Θέσπιση διαδικασίας Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής - Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.
Άρθρο 1. Αντικείμενο. 1. Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί: α) στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, και β) στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελαχίστων κανόνων η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση. 2. Ο αιτών δεν κωλύεται από τον παρόντα κανονισμό να επιδιώξει την ικανοποίηση αξίωσης κατά την έννοια του άρθρου 4, κάνοντας χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το δίκαιο κράτους μέλους ή από το κοινοτικό δίκαιο.
Άρθρο 2. Πεδίο εφαρμογής. 1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας ("acta jure imperii"). 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται: α) στις περιουσιακές διαφορές από γαμικές σχέσεις, στις διαθήκες και στην κληρονομική διαδοχή, β) στις πτωχεύσεις, στις διαδικασίες που αφορούν την εκκαθάριση αφερέγγυων εταιριών ή άλλων νομικών προσώπων, στους πτωχευτικούς συμβιβασμούς, στις πράξεις συμβιβασμών και άλλες ανάλογες διαδικασίες, γ) στην κοινωνική ασφάλιση, δ) στις αξιώσεις που απορρέουν από εξωσυμβατικές ενοχές, εκτός: i) εάν αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των μερών ή υπάρχει αναγνώριση της οφειλής, ή ii) συνδέονται με εκκαθαρισμένες οφειλές που προκύπτουν από συγκυριότητα. 3. Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο "κράτος μέλος" νοούνται τα κράτη μέλη πλην της Δανίας.
Άρθρο 3. Διασυνοριακές υποθέσεις. 1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, διασυνοριακή υπόθεση είναι εκείνη κατά την οποία τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου. 2. Η κατοικία προσδιορίζεται βάσει των άρθρων 59 και 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. 3. Το κρίσιμο χρονικό σημείο για να καθορισθεί εάν πρόκειται για διασυνοριακή υπόθεση είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 4. Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Η διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής θεσπίζεται για την είσπραξη χρηματικών αξιώσεων οι οποίες είναι εκκαθαρισμένες και απαιτητές κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
Άρθρο 5. Ορισμοί. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: 1. "κράτος μέλος προέλευσης": το κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, 2. "κράτος μέλος εκτέλεσης": το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, 3. "δικαστήριο": οποιαδήποτε αρχή κράτους μέλους με αρμοδιότητα σχετική με τις ευρωπαϊκές διαταγές πληρωμής ή κάθε άλλο συναφές ζήτημα, 4. "δικαστήριο προέλευσης": το δικαστήριο που εκδίδει ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
Άρθρο 6. Δικαστική αρμοδιότητα. 1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η δικαστική αρμοδιότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες κοινοτικού δικαίου, ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001. 2. Ωστόσο, εάν η αξίωση αφορά σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένα πρόσωπο, ο καταναλωτής, για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική ή εμπορική του δραστηριότητα, και εάν ο καθού είναι ο καταναλωτής, αρμόδια είναι μόνο τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καθού, κατά την έννοια του άρθρου 59 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.
