Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη) - Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ειρηνοδικείο Θηβών, αριθμός απόφασης 7/2011)
[...] Με την κρινόμενη, ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη, άνευ δόλου, αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, οι οποίες προκύπτουν από στεγαστικά δάνεια για την απόκτηση της κύριας κατοικίας του, που είναι βεβαρημένη με δύο προσημειώσεις υπέρ της Εθνικής Τράπεζας, ζητεί τη ρύθμιση τους συμβιβαστικά, υπό τη προϋπόθεση ανεύρεσης οκτάωρης εργασίας με βασικό μισθό 750 ευρώ, με την καταβολή 340 ευρώ μηνιαίως επί δέκα έτη σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης, που προτείνει, με περικοπή των απαιτήσεων των πιστωτών του κατά ποσοστό 70% και αποπληρωμή του υπολοίπου άτοκα σε περίπτωση δε αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης, με την καταβολή 200 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και την απαλλαγή του από το υπόλοιπο, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010. Η κρινόμενη αίτηση, με την οποία, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, παρά την έλλειψη πανηγυρικής διατύπωσης, ζητείται η εξαίρεση της κύριας κατοικίας, καθόσον από το πνεύμα του Ν. 3869/2010 και της διάταξης του άρθρου 9 προκύπτει ότι εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου η εξαίρεση από την εκποίηση είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική (Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών σελ. 148), κατατέθηκε εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 2 του Ν 3869/2010 και έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 5 του ίδιου Νόμου) επιδοθεί στην ανωτέρω μετέχουσα πιστώτρια ήδη διάδικο (άρθρο 5 του Ν. 3869/2010, 748 παρ. 2 ΚΠολΔ), αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στη περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο αιτών, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν.3869/2010), καθόσον τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ` αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. άρθρο 2 ν. 3869/ 2010), ο οποίος απέτυχε και δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του ίδιου για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτηση του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο στα τηρούμενα, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.2 του ίδιου Νόμου, αρχεία (σχετ. υπ` αρ. 64/2011 πιστοποιητικό Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου). Είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει κατάσταση της περιουσίας του αιτούντα και των εισοδημάτων του, των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 (Κρητικός, ρύθμιση Ν. 3869/2010 σελ.64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1477) και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για τη πληρότητα της, νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 6 παρ. 3, 8, 10, 11 του Ν. 3869/2010 και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την εκτίμηση της ανώμοτης εξέτασης του ίδιου του αιτούντα, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με τη παρούσα πρακτικά και του συνόλου των εγγράφων, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους(άρθρο 5 του Ν. 3869/2010, 748 παρ. 2 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι υποβληθείσες παρατηρήσεις της πιστώτριας (άρθρο 5 του Ν. 3869/2010), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Ο αιτών είναι ηλικίας 40 ετών, μόνιμος κάτοικος Θηβών (σχετ. υπ` αρ. πρωτ. 588/13.1.2011 βεβαίωση του Δημάρχου Θηβαίων), έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα, ηλικίας 14 και 10 ετών, εργαζόμενος στη.............................Ε. και ήδη από 19.2.2011 άνεργος, με δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, δυνάμει της υπ` αρ. GR .............. άδειας παραμονής, η οποία ισχύει μέχρι τις 29.6.2020. Το ετήσιο ατομικό του εισόδημα, όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2010, ανέρχεται στο ποσόν των 15.239,47 ευρώ, της δε συζύγου του στο ποσόν των 5.649,50. Από την εξέταση του αιτούντα αποδείχθηκε ότι η σύζυγος του εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος με μισθό ανερχόμενο, κατά το χρόνο υποβολής της κρινόμενης, στο ποσόν των 500 ευρώ και ήδη, κατόπιν της απασχόλησης της σε πλήρες ωράριο, στο ποσόν των 800 ευρώ, και δεν έχουν άλλη πηγή εισοδήματος. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπράγματος ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (αρθ. 6 παρ. 3 ν. 3869/10): 1) Από την μετέχουσα πιστώτρια Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «.................», δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο ποσού 91.000 ευρώ, με επιδότηση από τον Ο.Ε.