Αδικαιολόγητος Πλουτισμός - Μερική απόσβεση της υποχρέωσης απόδοσης του πλουτισμού (αριθμός απόφασης: 27490/2011 Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης)
Περίληψη: Κατά την έννοια της διάταξης 909 ΑΚ, απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες, στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε. Έτσι ο πλουτισμός θεωρείται ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης διέθεσε για την εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες. Δεκτή εν μέρει η αγωγή της ενάγουσας εταιρίας, που κατήγγειλε τη σύμβαση συνεργασίας με τον εναγόμενο και ζήτησε το ποσό, κατά το οποίο πλούτισε εις βάρος της ο εναγόμενος, πλην όμως αφαιρείται το ποσό που ο εναγόμενος κατέβαλε για τις ανάγκες της επίδικης συνεργασίας.
[...] I. Οι από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό απαιτήσεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ) θεμελιώνονται στα εξής στοιχεία: α) την περιουσιακή μετακίνηση, β) τη συγκεκριμένη αιτία για την οποία έγινε η μετακίνηση και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη. Η αξίωση δε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΑΠ Ολ 22/2003 ΝΟΜΟΣ). Αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρεώσεως, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία και άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα από αυτήν δικαιώματα του. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθησαν μπορεί να ασκηθεί αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο (αιτία λήξασα). Την ανατροπή δε της αιτίας και του χρέους μπορούν να επιφέρουν ειδικότερα η υπαναχώρηση από τη σύμβαση, η δικαστική λύση για το μέλλον της αμφοτεροβαρούς σύμβασης λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών κατ’ άρθρο 388 ΑΚ, η πλήρωση διαλυτικής αίρεσης, η καταγγελία της σύμβασης κλπ (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008,121, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002,1690, ΕφΑθ 5617/2007, ΕφΑθ 9136/2005, ΕφΔωδ 19/2005 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η καταγγελία μίας σύμβασης είναι διαπλαστικό, αυτοτελές δικαίωμα και ασκείται με μονομερή δήλωση που απευθύνεται προς αντισυμβαλλόμενο, έχει δε ως σκοπό τη λύση μίας διαρκούς έννομης σχέσης για κάποιο νόμιμο λόγο. Γίνεται ρητά ή σιωπηρά, εφόσον συνάγεται σαφώς από την όλη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος, καθώς και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης ότι αυτός επιθυμεί να εκληφθεί η όποια συμπεριφορά του ως καταγγελία. Δικαίωμα καταγγελίας μίας διαρκούς σύμβασης για σπουδαίο λόγο (δηλαδή όταν υφίστανται περιστατικά που καθιστούν τη συνέχιση της σύμβασης μη ανεκτή) και μάλιστα χωρίς προθεσμία, αναγνωρίζεται πλέον σε κάθε διαρκή σύμβαση, με βάση την καλή πίστη και με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν το δικαίωμα αυτό στις επιμέρους συμβάσεις (άρθρα 281, 288, 588, 672 και 766 ΑΚ – ΕφΘεσ 2408/2006 Αρμ 2007,1312, ΕφΑθ 1821/2003 , ΕλλΔνη 2004,893). Συνήθως τα περιστατικά που συγκροτούν την έννοια του σπουδαίου λόγου αφορούν τον αποδέκτη της καταγγελίας, ωστόσο η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δεν προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση ζημία του καταγγέλλοντος ή πταίσμα του αποδέκτη της καταγγελίας (ΑΠ 396/1993 ΔΕΝ 50,238, ΑΠ 340/1993 ΕλλΔνη 1994,401, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, έκδοση 1999, παρ. 53, αρ. 9 και 10). Με την κρινόμενη αγωγή της, όπως το περιεχόμενο του δικογράφου της εκτιμάται από το Δικαστήριο και παραδεκτά διορθώθηκε με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται κυρίως στον κλάδο των τροφίμων, διανέμοντας και αντιπροσωπεύοντας διάφορα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Ότι δυνάμει συμβάσεως συνεργασίας που συνήψε με τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ενταύθα ατομική επιχείρηση παραγωγής και πωλήσεως άρτου, διαφόρων ειδών ζαχαροπλαστικής και νωπών ή κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων κάθε είδους, ανέλαβε ο τελευταίος την υποχρέωση να της πωλεί, κατόπιν παραγγελιών στις οποίες η ίδια θα προέβαινε, κατεψυγμένα κουλούρια Θεσσαλονίκης διαφόρων τύπων, συσκευασμένα σε ειδικά κουτιά και κιβώτια. Ότι η εν λόγω συνεργασία, οι επιμέρους όροι της οποίας αποτυπώθηκαν στο από 4.4.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια τρία (3) έτη, ήτοι από 10.4.2005 έως 10.4.2008. Ότι ενόψει επικείμενων πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε προς αυτήν ο εναγόμενος, στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης συνεργασίας, η ίδια του κατέβαλε έως την 20.12.2005, διάφορα χρηματικά ποσά, ως προκαταβολές του τιμήματος εμπορευμάτων που θα της παραδίδονταν, και συνολικά το ποσό των 340.000,00 ευρώ. Ότι παρά την επίμονη και πολυδάπανη προσπάθεια που κατέβαλε για την προώθηση των ως άνω προϊόντων στο καταναλωτικό κοινό, η πορεία τους στην αγορά δεν ήταν η αναμενόμενη, δεδομένου ότι οι πελάτες της (κυρίως επώνυμα μεγάλα σούπερ μάρκετ), βλέποντας πολύ νωρίς ότι το προϊόν δεν κέντρισε το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού, προέβησαν αρχικά σε μικρές μόνο παραγγελίες, ο αριθμός των οποίων σταδιακά σημείωσε πτώση, ενώ από τις αρχές Μαΐου του έτους 2006 και εφεξής δεν σημειώθηκαν νέες παραγγελίες από την πλευρά των πελατών της και αντίστοιχες δικές της προς τον εναγόμενο. Ότι τελικώς η αξία του συνόλου των προϊόντων που αγόρασε από τον εναγόμενο, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους, ανερχόταν στο ποσό των 86.409,80 ευρώ, ενώ περαιτέρω η αξία των αγορασθέντων εμπορευμάτων που επιστράφηκαν από τα καταστήματα τροφίμων, στα οποία διατέθηκαν από την ίδια, ανερχόταν στο ποσό των 43.137,34 ευρώ. Ότι ενόψει των ανωτέρω, η ίδια κατήγγειλε τη μεταξύ τους συνεργασία περί το τέλος του έτους 2006, αξιώνοντας από τον εναγόμενο την επιστροφή των ποσών που αυτός εισέπραξε εν είδει προκαταβολών για το τίμημα των πωλήσεων που θα ακολουθούσαν, καθόσον η παροχή της αυτή, μετά τη λήξη της μεταξύ τους σύμβασης και τη μη πώληση προς την ίδια έτερων προϊόντων ήδη από το μήνα Μάιο του έτους 2006, δεν καλυπτόταν από τη μέχρι τότε αιτία. Με βάση το ιστορικό, το οποίο η ενάγουσα εκθέτει εκτενέστερα στην αγωγή, παραθέτοντας (με την ενσωμάτωση στην αγωγή των τιμολογίων πώλησης) κατ’ είδος, ποσότητα και αξία, τις αγορές στις οποίες προέβη, κατά το διάστημα της συνεργασίας της με τον εναγόμενο, ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 296.727,54 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, εκθέτοντας ότι στον επιστρεπτέο πλουτισμό συγκαταλέγεται και το ποσό στο οποίο συμποσούται το τίμημα των επιστραφέντων εμπορευμάτων, ήτοι ότι τούτα δεν πρέπει να συνυπολογισθούν στις γενόμενες πωλήσεις για τις οποίες οφείλεται τίμημα από την ίδια (340.000 + 43.137,34 =383.137,34 – 86.409,80) και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη αγωγή, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εισήχθη (άρθρα 18 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ). Είναι νόμιμη μόνο καθ’ μέρος αφορά την επιστροφή του, ελάσσονος του αιτούμενου, ποσού που προκύπτει μετά την αφαίρεση από το δοθέν προκαταβολικώς, έναντι του τιμήματος των μελλοντικών πωλήσεων, ποσό των 340.000,00 ευρώ, του συνολικού τιμήματος των πωληθέντων στην ενάγουσα από τον εναγόμενο εμπορευμάτων, ποσού 86.409,80 ευρώ, δηλαδή για το ποσό των 253.590,20 ευρώ (340.000 – 86.409,80), χωρίς το συνυπολογισμό και του ποσού των 43.137,34 ευρώ που, κατά τα εκτιθέμενα, αντιστοιχεί στο τίμημα των επιστραφέντων από τρίτους προς την ενάγουσα πωληθέντων εμπορευμάτων, το οποίο η ενάγουσα εκλαμβάνει ότι βαρύνει τον εναγόμενο και έτσι το προσθέτει στο καταβληθέν από την ίδια ποσό των 340.000 ευρώ, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή η αιτία για την οποία, με βάση τους ειδικότερους όρους της μεταξύ τους σύμβασης ή για άλλο λόγο, υφίσταται η εν λόγω επιβάρυνση του αντιδίκου της. Η αγωγή κατά το παραπάνω αίτημα των 253.590,20 ευρώ, εφόσον εκτίθεται στο δικόγραφό της η, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης, ανατροπή (λήξη) της συμβατικής αιτίας που αποτελούσε, μέχρι την καταγγελία, το δικαιολογητικό λόγο για την καταβολή του ποσού των 340.000 ευρώ, είναι νόμιμη κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (Ι) νομική σκέψη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 167, 904 ΑΚ, 907, 908, 176 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από την άποψη της ουσιαστικής βασιμότητάς της, ενόψει του ότι για το παραδεκτό της συζητήσεώς της τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ διαδικασία της απόπειρας συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατ’ άρθρο 214Α παρ. 7 και 8 ΚΠολΔ, με ημερομηνία 12.12.2008, δυνάμει της οποίας διαπιστώνεται η αποτυχία της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς), ενώ επιπλέον για το καταψηφιστικό αίτημά της καταβλήθηκε και το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. II. Κατά το άρθρο 909 ΑΚ, η κατά το άρθρο 904 επ. ΑΚ υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού, αποσβέννυται εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες, στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο πλουτισμός θεωρείται ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης διέθεσε για την εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 682/2003 Νόμος). [...]: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται στον κλάδο τροφίμων, διανέμοντας και αντιπροσωπεύοντας διάφορα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, ενώ ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση παραγωγής και πώλησης άρτου, διαφόρων ειδών ζαχαροπλαστικής και νωπών ή κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων κάθε είδους. Την άνοιξη του έτους 2005, η ενάγουσα, ενδιαφερόμενη να λανσάρει στην ελληνική αγορά το γνωστό κουλούρι Θεσσαλονίκης, σε προκατεψυγμένη όμως μορφή, δυνάμενο να διατεθεί στον καταναλωτή μέσω των καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων, διαπραγματεύθηκε με τον εναγόμενο το ενδεχόμενο μίας συνεργασίας τους. Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν εντέλει στην υπογραφή της από 4.4.2005 σύμβασης συνεργασίας, δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να πωλεί στην ενάγουσα αποκλειστικά, κατεψυγμένα αρτοσκευάσματα (συγκεκριμένα κουλούρι Θεσσαλονίκης κλασικό, με σταφίδα, με ελιά, με κεφαλοτύρι και με σοκολάτα), συσκευασμένα σε ειδικά κουτιά και κιβώτια, που θα έφεραν το λογότυπο της ενάγουσας, σε τιμές που συμφωνήθηκαν μεταξύ τους. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο εφοδιασμός της ενάγουσας με τα ανωτέρω προϊόντα εκ μέρους του εναγομένου θα λαμβάνει χώρα με βάση τις έγγραφες παραγγελίες που η ίδια θα του διαβιβάζει, με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και ότι η πληρωμή των εμπορευμάτων θα γίνεται στις αρχές του επόμενου μήνα της παραδόσεως των σχετικών εμπορευμάτων, με επιταγή ενενήντα (90) ημερών, κατά μέσο όρο. Προβλέφθηκε επίσης ότι κατά το χρόνο έκδοσης του πρώτου τιμολογίου πώλησης προϊόντων, η αγοράστρια (ήδη ενάγουσα) θα καταβάλει ταυτόχρονα με την παραλαβή των αντίστοιχων προϊόντων, ποσό 100.000,00 ευρώ, ως προκαταβολή τιμήματος ισόποσης αξίας εμπορευμάτων, που θα αγοράσει από τον πωλητή (ήδη εναγόμενο) εντός του πρώτου έτους της σύμβασης και ότι η προκαταβολή αυτή θα διανεμηθεί στην καθαρή αξία των εμπορευμάτων (και όχι του ΦΠΑ) κάθε επόμενου από την καταβολή τιμολογίου που θα εκδίδει ο πωλητής, με την αφαίρεση από την καθαρή αξία των εμπορευμάτων κάθε τιμολογίου, ποσού ίσου με ποσοστό 20% από αυτήν, οπότε στην περίπτωση αυτή θα πιστώνεται το υπόλοιπο 80% της αξίας των εμπορευμάτων, καθώς και ολόκληρη η αξία του ΦΠΑ, θεωρούμενου του 20% επί της καθαρής αξίας των εμπορευμάτων του τιμολογίου, ως καταβληθέντος τοις μετρητοίς. Προβλέφθηκε επίσης ότι ανάλογα με την εξέλιξη των πωλήσεων και αντίστοιχων αγορών προϊόντων από την αγοράστρια, μετά την ανάλωση του ως άνω ποσού προκαταβολής κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, η τελευταία θα χορηγήσει στον πωλητή νέα προκαταβολή ίσου ποσού, ήτοι 100.000,00 ευρώ, για την οποία θα τηρηθεί πάλι η ίδια διαδικασία, ενώ το ίδιο θα επαναληφθεί ενδεχομένως και για τρίτη φορά. Η διάρκεια της προπεριγραφείσας συνεργασίας ορίσθηκε σε τρία (3) έτη (συγκεκριμένα από 10.4.2005 έως 10.4.2008). Οι διάδικοι, κατά την έναρξη της συνεργασίας τους ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξοι για την πορεία αυτής, αναμένοντας έντονο ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού αναφορικά με το παραπάνω προϊόν, χωρίς ωστόσο να λάβει χώρα δέσμευση της ενάγουσας ως προς το ύψος των μελλουσών να πραγματοποιηθούν από την ίδια παραγγελιών, ενώ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος ήδη από το έτος 2004, ήτοι πριν την επίμαχη συνεργασία, είχε δημιουργήσει στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεώς του τμήμα παραγωγής των παραπάνω κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων. Πεπεισμένη η ενάγουσα για την επιτυχία του ως άνω επιχειρηματικού σχεδίου της, κατόπιν αντίστοιχων αιτημάτων του εναγομένου, κατέβαλε σε αυτόν, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, κατά το χρονικό διάστημα που η μεταξύ τους σύμβαση ήταν ενεργής, διάφορα χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 340.000,00 ευρώ, τα οποία συμφωνήθηκε να συμψηφισθούν με οφειλές της από τις παραγγελίες που η ίδια θα πραγματοποιούσε και ο εναγόμενος θα εκτελούσε και ειδικότερα, κατέβαλε τα κάτωθι ποσά, στις αναφερόμενες ακολούθως ημερομηνίες: 1) την 31.3.2005 κατέβαλε το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 2) την 6.4.2005 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 3) την 30.5.2005 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 4) την 1.7.2005 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 5) την 1.8.2005 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 6) την 31.8.2005 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, 7) την 5.10.2005 το ποσό των 10.000,00 ευρώ και την 20.12.2005 το ποσό των 30.000,00 ευρώ. Για την προώθηση των ανωτέρω ειδών, που αποτέλεσε το αντικείμενο της επίμαχης συνεργασίας, η ενάγουσα, πιστή στην αναληφθείσα εκ μέρους της υποχρέωσή περί προώθησής τους, συμβλήθηκε με τις επιχειρήσεις «Μασούτης» και «Α-B Βασιλόπουλος», ήτοι δύο από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, με τις οποίες συμφώνησε την τοποθέτησή τους σε προνομιακή θέση, ώστε να είναι στην άμεση θέα του καταναλωτή. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό κατέβαλε ως αμοιβή στις ανωτέρω επιχειρήσεις («εισιτήριο» κατά την επιχειρηματική ορολογία) το ποσό των 10.000,00 και 9.000,00 ευρώ αντίστοιχα, ενώ επιπλέον, σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των παραπάνω επιχειρήσεων, τοποθετήθηκαν ειδικοί πάγκοι για γευστικές δοκιμές των προϊόντων και εκδόθηκαν εκπτωτικά κουπόνια, καθώς και διαφημιστικά φυλλάδια προώθησής τους, έναντι καταβολής αντιτίμου, το οποίο προσδιοριζόταν με ποσοστό επί των πωλήσεων, αναλόγως της φύσεως της εκάστοτε προωθητικής ενέργειας. Ωστόσο, το κατεψυγμένο κουλούρι Θεσσαλονίκης δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στο καταναλωτικό κοινό. Οι παραγγελίες που ήδη εξαρχής έλαβε η ενάγουσα, οι οποίες μάλιστα στην πορεία του χρόνου εμφάνισαν φθίνουσα εξέλιξη, κατέδειξαν ότι τα οικονομικά αποτελέσματα της από 4.4.2005 συνεργασίας των εδώ διαδίκων, διόλου δεν άγγιζαν τις προβλέψεις τους, αλλά και δεν υπήρχε πιθανότητα διαφοροποίησης της ήδη διαπιστωθείσας καταστάσεως. Ειδικότερα, από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω συμβάσεως έως και τις 4.5.2006 (ημερομηνία κατά την οποία συντελέσθηκε η τελευταία παραγγελία από την πλευρά της ενάγουσας) έλαβαν χώρα παραγγελίες προϊόντων συνολικής αξίας 86.409,80 ευρώ (80.623,82 ευρώ αφορούσαν τις πραγματοποιηθείσες το έτος 2005 πωλήσεις και 5.785,98 ευρώ αφορούσαν τις πωλήσεις του έτους 2006). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μεγάλο ποσοστό των παραδοθέντων – πωληθέντων από τον εναγόμενο προς την ενάγουσα εμπορευμάτων, επιστράφηκε στην τελευταία από τα καταστήματα τροφίμων, στα οποία είχαν διατεθεί προς περαιτέρω πώληση απ’ αυτήν (προφανώς λόγω μη αγοράς τους από τους καταναλωτές – η αξία των συνολικώς επιστραφέντων εμπορευμάτων ανήλθε στο ποσό των 43.137,34 ευρώ). Δεδομένων των παραπάνω εξελίξεων, σαφή γνώση περί των οποίων ασφαλώς και είχε ο εναγόμενος, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος παρασκεύαζε και διέθετε στην ενάγουσα τα ως άνω προϊόντα με βάση τις παραγγελίες της τελευταίας, οι οποίες διαμορφώνονταν αποκλειστικά με γνώμονα το αγοραστικό ενδιαφέρον των πελατών της (καταστημάτων τροφίμων) και του καταναλωτικού κοινού, ενώ επιπλέον μεταξύ αυτού και της αντιδίκου του έλαβαν χώρα συζητήσεις σχετικά με τη χαμηλή απήχηση του αντικειμένου της συνεργασίας τους, η ανωτέρω διάδικος-αγοράστρια την 17.1.2007 κατήγγειλε την επίμαχη σύμβαση συνεργασίας, δυνάμει της από 21.12.2006 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησής της που του επέδωσε κατά την ημερομηνία αυτή, ζητώντας παράλληλα όπως της επιστραφεί το χρηματικό ποσό που ο αντίδικός της εισέπραξε προκαταβολικά, ενόψει επικείμενων- μελλοντικών πωλήσεων, στο μέτρο που η αξία των ήδη πραγματοποιηθεισών πωλήσεων υπολείπονταν των γενόμενων καταβολών. Ενόψει του ότι με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η εμμονή στη διατήρηση της σύμβασης συνεργασίας των διαδίκων σε ισχύ, θα ενείχε υπέρμετρη δέσμευση για την ενάγουσα, αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη του ότι εκ μέρους της δεν υπήρχε δέσμευση ως προς τον όγκο των παραγγελιών στις οποίες θα προέβαινε κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έννομης σχέσης, καθώς επίσης και του ότι αυτή (ενάγουσα) μερίμνησε δεόντως για την προώθηση των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της από 4.4.2005 συμβάσεως συνεργασίας, δικαιούταν η ως άνω διάδικος να προβεί στην προαναφερόμενη καταγγελία, η οποία και επέφερε τη λύση της συμβάσεως και ως εκ τούτου, μετά την ανατροπή της αιτίας για την οποία δόθηκε το ποσό των 340.000,00 ευρώ (σύμβαση), ο εναγόμενος, παρακρατώντας το μέρος αυτού που δεν αντιστοιχεί σε τίμημα παραδοθέντων- πωληθέντων εμπορευμάτων, κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος από την περιουσία της αντιδίκου του, υποχρεούμενος σε απόδοση της ωφέλειας αυτής. Όπως, προαναφέρθηκε, κατά το χρονικό διάστημα της ισχύος της σύμβασης συνεργασίας των διαδίκων, πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις κατεψυγμένων κουλουριών ύψους 86.409,80 ευρώ. Ως εκ τούτου μετά τη λύση της σύμβασης συνεργασίας, ο εναγόμενος κατ’ αρχήν φαίνεται να κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος, σε βάρος της ενάγουσας κατά το ποσό των 253.590,20 ευρώ (340.000,00 – 86.409,80). Ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ωστόσο, κατ’ ορθήν εκτίμηση των διαλαμβανομένων στις νομότυπες και εμπρόθεσμες προτάσεις του, ότι έχοντας τη βέβαιη πεποίθηση ότι θα ακολουθούσαν παραγγελίες της τελευταίας για προϊόντα που το τίμημά τους θα κάλυπτε τουλάχιστον τα μέχρι τότε εισπραχθέντα χρηματικά ποσά, ανάλωσε αυτά, σε χρόνο μάλιστα προγενέστερο της καταγγελίας της σύμβασης και της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, προβαίνοντας σε δαπάνες για την αντιμετώπιση αναγκών στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε και ως εκ τούτου υπάρχει αντίστοιχη (ισόποση) απόσβεση της υποχρέωσής του περί απόδοσης του πλουτισμού, κατ’ άρθρο 909 ΑΚ, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγωγής δεν σώζεται ισόποσο ποσό του πλουτισμού. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος διατείνεται ότι πραγματοποίησε δαπάνες για αγορά ειδικών υλικών συσκευασίας, πέραν αυτών που πράγματι χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση των υλοποιηθέντων παραγγελιών – πωλήσεων, καθ’ υπόδειξη της ενάγουσας, καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 67.692,68 ευρώ, κατά το οποίο και υφίσταται απόσβεση της υποχρέωσής του περί απόδοσης του πλουτισμού, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκομίζει με επίκληση δεκατρία (13) τιμολόγια των επιχειρήσεων από τα οποία προμηθεύθηκε τα επίμαχα υλικά. Εκ των επικαλούμενων από τον εναγόμενο τιμολογίων, τα υπ’ αριθ. 00162/14.2.2005 και 00209/24.2.2005 τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής της εταιρίας με την επωνυμία «… SA», έκαστο εκ των οποίων αφορά πωλήσεις εμπορευμάτων αξίας 4.123,39 ευρώ, τα υπ’ αριθ. 02ΤΔ02 709/11.2.2005, 02ΤΠΑ 392/22.2.2005 τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής της εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΒΕΕ», που αφορούν πωλήσεις εμπορευμάτων αξίας 2.358,40 και 221,49 ευρώ αντίστοιχα, και τα υπ’ αριθ. 705/4.3.2005, 707/11.3.2005, 713/18.3.2005 και 718/22.3.2005 τιμολόγια πώληση-δελτία αποστολής της εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΕ», που αφορούν πωλήσεις εμπορευμάτων αξίας 8.085,95, 3.478,64, 30.062,57 και 4.449,25 ευρώ αντίστοιχα, αποτελούν δαπάνες που διενεργήθηκαν πριν την έναρξη της μεταξύ των διαδίκων συνεργασίας και τη λήψη εκ μέρους του εναγομένου των αναφερόμενων ανωτέρω χρηματικών ποσών (προκαταβολών) και ως εκ τούτου κρίνεται ότι δεν συνδέονται αιτιωδώς με την κτήση του πλουτισμού, ώστε να τίθεται ζήτημα ισόποσης απόσβεσης της υποχρέωσης του εν λόγω διαδίκου περί αποδόσεώς του. Περαιτέρω, αναφορικά με τις δαπάνες που εμπεριέχονται στο υπ’ αριθ. 02ΥΔ02 4339/6.9.2005 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής της εταιρίας «… ΑΒΕΕ» και στα υπ’ αριθ. 672/11.4.2005 και 676/15.4.2005 τιμολόγια πώλησης- δελτία αποστολής της εταιρίας «.. ΑΕ» (αξίας 986,56, 508,73 και 2.085,77 ευρώ αντίστοιχα), δεν προκύπτει πρωτίστως το είδος των προϊόντων, για την αγορά των οποίων δαπανήθηκαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά (στα τιμολόγια αναφέρονται κωδικοί προϊόντων, ενώ ομοίως καμία διευκρίνιση ως προς το στοιχείο αυτό δεν γίνεται εκ μέρους του εναγομένου – η αόριστη κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως περί διενέργειας εκ μέρους του δαπανών για την αγορά υλικών συσκευασίας δεν μπορεί να καλύψει την ως άνω παράλειψη), προκειμένου το Δικαστήριο να εκτιμήσει εάν πράγματι οι εν λόγω δαπάνες εμπίπτουν στην έννοια των δαπανών, που μπορούν να επιφέρουν απόσβεση της υποχρέωσης του εναγομένου-λήπτη του πλουτισμού περί αποδόσεώς του. Αποδείχθηκε όμως ότι ενόψει επικείμενων παραγγελιών, που θα ελάμβαναν χώρα στο πλαίσιο της ως άνω συμβάσεως, ο εναγόμενος δαπάνησε το συνολικό ποσό των 7.208,54 ευρώ για την κατασκευή καλουπιού για τα ειδικά σκαφάκια στα οποία επρόκειτο να συσκευάσει προϊόντα που προορίζονταν για την ενάγουσα, καθώς επίσης και για την αγορά 160 τεμαχίων υλικών συσκευασίας (σκαφάκια), τα οποία μάλιστα έφεραν ως διακριτικό γνώρισμα την επωνυμία της ενάγουσας, μη δυνάμενα ως εκ τούτου να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο για τη συσκευασία προϊόντων που προορίζονταν για αυτήν, τα οποία και δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης συνεργασίας, δηλαδή μέχρι την καταγγελία της. Το ανωτέρω καταβληθέν ποσό έχει το χαρακτήρα δαπάνης που πραγματοποιήθηκε για την αντιμετώπιση αναγκών στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε ο εναγόμενος, διενεργήθηκε δε σε χρόνο προγενέστερο της καταγγελίας της σύμβασης και της επιδόσεως της αγωγής και ως εκ τούτου πρέπει να εκπέσει από την επιστρεπτέα ωφέλεια, δεκτού γενομένου εν μέρει του ανωτέρω, στηριζόμενου όπως προαναφέρθηκε στο άρθρο 909 ΑΚ ισχυρισμού του. Επιπροσθέτως, ο εναγόμενος στο πλαίσιο του αυτού θεμελιούμενου στο άρθρο 909 ΑΚ ισχυρισμού του, διατείνεται ότι για τις ανάγκες που επρόκειτο να ανακύψουν από τη συνεργασία του με την ενάγουσα, τα αποτελέσματα της οποίας διαβλέπονταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα, καθώς αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι είχαν την πεποίθηση ότι το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού θα ήταν ιδιαίτερα έντονο και ως εκ τούτου θα ελάμβανε χώρα μεγάλος αριθμός παραγγελιών, προέβη σε πρόσληψη δέκα ( 10) επιπλέον υπαλλήλων, για αμοιβές των οποίων κατέβαλε το συνολικό ποσό των 133.689,21 ευρώ, δαπάνη στην οποία άλλως δεν θα προέβαινε με δικά του χρήματα, εάν δεν είχε λάβει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 340.000,00 ευρώ, ως προς το οποίο πίστεψε εύλογα ότι είχε περιέλθει οριστικά στην κυριότητά του, βέβαιος ότι θα πραγματοποιούνταν αντίστοιχες παραδόσεις εμπορευμάτων εκ μέρους του, σε εκτέλεση παραγγελιών της ενάγουσας. Πράγματι αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος για τις ανάγκες που θα ανέκυπταν στο πλαίσιο της ελπιδοφόρας συνεργασίας του με την εναγομένη, προσέλαβε τους ακόλουθους εργαζομένους, δαπανώντας για την απασχόλησή τους τα κάτωθι ποσά, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους του με επίκληση μισθολογικές καταστάσεις: 1) Την Α. Δ., η οποία απασχολεί από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς της αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο IKΑ, το συνολικό ποσό των 3.875,64 ευρώ. 2) Την Ε. Κ., η οποία απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Αύγουστο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς της αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο IΚΑ, το συνολικό ποσό των 1.239,64 ευρώ. 3) Την Ε. Π., η οποία απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς της αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 1.237,27 ευρώ. 4) Τη Χ. Κ.-Λ., η οποία απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς της αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 1.991,47 ευρώ. 5) Το Ν. Μ., ο οποίος απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς του αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο IΚΑ, το συνολικό ποσό των 6.386,03 ευρώ. 6) Τον Ι. Π., ο οποίος απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Μάιο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς του αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 1.045,15 ευρώ. 7) Τη Μ. Γ., η οποία απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο έως το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς της αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 4,230,44 ευρώ. Το Β. Μ., ο οποίος απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο του έτους 2005 έως το μήνα Απρίλιο του έτους 2006. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς του αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 12.080,39 ευρώ. 9) Το Γ. Μ., ο οποίος απασχολήθηκε από το μήνα Απρίλιο του έτους 2005, έως το μήνα Απρίλιο του έτους 2006. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς του αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 11.897,24 ευρώ. 10) Τη Μ. Ν., η οποία απασχολήθηκε από το μήνα (Απρίλιο του έτους 2005 έως το μήνα Απρίλιο του έτους 2006. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μισθούς του αλλά και για τις σχετικές αναγκαίες εισφορές στο ΙΚΑ, το συνολικό ποσό των 14.522,57 ευρώ. Συνολικά λοιπόν, για την απασχόληση των παραπάνω προσώπων, ο εναγόμενος κατέβαλε το ποσό των 58.505,84 ευρώ. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ήδη κατά την έναρξη της συνεργασίας του με την ενάγουσα απασχολούσε περί τους είκοσι (20) υπαλλήλους, η παρουσία των οποίων στην επιχείρησή του ήταν ικανή να στηρίξει τις εντέλει γενόμενες παραγγελίες της τελευταίας, για τις οποίες έγινε αναφορά ανωτέρω, είναι δε σαφές αφενός ότι σε πρόσληψη και απασχόληση των ανωτέρω επιπροσθέτως προσληφθέντων υπαλλήλων προέβη προκειμένου να ανταποκριθεί στον αναμενόμενο, κατά τις σχετικές αρχικές προβλέψεις των διαδίκων, μεγάλο όγκο παραγγελιών που να πραγματοποιηθούν από την πλέον αντίδικό του, και αφετέρου ότι δεν θα προέβαινε στην εν λόγω δαπάνη εάν δεν είχε λάβει την προαναφερόμενη επίμαχη προκαταβολή. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το γεγονός πως οι ανωτέρω εργαζόμενοι έπαυσαν έως και το μήνα Απρίλιο του έτους 2006 σταδιακά να απασχολούνται στην επιχείρηση του εναγομένου, καταδεικνύει ότι κατέστη σαφές και σε αυτόν, πως η σύμβαση συνεργασίας που συνήψε με την ενάγουσα είχε φθίνουσα πορεία και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να παραμένει σε ισχύ, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Με βάση τα ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το προαναφερόμενο ποσό των 58.505,84 ευρώ, συνιστά δαπάνη εμπίπτουσα στην έννοια του άρθρου 909 ΑΚ, εκπίπτουσα δηλαδή από τον επιστρεπτέο πλουτισμό και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και κατά το ανωτέρω ποσό. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, στο πλαίσιο της ίδιας στηριζόμενης στο άρθρο 909 ΑΚ ενστάσεώς του, ισχυρίσθηκε ότι κατά τη διάρκεια της τριετούς ισχύος συμβάσεώς τους, δαπάνησε το ποσό των 58.600,00 ευρώ για την αγορά καυσίμων, προκειμένου να παραδώσει τα παραγγελθέντα από την εναγομένη εμπορεύματα στους πελάτες της τελευταίας, δεδομένου ότι αυτή αδιαφορούσε για τη μεταφορά τους από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του στα καταστήματα των πελατών της. Ωστόσο, τα επικαλούμενα από τον ως άνω διάδικο πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να θεμελιώσουν, καθ’ ο μέρος αφορούν την ανωτέρω διενεργηθείσα (κατά τους ισχυρισμούς του πάντα) δαπάνη, την εκ του άρθρου 909 ΑΚ ένσταση, καθόσον ακόμη και εάν πράγματι δόθηκε το προαναφερόμενο ποσό για την αιτία που αναφέρεται, η καταβολή του δεν συνιστά δαπάνη στην οποία άλλως, ήτοι σε περίπτωση μη κτήσεως του πλουτισμού, ο εναγόμενος δεν θα προέβαινε, με βάση και τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (II) νομική σκέψη. Το εάν με βάση τα όσα επικαλείται ο εν λόγω διάδικος μπορεί να θεμελιωθεί ανταξίωσή του, στηριζόμενη στις διατάξεις περί εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ) ή διοίκησης αλλότριων (άρθρα 730 επ. ΑΚ), δυνάμενη να προταθεί σε συμψηφισμό, δεν μπορεί να αποτελέσει ζήτημα προς διερεύνηση από το παρόν Δικαστήριο, καθόσον ο εναγόμενος δεν επικαλείται τα περιστατικά που μπορούν να στηρίξουν μία τέτοια αξίωσή του, πολλώ δε μάλλον δεν υποβάλλει σχετικό αίτημα περί συμψηφισμού μίας τέτοιας ανταξίωσής του. Τέλος, ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που κριθεί ότι υφίσταται υποχρέωσή του για επιστροφή του πλουτισμού, λόγω καταγγελίας της σύμβασης συνεργασίας που συνήψε με την ενάγουσα, ότι διατηρεί ομοειδή και ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση σε βάρος της τελευταίας, την οποία προτείνει σε συμψηφισμό της ένδικης απαιτήσεώς της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι με βάση την επιχειρηματική πρόβλεψη στην οποία ο ίδιος και η αντίδικός του προέβησαν, αναφορικά με την πορεία της συνεργασίας τους, και την οποία αποτύπωσαν σε έγγραφο που κατήρτισαν και φέρει τον τίτλο «business plan», τα κέρδη που αυτός θα αποκόμιζε κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2005 έως 10.4.2008 (χρόνος διάρκειας της σύμβασης) ανέρχονται στο ποσό των 2.408.421,00 ευρώ, το οποίο απώλεσε από υπαιτιότητα της ενάγουσας, συνιστάμενης σε αδιαφορία της για την προώθηση των προϊόντων του, ώστε να στραφεί το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού σε αυτά και να πραγματοποιηθούν οι αναμενόμενες παραγγελίες, η οποία και τελικώς οδήγησε μοιραία αυτήν στη λύση της καταγγελίας της σύμβασης. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά τη φερόμενη ανταπαίτησή του από κέρδη που θα εσόδευε από την 18.1.2007 (επομένη της καταγγελίας της Σύμβασης συνεργασίας) και εφεξής (και δη έως τη συμβατική λύση της σύμβασης συνεργασίας που αν δεν είχε μεσολαβήσει η καταγγελία, θα επέρχονταν στις 10.4.2008) είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, μη δυνάμενος να στηρίξει την απορρέουσα από τα άρθρα 440 επ. ΑΚ ένσταση συμψηφισμού. Τούτο διότι αυτό που θα μπορούσε να αξιώσει ο εναγόμενος είναι, επικαλούμενος άκαιρη καταγγελία της ως άνω συμβάσεως συνεργασίας, ήτοι καταγγελία που έγινε σε χρονικό σημείο που η διατήρησή της είχε ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των συμβαλλομένων και ως εκ τούτου η λύση της επέφερε για αυτούς την πρόκληση αποθετικής ζημίας, όχι τη ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν από το γεγονός της λύσης της σύμβασης, αλλά εκείνη που συνάπτεται αιτιωδώς, κατά την έννοια του άρθρου 298 ΑΚ προς την άκαιρη λύση της, δηλαδή τη ζημία που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη επιλογή από την καταγγέλλουσα του προαναφερόμενου χρονικού σημείου, επικαλούμενος και αποδεικνύοντας ότι ενόψει υπάρχουσας ειδικής προσδοκίας ή άλλης ειδικής περίστασης, που επέβαλαν πάση θυσία την πρόσκαιρη συνέχιση της λειτουργίας της συμβάσεως, θα πραγματοποιούνταν άμεσα κέρδη, τα οποία απωλέσθηκαν, διότι ακριβώς πριν από την κρίσιμη χρονική αυτή στιγμή ή περίοδο καταγγέλθηκε η σύμβαση χωρίς σπουδαίο λόγο, τέτοια δε πραγματικά περιστατικά δεν επικαλείται ο εναγόμενος στο πλαίσιο του ως άνω ισχυρισμού του (πρβλ ΑΠ Ολ 31/1998 , ΕλλΔνη 1998,1261, ΕφΠατρ 110/2002 , ΔΕΕ 2003,450). Αναφορικά δε με τη φερόμενη ανταπαίτησή του από κέρδη που θα εσόδευε έως την 17.1.2007 (έως δηλαδή την καταγγελία της σύμβασης συνεργασίας του), ο σχετικός ισχυρισμός του (ένσταση) τυγχάνει αόριστος και απορριπτέος, καθόσον ο ενιστάμενος- εναγόμενος δεν προσδιορίζει με ακρίβεια το ύψος των διαφυγόντων αυτών κερδών. Σημειώνεται ότι ο εν λόγω προσδιορισμός δεν μπορεί να γίνει από το παρόν Δικαστήριο, με βάση και μόνο το ύψος των ετησίων κερδών που ο εναγόμενος θα αποκόμιζε από την επίμαχη συνεργασία (αναφορά στα οποία γίνεται), καθόσον ο εν λόγω διάδικος δεν προσδιορίζει τα κέρδη που εντέλει εισέπραξε πράγματι κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης (πριν δηλαδή την καταγγελία), στοιχείο απαραίτητο προκειμένου να κριθεί το ύψος της υποτιθέμενης ανταπαιτήσεώς του για το διάστημα αυτό, ενόψει του ότι σε κάθε περίπτωση έως και την καταγγελία της συμβάσεως πραγματοποιήθηκαν παραγγελίες και ως εκ τούτου κέρδη του ίδιου από αυτές. Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου ότι έως και την καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις εμπορευμάτων ύψους 86.409,80 ευρώ, ενώ επιπλέον ο εναγόμενος προέβη σε δαπάνες ύψους 67.714,38 (7.208,54 + 58.505,84) ευρώ, οι οποίες και πρέπει να εκπέσουν από τον επιστρεπτέο πλουτισμό, αφού κατά το ποσό αυτών, κατά ουσιαστική παραδοχή της σχετικής ένστασης του εναγόμενου, ο ίδιος δεν είναι πλουσιότερος κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, πρέπει η τελευταία να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο ανωτέρω διάδικος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 187.875,82 ευρώ (340.000,00 – 86.409,80 – 7.208,54 – 58.505,84), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση. Το Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της παρούσας αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, ούτε πιθανολογείται ότι η ενάγουσα θα υποστεί ζημία από την καθυστέρηση εκτελέσεώς της και ως εκ τούτου πρέπει το σχετικό παρεπόμενο αγωγικό αίτημα να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενώ τέλος ο εναγόμενος που ηττήθηκε μερικά στην παρούσα δίκη, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρο 179 ΚΠολΔ). [...]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.