Άρθρο 7. Αίτηση για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. 1. Η αίτηση για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής υποβάλλεται με το τυποποιημένο έντυπο Α που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι. 2. Η αίτηση περιλαμβάνει: α) τα ονόματα και τις διευθύνσεις των διαδίκων και, κατά περίπτωση, των αντιπροσώπων τους, καθώς και τα στοιχεία του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση· β) το ποσό της αξίωσης, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, των τόκων και των συμβατικών κυρώσεων και εξόδων· γ) εάν ζητούνται τόκοι επί της αξίωσης, το επιτόκιο και τη χρονική περίοδο για την οποία ζητούνται τόκοι, εκτός εάν προστίθενται στο κεφάλαιο νόμιμοι τόκοι αυτοδίκαια σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης· δ) την αιτία της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η αξίωση και, ενδεχομένως, των αιτούμενων τόκων· ε) την περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν την αξίωση· στ) τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η δικαστική αρμοδιότητα· και ζ) τον διασυνοριακό χαρακτήρα της υπόθεσης, κατά την έννοια του άρθρου 3. 3. Στην αίτηση, ο αιτών δηλώνει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ακριβείς, καθόσον είναι σε θέση να γνωρίζει, και αναγνωρίζει ότι οιαδήποτε σκόπιμη ψευδής δήλωση δύναται να επισύρει αντίστοιχες κυρώσεις βάσει του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης. 4. Στο προσάρτημα της αίτησης, ο αιτών δύναται να δηλώσει στο δικαστήριο ότι, σε περίπτωση αντίθεσης του καθού, αντιτίθεται στη μεταφορά της διαδικασίας στους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, κατά την έννοια του άρθρου 17. Αυτό δεν εμποδίζει τον αιτούντα να ενημερώσει σχετικά το δικαστήριο εκ των υστέρων, οπωσδήποτε όμως πριν από την έκδοση της διαταγής. 5. Η αίτηση υποβάλλεται εγγράφως ή με άλλα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, που είναι αποδεκτά από το κράτος μέλος προέλευσης και διαθέσιμα στο δικαστήριο. 6. Η αίτηση πρέπει να υπογράφεται από τον αιτούντα ή, κατά περίπτωση, από τον αντιπρόσωπό του. Όταν η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά σύμφωνα με την παράγραφο 5, υπογράφεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές [7]. Η υπογραφή αυτή αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος προέλευσης και δεν μπορεί να υποβληθεί σε επιπλέον προϋποθέσεις. Εντούτοις, δεν απαιτείται ηλεκτρονική υπογραφή εάν και στο βαθμό που υφίσταται εναλλακτικό ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης στο οποίο έχει πρόσβαση συγκεκριμένη ομάδα προ-εγγεγραμμένων χρηστών με πιστοποίηση ταυτότητας και το οποίο επιτρέπει την ασφαλή ταύτιση των εν λόγω χρηστών. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για την ύπαρξη τέτοιων συστημάτων επικοινωνιών.
Άρθρο 8. Εξέταση της αίτησης. Το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής εξετάζει, το συντομότερο δυνατό και με βάση το έντυπο αίτησης, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 2, 3, 4, 6 και 7 και αν η αξίωση φαίνεται ότι είναι βάσιμη. Η εξέταση αυτή μπορεί να λαμβάνει τη μορφή αυτοματοποιημένης διαδικασίας.
Άρθρο 9. Συμπλήρωση και διόρθωση. 1. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, και εάν δεν πρόκειται για αξίωση προδήλως αβάσιμη ή αίτηση απαράδεκτη, το δικαστήριο παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να συμπληρώσει ή να διορθώσει την αίτηση. Το δικαστήριο χρησιμοποιεί το τυποποιημένο έγγραφο Β που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ. 2. Όταν το δικαστήριο καλεί τον αιτούντα να συμπληρώσει ή να διορθώσει την αίτηση, τάσσει την προθεσμία την οποία κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις. Το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή κατά τη διακριτική του ευχέρεια.
Άρθρο 10. Τροποποίηση της αίτησης. 1. Αν οι απαιτήσεις του άρθρου 8 πληρούνται για τμήμα μόνο της αξίωσης, το δικαστήριο ενημερώνει τον αιτούντα για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο C που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Ο αιτών καλείται να δεχθεί ή να αρνηθεί πρόταση για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής για το ποσό που ορίζει το δικαστήριο και ενημερώνεται για τις συνέπειες της απόφασής του. Ο αιτών απαντά επιστρέφοντας το τυποποιημένο έντυπο C που απέστειλε το δικαστήριο εντός προθεσμίας την οποία τάσσει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2. 2. Αν ο αιτών δεχθεί την πρόταση του δικαστηρίου, το δικαστήριο εκδίδει ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 12, για το τμήμα της αξίωσης το οποίο έχει δεχθεί ο αιτών. Οι συνέπειες σε σχέση με το εναπομένον τμήμα της αρχικής απαίτησης διέπονται από το εθνικό δίκαιο. 3. Αν ο αιτών δεν αποστείλει την απάντησή του εντός της προθεσμίας την οποία έταξε το δικαστήριο ή αρνηθεί την πρόταση του δικαστηρίου, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στο σύνολό της.
Άρθρο 11. Απόρριψη της αίτησης. 1. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση εφόσον: α) δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 2, 3, 4, 6 και 7· ή β) η αξίωση είναι προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη· ή γ) ο αιτών δεν αποστείλει την απάντησή του εντός της προθεσμίας που έταξε το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2· ή δ) ο αιτών δεν συμπληρώσει ή δεν διορθώσει την αίτησή του εντός της προθεσμίας που έταξε το δικαστήριο ή αρνηθεί την πρόταση του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 10. Ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τους λόγους απόρριψης μέσω του τυποποιημένου εντύπου D που παρατίθεται στο Παράρτημα IV. 2. Η απόρριψη της αίτησης δεν υπόκειται σε έφεση ή αναίρεση. 3. Η απόρριψη της αίτησης δεν κωλύει τον αιτούντα να επιδιώξει την ικανοποίηση αξίωσης μέσω νέας αίτησης για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής ή κάθε άλλης διαδικασίας που προβλέπει το δίκαιο κράτους μέλους.
Άρθρο 12. Έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. 1. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8, το δικαστήριο εκδίδει, το συντομότερο δυνατό, και κανονικά εντός 30 ημερών μετά την κατάθεση της αίτησης, ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής δια του τυποποιημένου εντύπου Ε που παρατίθεται στο Παράρτημα V. Η προθεσμία των 30 ημερών δεν περιλαμβάνει τον απαιτούμενο χρόνο για τη διόρθωση, τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση της αίτησης εκ μέρους του αιτούντος. 2. Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εκδίδεται μαζί με αντίγραφο του εντύπου της αίτησης. Δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες που παρέχει ο αιτών σύμφωνα με τα προσαρτήματα 1 και 2 του εντύπου Α. 3. Με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, γνωστοποιείται στον καθού ότι έχει τις εξής δυνατότητες επιλογής: α) να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή· ή β) να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης, που αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού. 4. Στην ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ο καθού ενημερώνεται ότι: α) η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε ο αιτών και δεν επαληθεύτηκαν από το δικαστήριο, β) η διαταγή θα καταστεί εκτελεστή εκτός εάν έχει κατατεθεί δήλωση αντιρρήσεων στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 16, γ) στην περίπτωση που έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. 5. Το δικαστήριο μεριμνά για την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τηρουμένων των ελαχίστων κανόνων που προβλέπονται στα άρθρα 13, 14 και 15.
Άρθρο 13. Επίδοση ή κοινοποίηση με αποδεικτικό παραλαβής εκ μέρους του καθού. Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στον καθού σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση που βεβαιώνεται με αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο περιλαμβάνει την ημερομηνία παραλαβής και υπογράφεται από τον καθού, β) προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση, που βεβαιώνεται με έγγραφο το οποίο υπογράφεται από το αρμόδιο πρόσωπο που διενήργησε την επίδοση ή κοινοποίηση και το οποίο αναφέρει ότι ο καθού παρέλαβε το έγγραφο ή αρνήθηκε να το παραλάβει χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς και την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης, γ) ταχυδρομική επίδοση ή κοινοποίηση που βεβαιώνεται με αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο περιλαμβάνει την ημερομηνία παραλαβής, υπογράφεται δε και επιστρέφεται από τον καθού, δ) επίδοση ή κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα, όπως τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, που βεβαιώνεται με αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο περιλαμβάνει την ημερομηνία παραλαβής, υπογράφεται δε και επιστρέφεται από τον καθού.
Άρθρο 14. Επίδοση ή κοινοποίηση χωρίς αποδεικτικό παραλαβής εκ μέρους του καθού. 1. Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής μπορεί επίσης να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στον καθού σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση, με έναν από τους εξής τρόπους: α) προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση στην προσωπική διεύθυνση του καθού, σε πρόσωπα που συγκατοικούν με τον καθού ή εργάζονται εκεί, β) στην περίπτωση που ο καθού είναι αυτοαπασχολούμενος ή νομικό πρόσωπο, προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση στον επαγγελματικό χώρο του καθού, σε πρόσωπα που απασχολούνται από αυτόν, γ) τοποθέτηση της διαταγής στο γραμματοκιβώτιο του καθού, δ) κατάθεση της διαταγής σε ταχυδρομικό γραφείο ή σε αρμόδια δημόσια αρχή και τοποθέτηση γραπτής γνωστοποίησης της εν λόγω κατάθεσης στο γραμματοκιβώτιο του καθού, εφόσον η γραπτή γνωστοποίηση διασαφηνίζει τον χαρακτήρα του εγγράφου ως δικογράφου ή το έννομο αποτέλεσμα της γνωστοποίησης ως επέχουσας θέση επίδοσης ή κοινοποίησης και σηματοδοτεί την έναρξη των προθεσμιών, ε) ταχυδρομική αποστολή χωρίς απόδειξη σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφόσον ο καθού έχει τη διεύθυνσή του στο κράτος μέλος προέλευσης, στ) ηλεκτρονικά μέσα που πιστοποιούνται από αυτόματη επιβεβαίωση παραλαβής, εφόσον ο καθού έχει δεχθεί ρητώς αυτή τη μέθοδο επίδοσης ή κοινοποίησης εκ των προτέρων. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η επίδοση ή κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 1 δεν γίνεται αποδεκτή, εάν η διεύθυνση του οφειλέτη δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. 3. Η επίδοση ή κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 1, στοιχεία α), β), γ) και δ), πιστοποιείται μέσω: α) εγγράφου το οποίο υπογράφεται από το αρμόδιο πρόσωπο που διενήργησε την επίδοση ή κοινοποίηση και το οποίο μνημονεύει: i) τον τρόπο επίδοσης ή κοινοποίησης που χρησιμοποιήθηκε, και ii) την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης, και iii) εάν η διαταγή επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σε άλλο πρόσωπο και όχι στον καθού, το όνομα του προσώπου αυτού και τη σχέση του με τον καθού, ή β) βεβαίωσης παραλαβής εκ μέρους του προσώπου στο οποίο έγινε η επίδοση ή κοινοποίηση, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχεία α) και β).
Άρθρο 15. Επίδοση ή κοινοποίηση σε αντιπρόσωπο. Η επίδοση ή κοινοποίηση βάσει των άρθρων 13 ή 14 μπορεί να διενεργείται και στον αντιπρόσωπο του καθού.
Άρθρο 16. Αντίθεση κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. 1. Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο Παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. 2. Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού. 3. Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους. 4. Η δήλωση αντιρρήσεων υποβάλλεται εγγράφως ή με οιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας αποδεκτό από το κράτος μέλος προέλευσης και διαθέσιμο στο δικαστήριο προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων. 5. Η δήλωση αντιρρήσεων υπογράφεται από τον αιτούντα ή, ενδεχομένως, από τον αντιπρόσωπό του. Όταν η δήλωση αντιρρήσεων υποβάλλεται ηλεκτρονικά σύμφωνα με την παράγραφο 4, υπογράφεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/93/ΕΚ. Η υπογραφή αυτή αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος προέλευσης και δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν επιπλέον προϋποθέσεις. Εντούτοις, δεν απαιτείται ηλεκτρονική υπογραφή εάν και στο βαθμό που υφίσταται εναλλακτικό ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης στο οποίο έχει πρόσβαση συγκεκριμένη ομάδα προ-εγγεγραμμένων χρηστών με πιστοποίηση ταυτότητας, και το οποίο επιτρέπει την ασφαλή ταύτιση των εν λόγω χρηστών. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για την ύπαρξη τέτοιων συστημάτων επικοινωνιών.
Άρθρο 17. Αποτελέσματα της υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων. 1. Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2 προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. Όταν ο αιτών επεδίωξε την ικανοποίηση της αξίωσής του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του σε μεταγενέστερες τακτικές αστικές διαδικασίες. 2. Η μετάβαση σε τακτική αστική διαδικασία κατά την έννοια της παραγράφου 1 διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης. 3. Ο αιτών ενημερώνεται για την τυχόν υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθού και για τυχόν μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες.
Άρθρο 18. Εκτελεστότητα. 1. Εάν, εντός της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη κατάλληλο χρονικό διάστημα ώστε το δικόγραφο της δήλωσης να φτάσει, δεν έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης, το δικαστήριο κηρύσσει αμελλητί εκτελεστή την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο G που παρατίθεται στο Παράρτημα VΙΙ. Το δικαστήριο προέλευσης επαληθεύει την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι τυπικές προϋποθέσεις της εκτελεστότητας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης. 3. Το δικαστήριο αποστέλλει στον αιτούντα την εκτελεστή ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
Άρθρο 19. Κατάργηση του εκτελεστήριου τύπου. Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής που κατέστη εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζεται και εκτελείται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται αναγνώριση της εκτελεστότητάς της και χωρίς να είναι δυνατή η αμφισβήτησή της.
Άρθρο 20. Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις. 1. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν: α) i) η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14, και ii) η επίδοση ή κοινοποίηση δεν διενεργήθηκε εγκαίρως ώστε να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, χωρίς δική του υπαιτιότητα, ή β) ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως. 2. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων. 3. Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι. Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.
Άρθρο 21. Εκτέλεση. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, οι διαδικασίες εκτέλεσης διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής που καθίσταται εκτελεστή εκτελείται σύμφωνα με τους αυτούς όρους που ισχύουν για εκτελεστή απόφαση εκδοθείσα στο κράτος μέλος εκτέλεσης. 2. Για την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος, ο αιτών προσκομίζει ενώπιον των αρμόδιων αρχών εκτέλεσης του συγκεκριμένου κράτους μέλους: α) αντίγραφο της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως έχει κηρυχθεί εκτελεστή από το δικαστήριο προέλευσης, η οποία πληροί τους αναγκαίους όρους για να διαπιστωθεί η γνησιότητά του, και β) εφόσον απαιτείται, μετάφραση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει πλείονες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες γλώσσες της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου, στον τόπο όπου επιδιώκεται η εκτέλεση, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα, την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποδεικνύει την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της δικής του, που μπορεί να δεχθεί για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. Η μετάφραση επικυρώνεται από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς αυτό σε ένα από τα κράτη μέλη. 3. Σε αιτούντα που ζητεί σε κράτος μέλος την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, δεν επιβάλλεται οιαδήποτε εγγύηση ή υποχρέωση κατάθεσης χρηματικού ποσού με την αιτιολογία ότι είναι αλλοδαπός ή ότι δεν έχει την κατοικία ή τη διαμονή του στο κράτος εκτέλεσης.
Άρθρο 22. Άρνηση εκτέλεσης. 1. Η εκτέλεση απορρίπτεται, κατόπιν αιτήσεως του καθού, από το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης, εάν η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση ή διαταγή που είχε εκδοθεί προηγουμένως σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον: α) η προγενέστερη απόφαση ή διαταγή αφορούσε την αυτή υπόθεση και έχει εκδοθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων, και β) η προγενέστερη απόφαση ή διαταγή πληροί τους αναγκαίους όρους για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος εκτέλεσης, και γ) το ασυμβίβαστο δεν θα μπορούσε να έχει προβληθεί δι’ ενστάσεως σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου στο κράτος μέλος προέλευσης. 2. Η εκτέλεση απορρίπτεται επίσης, κατόπιν αιτήσεως, εφόσον και στο βαθμό που ο καθού έχει καταβάλει στον αιτούντα το ποσό που επιδικάσθηκε στην ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. 3. Σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής να επανεξετασθεί επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
Άρθρο 23. Αναστολή ή περιορισμός της εκτέλεσης. Εάν ο καθού έχει ζητήσει την επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 20, το αρμόδιο δικαστήριο στο κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του: α) να περιορίζει τη διαδικασία εκτέλεσης σε συντηρητικά μέτρα, ή β) να εξαρτά την εκτέλεση από την παροχή της εγγύησης που αυτό καθορίζει, ή γ) σε έκτακτες περιστάσεις, να αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης.
Άρθρο 24. Παράσταση δικηγόρου. Η παράσταση δικηγόρου ή άλλου επαγγελματία νομικού δεν είναι υποχρεωτική: α) για τον αιτούντα όσον αφορά την αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, β) για τον καθού όσον αφορά την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.
Άρθρο 25. Δικαστικά έξοδα. 1. Τα συνδυασμένα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής και της τακτικής διαδικασίας που ακολουθεί σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής σε κράτος μέλος, δεν υπερβαίνουν τα δικαστικά έξοδα τακτικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στο εν λόγω κράτος μέλος. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνουν τα καταβλητέα στο δικαστήρια έξοδα και τέλη, το ποσό των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
Άρθρο 26. Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο. Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.
Άρθρο 27. Σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Άρθρο 28. Πληροφορίες σχετικά με τα έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης και την εκτέλεση. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν την ενημέρωση του ευρέως κοινού και των επαγγελματικών κύκλων σχετικά με: α) το κόστος επίδοσης ή κοινοποίησης των εγγράφων, β) τις αρχές οι οποίες έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά την εκτέλεση για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 21, 22 και 23, ιδίως μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που έχει θεσπισθεί σύμφωνα με την απόφαση 2001/470/ΕΚ του Συμβουλίου.
Άρθρο 29. Πληροφορίες σχετικά με τη δικαιοδοσία, τις διαδικασίες επανεξέτασης, τα μέσα επικοινωνίας και τις γλώσσες. 1. Έως τις 12 Ιουνίου 2008, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή: α) τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, β) τη διαδικασία επανεξέτασης και τα αρμόδια δικαστήρια για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 20, γ) τα μέσα επικοινωνίας που γίνονται αποδεκτά για τους σκοπούς της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και είναι διαθέσιμα στα δικαστήρια, δ) τις αποδεκτές γλώσσες σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο β). Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών αυτών. 2. Η Επιτροπή θέτει τις κοινοποιηθείσες σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληροφορίες στη διάθεση του κοινού δια της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δι’ οιουδήποτε άλλου ενδεδειγμένου μέσου.
Άρθρο 30. Τροποποιήσεις των Παραρτημάτων. Τα τυποποιημένα έντυπα που παρατίθενται στα Παραρτήματα ενημερώνονται ή προσαρμόζονται τεχνικά, εξασφαλίζοντας την πλήρη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2.
Άρθρο 31. Επιτροπή. 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που ιδρύθηκε βάσει του άρθρου 75 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001. 2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής. 3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.
Άρθρο 32. Aναθεώρηση. Έως τις 12 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, λεπτομερή έκθεση για τον απολογισμό λειτουργίας της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει αξιολόγηση της διαδικασίας όπως έχει λειτουργήσει και εκτεταμένη αξιολόγηση των επιπτώσεων για κάθε κράτος μέλος. Προς τον σκοπό αυτό, και για να διασφαλισθεί ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση η βέλτιστη πρακτική και αντικατοπτρίζονται οι αρχές της καλύτερης νομοθεσίας, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διασυνοριακή λειτουργία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να αφορούν τα δικαστικά έξοδα, την ταχύτητα της διαδικασίας, την αποτελεσματικότητα, την ευκολία χρήσης και τις εσωτερικές διαδικασίες έκδοσης διαταγής πληρωμής των κρατών μελών. Η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις προσαρμογής.
Άρθρο 33. Έναρξη ισχύος. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2008, εξαιρέσει των άρθρων 28, 29, 30 και 31 που εφαρμόζονται από τις 12 Ιουνίου 2008. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2006.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.