Ακυρότητα απόφασης Γενικής Συνέλευσης επαγγελματικού σωματείου (Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς - αριθμός απόφασης 528/2011)
Περίληψη: Η ακυρότητα απόφασης της γενικής συνέλευσης, του διοικητικού συμβουλίου και της εφορευτικής επιτροπής απαιτείται να κηρυχθεί από το δικαστήριο, μετά από διαπλαστική αγωγή. Διορισμός προσωρινής διοίκησης. Νομιμοποιούμενοι να ζητήσουν ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης σωματείου ή συνδικαλιστικής ή επαγγελματικής οργάνωσης. Περιεχόμενο δικογράφου ακυρωτικής αγωγής. Αίτηση προσωρινής αναστολής της εφαρμογής της απόφασης ΓΣ.
[...] Στο άρθρο 101 του ΑΚ ορίζονται τα εξής: «Απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Σωματείου, καθώς και οι αποφάσεις των άλλων οργάνων τούτου, όπως οι αποφάσεις του Διοικητικού του Συμβουλίου και της Εφορευτικής Επιτροπής που ομοίως υπόκεινται στη ρύθμιση της άνω διάταξης (ΑΠ 408/2004 ΝοΒ 2005,671, ΑΠ 1208/1988 ΕΕργΔ 48,1012, ΑΠ 1430/1987 ΕΕργΔ 48,865), εφόσον αντιβαίνουν στο νόμο ή το καταστατικό είναι άκυρες, η ακυρότητα όμως αυτή, ένεκα γενικότερων λόγων δημόσιας τάξεως και ασφαλείας των συναλλαγών, απαιτείται απαραιτήτως να κηρυχθεί από το Δικαστήριο ύστερα από αγωγή, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, καθόσον με αυτή επιδιώκεται η ανατροπή της με την ελαττωματική απόφαση δημιουργηθείσας κατάστασης και θεμελίωσης νέας, με απόφαση δικαστική, με την οποία εξαφανίζεται (ακυρώνεται) αναδρομικά η απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ ή της ΕΕ. Έτσι, μέχρι την έκδοση της κατά τα ανωτέρω απόφασης του Δικαστηρίου που ισχύει έναντι πάντων, η απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ ή της ΕΕ παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και αποκλείεται η κατ’ ένσταση ή παρεμπίπτουσα έρευνα από το Δικαστήριο της ακυρότητάς της (βλ. ΑΠ 408/2004 ΝοΒ 2005,671, ΑΠ 663/1992 ΕλλΔνη 1994,92,ΕφΑθ 3691/2005 ΕπισκΕΔ 2005,1082, ΕφΑθ 9680/1995 αδημ., ΕφΛαρ 148/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, Βαθρακοκοίλη, ΕρνομΑΚ 101, αρ. 15 σελ. 484, Δ. Σεραφείμ, Συνδικαλιστικό και Σωματειακό Δίκαιο, έκδ. 8η, σελ. 95). Στο δε άρθρο 102 ορίζεται ότι: «Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μιας άκυρης απόφασης, αν το ζητήσει η Διοίκηση του σωματείου ή μέλος του ή ο εισαγγελέας». Εξάλλου, στο άρθρο 3 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που διατάξεις του αστικού κώδικα ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα και στην επ’ αναφορά διαδικασία γενικά του Προέδρου Πρωτοδικών, από την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 69 του ΑΚ συνάγεται ότι προσωρινή διοίκηση διορίζεται στο σωματείο από το Δικαστήριο και στην περίπτωση που λείπουν τα πρόσωπα της τακτικής ή προσωρινής διοίκησης. Η έλλειψη αυτή μπορεί να οφείλεται σε πραγματικούς ή νομικούς λόγους, συνεπεία διαρκούς ή μερικής αδυναμίας ή ανικανότητας των μελών της διοικήσεως του σωματείου για διαχείριση των υποθέσεων τούτου. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και επί τελεσιδίκου ακυρώσεως της αποφάσεως της ΓΣ σωματείου περί διενεργείας αρχαιρεσιών για εκλογή ΔΣ. Όμως, όπως προεκτέθηκε, πριν από την τελεσίδικη ακύρωση της άνω αποφάσεως της ΓΣ δεν ανακύπτει περίπτωση διορισμού προσωρινής διοικήσεως, εκτός αν κατά τη διάταξη του άρθρου 102 ΑΚ, χώρησε αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω απόφασης της ΓΣ μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ακυρωτικής αγωγής (ΕφΑθ 7210/1998 ΕλλΔνη 1999,442, ΕφΠειρ 21/1996 ΕΕργΔ 56,1073, ΕφΠειρ 1121/1995 ΕλλΔνη 1997,1664, Κρητικό, Δίκαιο Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων (2007), σελ. 372-373). Η αίτηση περί διορισμού προσωρινής διοικήσεως πρέπει να περιέχει τους λόγους που επιβάλλουν τον διορισμό της και το έννομο συμφέρον του αιτούντος προς τούτο. Τα πρόσωπα, όμως, που θα απαρτίζουν την προσωρινή διοίκηση δεν αποτελούν αναγκαίο στοιχείο της αιτήσεως, διότι το δικαστήριο είναι απολύτως ελεύθερο περί την επιλογή τούτων και δεν δεσμεύεται να διορίζει αυτά που προτείνει ο αιτών, αλλά έχει την ευχέρεια να ορίζει τα πρόσωπα που κρίνει κατάλληλα για την εκπλήρωση των σκοπών αυτής ακόμη κι αν δεν είναι μέλη του σωματείου (ΕφΑθ 8408/1998 ΕλλΔνη 1999,409, ΕφΘεσ 3135/1992 Αρμ 1992,1021, Ασπρογέρακα-Γρίβα, Ελλείψεις Διοικ. ΝΠ, 161, Κρητικό, Δίκαιο Σωματείων, 395, Βαθρακοκοίλη, ΕρνομΑΚ 69 παρ. 9, 19 σελ. 364-366, Βλαστό, ό.π., σελ. 382, 385). Με το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. α΄ του Ν 1712/1987 «εκσυγχρονισμός επαγγελματικών οργανώσεων των εμπόρων, βιοτεχνών και λοιπών επαγγελματιών και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι: οι επαγγελματικές οργανώσεις είναι σωματεία που διέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου». Με το άρθρο 5 παρ. 7 του ιδίου νόμου ορίζεται επίσης ότι: «Η αγωγή κατά των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από τη λήψη της απόφασης ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου εδρεύει η επαγγελματική οργάνωση. Αν προσβάλλεται απόφαση πρωτοβάθμιας ένωσης, που αφορά την οργάνωση ή τη λειτουργία της, η αγωγή ασκείται από το ένα δέκατο τουλάχιστον των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Αν προσβάλλεται όμως η απόφαση δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας οργάνωσης, η αγωγή ασκείται από τρεις τουλάχιστον οργανώσεις που είναι μέλη τους και είναι οικονομικά τακτοποιημένες κατά την ημερομηνία της συζήτησης ...». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Η αγωγή ακυρώσεως των ελαττωματικών αποφάσεων της γενικής συνέλευσης επαγγελματικής οργάνωσης (πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας) ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου εδρεύει η επαγγελματική οργάνωση μέσα στην ανωτέρω καθοριζόμενη προθεσμία και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (ΕφΑθ 3537/1992 ΝοΒ 40,891), β) Την αγωγή αυτή νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσουν 1) κάθε μέλος της οργάνωσης, το οποίο δεν συνήνεσε στη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης της γενικής συνέλευσης καθώς και κάθε τρίτου που επικαλείται και αποδεικνύει ειδικό προς τούτο έννομο συμφέρον, κατά του συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου (άρθρο 1 παρ. 3 Ν 1712/1987 ) γενικό κανόνα του άρθρου 101 του ΑΚ, 