Διαταγή πληρωμής κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών - Αριθμός απόφασης: 7373/2010)
Περίληψη: Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Επίσπευση αυτής δυνάμει δ/γής πληρωμής, που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή για αξίωση, που στηρίζεται σε σχέση δημοσίου δικαίου και έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα με απόφαση διοικητικού Εφετείου. Ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθ. 933 ΚΠολΔ) με παράλληλο αίτημα αναστολής (άρθ. 938 ΚΠολΔ). Υπαγωγή της άνω ανακοπής και αναστολής στην δικαιοδοσία των πολιτικών και όχι διοικητικών δικαστηρίων. Επιτρεπτή η έκδοση της δ/γής σχετικά με χρηματική απαίτηση, η δικαστική διάγνωση της οποίας υπάγεται στην δικαιοδοσία τον διοικητικών δικαστηρίων με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, αφού δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον ορισμό των δικαιοδοσιών. Υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και τις αναγνωριστικές. Εκτέλεση με βάση τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση. Η διάταξη της παρ. 2 άρθρ. 19 ν. 1715/1951, που απαγορεύει την εκτέλεση των τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, θεωρείται καταργημένη από την νεότερη διάταξη της παρ. 1 άρθρ. 199 ΚΔιοικΔ. Αντισυνταγματική και αντικείμενη στο ΕΣΔΑ η διάταξη του άρθ. 20 Ν 3301/2004, με την οποία απαγορεύεται η εκτέλεση δ/γής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου. Ειδικά προκειμένου για δ/γή πληρωμής που στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου. Υπερημερία του δημοσίου και οφειλόμενος τόκος κατά το οριζόμενο στο άρθρο 21 του ΚΝΔΔ ποσοστό επιτοκίου (6 % ετησίως). Ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Οταν το δημόσιο οφείλει σε ιδιώτη χρηματική παροχή, η φύση της υποκείμενης αιτίας ως ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου έχει σημασία για να εκτιμηθεί αν είναι ανεκτή η εφαρμογή κρατικών προνομίων και η διαφορετική μεταχείριση δημοσίου και ιδιώτη οφειλέτη. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει ειδικότερα επί αποζημίωσης που επιδικάζεται εις βάρος του δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του ΚΝΔΔ διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νομίμου και υπερημερίας, και του αντιστοίχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου (6 % ετησίως) αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Δεν δικαιολογείται η διαφοροποίηση αυτή από το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου. Απορρίπτει αίτηση αναστολής Δημοσίου.
[…] Με την κρινόμενη από 27.5.2010 και με αριθμ. καταθ. 100005/8323/2010 αίτηση το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να διαταχθεί η αναστολή, κατ`άρθρο 938 του ΚπολΔ, της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, δυνάμει της από 20.5.2010 επιταγής κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του α`απογράφου εκτελεστού της υπ`αριθμ. 20514/2009 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 27.5.2010 ανακοπής, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της άνω επιταγής, για τους λόγους που αναφέρει στην ανακοπή του, καθόσον είναι βέβαιο ότι θα γίνει δεκτή η ανακοπή του, ενώ η εκτέλεση θα επιφέρει σ`αυτό ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ. ΚπολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 934 και 938 του ΚπολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί και η ουσιαστική βασιμότητα της. Κατά το άρθρο 938 ΚπολΔ για τη στήριξη της αναστολής απαιτείται η ανακοπή να είναι νόμω βάσιμη, υπό την έννοια ότι περιέχει τουλάχιστον ένα λόγο που στηρίζεται στο νόμο. Εκτός από το νόμω βάσιμο της ανακοπής η διάταξη της παρ. 1 του ως άρθρου, μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 10 παρ. 7 του ν. 2145/1993 απαιτεί συμπλεκτικώς τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων αυτοτελών για τη χορήγηση της αναστολής, δηλαδή και την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία δεν ταυτίζεται ουσιαστικά με τη βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής του άρθρου 933 επ. ή 936 ΚπολΔ. Έτσι αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής δεν νοείται βλάβη και κατ`ακολουθίαν αναστολή. Αν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής τότε θα ερευνηθεί η ύπαρξη ή όχι βλάβης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τομ. Ε`, αρθρ. 938, παρ. 44, 45). Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτά που ανέπτυξαν προφορικά και με τα σημειώματα τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και γενικά από την όλη συζήτηση της υπόθεσης, δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής: Ειδικότερα με την υπ`αριθμ. 1872/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (τμήμα 5° τριμελές), όπως αυτή διορθώθηκε με την ϋπ`άρίθμ. 3353/2008 απόφαση του ιδίου, τελεσιδίκησε η υπ`αριθμ. 12609/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την απόρριψη της ασκηθείσης κατ`αυτής έφεσης του αιτούντος και αναγνωρίστηκε τελεσίδικα η υποχρέωση του να καταβάλει στην καθ`ης η αίτηση ανώνυμη εταιρία, το ποσό των 284.481,81 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 10.6.2002. Στη συνέχεια το αιτούν άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 10.11.2008 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 1872/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Η ως άνω απόφαση του ΔΕΑ κοινοποιήθηκε υπηρεσιακά στα αρμόδια όργανα του αιτούντα και στη συνέχεια η καθ`ης όχλησε με την από 13.4.2009 εξώδικη δήλωση-αίτησή της, που επιδόθηκε νόμιμα στο αιτούν την 21.4.2009, για την καταβολή των σ`αυτή τελεσίδικα επιδικασθέντων ποσών, νομιμοτόκως. Επειδή το αιτούν δια των φορέων του δεν απάντησε στην πιο πάνω πρόσκληση, ούτε προέβη στην καταβολή των οφειλόμενων ποσών, η καθ`ης με βάση την ως άνω υπ`αριθμ. 12609/2006 αναγνωριστικής απόφασης του ΤρΔΠρΑΘ, προέβη στην έκδοση της υπ`αριθμ. 20514/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ακολούθως επέδωσε την από 3.12.2009 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το με αριθμό 20419/2009 πρώτο απόγραφο εκτελεστό αυτής της διαταγής πληρωμής στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία επέσπευσε σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του αιτούντος, αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της απαίτησης της, όπως αναλυτικότερα περιγράφεται στην ως άνω επιταγή. Κατά της ως άνω πράξης εκτέλεσης, το αιτούν άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την με αριθμ. καταθ. 13679/10.12.2009 ανακοπή του άρθρου 933 ΚπολΔ και παράλληλα άσκησε την συναφή από 9.12.2009 αίτηση αναστολής του άρθρου 938 ΚπολΔ, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 19.1.2010 και εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 2006/2010 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία έκανε δεκτή την ως άνω αίτηση αναστολή λόγω πιθανολόγησης ευδοκίμησης της (ακυρότητα της επιταγής λόγω μη τήρησης της διαδικαστικής προϋπόθεσης επίδοσης απλού αντιγράφου της διαταγής πληρωμής, χωρίς επιταγή προς πληρωμή). Μετά ταύτα η καθ`ης επέδωσε την 19.3.2010, την επίδικη διαταγή πληρωμής, σε απλό αντίγραφο, μαζί με δήλωση παραίτησης από την 3.12.2009 πράξη εκτέλεσης της 1ης επιταγής προς πληρωμή (βλ. την υπ`αριθμ. 6386Γ/19.3.2010 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημήτρη Καρακώστη) και την αρξαμένη μ`αυτή αναγκαστική εκτέλεση κατά του αιτούντος. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 20.5.2009 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το με αριθμό 20419/2009 πρώτο απόγραφο εκτελεστό της με αριθμό 20514/2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, που επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δυνάμει των υπ`αριθμ. 6625 Γ/25.5.2010 και 66241725.5.2010 εκθέσεων επιδόσεως κα του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, η καθ`ης επέσπευσε νέα αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος, για την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης της, η οποία αναλύεται ως εξής: 1. για επιδικασθέν κεφάλαιο 284.481,81 ευρώ ,2. για επιδικασθέντες τόκους από 11.6.2002 μέχρι 20.5.2010, 237.115,40 ευρώ, 3. για επιδικασθείσα δαπάνη, 4.836,00 ευρώ, 4. για έξοδα απογράφου 18.685,03 ευρώ, για δύο αντίγραφα 1,00 ευρώ, 5. για σύνταξη επιταγής 16,43 ευρώ και 6. για επίδοση επιταγής 70,00 ευρώ. Κατά της επιταγής αυτής τον αιτούν άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 27.5.2010 ανακοπή του άρθρου 933 ΚπολΔ με αίτημα την ακύρωση της, ισχυριζόμενο με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του ότι η επισπευδομένη σε βάρος του εκτέλεση βάσει της ως άνω διαταγής πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι αυτή (Δ.Π) εκδόθηκε με βάση την υπ`αριθμ. 