Έννοια δάσους - Έκτακτη χρησικτησία (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 1291/2011)
Περίληψη: Κρίσιμη για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής, δενδρώδους ή θαμνώδους, βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα του δασικού οικοσυστήματος. Η έκτατη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που ισχύει και επί δημοσίων κτημάτων, όπως τα εθνικά δάση, εφ΄ όσον όμως η τριακονταετής νομή επ΄ αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915.
[...] ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 1 ΒΔ της 17.11-1.12.1836 «Περί ιδιωτικών δασών» σε συνδυασμό με εκείνες των άρθ. 2 και 3 του ιδίου διατάγματος αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που προϋπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφ΄ όσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους, που περιέχεται στη διάταξη του άρθ. 1 Ν ΑΧΝ/1888 «Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιελήφθη ως άρθ. 57 στον Ν 3077/1924 «Περί δασικού κωδικός» και βασικά, δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθ. 3 παρ. 1 και 2 Ν 998/1979. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν 998/1979 «ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω η σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος» (άρθ. 3 παρ. 1) και ως «δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών» (άρθ. 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, με την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδρασή τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (ΑΕΔ 27/1997). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολειβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά, ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλυτίες αυτών. Δεν ασκεί εξ άλλου επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Τέλος, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατά το άρθ. 51 ΕισΝΑΚ, για τον προς της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 πανδ. (50.14 ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, δυναμένου εκείνου που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφ΄ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία [σχ. διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 Π (43.3), παρ. 9 Εισ. (2. 9), ν. 2 κωδ. (7.30), Βασ. (50.10)]. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο «Περί διακρίσεως κτημάτων», στο άρθ. 21 του οποίου ορίζεται ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις», επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των άρθ. 18 και 21 του Ν της 21.6-3.7.1837 «Περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι η έκτατη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και επί των δημοσίων κτημάτων, όπως είναι τα εθνικά δάση, εφ΄ όσον όμως η τριακονταετής νομή επί τούτων, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφ΄ ενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «Περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12.9.1915 μέχρι και της 16.5.1926 και αφ΄ ετέρου του άρθ. 21 του ΝΔ της 22.4-16.5.1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες αναστέλλεται κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία επί τούτων (ΑΠ Ολ 75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθ. 2 και 4 του ΑΝ 1539/1938 «Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επί αυτών και ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Εν όψει των εκτεθέντων, προκείμενου για κτήματα του Δημοσίου, για την κτήση κυριότητας πάνω σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει η τριακονταετής νομή να έχει συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915, ενώ από την ημερομηνία αυτή και εφ΄ εξής πράξεις νομής σε δημόσιο κτήμα δεν έχουν οποιαδήποτε αξία ως προς την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον αν δεν είχε επέλθει κτήση της κυριότητας μέχρι την παραπάνω ημερομηνία δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο χρόνος για χρησικτησία κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος της κυριότητας πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατά το άρθ. 51 ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σε αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων, που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου και εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως είναι η καλλιέργεια τούτου, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγεται από το δικαστήριο της ουσίας, εν όψει της φύσης, της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1) και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μίας συνεχούς τριακονταετίας, εκείνος δε που χρησιδέσποζε, μπορούσε να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθ. 974, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Παράλληλα, από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με εκείνες των άρθ. 976-979 του ΑΚ συνάγεται ότι νομή είναι η φυσική εξουσία επί του πράγματος, που ασκείται με διάνοια κυρίου, απαιτουμένης έτσι για τη θεμελίωση αυτής, της συνδρομής δύο στοιχείων, ήτοι της φυσικής εξουσίας επί του πράγματος και της βούλησης εξουσίασης τούτου με διάνοια κυρίου, το οποίο τελευταίο στοιχείο συντρέχει, όταν κάποιος κατέχει το πράγμα ως κύριος. Άσκηση δε νομής επί ακινήτου, που οδηγεί στην κτήση κυριότητας αυτού με χρησικτησία, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πράξεις πάνω σε αυτό, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να το έχει δικό του, όπως είναι η καλλιέργεια αγροτεμαχίου, η εκμίσθωσή του, η χρησιμοποίησή του ως βοσκότοπου, η επίβλεψη, η επίσκεψη και η επιμέλεια του καθαρισμού του. [...] [Απορρίπτει την αίτηση.]
Πηγή: NBonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.