2) Κατ’ εξαίρεση όμως του κανόνα αυτού α) αν η προσβαλλόμενη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης είναι απόφαση πρωτοβάθμιας οργάνωσης και αφορά στην οργάνωση ή της λειτουργίας της, τότε για την άσκηση της σχετικής αγωγής, απαιτείται το 1/10 τουλάχιστον των οικονομικών τακτοποιημένων μελών και β) αν προσβάλλεται απόφαση δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας οργάνωσης, ανεξαρτήτως του περιεχομένου και του είδους της απόφασης αυτής, δηλαδή κάθε ελαττωματική απόφαση της γενικής συνέλευσης, τότε η σχετική αγωγή ασκείται από τρεις τουλάχιστον οργανώσεις που είναι μέλη τους και είναι οικονομικά τακτοποιημένες κατά την ημερομηνία της συζήτησης (ΕφΑθ 7747/1999 ΕλλΔνη 2000,201, Στ. Βλαστό, Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, παρ. 307). Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο νόμος για να περιορίσει κατά το δυνατόν την αναταραχή του Σωματείου (π.χ. πρωτοβάθμια, επαγγελματική οργάνωση), από την ακυρωτική αγωγή στην περίπτωση που αυτή ασκείται ακόμη και από ένα μέλος, αν ίσχυε η διάταξη του άρθρου 101 του ΑΚ, ορίζει ένα ελάχιστο ποσοστό που προσδιορίζεται σε 1/10 των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών αυτού. Από τη διάταξη δε του άνω άρθρου 101 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις του Ν 1264/1982 και στις επαγγελματικές οργανώσεις του Ν 1712/1987 , εφόσον δεν περιέχεται στους νόμους αυτούς διαφορετική ρύθμιση, συνάγεται ότι νομιμοποιούνται ενεργητικά να ζητήσουν την ακύρωση της απόφασης γενικής συνέλευσης σωματείου ή συνδικαλιστικής ή επαγγελματικής οργάνωσης: 1) το μέλος που δεν συνήνεσε στη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης, έστω κι αν συμμετείχε στη γενική συνέλευση, αλλά -λόγω άγνοιας της παρανομίας- δεν διαμαρτυρήθηκε, χωρίς να απαιτείται να επικαλεσθεί ειδικώς και να αποδείξει κάποιο έννομο συμφέρον του, αφού τέτοιο θεωρείται ότι υφίσταται από μόνο το ενδιαφέρον του για τη λειτουργία του σωματείου, του οποίου είναι μέλος, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό (ΑΠ 1781/1981 ΝοΒ 30,1072) και 2) οποιοσδήποτε άλλος, μη μέλος του σωματείου, έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο (άρθρο 70 ΚΠολΔ), δηλαδή η έννομη προστασία με τη ζητούμενη ακύρωση να καθίσταται επιβεβλημένη εξαιτίας της βλάβης που επέρχεται αμέσως στον τρίτο από την ελαττωματική απόφαση (ΕφΠειρ 430/2003 ΔΕΕ 2004,93). Η ρύθμιση αυτή του θέματος της νομιμοποίησης σε αγωγή ακυρώσεως αποφάσεως γενικής συνελεύσεως σωματείου είναι αναγκαστική και εξαντλητική, με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται με το καταστατικό αυτό να περιοριστεί ούτε να επεκταθεί, ερευνάται δε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΑθ 325/1997 ΕΕμπΔ 1999,472). Το βάρος αποδείξεως της ιδιότητας του ενάγοντος, ως μέλους του σωματείου, του οποίου της απόφασης της γενικής συνέλευσης ζητεί την ακύρωση, φέρει ο ίδιος ως στοιχείο της βάσης της αγωγής και της ενεργητικής νομιμοποίησής της (ΕφΛαρ 504/2005 ΕπισκΕΔ 2008,63, βλ. Α. Κρητικό, Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, σελ. 310-312). Στο δικόγραφο της ακυρωτικής αγωγής για την προσβολή απόφασης