12609/2006 αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ως εκ τούτου αρμόδιο για την έκδοση της ήταν το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι δεν θα γίνει δεκτός, διότι διαταγή πληρωμής εκδίδεται μόνο από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου των πολιτικών δικαστηρίων και δεν προβλέπεται από την διοικητική δικονομία. Εξάλλου η διαταγή πληρωμής εκδίδεται από το δικαστή ως δικαστικό λειτουργό ατομικώς και όχι με την ιδιότητα τόυ συγκροτηθέντος κατά νόμο δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστό τίτλο και συνεπώς δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον ορισμό των δικαιοδοσιών (δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των δικαστηρίων για δεσμευτική διάγνωση των υπό την κρίση τους δικαιωμάτων), όταν ο δικαστής του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδει διαταγή πληρωμής σχετικά με χρηματική απαίτηση, η δικαστική διάγνωση της οποίας υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚπολΔ (ΕφΑΘ 8935/2001 Δ 35.360, ΜπρΑΘ 3364/2007 προσκομιζόμενη, Κ. Μπέη, Διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ, Δ 28.510 επ.). Και η ανακοπή εξάΛλου κατά διαταγής πληρωμής, που έχει αιτία διοικητική διαφορά, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωμής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστική και όχι διοικητικής αρμοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο (ΑΕΔ 18/2005 δ 35.141). Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του το αιτούν ισχυρίζεται ότι κατά της με αριθμό 1872/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, έχει το ίδιο ασκήσει αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, η οποία εκκρεμεί και συνεπώς αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 1715/1951 και συνέπεια πρέπει να ακυρωθεί η βάσει αυτής επισπευδομένη σε βάρος του εκτέλεση. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του α.ν 1715/1951, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ και συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν. 2065/1992 : «Η ασκηθείσα υπό του Δημοσίου, του Ταμείου Εθνικού Στόλου, του Ταμείου Εθνικής Άμυνας και του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, αίτησις αναιρέσεως κατά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ως και η προς άσκησιν τοιαύτης προθεσμίας, αναστέλλει την κατά των νομικών προσώπων εκτέλεσιν της αποφάσεως και καθ` ας ετι περιπτώσεις θα επετρέπετο αυτή . 2. Η εκτέλεση αποφάσεως διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά των νομικών αυτών προσώπων, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο αναστέλλονται μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες». Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 199 παρ. 1 Κ.ΔιοικΔ «οι τελεσίδικες, ανέκκλητες και προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 ΚπολΔ». Ως προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων η ανωτέρω διάταξη του ΚΔιοικΔ πρέπει να θεωρηθεί ότι κατήργησε την παρ. 2 του ως άνω αρθρ. 19 α.ν. 1715/1951 και υπερισχύει αυτού ως νεότερη (και συνεπώς η τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση επί αγωγής που ασκήθηκε κατ`άρθρο 71 ΚΔΔ δεν απαιτείται να γίνει αμετάκλητη για να εκτελεστεί (Σταματόπουλος στα πρακτικά συνεδρίου Ένωσης Δικονομολόγων με θέμα: Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη, εκδ. Σάκκουλα, Χατζητζανής, Ερμηνεία κατ`άρθρο ΚδιοικΔ, 2004, σ. 1176, Μελέτη του Ελευθέριου Λεκέα, Προέδρου Εφετών, Δ.Δ, στη ΔφορΝομοθ 2000/1302, ΔπρΑΘ 150/2001 Δ 2001.604, ΓΝΜΔ 291/2005 Δημοσιευμένη «ΝΟΜΟΣ»). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκτελείται σε βάρος του Δημοσίου και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, αφού και στη περίπτωση αυτή ο εκτελεστός αυτός τίτλος στηρίζεται σε δικαστική διάγνωση με την ισχύ δεδικασμένου. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3068/2002 και θα αναπτυχθεί κατωτέρω στον τρίτο λόγο ανακοπής, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής και ειδικά σ`αυτές που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ`αυτή πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε ο τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα (ΕφΑΘ 4488/2006 προσκομιζόμενη, ΜπρΑΘ 3364/2007 προσκομιζόμενη). Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση, δεν πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ο παραπάνω λόγος ανακοπής γιατί έστω και αν το Δημόσιο έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης που εκδόθηκε επί αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 71 ΚΔΔ της καθ`ης η αίτηση κατ`αυτού, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του το αιτούν ισχυρίζεται ότι η επισπευδομένη σε βάρος του εκτέλεση βάσει της ως άνω διαταγής πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί βάσει της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004,"που ορίζει ότι δεν εκτελούνται σε βάρος του Δημοσίου οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚπολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής). Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος που ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου κ.λ.π., εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α και λοιπά ν.π.δ.δ. έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από αυτές και την εκτέλεση τους. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι, που αναφέρονταιστις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚπολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση, που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου κ.λ.π. αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 παρ. 4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 95 παρ. 5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ. 1, 13 ΕΣΔΑ και 1 του Α`Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι οποίες καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία και δεν εφαρμόζεται. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης νά συμμορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής (ΕφΑΘ 1837/2007, ΕφΑΘ 4486/2006 προσκομιζόμενες, ΜπρΑΘ 2913/2005 Δ. 37.529. ΜπρΗρ 3878/2005 Αρμ 2006.443, ΜπρΑΘ 394/2009 προσκομιζόμενη). Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω πιθανολογείται ότι δεν θα γίνει δεκτός και ο παραπάνω λόγος ανακοπής καθότι οι προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 3301/2004, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις αναφερόμενες διατάξεις στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να ισχύσει. Σε κάθε περίπτωση η ως άνω διάταξη του ν. 3068/2002 όπως τροποποιήθηκε, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και τον σκοπό αυτής, δεν περιλαμβάνει στην απαγόρευση, τις διαταγές πληρωμής που στηρίζονται σε, τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ`αυτή πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα, το δε Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται και στις αναγνωριστικές αποφάσεις (ίδε ανωτέρω στο δεύτερο λόγο ανακοπής). Στις περιπτώσεις αυτές η διαταγή πληρωμής λειτουργεί ως επόμενη βαθμίδα μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που αναγνωρίζει την απαίτηση, ώστε να καθίσταται αδιανόητη η αποστέρηση από τη διαταγή πληρωμής των αποτελεσμάτων και λειτουργίας της δικαστικής απόφασης στην οποία βασίστηκε η έκδοση της (παρατηρήσεις Δ. Σκαρίπα υπό την ΜΠρΑΘ 2913/2005 απόφαση στη Δ 37.532 επ.). Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του το αιτούν ισχυρίζεται ότι κακώς με την από 20.52010 κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α`εκτελεστού της υπ` αριθμ. 20514/2009 διαταγής πληρωμής, η καθ`ης η αίτηση επιτάσσει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση για ποσό τόκων ύψους 237.115,40 ευρώ για επιδικασθέν επίσης σε βάρος του κεφάλαιο 284.481,81 ευρώ, νομιμοτόκως από 11.6.2002 μέχρι 20.5.2010 (σύνταξη προσβαλλόμενης επιταγής) υπολογίζοντας μη σύννομα το ύψος των τόκων υπερημερίας σύμφωνα με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, σχετικά με επιτόκια για οφειλές μεταξύ ιδιωτών ή για τις οφειλές ιδιωτών έναντι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και όχι σύμφωνα με το κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΚΔ ΤΗΣ 26-6/10.7.1944) επιτόκιο, που ανέρχεται στο 6% και βάσει του οποίου η καθ`ης δικαιούται για τόκους υπερημερίας το ποσό των 135.522,46 ευρώ, το οποίο και οφείλει το αιτούν να της καταβάλει και συνακόλουθα η ένδικη επιταγή πρέπει να ακυρωθεί κατά το υπερβάλλον ποσό (237.115,40-135.522,46=101.592,94 ευρώ) και συνακόλουθα να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός όμως δεν πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, διότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν ισχύει στο μέτρο που θεσπίζεται υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή. Τέτοιο λόγο δεν συνίστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου, όπως έχει ήδη`κριθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Στρασβούργο, με την προσφάτως εκδοθείσα από 22.5.2008 απόφαση του επί της με αριθμ. 33977/2006 προσφυγής τρϋ Ευθυμίου Μειδάνη, εργαζόμενου ιατρού στο δημόσιο Νοσοκομείο Σισμανόγλειο-Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο Αττικής κατά Ελλάδος (βλ. αυτή δημοσιευμένη στα νομικά περιοδικά ΔΙΚΗ 39 (2008], σελ. 1095-1102 και ΝοΒ 56 [2θί)8] , σελ. 1367-.... 1375, βλ. συναφές άρθρο Β. Χειρδάρη, δικηγόρου στφνγομικό περιοδικό ΔΙΚΑΙΟΡΑΜΑ [τεύχος Ιουνίου 2008], με τίτλο «ΤΡΑΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ-ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ»), που απεφάνθη ομοφώνως ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 τόυ Ν.Δ 496/74, πού προσδιορίζει το νόμιμο επιτόκιο των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ στο ποσοστό 6% ετησίως, όσο και η απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ (3/2006), που την έκρινε συνταγματική παραβίασε το δικαίωμα του συγκεκριμένου προσφεύγοντα στη περιουσία του, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου στην ΕΣΔΑ Πρωτοκόλλου, αναφέροντας μάλιστα στο σκεπτικό της επί λέξει, ότι μόνο το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία του "πιστωτή όπως προβλέπει η ελληνική νομοθεσία. Και ναι μεν όπως προκύπτει από το σκεπτικό της, το δικαστήριο δέχθηκε ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου μπορούν να απολαμβάνουν εντός του πλαισίου της άσκησης των καθηκόντων τους προνόμια και ασυλίες, που θα επιτρέπουν να εκπληρώνουν αποτελεσματικά την δημοσίου δικαίου αποστολή τους, ωστόσο εκτίμησης οτι μονή η συμπερίληψη του νομικού πρόσωπο στη δομή του κράτους δεν επαρκεί απο μονή της για να νομιμοποιήσει όλες τις περιπτώσεις την εφαρμογή των κρατικών προνομίων αλλά πρέπει τούτο να είναι αναγκαίο για την ορθή άσκηση της δημόσιας αποστολής του`μη δεχόμενο εντέλει, τη θέση του ελληνικού κράτους, ότι η διαφορά μεταξύ τόκου υπερημερίας των ιδιωτών και εκείνου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία του νοσοκομείου. Η ανωτέρω άποψη του ΕΔΔΑ έγινε δεκτή από την ολομέλεια του ΣτΕ το οποίο με την πρόσφατη με αριθμό 1663/2009 απόφαση του (δημοσιευμένη σε ΔΕΕ 2009/1133 με παρατηρήσεις Π. Πανταζόπουλου), απεφάνθη ότι δεν υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτή την εφαρμογή κρατικών προνομίων και τη διαφορετική μεταχείριση Δημόσιου και ιδιώτη οφειλέτη, στη περίπτωση επί αποζημίωσης που επιδικάζεται σε βάρος του Δημοσίου ύστερα από άσκηση αγωγής κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, όπως συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, που η παραπάνω με αριθμό 12609/2006 αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε επί αγωγής του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ της καθ`ης σε βάρος του αιτούντος. Με το τελευταίο λόγο ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη επιταγή πρέπει να ακυρωθεί άλλως διορθωθεί ως προς το επιπλέον ποσό των 983,57 ευρω, που προέκυψε από προφανή παραδρομή στην άθροιση των επιμέρους αναφερομένων στην επιταγή κονδυλίων (στην επιταγή αναφέρεται ως συνολικό ποσό 546.101,81 ενώ το ορθό που προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους κονδυλίων είναι 545.118,81 ευρώ). Και ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι δεν θα γίνει δεκτός λόγω έλλειψης βλάβης του αιτούντος από το παραπάνω λανθασμένο μαθηματικό υπολογισμό καθόσον από την προσβαλλόμενη επιταγή, που προσκομίζεται προκύπτει ότι έχει γίνει ο απαραίτητος βασικός διαχωρισμός αλλά και λεπτομερή περιγραφή των κονδυλίων, που επιτάσσεται αυτό να πληρώσει, ακόμη δε γίνεται ειδική μνεία των χρονικών διαστημάτων που υπολογίζονται οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα. Περαιτέρω η περιγραφή της απαίτησης στην προσβαλλομένη επιταγή παρουσιάζει πληρότητα (αρθρ. 924 ΚπολΔ), δεδομένου ότι η τυχόν λανθασμένη άθροιση των επιμέρους κονδυλίων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός (αθροίσματος) μπορεί να γίνει με απλή μαθηματική πράξη και συνεπώς δεν υφίσταται βλάβη αφού ο έλεγχος της επιταγής είναι ευχερής με βάση τα προεκτεθεντα στοιχεία. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν έχει πιθανότητες να ευδοκιμήσει η ανακοπή, που άσκησε το αιτούν κατά της από 20.5.2010 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού της υπ`αριθμ. 20514/2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ`ακολουθία αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατ`αποδοχή του αιτήματος της καθ`ης, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτής σε βάρος του αιτούντος, που ηττάται (αρθρ. 176 ΚπολΔ), μειωμένα όμως κατ`άρθρο 22 παρ. Ι^του Ν. 3693/57 και Κ.Υ.Α των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης 134423/6.12.1992/20.1.1993, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο αιτούν τα δικαστικά έξοδα της καθ`ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
πηγή: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.