Κ., με την υπ` αρ. .............../2.5.2008 σύμβαση για 15 χρόνια με επιτόκιο ενήμερης οφειλής 5,52% (άρθρο 15 της δανειακής σύμβασης) και το δεύτερο, ποσού 125.056 CHF (ελβετικά φράγκα) με την υπ` αρ. 4211887190/2.5.2008 σύμβαση για 30 χρόνια, με επιτόκιο ενήμερης οφειλής 4,12% (άρθρο 15 της δανειακής σύμβασης). Οι απαιτήσεις της μετέχουσας πιστώτριας Τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση στην κύρια κατοικία του για το ποσόν των 109.200 ευρώ και 162.573,80 ευρώ, όπως προκύπτει από τα πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Θηβών (βλ. τις ΑΠ 31/09 και ΕφΘεσ 4/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με τις οποίες εξομοιώνεται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη την διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατά τη διάταξη του άρθρου 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η οφειλή του από τα δάνεια αυτά ανέρχεται με τα πιο πάνω επιτόκια ενήμερης οφειλής μαζί με τους τόκους στο ποσόν των 79.225,50 ευρώ (κεφάλαιο 79.225,50 ευρώ τόκοι 0,00 ευρώ) και 119.168,46 CHF (κεφάλαιο 119.168,46 τόκοι 0,00 ευρώ) άλλως 154.918,99 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά σε 234.144,49 ευρώ. Επισημαίνεται ότι η καθ` ης πιστώτρια, παρά το γεγονός ότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει αναλυτική κατάσταση διαμόρφωσης της οφειλής του αιτούντα κατά κεφάλαιο και τόκους μέχρι τις 30.9.2011, περιορίστηκε, όπως προκύπτει από την από 27.9.2011 σχετική εκτύπωση οικονομικών στοιχείων, στην αναφορά του ενήμερου κεφαλαίου και της ληξιπρόθεσμης οφειλής χωρίς να συμπεριλάβει δεδουλευμένους τόκους κεφαλαίου μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας, ως όφειλε. Ήδη, ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, η δε αδυναμία του αυτή, συνεκτιμώντας την ανεργία του, τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και το κόστος διαβίωσης της οικογενείας του δεν οφείλεται σε δόλο, ο οποίος άλλωστε δεν αποδείχθηκε. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό του στοιχείο, που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα αποτελεί η οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) υπό στοιχείο A3 του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 119, 19 τ.μ, η οριζόντια ιδιοκτησία (χώρος στάθμευσης), υπό στοιχείο Ρ3, επιφανείας 12,50 τ.μ. και η οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη), υπό στοιχείο ΑΠΟΘΗΚΗ 3, επιφανείας 13,50 τ.μ., που βρίσκονται σε διώροφη οικοδομή, κείμενη στη συνοικία Ταχίου του Δήμο Θηβών, επί της οδού........................., της πλήρους κυριότητας του. Η εμπορική αξία της κατοικίας αυτής εκτιμάται σε 130.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής της αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Η κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος και της οικογένειας του και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως ο αιτών, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της απ` την εκποίηση. Περαιτέρω, ο αιτών και η σύζυγος του είναι συνιδιοκτήτες, κατά ποσοστό 1/4 εξ` αδιαιρέτου έκαστος, ενός επιβατηγού οχήματος εργοστασίου ............................., 1600 cc, μοντέλο έτους 2005, του οποίου η εμπορική αξία, εκτιμάται σε 5.000 ευρώ, καθόσον ήδη, μετά την ανεργία του αιτούντος, το επιβατηγό όχημα, εργοστασίου .................900 cc, μοντέλο έτους 1999, έχει ήδη μεταβιβασθεί στις 28.4.2011, στη ..............................αντί ποσού 1.200 ευρώ για την αντιμετώπιση των άμεσων βιοτικών αναγκών της οικογενείας του. Το ανωτέρω όχημα, ενόψει της εμπορικής του αυτής αξίας, του τύπου και της παλαιότητας του δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών του αιτούντα, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ), γι` αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ` αρθ. 9 παρ. 1 ν. 3869/10 εκποίηση του. Με βάση τα ανωτέρω συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου 3869/10 και ειδικότερα αυτή των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Συνεπώς η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στους πιο πάνω πιστωτές από τα εισοδήματα του επί τετραετία, που θα αρχίζουν αμέσως από την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης, από τις οποίες οι πιστωτές του θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στους πιστωτές του, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών του αναγκών και της ηλικίας του, που του επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ` αυτόν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των ικανοτήτων του, ανέρχεται σε 200 ευρώ το μήνα ( ο ίδιος με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του προσφέρεται, υπό την προϋπόθεση ανεύρεσης οκτάωρης εργασίας, στην καταβολή μηνιαίως του ποσού των 340 ευρώ), ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές του δυνατότητες. Το συνολικό ποσό των οφειλών του ανέρχεται όπως ήδη εκτέθηκε στο ποσόν των 234.144,49 ευρώ προς την «......................................» Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της 4ετίας η ως άνω πιστώτρια θα έχει λάβει ποσόν 9.600 ευρώ. Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/10 καθόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών του αιτούντος και θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εμπορικής της αξίας, δηλαδή το ποσό των 110.500 ευρώ (130.000 ευρώ εμπορική αξία χ 85%). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αρχής γινομένης τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ο δε χρόνος εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 19 χρόνια, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας των ανωτέρω στεγαστικών δανείων, του συνόλου των χρεών, της οικονομικής του δυνατότητας και της ηλικίας του. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας ικανοποιείται (προνομιακά) η απαίτηση της πιστώτριας, οι απαιτήσεις της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και δη με προσημείωση. Άλλωστε, η υποχρέωση του αιτούντος για καταβολή του 85% της αξίας της κατοικίας της προκειμένου να τη διασώσει, προκύπτει σαφώς από τη διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 2 του Ν 3869/10, η οποία εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη, αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, -που μπορούσε να διαταχθεί από το Δικαστήριο, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δοθέντος ότι αποτελεί ρευστοποιήσιμο περιουσιακό,- πλην όμως του επιβάλλει, προκειμένου να επιτύχει την εξαίρεση, την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσοστό 85% της εμπορικής της αξίας. Έτσι με βάση τη ρύθμιση αυτή το Δικαστήριο καλείται να προβεί ουσιαστικά σε αναδιάρθοωση των υπολοίπων χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 4ετία του αρθρ. 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ` αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους, που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των παλαιών χρεών του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 85%) της εμπορικής της αξίας της, δεν μπορεί να βρει έρεισμα ούτε στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό...» αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου να προσδιορίσει το ποσοστό, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας θα καταβάλει ολόκληρο το ποσό της, εφόσον δε είναι μεγαλύτερη θα απαλλαγεί του πέραν του 85% ποσού της. Εξάλλου μια τέτοια ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του ακόμη και με μηδενικές καταβολές, σύμφωνα με τη ρύθμιση του αρθρ. 8 παρ. 5 και μικρές καταβολές δυσανάλογες της αξίας της κατοικίας με την παράλληλη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ. 2, με διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά οι πιστωτές του θα στερούνταν ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη για την ικανοποίηση μέρους έστω των απαιτήσεων τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός προκύπτει τόσο από τη διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και αυτής του αρθρ. 4 παρ. 1 που επιβάλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που υποβάλει να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία και τα εισοδήματα του, ενώ ορίζεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σύμφωνα με την οποία δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών, ειδικά δε επί διάσωσης της κατοικίας η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και τις διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση εναπόκειται στη βούληση του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημα του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 εφόσον μεν τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη μετά τις καταβολές της ρύθμισης του αρθρ. 8 παρ. 2 υπερβαίνουν το ποσό του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση επιβάλλοντας του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσόμενου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον δε τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 85% θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού. Μετά τις καταβολές επί τετραετία, το υπόλοιπο των απαιτήσεων της πιστώτριας που είναι ασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια στην ανωτέρω κατοικία, ανέρχεται σε 224.544,49 ευρώ (234.144,49 ευρώ -9.600 ευρώ). Η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής, θα γίνει μέχρι το ποσό των 110.500 ευρώ, που αποτελεί ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του αιτούντος, απαλλασσόμενου του υπολοίπου των χρεών του με την τήρηση και αυτής της ρύθμισης, με μηνιαίες καταβολές επί 19 χρόνια, που θα αρχίσουν μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος (3ετία από τη δημοσίευση της παρούσας) ποσού 484,65 ευρώ για χρονικό διάστημα 228 μηνών. Συνεπώς, η κρινόμενη θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος με σκοπό την απαλλαγή του, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του ν.3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση. ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές, ποσού 200 ευρώ, επί μία τετραετία, προς την καθ` ης Τράπεζα, οι οποίες θα γίνονται τη πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γινομένης τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της παρούσας. ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντα, ήτοι την οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) υπό στοιχείο A3 του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 119, 19 τ. μ, την οριζόντια ιδιοκτησία (χώρος στάθμευσης), υπό στοιχείο Ρ3, επιφανείας 12,50 τ.μ. και την οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη), υπό στοιχείο ΑΠΟΘΗΚΗ 3, επιφανείας 13,50 τ.μ., που βρίσκονται σε διώροφη οικοδομή, κείμενη στη συνοικία Ταχίου του Δήμο Θηβών, επί της οδού ..........................αρ. 5. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αιτούντα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας του στην καθ` ης Τράπεζα το ποσό των 484, 65 ευρώ το μήνα για χρονικό διάστημα 228 μηνών. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας και θα γίνει με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και χωρίς ανατοκισμό.
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα