απόφαση η μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ συντηρητική κατάσχεση γενικώς κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθής η αίτηση που βρίσκεται στα χέρια της ή στα χέρια τρίτου προς εξασφάλιση των ως άνω αδικοπρακτικών χρηματικών απαιτήσεων της αιτούσας κατά της καθής η αίτηση. Και αυτό γιατί κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της αιτούσας - έχει ήδη εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων η 472/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που έχει ήδη διατάξει υπέρ της τότε και τώρα αιτούσας τη συντηρητική κατάσχεση των κινητών και ακινήτων της τότε και τώρα καθής η αίτηση, των εμπράγματων δικαιωμάτων της επάνω σε αυτά, των απαιτήσεων της κατά τρίτων και γενικά κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της τότε και τώρα καθής η αίτηση, που βρίσκεται στα χέρια της ή στα χέρια τρίτου, προς εξασφάλιση των ίδιων παραπάνω χρηματικών απαιτήσεων της τότε και τώρα αιτούσας κατά της τότε και τώρα καθής η αίτηση. Το υπό στ. β 1 κύριο αίτημα της κρινομένης αιτήσεως να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση των χρηματικών απαιτήσεων της καθής κατά της «................. ΑΒΕΕ» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, οι οποίες γεννήθηκαν και θα γεννηθούν από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της «..................... ΑΒΕΕ» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, έστω και αν οι χρηματικές απαιτήσεις τούτες εξαρτώνται από αντιπαροχές της καθής προς την «.................... ΑΒΕΕ», είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο για τους ακόλουθους λόγους: Σύμφωνα με τα άρθρα 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ. 1 στ. α' περ. α' ΚΠολΔ είναι συντηρητικούς (και αναγκαστικώς) ακατάσχετη η χρηματική απαίτηση του καθού η συντηρητική (ή αναγκαστική) κατάσχεση οφειλέτη κατά τρίτου, η οποία εξαρτάται από αντιπαροχή. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της αιτούσας - και αληθείς υποτιθέμενους - μεταξύ της καθής και της «................ ΛΒΕΕ» έχει συναφθεί αμφοτεροβαρής διαρκής σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων, δυνάμει της οποίας η καθής οφείλει να παρασκευάζει, να πωλεί και να μεταβιβάζει κατά κυριότητα και να παραδίδει κατά νομή και κατοχή στην .................ΑΒΕΕ» τις εκάστοτε παραγγελλόμενες ποσότητες άρτου και αρτοσκευασμάτων, η δε «............ ΑΒΕΕ» οφείλει τα αναλογούντα στις ποσότητες αυτές τιμήματα. Έτσι οι εκάστοτε χρηματικές απαιτήσεις της καθής κατά της «........................» για τα επί μέρους τιμήματα εξαρτώνται από την ταυτόχρονη εκπλήρωση από την καθής της εκάστοτε αντιπαροχής της, ήτοι από την εκάστοτε παρασκευή, πώληση, μεταβίβαση κατά κυριότητα και παράδοση κατά νομή και κατοχή στην «..............» των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων. Και οι μεταγενέστερες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες άρτου και αρτοσκευασμάτων) της καθής προς την «........... ΑΒΕΕ» είναι ισοδύναμες με την αρχική αντιπαροχή (παρασκευή και προμήθεια άρτου και αρτοσκευασμάτων) και δεν αποτελούν απλή υποχρέωση της καθής για διατήρηση της υφιστάμενης ή δημιουργηθείσης καταστάσεως [όπως αντιθέτως συμβαίνει κατά την κρατούσα γνώμη στη μίσθωση πράγματος με τις μεταγενέστερες αντιπαροχές του εκμισθωτή προς το μισθωτή εκ των άρθρων 574 και 575 περ. β' ΑΚ σε σχέση με την αρχική αντιπαροχή του προς αυτόν εκ του άρθρου 575 περ. α' ΑΚ έτσι ΑΠ 368/1971 ΝοΒ 19, 993 Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II Ειδικό Μέρος (2001), σελ. 705-706 με περαιτέρω παραπομπές Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΛ τ. ΣΤ' (1997) υπό το άρθρο 982 αρ. 7 Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεσις τ. Γ' (1980) υπό το άρθρο 982 παρ. 442 σελ. 1235], Έτσι και οι μεταγενέστερες χρηματικές απαιτήσεις της καθής κατά της «.............. ΑΒΕΕ» για τα επί μέρους τιμήματα εξαρτώνται κανονικά από τις μεταγενέστερες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων) της καθής προς την «................. ΑΒΕΕ». Για τις μεταγενέστερες χρηματικές απαντήσεις αυτές της καθής κατά της «................. ΑΒΕΕ» για τα επί μέρους τιμήματα παραμένει η εξάρτησή τους από τις μη εκπληρωθείσες ακόμη από την καθής μεταγενέστερες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων) αυτής (καθής) προς την «...............ΛΒΕΕ». Επομένως, οι χρηματικές απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν, κατά τα άρθρα 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ. 1 στ. α' περ. α' ΚΠολΔ, να κατασχεθούν συντηρητικά (και αναγκαστικά) εις χείρας της «.................... ΑΒΕΕ» ως τρίτης. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί, ότι η απαιτούμενη από τα άρθρα 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ. Ι στ. α' περ. α' ΚΠολΔ προϋπόθεση της μη εξάρτησης της υπό (συντηρητική) κατάσχεση (χρηματικής) απαίτησης από αντιπαροχή είναι εντελώς διαφορετική από τη δυνατότητα ή μη της κατάσχεσης κατά τα εν λόγο) άρθρα και μέλλουσας χρηματικής απαιτήσεως του καθού η συντηρητική οφειλέτη κατά του τρίτου. Ακόμη και όταν είναι επιτρεπτή κατά τα άρθρα 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ.1 στ. α' περ. α' ΚΠολΔ η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας του τρίτου της μελλοντικής απαιτήσεως, έστω και ενδεχόμενης, υπό αναβλητική αίρεση ή υπό αναβλητική προθεσμία (όταν δηλαδή κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως: α) είναι υπαρκτή η έννομη σχέση μεταξύ καθού η εκτέλεση οφειλέτη και τρίτου, από την οποία, ως δικαιοπαραγωγική αιτία, θα απορρεύσει η απαίτηση του πρώτου κατά του τελευταίου και β) η απαίτηση αυτή δύναται να προσδιορισθεί, κατ' είδος και οφειλέτη, ανεξάρτητα αν, κατά ποσό, είναι αόριστη), θα πρέπει και πάλι η υπό κατάσχεση χρηματική απαίτηση αυτή του καθού η συντηρητική κατάσχεση οφειλέτη κατά του τρίτου να μην εξαρτάται από αντιπαροχή με την έννοια των άρθρων 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ. 1 στ. α' περ. α' ΚΠολΔ, όπως τούτη αναλύθηκε ανωτέρω. Εάν τούτο δεν συμβαίνει (δηλαδή υπάρχει εξάρτηση από αντιπαροχή), τότε. η μελλοντική κ.λπ. χρηματική απαίτηση του καθού η συντηρητική κατάσχεση οφειλέτη κατά του τρίτου είναι συντηρητικώς ακατάσχετη κατά τα άρθρα 712 παρ. 1 εδ. β' συνδ. 982 παρ. 1 στ. α' περ. α' ΚΠολΔ. Αντιθέτως, το υπό στ. β 2 επικουρικό αίτημα της κρινόμενης αιτήσεως να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση, ως ειδικών περιουσιακών στοιχείων της καθής, των ίδιων παραπάνω χρηματικών απαιτήσεων αυτής (καθής) κατά της «.......................... ΑΒΕΕ» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, οι οποίες γεννήθηκαν και θα γεννηθούν από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της «..........................» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων και οι οποίες (χρηματικές απαιτήσεις) εξαρτώνται από τις μη εκπληρωθείσες ακόμη από την καθής αντίστοιχες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων) αυτής (καθής) προς την «.................. ΑΒΕΕ», σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, είναι νόμιμο, στηριζόμενο στα άρθρα 682 παρ.1, 707, 700 παρ. 1 συνδ. 1022 και 1025 ΚΠολΔ αναλόγως εφαρμοζόμενα. Ειδικότερα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην κατάσχεση κινητών εις χείρας του οφειλέτη, απαιτήσεων ή κινητών εις χείρας τρίτου, πλοίων ή αεροσκαφών και ακινήτων, η καθεμία των οποίων μπορεί, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ, να υπάρξει με δύο μορφές, ήτοι ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως (αναγκαστική κατάσχεση: άρθρα 953 επ., 982 επ. και 992 επ. ΚΠολΔ αντίστοιχα) αλλά και ως μέτρο ασφαλιστικό (συντηρητική κατάσχεση: άρθρα 711, 712, 713 και 714 ΚΠολΔ αντίστοιχα), η κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων (ειδικών περιουσιακών δικαιωμάτων) εμφανίζεται με μία μόνον ρυθμισμένη μορφή, αυτή της αναγκαστικής κατασχέσεως των άρθρων 1022 έως και 1033 ΚΠολΔ. Εντούτοις, κατά την κρατούσα και ορθή γνώμη, είναι δυνατή και η συντηρητική κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όταν υπάρχουν οι γενικές, προϋποθέσεις για τη λήψη του ασφαλιστικού αυτού μέτρου, ήτοι χρηματική απαίτηση του ουσιαστικού δικαίου και επικείμενος κίνδυνος απαλλοτριώσεως των εμφανών και κατασχετών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και ματαιώσεως, έτσι, της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως με αναγκαστική εκτέλεση, όταν τούτη θα εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο. Η λύση αυτή αντλείται αφενός μεν από τη λειτουργική αποστολή των ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο του όλου συστήματος του ΚΠολΔ, αφετέρου δε από το άρθρο 707 ΚΠολΔ που κάνει ρητά λόγο για τη συντηρητική κατάσχεση γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου. Στην έννοια των τελευταίων εντάσσονται αναμφίβολα και τα ενδεικτικώς απαριθμούμενα στο άρθρο 1022 ΚΠολΔ ειδικά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Επομένως και τα τελευταία υπόκεινται σε συντηρητική κατάσχεση. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η παραπομπή από το άρθρο 1023 παρ.1 ΚΠολΔ στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ, αφορά στη δικαστική άδεια για την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης των ειδικών περιουσιακών στοιχείων και δεν αποτελεί εμπόδιο για τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως των ειδικών περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η δικαστική άδεια για τη συντηρητική κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων δίνεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και όχι της εκούσιας δικαιοδοσίας. Απαιτείται, όμως, η σχετική απόφαση να προσδιορίζει ειδικά το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, που επιτρέπει να κατασχεθεί συντηρητικώς, κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 709 ΚΠολΔ [αντίθετα πάντως Μπέης Πολιτική Δικονομία τ. 15 (1990), υπό το άρθρο 707 παρ. 4.1 σελ. 384 και υπό το άρθρο 709 παρ. 4.10 σελ. 419-421 με εκτενή επιχειρηματολογία]. Δεν εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1023 και 1024 ΚΠολΔ, επειδή δεν συμβιβάζονται με το στατικό χαρακτήρα της συντηρητικής κατάσχεσης των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η οποία περιορίζεται στην εξασφάλιση απλώς του δανειστή και δεν επεκτείνεται στη ρευστοποίηση του κατασχόμενου ειδικού περιουσιακού στοιχείου (όπως αντιθέτως συμβαίνει με την αναγκαστική κατάσχεση τούτου). Πάντως, η εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 692 παρ. 1 ΚΠολΔ οδηγεί σε αποτέλεσμα όμοιο με εκείνο του άρθρου 1023 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην ευχέρεια δηλαδή του δικαστηρίου να μην επιτρέψει τη συντηρητική κατάσχεση συγκεκριμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων, εάν κρίνει ότι η επιβολή της είναι δύσκολη ή ασύμφορη [βλ. Μπέη Πολιτική Δικονομία τ. 15 (1990), υπό το άρθρο 707 παρ. 4.1 σελ. 384 και υπό το άρθρο 709 παρ. 4.10 σελ. 419]. Για τη διαδικασία επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη εφαρμόζεται, κατ' άρθρο 700 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναλόγως το άρθρο 1025 παρ. 1 ΚΠολΔ. Έτσι η συντηρητική κατάσχεση αυτή συντελείται με την επίδοση της απόφασης που την επιτρέπει στον καθού η συντηρητική κατάσχεση οφειλέτη (άρθρο 1025 παρ. 1 εδ. α' ημιπ. β' αναλ. ΚΠολΔ) και, εάν πρόκειται για κατάσχεση απαντήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου που εξαρτάται από αντιπαροχή, με τη διπλή επίδοση της απόφασης που την επιτρέπει τόσο στον καθού η συντηρητική κατάσχεση οφειλέτη όσο και στον τρίτο (άρθρο 1025 παρ. 1 εδ. α' ημιπ. α' αναλ. ΚΠολΔ και όχι άρθρο 712 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ - σφάλλει επομένως κατά τούτο η ΜονΠρωτΒολ 1463/1996 σε ΕλΔνη 39, 217 ιδίως 218 Ι), ενώ εάν για το κατασχόμενο ειδικό περιουσιακό στοιχείο τηρούνται δημόσια βιβλία (όπως λ.χ. για τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας) πρέπει η απόφαση να σημειώνεται στο περιθώριο της σχετικής πράξης και μάλιστα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη (άρθρα 1025 παρ. 1 εδ. β' αναλ. συνδ. 995 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ) [βλ. για όλα τα παραπάνω ΒφΑΘ 10417/1978 ΝοΒ 27 (1979), 1501 ΕισηγΠρωτΑΘ 3530/1971 ΝοΒ 21 (1973), 82 Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II Ειδικό Μέρος 2001, σελ, 948-949 Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεσις δεύτερη έκδοση τ. Ε' (1982), υπό το άρθρο 1022 παρ. 674 αρ. VΙ σελ. 2290-2292 Μπέης Πολιτική Δικονομία τ. 15 (1990), υπό το άρθρο 707 παρ. 4.1 σελ. 381-384 και υπό το άρθρο 712 παρ. 3.4 σελ. 473 Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ τ. ΣΤ' (1997) υπό το άρθρο 1022 αρ. 2]. Οι εξασφαλιστέες απαιτήσεις στηρίζονται ειδικότερα στα άρθρα 914 ΑΚ συνδ.79 Ν. 5960/1933 (το οποίο προστατεύει, εκτός από το δημόσιο συμφέρον και το ιδιωτικό συμφέρον του κομιστή έτσι ΟλΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53, 61 ΑΠ 218/1962 ΝοΒ 10, 801 μάλιστα κατά την Κιάντου-Παμπούκη Δίκαιο Αξιόγραφων 1997 σελ. 384 και 387 το άρθρο 79 Ν. 5960/1933, μετά από την τροποποίησή του από το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2408/1996, υφίσταται πλέον για την προστασία αποκλειστικά του ιδιωτικού συμφέροντος του κομιστή, ενώ μετά από την αντικατάσταση της παρ.5 και δη την προσθήκη σε αυτήν του εδ. β' με το άρθρο 15 παρ. 3 Ν. 3472/2006 ανάγει σε αμέσως ζημιωθέντα και δικαιούχο της αδικοπρακτικής απαιτήσεως αποζημιώσεως, όχι μόνον τον κομιστή της ακάλυπτης επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της αλλά και τον εξ αναγωγής υπόχρεο εξ αυτής, ο οποίος την εξόφλησε και την ανέλαβε και έγινε έτσι κομιστής της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία της), 297 εδ. α', 298 και 346 (και 241 παρ. 1) ΑΚ. Η αίτηση, καθ' ό μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Λπό την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ..........................., που εξετάστηκε στο ακροατήριο με την επιμέλεια της αιτούσας, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση, από την αιτούσα πιθανολογήθηκαν (άρθρα 690 παρ. 1 συνδ. 347 ΚΠολΔ τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η καθής η αίτηση εξέδωσε έξι μεταχρονολογημένες και εκ προθέσεως ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές, των οποίων νόμιμη κομίστρια είναι η αιτούσα ετερόρρυθμη εμπορική εταιρεία. Ειδικότερα: α) Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. .............. πρώτη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 2.070 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «....................................» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεώς της τις 10.3.2010. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτριά της αιτούσα την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «............... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΝΤ/ΠΕΙΕΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΟΡΙΑ». Η τελευταία οπισθογράφησε και παρέδωσε την ως άνω επιταγή στον ............ Την εν λόγω πρώτη επιταγή την εμφάνισε ο τελευταίος προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 12.3.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την ταυθήμερη από 12.3.2010) σημείωση στο σώμα της επιταγής της «..................Λ.Ε.», κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της ως άνω πληρώτριας τράπεζας. Εν συνεχεία, η αιτούσα, ως εξ αναγωγής υπόχρεη εκ της επιταγής, την εξόφλησε και την ανέλαβε και έγινε έτσι νόμιμη κομίστρια της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία αυτής (επιταγής). Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω πρώτη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 2.070 ευρώ, αφού το ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω πρώτης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 2.070 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241 -49/14.4.2011 αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.168Ζ/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι (από τις 13.3.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, επειδή η κρινόμενη απαίτηση είναι η αδικοπρακτική (και όχι η εκ της επιταγής αναγωγική απαίτηση) και δεν πιθανολογείται προγενέστερη της επιδόσεως της αγωγής όχληση της καθής εκ μέρους της αιτούσας προς καταβολή του ως άνω ποσού αδικοπρακτικής αποζημιώσεως κατ' άρθρο 340 ΑΚ, δεν αποτελεί δε δήλη ημέρα για την καταβολή της παραπάνω αδικοπρακτικής αποζημίωσης η χρονολογία εκδόσεως ή εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή (ΕφΑΘ 6922/1994 ΕΕμπΔ ΜΣΤ΄, 251 ΕφΑΘ 11981 /1990 ΕλΔνη 32,1077 ΕφΛθ 3488/1980 ΕΕμπΔ ΔΒ, 413), β) Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. ................ δεύτερη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 1.650 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «.................. Π.Ε.» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεώς της τις 20.3.2010. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτριά της αιτούσα την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «................E.H.E.». Η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή λόγω ενεχύρου και την παρέδωσε στην τράπεζα «................ Λ.Κ.», η οποία κατέστη έτσι νόμιμη κομίστριά της. Την εν λόγω δεύτερη επιταγή την εμφάνισε η τελευταία προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 26.3.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την ταυθήμερη (από 26.3.2010) σημείωση της ως άνω πληρώτριας τράπεζας στο σώμα της επιταγής. Εν συνεχεία, η αιτούσα, ως εξ αναγωγής υπόχρεη εκ της επιταγής, την εξόφλησε, και την ανέλαβε και έγινε έτσι νόμιμη κομίστριά της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία αυτής (επιταγής). Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω δεύτερη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 1.650 ευρώ, αφού το ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω δεύτερης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 1.650 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241- 49/14.4.2011 αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.168Ζ/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι από τις 27.3.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη ανωτέρω, γ) Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. 20063 147-1 τρίτη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «.................» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως της τις 31.3.2010. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτρια της αιτούσα την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «................ ΑΕΒΕ». Η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή λόγω ενεχύρου και την παρέδωσε στην τράπεζα «............... Λ.Π.», η οποία κατέστη έτσι νόμιμη κομίστριά της. Την εν λόγω τρίτη επιταγή την εμφάνισε η τελευταία προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 31.3.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την από 8.4.2010 σημείωση στο σώμα της επιταγής της «............. Α.Ε.», κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της ως άνω πληρώτριας τράπεζας. Εν συνεχεία, η αιτούσα, ως εξ αναγωγής υπόχρεη εκ της επιταγής, την εξόφλησε και την ανέλαβε και έγινε έτσι νόμιμη κομίστριά της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία αυτής (επιταγής). Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω τρίτη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 10.000 ευρώ, αφού το ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω τρίτης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241-49/14.4.2011 αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.1687/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι από την 1.4.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη ανωτέρω, δ)Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. ..........τέταρτη μεταχρονολογημενη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 2.500 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «.................... ΣΥΝ. Π.Ε.» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως της τις 20.4.2010. Η εν λόγω τέταρτη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 20.4.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την από 22.4.2010 σημείωση στο σώμα της επιταγής της ................. Λ.Η.», κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της ως άνω πληρώτριας τράπεζας. Της ως άνω επιταγής είναι σήμερα νόμιμη κομίστρια η αιτούσα. Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω τέταρτη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 2.500 ευρώ, αφού το ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω τέταρτης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 2.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241 - 49/14.4.2011 αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.Ι68Ζ/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι από τις 21.4.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη ανωτέρω, ε) Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. .......... πέμπτη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «.........................» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως της τις 30.4.2010. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτριά της αιτούσα την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «.................. ΛΕΒΕ». Η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή λόγω ενεχύρου και την παρέδωσε στην τράπεζα «............... Α.Ε.», η οποία κατέστη έτσι νόμιμη κομίστρια της. Την εν λόγω πέμπτη επιταγή την εμφάνισε η τελευταία προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 30.4.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την από 7.5.2010 σημείωση στο σώμα της επιταγής της «................ Α.Ε.», κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της ως άνω πληρώτριας τράπεζας. Εν συνεχεία, η αιτούσα, ως εξ αναγωγής υπόχρεη εκ της επιταγής, την εξόφλησε, και την ανέλαβε και έγινε έτσι νόμιμη κομίστρια της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία αυτής (επιταγής). Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω πέμπτη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 10.000 ευρώ, αφού το ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω πέμπτης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241-49/14.4.2011 αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.1687/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι από την 1.5.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη ανωτέρω και στ) Η καθής η αίτηση εξέδωσε στο Αίγιο περί τα μέσα του 2009 την υπ' αρ. ........... έκτη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή χρηματικού ποσού 2.500 ευρώ εις διαταγήν της αιτούσας και πληρωτέα στην «............................ΣΥΝ. Π.Ε.» με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως της τις 30.4.2010. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτρια της αιτούσα την οπισθογράφησε λόγω ενεχύρου και την παρέδωσε στην τράπεζα «................Λ.Ε.». Κατόπιν, αφού έληξε το ενέχυρο επιστράφηκε η ως άνω επιταγή στην αιτούσα, η οποία την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «............». Η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή και την παρέδωσε στην τράπεζα «...................... Α.Ε.», η οποία κατέστη έτσι νόμιμη κομίστριά της. Την εν λόγω έκτη επιταγή την εμφάνισε η τελευταία προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 4.5.2010. Η επιταγή, όμως, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η μη πληρωμή βεβαιώθηκε από την από 5.5.2010 σημείωση στο σώμα της επιταγής της «................................. Α.Ε.», κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της ως άνω πληρώτριας τράπεζας. Εν συνεχεία, η αιτούσα, ως εξ αναγωγής υπόχρεη εκ της επιταγής, την εξόφλησε και την ανέλαβε και έγινε έτσι νόμιμη κομίστριά της κατά την ανάστροφη κυκλοφορία αυτής (επιταγής). Η καθής η αίτηση, όταν εξέδιδε την ως άνω έκτη επιταγή, γνώριζε την έλλειψη αντικρύσματος κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής και αποδέχτηκε τη μη είσπραξη του αντικρύσματος τούτου (και) από την αιτούσα. Έτσι η τελευταία υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής, ζημία δηλαδή ύψους 2.500 ευρώ, αφού το (ως άνω ποσό το απώλεσε, ενώ θα το εισέπραττε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν ελάμβανε χώρα η αδικοπραξία της εκδόσεως της ως άνω έκτης ακάλυπτης επιταγής. Ως εκ τούτου, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαίτηση αποζημιώσεως ποσού 2.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο του από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ. καταθ. ΤΜ/241-49/14.4.2011 αγωγής με την οποία ασκήθηκε η ως άνω απαίτηση (βλ. την 8.168Ζ/20.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θεοφάνη Τσερεντζούλια) και όχι από τις 5.5.2010, ήτοι από την επομένη της εμφανίσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη ανωτέρω. Τις έξι παραπάνω ακάλυπτες επιταγές τις εξέδωσε για την ακρίβεια ο σύζυγος της καθής, ως άμεσος αντιπρόσωπος της, ενεργώντας δηλαδή στο όνομα αυτής και εντός των ορίων της εξουσίας άμεσης εκούσιας αντιπροσώπευσης της τελευταίας, την οποία τούτη του είχε παράσχει (πρβλε άρθρο 11 του Ν. 5960/1933). Κατά τον τρόπο τούτο υπέγραψε με το όνομα της καθής στη θέση του εκδότη των έξι παραπάνω επιταγών (βλ. Κιάντου-Παμπούκη Δίκαιο Αξιόγραφων 1997 σελ. 123). Το ότι, δηλαδή, ο ανωτέρω έθετε την υπογραφή με το όνομα της καθής στη θέση του εκδότη των ως άνω επιταγών ήταν εν γνώσει της τελευταίας και καλυπτόταν από τη συναίνεσή της και από την προηγούμενη εξουσιοδότηση της (πληρεξουσιότητα της). Λόγω της αδικοπραξίας της εκδόσεως των έξι παραπάνω ακάλυπτων επιταγών η αιτούσα έχει κατά της καθής η αίτηση απαιτήσεις αποζημιώσεως για τις αποθετικές περιουσιακές ζημίες της, οι οποίες ανέρχονται κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 28.720 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Έτσι οι απορρέουσες από την αδικοπραξία της εκδόσεως των έξι παραπάνω ακάλυπτων επιταγών και εξασφαλιστέες αδικοπρακτικές χρηματικές απαιτήσεις της αιτούσας κατά της καθής η αίτηση ανέρχονται κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 28.720 ευρώ, με το νόμιμο τόκο του ποσού αυτού από τις 21.4.2011, ήτοι από την επομένη της επιδόσεως στην καθής της (απευθυνόμενης στο Δικαστήριο αυτό) υπ' αρ. εκθ, καταθ. Τ.Μ/241-49/14.4.2011 αγωγής. Εξάλλου, πιθανολογήθηκε και επικείμενος κίνδυνος να εκποιήσει (μεταβιβάσει ή επιβαρύνει) η καθής τα λιγοστά εμφανή και κατασχετά περιουσιακά της στοιχεία σε τρίτους και να ματαιώσει, έτσι, την ικανοποίηση των παραπάνω χρηματικών απαιτήσεων της αιτούσας εναντίον της, όταν τούτη αποκτήσει εκτελεστό τίτλο. Ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αποτραπεί αποτελεσματικά με τα ηπιότερα ασφαλιστικά μέτρα της προσημειώσεως υποθήκης ή της εγγυοδοσίας (άρθρο 692 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση, καθ' ό μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, ήτοι κατά το υπό στ. β 2 επικουρικό αίτημα της, να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη. Πρέπει, δηλαδή, να διαταχθεί η ζητούμενη με το υπό στ. β 2 επικουρικό αίτημα της αιτήσεως συντηρητική κατάσχεση (να παρασχεθεί η δικαστική άδεια για τη ζητούμενη με το ως άνω αίτημα συντηρητική κατάσχεση) μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθουν συνολικά οι προαναφερόμενες εξ 28.720 ευρώ χρηματικές απαιτήσεις της αιτούσας κατά της καθής η αίτηση μέχρι την απόκτηση εκ μέρους της εκτελεστού τίτλου, συνυπολογιζομένων των εν τω μεταξύ τόκων και εξόδων. Πρέπει, δηλαδή, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση, ως ειδικών περιουσιακών στοιχείων της καθής, των χρηματικών απαιτήσεων αυτής (καθής) κατά της «..............» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, οι οποίες γεννήθηκαν και θα γεννηθούν από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της .....................» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων και οι οποίες (χρηματικές απαιτήσεις) εξαρτώνται από τις μη εκπληρωθείσες ακόμη από την καθής αντίστοιχες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων) αυτής (καθής) προς την ..................», σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ. Δεν θα καταδικαστεί, όμως, η καθής η αίτηση στη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, αφού κατ' άρθρο 178 παρ. 3 εδ. α' Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» δεν επιδικάζονται υπέρ του νικώντος διαδίκου έξοδα επί αιτήσεως περί αδείας κατασχέσεως. Τέλος, δεν θα ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, επειδή η παρούσα απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 699 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει ερήμην της καθής η αίτηση. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό. Δέχεται εν μέρει την αίτηση ΚΑΙ Διατάσσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της αιτούσας κατά της καθής η αίτηση, που αναφέρονται στο σκεπτικό, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα και μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, τη συντηρητική κατάσχεση, ως ειδικών περιουσιακών στοιχείων της καθής, των χρηματικών απαιτήσεων αυτής (καθής) κατά της «..............................» και εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, οι οποίες γεννήθηκαν και θα γεννηθούν από την υφιστάμενη μεταξύ της καθής και της «.........................» διαρκή σύμβαση προμήθειας άρτου και αρτοσκευασμάτων και οι οποίες (χρηματικές απαιτήσεις της καθής κατά της «.....................») εξαρτώνται, από τις μη εκπληρωθείσες ακόμη από την καθής αντίστοιχες αντιπαροχές (παρασκευές και προμήθειες των αντίστοιχων ποσοτήτων άρτου και αρτοσκευασμάτων) αυτής (καθής) προς την «.................», σε όποιο ύψος ανέλθουν τούτες μέχρι, βεβαίως, του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
ΠΗΓΗ: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.