γενικής συνέλευσης ή της εφορευτικής επιτροπής πρωτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να αναφέρονται ονομαστικώς οι ενάγοντες που προβάλλουν ακυρωτικώς, ότι αυτοί είναι οικονομικώς τακτοποιημένοι και αποτελούν το 1/10 των μελών του σωματείου κατά τη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης. Για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της ακυρωτικής αγωγής ο αριθμός των εγγεγραμμένων και οικονομικώς τακτοποιημένων μελών, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (ΜΠρΤρικ 434/2009 Nomos, Αθ. Κρητικός, Όρια Νόμιμης Λειτουργίας Συλλογικής Οργάνωσης Σωματείων, σελ. 209). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 101 του ΑΚ, ως προαναφέρθηκε προϋποθέτει ως στοιχείο της ενεργητικής νομιμοποίησης τη μη συναίνεση των αιτούμενων την ακύρωση μελών, ενώ αντίστοιχη προϋπόθεση δεν θέτει η παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν 1264/1982 , ούτε ο Ν 1712/1987 και ως εκ τούτου εφαρμόζεται η διάταξη του άνω άρθρου 101 ΑΚ. Κατά την ορθότερη άποψη που και το παρόν Δικαστήριο δέχεται, η συναίνεση ορισμένων από τους αιτούντες ενεργεί αρνητικά και αν τελικά αποδειχθεί, θα έχει ως συνέπεια να μην συνυπολογισθεί στη συγκρότηση του 1/10 (πρβλ. Κρητικός σελ. 313, Στ. Βλαστός, Δίκαιο Σωματείων Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, σελ. 339). Κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 101 εδ. α΄ ΑΚ, ως προαναφέρθηκε, απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως του νόμου ή του καταστατικού και της απόφασης που λήφθηκε από τη γενική συνέλευση για τη θεμελίωση της ακυρότητας, η οποία δεν επέρχεται όταν λείπει τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος. Και για την πληρότητα του δικογράφου της άνω αγωγής πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η παράβαση του νόμου ή του καταστατικού ασκεί επιρροή στο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Και, αν αυτά δεν παρατίθενται, η αγωγή είναι σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 567/1993 ΕλλΔνη 35,1367, ΕφΘεσ 10/1999 ΔΕΕ 1999,501, πρβλ. Αθ. Κρητικό, Δίκαιο Σωματείων και Συνδ. Οργανώσεων σελ. 275-276). Εξάλλου, είναι δυνατή η αίτηση προσωρινής αναστολής της εφαρμογής της απόφασης ΓΣ κατά το άρθρο 102 του ΑΚ το οποίο όπως και το άρθρο 101 του ΑΚ εφαρμόζεται συμπληρωτικά και για τις άκυρες αποφάσεις ΓΣ πρωτοβάθμιας επαγγελματικής ένωσης που αφορά την οργάνωση ή τη λειτουργία της, κατά το μέρος που δεν τροποποιείται από το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν 1712/1987 . [...] Οι αιτούντες εκθέτουν τα ακόλουθα: Ότι με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του καθού που συγκλήθηκε στις 16.5.2011 αποφασίστηκε η διενέργεια αρχαιρεσιών του εναγομένου-καθού για την 1.6.2011 για την ανάδειξη νέου επταμελούς διοικητικού συμβουλίου, νέας τριμελούς εξελεγκτικής επιτροπής και πέντε (5) νέων εκπροσώπων του Σωματείου για την Ομοσπονδία των Εμπορικών Συλλόγων, καθόσον έληξε η τριετής θητεία των παλαιών οργάνων διοίκησης. Ότι στη Γενική αυτή Συνέλευση εξελέγη τριμελής Εφορευτική Επιτροπή αποτελούμενη από τους: α) Χ.Ρ., β) Μ.Γ. και γ) Δ.Γ., η οποία ανέλαβε το έργο της προεργασίας και της διενέργειας των αρχαιρεσιών. Ότι για τις αρχαιρεσίες υποβλήθηκαν οι συνδυασμοί: α) «...», με υποψήφιους, μεταξύ των άλλων και αυτούς (τους αιτούντες), β) «...», γ) «...». Ότι κατά την προεκλογική περίοδο και ειδικότερα από 12 Μαΐου και εφεξής, κάποιοι από αυτούς (αιτούντες) τους υποψηφίους ζήτησαν από το απελθόν Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου-καθού να τους χορηγήσει κατάλογο των μελών του εναγομένου για να πραγματοποιήσουν τον προεκλογικό τους αγώνα. Ότι επί του αιτήματός τους αυτού το απελθόν ΔΣ τους χορήγησε τέτοιους καταλόγους, που εκτύπωσε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του εναγομένου, στον οποίο όπως του δήλωσαν, είχαν καταχωρήσει ηλεκτρονικά τα μέλη του εναγομένου. Ότι, όμως σε λίγες ημέρες διαπίστωσαν με μεγάλη τους έκπληξη και δικαιολογημένη αγανάκτηση ότι οι κατάλογοι αυτοί που τους είχαν παραδοθεί, καθώς και ο κατάλογος των μελών, που είχε παραδώσει η απελθούσα Διοίκηση στην Εφορευτική Επιτροπή, ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους περιέχοντας όλοι τους διαφορετικά μέλη του εναγομένου και διαφορετικό αριθμό μελών. Ότι συγκεκριμένα: α) στις 12.5.2011 παραδόθηκε κατάλογος μελών, που περιείχε 601 μέλη, β) στις 16.5.2011 παραδόθηκε κατάλογος μελών που περιείχε 454 διαφορετικά μέλη, γ) στις 18.5.2011 παραδόθηκε στην Εφορευτική Επιτροπή κατάλογος μελών που περιείχε 585 διαφορετικά μέλη. Ότι μετά από αυτά, και επειδή ούτε το ΔΣ του εναγομένου, ούτε και η γενική Συνέλευση της 16.5.2011 έλαβε οποιαδήποτε απόφαση περί εγγραφής νέων μελών ή περί διαγραφής μελών και είχαν (οι αιτούντες) βασιμότατες ενδείξεις ότι έχουν παραποιηθεί και νοθευτεί σκόπιμα οι κατάλογοι αυτοί από μέλη του απελθόντος Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίοι ήταν και υποψήφιοι με άλλον συνδυασμό στις αρχαιρεσίες της 1.6.2011, υπέβαλαν στα εκλεγέντα από την τελευταία Γεν. Συνέλευση παραπάνω αναφερόμενα τρία τακτικά μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής την από 27.5.2011 έγγραφη καταγγελία-πρόσκλησή τους, με την οποία τους εφιστούσανε την προσοχή για όλα τα παραπάνω και για το νοθευμένο και παραποιημένο κατάλογο μελών που τους είχε παραδοθεί, καλώντας τους να καταρτίσουν κατάλογο των μελών σύμφωνα με τον Νόμο και το καταστατικό του εναγομένου. Ότι μετά από αυτά, η τριμελής αυτή Εφορευτική Επιτροπή υπέβαλε προς τον Πρόεδρο της Εφορευτικής Επιτροπής (Πρωτοδίκη) την 1.6.2011 και πριν από την έναρξη της διαδικασίας της ψηφοφορίας έγγραφη δήλωση παραίτησής της στην οποία αναφέρει ότι παραιτούνται από μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής διότι δεν κατέστη δυνατό να συγκεντρώσουν το απαραίτητο εκλογικό υλικό για τη διενέργεια των εκλογών του Συλλόγου τους αφού δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν και να καταγράψουν με αδιάβλητο τρόπο και σύμφωνα με το καταστατικό του Συλλόγου τους τον κατάλογο των μελών του Συλλόγου τους που έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές και τούτο έγινε όχι με δική τους ευθύνη και ότι για το λόγο αυτό δεν μπορούν να συμπράξουν σε μία μη νόμιμη εκλογική διαδικασία. Ότι αμέσως μετά την υποβολή της παραίτησης αυτής και πριν από την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας για την ψηφοφορία κατέθεσαν στην Πρόεδρο της Εφορευτικής Επιτροπής την από 1.6.2011 αίτησή τους, με την οποία ζητούσαν να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2 του Ν 1264/1982 και 6 παρ. 2 του Ν 4361/1964 και να προβεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας στην έρευνα και εξακρίβωση της γνησιότητας του αντιγράφου του Μητρώου Μελών του Σωματείου τους, με το οποίο θα διενεργούνταν οι αρχαιρεσίες και στη συνέχεια αν επικυρώσει με πράξη και το αντίγραφο και το γνήσιο Μητρώο Μελών, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, προκειμένου να διασφαλισθεί το αδιάβλητο της ψηφοφορίας και των εκλογών εν γένει. Ότι παρά το ως άνω προβληθέν αίτημά τους και παρά τη σαφή δήλωση των παραιτηθέντων μελών της εκλεγείσας Εφορευτικής Επιτροπής περί της μη γνησιότητας του αντιγράφου του μητρώου των μελών του εναγομένου, που παραδόθηκε στην Επιτροπή, η Πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής συγκεντρώνοντας Εφορευτική Επιτροπή από δύο αναπληρωματικά μέλη, απέρριψε το ως άνω αίτημά τους με την αιτιολογία ότι αλυσιτελώς υποβάλλεται καθόσον η γνησιότητά του ως άνω αντιγράφου επικυρώθηκε πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, όπως επιλέξει αναφέρεται στο από 1.6.2011 Πρακτικό της Εφορευτικής Επιτροπής αρχαιρεσιών του εναγομένου. Ότι, μετά ταύτα, η Εφορευτική Επιτροπή ακολούθησε την διαδικασία της ψηφοφορίας με το μη γνήσιο, διάτρητο και αυθαίρετο αντίγραφο μητρώου, που παραδόθηκε σ’ αυτήν από το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο. [...] Με βάση το ιστορικό αυτό οι αιτούντες, επικαλούμενοι κατεπείγουσα περίπτωση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτήν (αίτηση) ζητούν να ανασταλεί προσωρινά η ισχύς και η εκτέλεση των ως άνω από 1.6.2011 αποφάσεων της Εφορευτικής Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης του καθού επαγγελματικού σωματείου: α) να διενεργήσει τις αρχαιρεσίες και την ψηφοφορία για την ανάδειξη οργάνων Διοίκησης και αντιπροσώπων στην Ομοσπονδία, β) να περατώσει την ψηφοφορία, να εκλέξει και να κατανείμει τις έδρες των οργάνων διοίκησης του εναγομένου-καθού στους συνδυασμούς, καθώς και των αποτελεσμάτων των από 1.6.2011 αρχαιρεσιών της Γενικής Συνέλευσης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας κατά τα προεκτεθέντα αγωγής για την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, γ) σε περίπτωση δε που γίνει δεκτό το ως άνω αίτημα τους ζητούν: α) να διορισθεί προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο του καθού αποτελούμενο από τους εκ των αιτούντων: [...] για την άσκηση των αναγκαίων εργασιών διοίκησης και εκπροσώπησης του καθού Συλλόγου τους και την διενέργεια «καθαρών» αρχαιρεσιών για την ανάδειξη οργάνων Διοίκησης του καθού και β) να διαταχθεί το καθού, προκειμένου αυτοί (αιτούντες) να αποδείξουν τους βάσιμους ισχυρισμούς τους περί της ακυρότητας των ως άνω αποφάσεων της Εφορευτικής Επιτροπής και της Γενικής Συνέλευσης του καθού, να τους επιδείξει και να τους χορηγήσει αντίγραφα των παρακάτω εγγράφων που βρίσκονται στα χέρια του καθού και τα οποία αρνείται να τους επιδείξει και χορηγήσει και συγκεκριμένα: α) το προβλεπόμενο από το καταστατικό θεωρημένο από το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς βιβλίο Μητρώου Μελών του καθού, β) τις αποφάσεις του απελθόντος Διοικητικού Συμβουλίου, που έλαβε καθ’ όλη τη τριετή διάρκεια της θητείας του για την εγγραφή μελών στο εναγόμενο-καθού Σύλλογό τους, καθώς και τις αντίστοιχες έγγραφες αιτήσεις των υποψηφίων μελών που υποβλήθηκαν στο απελθόν ΔΣ, επί των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις περί εγγραφής τους και γ) τις αποφάσεις που έλαβε την τελευταία τριετία η γενική Συνέλευση του καθού περί διαγραφής μελών του. Η υπό κρίση αίτηση, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 683 ΚΠολΔ), ανήκει στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, διότι, κατά την ορθότερη άποψη, μετά την τροποποίηση του άρθρου 17 του ΚΠολΔ με το άρθρο 8 του Ν 445/1993 και την υπαγωγή των διαφορών που αφορούν ακύρωση αποφάσεων γενικής συνέλευσης σωματείων στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, καταργήθηκε σιωπηρά η διάταξη του άρθρου 736 ΚΠολΔ και συνεπώς η αίτηση περί αναστολής των αποφάσεων αυτών εκδικάζεται βάσει του άρθρου 683 ΚΠολΔ από το Μονομελές Πρωτοδικείο που είναι υλικά αρμόδιο να εκδικάσει την κύρια υπόθεση (Α. Κρητικός, Δίκη 25 σελ. 1053). Η αίτηση όμως, κατ’ αρχήν είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού περί τούτου ισχυρισμού του καθού, διότι οι αιτούντες δεν εκθέτουν σ’ αυτήν τα αναγκαία, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί στις νομικές σκέψεις της παρούσας, γεγονότα για τη θεμελίωσή της, ήτοι δεν εκθέτουν συγκεκριμένα ότι μεταξύ των επικαλούμενων παραβάσεων των διατάξεων του καταστατικού και του επελθόντος αποτελέσματος της ψηφοφορίας υπήρχε αιτιώδης συνάφεια και ειδικότερα δεν αναφέρουν εάν ψήφισαν μη έχοντα δικαίωμα ψήφου πρόσωπα ή απεκλείσθηκαν μέλη έχοντα δικαίωμα ψήφου και ποιος ο αριθμός αυτών σε κάθε μία από τις δύο αυτές περιπτώσεις. Εκτός αυτού, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων [...] πιθανολογήθηκε ότι από τους 21 αιτούντες οι: Σ.Λ., Γ.Κ. και Ι.Ν., δεν ήταν ταμειακώς τακτοποιημένοι, ως μέλη, κατά τη λήψη των προσβαλλομένων από 1.6.2011 αποφάσεων της Εφορευτικής Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης του καθού, ενώ οι υπόλοιποι 18 αιτούντες ψήφισαν στις εκλογές και επομένως συναίνεσαν στις άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις, αυτά δε συνομολογούνται και από τους ίδιους στο σημείωμα που κατέθεσαν (βλ. σχετ. και την υπ’ αριθμ. 18377/6.7.2011 πράξη κατάθεσης γραμματίων του Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Κ. Κ., που προσκομίζουν οι αιτούντες). Επομένως, συντρέχει σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των αιτούντων προς άσκηση της προαναφερόμενης ακυρωτικής αγωγής κατά τα εκτεθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και για το λόγο αυτό η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη, δεκτού γεννομένου ως ουσιαστικά βάσιμου και του σχετικού περί τούτου ισχυρισμού του καθού. (Απορρίπτει την αίτηση.)
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα