Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη) - Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 8021/2011)
Περίληψη: Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Υπαγωγή στις διατάξεις του ν.3869/2010. Προϋποθέσεις υπαγωγής. Διαδικασία - Διάδικοι. Παρέμβαση πιστωτών. Περίπτωση οφειλέτριας που εργάζεται ως μέντιουμ και δεν έχει πλεόν εισοδήματα από το επάγγελμά της. Προσδιορίζει προσωρινά μηδενική καταβολή . Αναβάλει και προσδιορίζει νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό της.
[...] ΕΠΕΙΔΗ κύρια παρέμβαση κατά το άρθρο 79 Κ.Πολ.Δικ. είναι η διαδικαστική πράξη με την οποία τρίτος συμμετέχει σε εκκρεμή δική μεταξύ τρίτων. Απαραίτητη προϋπόθεση επομένως για την νομότυπη άσκηση της κύριας παρέμβασης είναι η ιδιότητα του παρεμβαίνοντα ως τρίτου. Αλλωστε η κύρια παρέμβαση κατ` αρ. 81 Κ.Πολ.Δικ., ασκείται όπως η αγωγή με την κατάθεση δικογράφου στην Γραμμάτια του Δικαστηρίου, που απευθύνεται κατά αμφοτέρων των διάδικων πλευρών. Ειδικότερα κύρια παρέμβαση κατ΄άρθρο 752 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. στην εκούσια δικαιοδοσία νοείται η συμμετοχή τρίτου αυτοβούλως με αυτοτελές αίτημα, ενώ στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δηλαδή όταν η διαδικασία---διεξάγεται με αντιδικία, η κύρια παρέμβαση με την οποία ο παρεμβαίνων επιδιώκει την αναγνώριση ιδίου δικαιώματος, ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στην Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται χωρίς να απαιτείται η επίδοση του στο διάδικο κατά του οποίου απευθύνεται. Στην εκούσια δικαιοδοσία η κύρια παρέμβαση κατ` άρθρο 752 παρ 1 του ΚΠολΔ, ακόμη και ενώπιον του Ειρηνοδικείου, δεν μπορεί να ασκηθεί προφορικά ή με τις προτάσεις, αλλά απαιτείται οπωσδήποτε κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου και τήρηση προδικασίας, (βλ σχόλια κάτω από αρθ. 81 και 752 ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Χαρούλας Απαλλαγάκη σελ. 1520 και Π. Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία Κ.Πολ.Δικ. σ. 1494). Ακολούθως επειδή, η δικαστική διαδικασία της ρυθμίσεως των οφειλών κατά τον ν. 3869/2010 δημιουργεί εξ ορισμού αντιδικία μεταξύ του αιτούντος οφειλέτη και των πιστωτών του, που διαφώνησαν κατά το πρώτο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η δικαστική, επομένως, ρύθμιση των οφειλών, που ανοίγει με την αίτηση του αρθρ. 4 § 1 Ν.3869/2010, αποτελεί μη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή γνήσια ιδιωτικού δικαίου διαφορά, που για λόγους σκοπιμότητας έχει υπαχθεί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η διαπλαστική ισχύς της ρυθμίσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου, επέρχεται ως συνέπεια κατ` αντιδικία διαδικασίας, που προκλήθηκε από την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αιτούντος- οφειλέτη έναντι των συμμετεχόντων στη διαδικασία πιστωτών του. Παρά την κοινή ορολογική εκφορά των υποκειμένων της δίκης σε αμφισβητούμενη και εκούσια δικαιοδοσία, ο όρος «διάδικοι» στην τελευταία ερμηνεύεται με την ευρύτερη έννοια των τυπικώς μετεχόντων στη διαδικασία προσώπων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα ενδιαφερόμενα yια την υπό έκδοση απόφαση πρόσωπα, εφόσον κατέστησαν υποκείμενα της δίκης τυπικά, δηλαδή μ` ένα από τους προβλεπόμενους στον νόμο τρόπους. Υπό την έννοια αυτή «τυπικώς μετέχοντες» στη διαδικασία, και επομένως υποκείμενα της δίκης της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι, καταρχήν, ο αιτών, όσοι κλητεύονται με διαταγή του δικαστηρίου κατ` αρθρ. 748 § 3 ΚΠολΔ, οι προσεπικληθέντες και οι παρεμβαίνοντες, κυρίως και προσθέτως, καθώς και ο τρίτανακόπτων. Παρεμβαίνοντες δε μπορεί να είναι, όπως προαναφέρθηκε τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη. Εκτός, όμως, από τις περιπτώσεις αυτές, όπου η ιδιότητα του διαδίκου αποκτάται διά της τυπικής συμμετοχής στη δίκη, διάδικοι στην εκούσια δικαιοδοσία καθίστανται και ορισμένα πρόσωπα απευθείας από τον νόμο, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο για την προστασία του δικαιώματος ακροάσεως τους ή για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται λόγος για «εκ του νόμου διαδίκους». Το αυτό προβλέπει στο αρθρ. 5, ο ν. 3869/2010 με ιην υποχρέωση κοινοποιήσεως της αιτήσεως για τη ρύθμιση των οφειλών εντός μηνός από την κατάθεση της «στους πιστωτές» του αιτούντος, δηλαδή στα πρόσωπα εκείνα που συμμετείχαν στην υποχρεωτικώς προηγηθείσα διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού. Οι πιστωτές αυτοί στην περίπτωση του ν. 3869/2010, καθίστανται εκ του νόμου διάδικοι, αφού το επιτάσσει ο νομοθέτης. Η ταυτότητα των πιστωτών που πρέπει να κληθούν συγκεκριμενοποιείται από την περιλαμβανόμενη στην αίτηση κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 β` του νόμου. Η παραπάνω κλήτευση τους είναι υποχρεωτική. Στους κλητευόμενους πιστωτές παρέχεται όχι μόνο δικαίωμα ακροάσεως διά παραστάσεως τους στο ακροατήριο, αλλά και η δυνατότητα προγενέστερης υποβολής παρατηρήσεων στα προτεινόμενο από τον οφειλέτη σχέδιο βάσει σχετικής προσκλήσεως. Πάντως, η παράλειψη αναφοράς των πιστωτών στο δικόγραφο της αίτησης, ως καθ` ων, δεν την καθιστά απαράδεκτη, διότι αυτοί έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, έστω κι εάν ο αιτών δεν απηύθυνε την αίτηση εναντίον τους. {βλ. την εισήγηση του Πάρι Σ. Αρβανιτάκη, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ. «Η εκούσια δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», σεμινάριο επιμόρφωσης 29-30.9.2010 στην Εθνική Σχολή Δικαστών και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1477). ΕΠΕΙΔΗ ο νόμος 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίηση τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο, δε εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α`) Να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τετραετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) Να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικώς. (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους, ενώ με την απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που ορίζονται σε αυτή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς. Ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας. Η προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας τεκμαίρεται εφόσον ο οφειλέτης έχει εγγραφεί στο Μητρώο Ανέργων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού ή έχει κάρτα ανεργίας και δεν έχει αποκρούσει αδικαιολόγητα πρόταση από τον Οργανισμό για ανάληψη εργασίας, Το αν η απόκρουση πρότασης είναι αδικαιολόγητη εκτιμάται ενόψει όλων των παραπάνω συνθηκών. Οφείλει επίσης να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4. Εργασία κατάλληλη με την παράγραφο 3 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010 καθιερώνονται, πέραν της υποχρέωσης καταβολών, και ορισμένες άλλες υποχρεώσεις που οφείλει να τηρεί ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου σταδιακών καταβολών. Καθιερώνεται ειδικότερα υποχρέωση του να εργάζεται σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας. Ως «κατάλληλη» εργασία πρέπει να νοηθεί αυτή που αντιστοιχεί στις ικανότητες και δυνατότητες του, καθώς και στο σύνολο των προσόντων του, λαμβανομένων όμως υπόψη και των αντικειμενικών συνθηκών της αγοράς εργασίας, καθώς και της δυσμενούς οικονομικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει. Έτσι, αυτονόητο είναι ότι ο νομοθέτης δεν έχει υπόψη του την καλύτερη δυνατή θέση εργασίας που θα μπορούσε να επιτύχει ο οφειλέτης, εάν είχε δυνατότητα να περιμένει μεγάλο χρονικό διάστημα ή ωσότου βελτιωθούν οι συνθήκες που καθορίζουν την προσφορά εργασίας. Για την παραβίαση αυτής της υποχρεώσεως του οφειλέτη δεν προβλέπεται κάποια ειδική κύρωση. Η μη τήρηση της όμως συνεκτιμάται από το δικαστήριο αν υποβληθεί αίτηση για τροποποίηση της ρύθμισης είτε από τον οφειλέτη, που ζητεί μείωση του ποσού των καταβολών λόγω μη ανεύρεσης εργασίας, είτε από δανειστές του, που ζητούν αύξηση αυτού του ποσού επικαλούμενοι ότι ο οφειλέτης κωλυσιεργεί ως προς την ανάληψη εργασίας» Η από δόλο ή από βαριά αμέλεια απόκρυψη μεταβολών των εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της ρύθμισης μπορεί να επιφέρει την έκπτωση του από αυτήν υπό τους όρους του άρθρου 10 παρ. 1. Ακολούθως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 ν. 3869/2010, δεν αποκλείεται η εμφάνιση στην πράξη ακραίων ή εξαιρετικών περιπτώσεων οφειλετών, οι οποίοι έχουν πραγματική αδυναμία καταβολών και ελάχιστου ακόμη ποσού. Τούτο ενδεικτικά μπορεί να συμβεί σε περίπτωση χρόνιας χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη ανεργίας, σοβαρών προβλημάτων υγείας ή άλλου μέλους της οικογένειας του, ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη βιοτικών στοιχειωδών αναγκών ή άλλων λόγων ισοδύναμης βαρύτητας. Σ` αυτές τις περιπτώσεις, δεν τηρείται ο κανόνας που επιβάλλεται με την παρ. 2 αλλά επιτρέπεται στο δικαστήριο να καθορίζει μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές ακόμη καταβολές κατά τη διατύπωση του νόμου (αρθρ. 8 παρ. 5), εφόσον διατυπώνεται σχετικό αίτημα από τον οφειλέτη. Το δικαστήριο προβαίνοντας σε εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ορίζει με την ίδια απόφαση νέα δικάσιμο που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε (5) μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Στη νέα αυτή δικάσιμο είτε επαναλαμβάνει την προηγούμενη απόφαση του είτε προσδιορίζει εκ νέου καταβολές προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αν συντρέχει περίπτωση. Για τη νέα δικάσιμο οι διάδικοι (οφειλέτες-πιστωτές) ενημερώνονται με δική τους επιμέλεια. Δηλαδή από τη διάταξη της §5 του άρθρου 8 του νόμου προκύπτει ότι με τον καθορισμό μηδενικών καταβολών από το δικαστήριο δεν εκκαθαρίζεται «οριστικά» το θέμα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη αλλά αναμένεται παρέλευση (μέχρι) των τεσσάρων (4) ετών και έλεγχος μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάζουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα τυχόν εισοδήματα του, που θα δικαιολογήσουν νέο προσδιορισμό των καταβολών, (βλ. Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, σελ. 138-139). Η αναβολή αυτή και ο ορισμός με την ίδια απόφαση νέας δικάσιμου, δίνει εν τέλει στην εκδιδομένη απόφαση το χαρακτήρα της εν μέρει οριστικής απόφασης, με προσωρινή ισχύ, αφού η έκδοση της οριστικής αποφάσεως, θα είναι αυτή που θα αποφανθεί τελικής για την οριστική ρύθμιση των χρεών. Άλλωστε το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις συνθήκες στα πλαίσια της ανωτέρω διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 ν.3869/2010, αλλά και μέσα στο πνεύμα του νόμου μη εκκαθαρίζοντας «οριστικά» το θέμα της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη αλλά αναμένοντας την παρέλευση (μέχρι) και τεσσάρων (4) ετών ελέγχει μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάζουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα τυχόν εισοδήματα του, με την ανεύρεση της «κατάλληλης» εργασίας που θα δώσει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να σώσει κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα την πρώτη κατοικία του σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου 3869/2010, εφόσον υφίσταται αύτη και ο οφειλέτης να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης της ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο αυτό, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του. Με τον τρόπο αυτό δεν στερούνται αδικαιολόγητα οι πιστωτές από ένα ουσιώδες μελλοντικό εισπρακτικό αποτέλεσμα, αντίθετα με την τελολογία του νόμου. Στην λύση αυτή παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. γ` υποεδ. α` του νόμου, που ορίζει ότι «η ρύθμιση (για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας) μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος». Έτσι, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει μέχρι τετραετή περίοδο χάριτος, για να μη συμπίπτουν οι χρονικές περίοδοι των δύο διαφορετικών κατηγοριών καταβολών, οπότε δεν θα υπάρχει και κίνητρο για τον υπολογισμό των δόσεων της τετραετίας σε ύψος μικρότερο από αυτό που επιτρέπει το υφιστάμενο εισοδηματικό δυναμικό του οφειλέτη. Ο λόγος που ο νομοθέτης δεν διαχώρισε ρητά τις περιόδους αποπληρωμής των δύο αυτών διαφορετικών κατηγοριών, αλλά άφησε στο δικαστή την ευχέρεια αυτή μέσω της περιόδου χάριτος, έγκειται προφανώς στο ότι δεν θέλησε να αποκλείσει το ενδεχόμενο αναζήτησης από τον οφειλέτη έκτακτων πηγών, ανεξάρτητων από το δικό του εισόδημα (λ.χ. οικονομική συνδρομή από συγγενείς), έτσι ώστε ο οφειλέτης να αρχίσει ήδη από την πρώτη τετραετία την προσπάθεια διάσωσης της κύριας κατοικίας του. Τούτο σημαίνει ότι ο οφειλέτης που διαθέτει ακίνητη παρουσία ---δεν μπορεί v` απαλλαχτεί από τα χρέη του οριστικά με μηδενικές καταβολές. Αντιθέτως μόνο εάν αποδειχτεί στο μέλλον ότι λείπουν οποιαδήποτε αρνητικά κωλύματα, η εξαίρεση από την εκποίηση δύναται να επέλθει ως ευνοϊκή μεταχείριση του οφειλέτη, την οποία επιθυμεί ο νόμος. Για την οποιασδήποτε παραβίαση αυτής της υποχρεώσεως του οφειλέτη που άφορα κυρίως το καθήκον του να ανεύρει εργασία δεν προβλέπεται κάποια ειδική κύρωση. Εάν όμως κωλυσιεργεί ως προς την ανάληψη εργασίας η από δόλο ή από βαριά αμέλεια αποκρύψει στο μέλλον μεταβολές των εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων του δεν θα επέλθει μια ευνοϊκή μεταχείριση του οφειλέτη. Οι υπερχρεωμένοι πολίτες που έχουν περιέλθει μη δόλια σε αποδεδειγμένη μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους μπορούν πλέον να ρυθμίσουν με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητες, την εξόφληση ενός μέρους των χρεών τους Ο οφειλέτης που θα υπαχθεί στη διαδικασία αυτή οφείλει επιπλέον να αποδεχθεί και τη ρευστοποίηση της περιουσίας του, δύναται όμως να εξαιρέσει από τη ρευστοποίηση, υπό προϋποθέσεις, την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας την εξόφληση ενός πρόσθετου μέρους των χρεών του που ανέρχεται μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η παρεχόμενη με το άρθρο 9 παρ. 2 ευχέρεια διάσωσης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη δεν ελαττώνει ας εξοφλητικές υποχρεώσεις του τελευταίου ούτε στερεί κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα από τους πιστωτές του, αφού στην ουσία «ο οφειλέτης υποχρεώνεται να εξαγοράσει την εξαίρεση», καταβάλλοντος σε έντοκες δόσεις ένα ποσό που δεν απέχει από το συνήθως προσδοκώμενο από μια αναγκαστική εκποίηση εισπρακτικό αποτέλεσμα. Η εύνοια προς τον οφειλέτη περιορίζεται εδώ στην αντιμετώπιση του σαν αυτός να είχε πάρει δάνειο με ευνοϊκούς (αλλά όχι ασυνήθεις) όρους ως προς τις δόσεις και τη διάρκεια του χρόνου αποπληρωμής. Από τα παραπάνω θα πρέπει να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010 συνεχίζεται από τον νομοθέτη η αναζήτηση λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των πιστωτών και του οφειλέτη και δεν πρόκειται για μια ακραία ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη που να διαταράσσει την τελολογία του όλου νομοθετήματος (βλέπε σχετικά τη μελέτη του, Γ. Δέλιου, Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ Δημοσίευση στο ΧρηΔικ 3/2010 σελ.298). ΕΠΕΙΔΗ με το κρινόμενο δικόγραφο της, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, προς τις πιστώτριες αυτής τράπεζες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, όπως σαφώς συνάγεται από όλο το περιεχόμενο της αίτησης και κατά την εύλογη εκτίμηση του δικογράφου της, ζητά, τη ρύθμιση των χρεών της, από το δικαστήριο, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, με σκοπό την απαλλαγή της απ` αυτά, αιτούμενη και την υπαγωγή της, στην εξαιρετική περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010), με μηδενικές καταβολές και αναστολή των πληρωμών της μέχρι να βρει στο μέλλον εργασία. ΕΠΕΙΔΗ η αίτηση αυτή, εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 ν. 3869/2010).Για το παραδεκτό της δε, α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ` αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. αρθ. 2 ν,3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως από την προκύπτει από την προσκομιζόμενη νομίμως στις 18-4-2011, βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατ` άρθρο 4 παρ.2 περ.α του ν. 3869/2010, της διαμεσολαβήτριας και πληρεξούσιας της αιτούσας δικηγόρου, της αιτούσας, .............(A.M.: 8815), β) η αίτηση κατατέθηκε στις 16-03-2011 ήτοι μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου. 2 παρ. 1 ν. 3869/2010, από τη αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αφού η ημερομηνία της 24-02-2011, που αναφέρεται στη άνω βεβαίωση αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού, αποτελεί προφανώς την ημερομηνία συντάξεως της βεβαιώσεως αυτής, ενώ δεν αμφισβητήθηκε από κανένα πιστωτή ότι η απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού έχει αποτύχει, (βλ. και Ειρ.ΑΘ. 15/2011, προσκομιζόμενη & Δημ. ΝΟΜΟΣ) και τέλος γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτηση της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ` αρθ. 13 παρ. 2 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των Γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και τού Ειρηνοδικείου Αθηνών). Είναι δε, η κρινόμενη αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869/2010, ορισμένη, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού των πιστωτών της, αφού στο δικόγραφο της περιλαμβάνονται όλα τα κατά νόμο (άρθ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010) απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της απούσας ως φυσικού προσώπου που δεν έχει την πτωχευτική ιδιότητα, 2)κατάσταση της περιουσίας της, 3) η κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 3) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, έσιω και με μηδενικές καταβολές, στοιχεία που περιέχονται σ` αυτή (Κρητικός, ρύθμιση ν. 3889/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64- Ανάτυπο σελ. 1477, επιπλέον βλέπε Είρ.θεσ. 5105/05-08-2011 και Ειρ.Λαρ. 106/2011, οίκοθεν) και κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της εν λόγω αίτησης. ΕΠΕΙΔΗ η αίτηση παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση μετά: την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχόντων πιστωτριών κατ` άρθρο 5 παρ.1 ν. 3869/2010 (όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ` αριθμ. 15357/23-3-2011, 15358/23-3-2011 και 15359/23-3-2011 εκθέσεις επίδοσης της δραστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο της Αθήνας Ειρήνης Γκούμα - Κρινά). Η μετέχουσα στη δίκη δεύτερη, καθ` ης-πιστώτρια Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία .........................................", νομίμως εκπροσωπούμενη άσκησε δια του δικογράφου των προτάσεων της κύρια παρέμβαση. Σύμφωνα με τα εκτιθεμένα με τις νομικές σκέψεις της πρώτης παραγράφου στην εισαγωγή, η παρέμβαση αυτή, πρέπει να απορριφθεί, ως ανυπόστατη δικονομικώς και απαράδεκτη, αφού στην εκούσια δικαιοδοσία η κύρια παρέμβαση κατ` άρθρο 752 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ακόμη και ενώπιον του Ειρηνοδικείου, δεν μπορεί να ασκηθεί προφορικά ή με χις προτάσεις, αλλά απαιτείται οπωσδήποτε κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου και τήρηση προδικασίας. Εφόσον δε η διάδικος αυτή, δεν άσκησε το δικαίωμα της με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στην Γραμματεία του οικείου Δικαστηρίου, ώστε να αποκτήσει δικονομική υπόσταση το ασκούμενο δικαίωμα της, η κύρια παρέμβαση της είναι ανυπόστατη δικονομικά. Άλλωστε ακόμη και αν χαρακτηριστεί κατ` εκτίμηση, από το Δικαστήριο η δια των προτάσεων ασκηθείσα παρέμβαση ως «πρόσθετη παρέμβαση», η άνω παρεμβαίνουσα δεύτερη των καθ` ων πιστώτρια Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, εντασσόμενη στην κατηγορία των εκ του νόμου διαδίκων (αρθρ. 5 πα. 1 του ν. 3869/2010) κατέστη διάδικος με μόνη τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κατ` άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, κλήτευση της και έτσι έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη αυτή της γνήσιες υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας. Επομένως, σύμφωνα και με τα εκτιθεμένα εισαγωγικά στις νομικές σκέψεις της πρώτης παραγράφου η παρέμβαση και στην περίπτωση αυτή, πρέπει να απορριφθεί, λόγω δικονομικού απαραδέκτου, αφού η δεύτερη των καθ` ων πιστώτρια Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία δεν είναι τρίτος. Είναι δε περαιτέρω η αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8 και 9 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 του ν. 3996/2011 και το αρθρ. 20 του ν. 4019/2011 και πρέπει να εξεταστεί παρακάτω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτριών της, δεδομένου ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών της από την πλειοψηφία αυτών και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα ενώ οι ενστάσεις και οι ισχυρισμοί που υπέβαλαν άπασες οι καθ` ων η αίτηση και οι οποίες αφορούν το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης, θα συνεξεταστούν για τη βασιμότητα τους, παρακάτω μαζί με τα λοιπά πραγματικά περιστατικά. ΕΠΕΙΔΗ από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης (θυγατέρας της αιτούσας), η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και της οποίας η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης, τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται η αιτούσα καθώς οι παριστάμενες καθ` ων Τράπεζες, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την, αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, αρ. 744 ΚΠολΔ), και την έπ` ακροατηρίου προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: ΕΠΕΙΔΗ η αιτούσα........................του .................... και της......................, κάτοικος Θεσσαλονίκης, που έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το έτος 1960, είναι διαζευγμένη χωρίς να λαμβάνει οποιουδήποτε είδους διατροφή, έχει δε δύο ενήλικα και έγγαμα τέκνα. Ζει μόνη της, στο επί της οδού ..................................διαμέρισμα, το οποίο είναι το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Η ίδια στερείται πτωχευτικής ικανότητας, αφού δεν έχει εμπορική ιδιότητα και έχει περιέλθει χωρίς δική της υπαιτιότητα, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών της λόγω υπερχρέωσης, αφού είναι άνεργη ήδη από τον μήνα Μάρτιο του 2010.Τα δε ενήλικα τέκνα της, λόγω δικών τους οικονομικών δυσχερειών, δεν έχουν σήμερα, τη δυνατότητα να τη συνδράμουν οικονομικά πάρα σε ελάχιστο βαθμό, ήτοι να της παρέχουν περίπου 100 ευρώ, το μήνα έκαστο, προκειμένου να καλύψει τα εντελώς βασικά της έξοδα. Όπως αποδείχτηκε η αιτούσα εργαζόταν ως μέντιουμ μέχρι και την 8/3/2010, οπότε και προέβη σε διακοπή της εργασίας της από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, το οποίο τη διέγραψε την 17/3/2010. Από τότε είναι άνεργη, διαθέτει και κάρτα ανεργίας από τον Ο.Α.Ε.Δ. με ημερομηνία εγγραφής της 11-05- 2010 (βλ. Κάρτα ανεργίας του ΟΑΕΔ με τελευταία θεώρηση την 10/1/2011 και επόμενη την 10/5/2011)και δεν λαμβάνει κάποιο επίδομα, επειδή προέρχεται από τον κλάδο των ελεύθερων επαγγελματιών. Επομένως σήμερα η αιτούσα, δεν διαθέτει κανένα προσωπικό εισόδημα και παραμένει άνεργη, λόγω και του γεγονότος ότι είναι δύσκολη η ανεύρεση εργασίας, εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας στην τρέχουσα περίοδο, η οποία πλήττει και την απασχόληση αλλά επιπρόσθετα, επειδή η ηλικία και το φύλλο της, (είναι σήμερα δί ετών), περιορίζει τις δυνατότητες της για ανεύρεση εργασίας, αφού τα στατιστικά για τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών στην πόλη της Θεσσαλονίκης είναι από τα μεγαλύτερα. Το επάγγελμα του μέντιουμ, που ασκούσε μέχρι και την 8/3/2010, το εγκατέλειψε, αφού κατά τους ισχυρισμούς της, αλλά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο), δεν είναι δυνατό να της αποφέρει πλέον εισόδημα, καθώς οι υπηρεσίες που παρέχονται με αυτό δεν αφορούν στην ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών ενός μέσου πολίτη αλλά αφορούν στην επίλυση προβλημάτων κάποιου εξειδικευμένου κοινού. Ομως μεσούσης της οικονομικής κρίσης είναι βέβαιο ότι και το κοινό της αυτό, θα φροντίσει να ικανοποιήσει πρώτα τις άμεσες βιοτικές του ανάγκες, είναι αμφίβολο δε εάν του απομένουν χρήματα για να προσφύγει στις συμβουλευτικές υπηρεσίες ενός Μέντιουμ. Όπως προκύπτει άλλωστε από τα εκκαθαριστικά της Ε ` Οικονομικής Εφορίας Θεσσαλονίκης των οικονομικών ετών 2007 έως και 2009 (αρ. δηλώσεων 9614, 1882 και 14419), τα έσοδα της από εμπορικές επιχειρήσεις ήταν ελάχιστα και η εξακολούθηση εκ μέρους της, άσκησης του ελεύθερου επαγγέλματος του «ΜΕΝΤΙΟΥΜ», ήταν ασύμφορη. Τα ελάχιστα δε αυτά εισοδήματα, δεν εξακολουθούν να υφίστανται σήμερα, μετά και την διακοπή των εργασιών της στην Ε` Οικονομική Εφορία Θεσσαλονίκης (βλ σχ. Βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία της Ε` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, το από 16/3/2010, με αρ. δήλωσης 107 Πιστοποιητικό διαγραφής του επαγγελματικού επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και την από 17/3/2010, με αρ. πρωτ. 347580 Απόφαση διαγραφής από τα μητρώα του Ο.Α.Ε.Ε.). Οι προς ρύθμιση χρηματικές οφειλές της αποδείχτηκε ότι δεν έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος, πριν από την υποβολή της υπό κρίση αίτησης, ενώ με τα μικρά της εισοδήματα και πιθανώς και με την βοήθεια των τέκνων της (οι οικονομικές συγκυρίες ήταν ευνοϊκότερες τότε), εξυπηρετούσε κανονικά τότε τις δανειακές υποχρεώσεις της, που ήταν περίπου 500 ευρω το μήνα (σε σύνολο τοκοχρεολυτικών δόσεων και τόκων), έως και τις αρχές του έτους 2010. Έκτοτε βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση εργασίας, οποιουδήποτε είδους, προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό της και να εξοφλήσει τους πιστωτές της. ΕΠΕΙΔΗ το εκτιμώμενο ελάχιστο μηνιαίο κόστος διαβίωσης της αιτούσας, που ζει μόνη της στο επί της οδού ..........................................ιδιόκτητο διαμέρισμα της, πρέπει να ανέρχεται σήμερα κατά την εύλογη εκτίμηση του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να έχει μια αξιοπρεπή ζωή στην Ελλάδα, περίπου στο ποσό των 570 ευρώ μηνιαίως, για διατροφή, ένδυση, καθώς και θέρμανση ΔΕΗ, νερό κλπ), ποσό που βρίσκεται σε επίπεδα, σίγουρα κατώτερα του επισήμου Ευρωπαϊκού ορίου της φτώχιας, και περίπου από χα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (συγκεκριμένα στο ποσό των 6.900 ευρώ). Όπως δε αποδείχθηκε, ούτε το ποσό αυτό δεν διαθέτει η αιτούσα, η δε διαβίωση της βρίσκεται σε επίπεδα πολύ κατώτερα του, εκτιμώμενου για τη σημερινή κατάσταση διαβίωσης στη Ελλάδα, απαραίτητου ποσού, ενώ αδυνατεί να έχει μια φυσιολογική ζωή, όπου θα καλύπτονται οι βασικές έστω ανάγκες της. Η ακραία οικονομική ανάγκη στη οποία βρέθηκε κατά τους τελευταίους 18 μήνες η αιτούσα, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις 12-8-2010, πώλησε κοσμήματα της αξίας 565,66 ευρώ, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της (βλ. προσκομιζόμενο μετ` επικλήσεως με αρ. 1077/12-8-2010 τιμολόγιο του ενεχυροδανειστηρίου, «....................................». Επίσης, το γεγονός της πολύ κακής οικονομικής καταστάσεως της αιτούσας, προκύπτει και από τo γεγονός, ότι η κίνηση στην δουλειά της, σημείωνε σημαντική πτώση και ήταν πολύ δύσκολο να πληρώνει και τις εισφορές της στο ΤΕΒΕ, όπου ήταν ασφαλισμένη, η οφειλή της δε, έφτασε στις 19/4/2010, να ανέρχεται στο ποσό των 5.648,88 ευρώ, οφειλή η οποία ) εξακολουθεί να υφίσταται και πρέπει να αποπληρωθεί, η οποία όμως εξαιρείται των ρυθμίσεων του εφαρμοζομένου νόμου. Η αιτούσα άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι έχει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο στο όνομα της, εκτός από την ιδιόκτητη κύρια κατοικία της, ότι δηλαδή δεν είναι ιδιοκτήτρια άλλων ακινήτων και δεν έχει κινητή περιουσία όπως καταθέσεις, οχήματα, μετοχές, μερίσματα και άλλα κινητά αξίας, ζει δε με την αποκλειστική η βοήθεια των ενηλίκων τέκνων της. Από τα παραπάνω προκύπτει η μόνιμη αδυναμία της σήμερα να αντεπεξέλθει στο σύνολο των οφειλών της προς τους πιστωτές της, συντρέχουν δε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας και έχει ήδη περιέλθει ανυπαιτίως σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, πρέπει δε να απορριφθούν όλοι οι αντίθετοι περί αυτού ισχυρισμοί των καθ` ων η αίτηση-πιστωτών της. ΕΠΕΙΔΗ τα χρέη της αιτούσας προς τους δανειστές της - (καθ` ων Τράπεζες), την επιβάρυναν με υψηλά επιτόκια, αφού είναι πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια, που σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων της, επιδείνωσαν περαιτέρω την οικονομική της κατάσταση και κατέστησαν εντέλει αδύνατη την εξυπηρέτηση των οφειλών της, με αποτέλεσμα να περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. ΕΠΕΙΔΗ ακόλουθα, αποδείχθηκε ότι οι συνολικές οφειλές της αιτούσας ανέρχονται αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις σχετικές βεβαιώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την επωνυμίες ".............................*, στο συνολικό ποσό των 18.228,62 ευρώ και συγκεκριμένα: α) προς την πρώτη Τράπεζα με την επωνυμία "......................" οφείλει συνολικά το ποσό των 13.042,98 ευρώ, σύμφωνα με την από 23-12-2010 ενημέρωση που της χορήγησε η ίδια και η οφειλή της αυτή προέρχεται από τις εξής συμβάσεις: 1) την με αριθμό......................σύμβαση καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.880,91 €, 2) τη με αριθμό .........................σύμβαση πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.566,44 € και 3) τη με αριθμό.................σύμβαση πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο ποσό των 4.595,63 €, β) προς την δεύτερη των καθ` ων Τράπεζα με την επωνυμία.....................", οφείλει συνολικά το ποσό 2.523,54 ευρώ, σύμφωνα με την από 22/12/2010 ενημέρωση που της χορήγησε η ίδια, η οποία προέρχεται 1) από την με αριθμό........................ σύμβαση πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.307,18 € και 2) από την με αριθμό ....................σύμβαση πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.216,36 €, ενώ το ύψος των οφειλών της αιτούσας προς την Τράπεζα, ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 2.651,56 ευρώ, ποσό το οποίο προέκυψε νόμιμα (σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3869/2010) από τον εκτοκισμό μέχρι την 23.03.2011 (ημερομηνία επίδοσης της αίτησης στην Τράπεζα μας) των οφειλών της αιτούσας από τις πιο πάνω δύο (2) πιστωτικές κάρτες, γ) προς την τρίτη Τράπεζα με την επωνυμία «.......................ΕΤΑΙΡΙΑ», οφείλει συνολικά το ποσό των 2.662,10 ευρώ, σύμφωνα με την από 22/12/2010 ενημέρωση οφειλών που της χορήγησε η Ιδια, η οποία προέρχεται από την υπ` αριθμό ................................. σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης και η οφειλή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.662,10 ευρώ. Τα ανωτέρω δάνεια καταγγέλθηκαν και μεταφέρθηκαν τα ανεξόφλητα ποσά σε οριστική καθυστέρηση ως ληξιπρόθεσμα. Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί αναλυτικά ανωτέρω, το σύνολο των οφειλών της αιτούσας προς τις τράπεζες, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 18.228, 62 ευρώ (13.042,98 + 2.523,54 + 2.662,10*= 18.228,62€), με συνέπεια οι μηνιαίες δόσεις τις οποίες οφείλει προς τα ανωτέρω πιστωτικά ιδρύμαχα, να ανέρχονται στο ποοό των 450,00 ευρώ περίπου το μήνα. Εξάλλου, δεδομένης της σημερινής δεινής της κατάστασης της αιτούσας, -αφού ως άνεργη αδυνατεί σήμερα να έχει μια φυσιολογική ζωή, όπου θα καλύπτονται οι βασικές βιοτικές ανάγκες-, αλλά και του αιτήματος της, να καταβάλλει στο μέλλον ένα εύλογο ποσό μηνιαίως για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας της, με βάση τα προλεχθέντα στην δεύτερη παράγραφο της εισαγωγικής νομικής σκέψης, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 ν. 3869/2010, καθώς αποδείχθηκε ότι συντρέχει το εξαιρετικό της περιπτώσεως, αφού σήμερα έχει πραγματική αδυναμία καταβολών και ελάχιστου ακόμη ποσού, λόγω ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη βιοτικών στοιχειωδών αναγκών της. ΕΠΕΙΔΗ στο εντεύθεν χρονικό διάστημα των επόμενων μηνών δεν είναι δυνατόν να διαγνωστεί από το Δικαστήριο, εάν η αιτούσα θα βρει κάποια εργασία (έστω και μερική απασχόληση) για να διαθρέψει τον εαυτό της, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος της δρομολογούμενης οτο άμεσο μέλλον περαιτέρω μείωσης επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών και στην απασχόληση σχον ιδιωτικό τομέα, λόγω της έλλειψης αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων πολιτών. Το άμεσο οικονομικό μέλλον της αιτούσας προβλέπεται ιδιαίτερα δυσχερές, λόγω και των ήδη ελαχίστων οικονομικών της δυνατοτήτων, σε συσχετισμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας σαφές, καθώς σήμερα χαίρει της βοήθειας συγγενών της για να επιβιώνει, όπως άλλωστε τεκμαίρεται και από την κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως. Αλλωστε, αποδείχθηκε πλήρως, ότι η αιτούσα σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, για τα οποία δεν υπάρχει εμπράγματη ασφάλεια και θεωρούνται, κατά πλάσμα του νόμου, σύμφωνα με το αρθ. 6 παρ. 3 ν. 3869/10, με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα, υπολογίζονται δε με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο αυτό (βλ, σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 99), ενώ το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις ενημερώσεις που χορήγησαν οι ίδιες οι καθ` ων στην αιτούσα, στις 22 και 23/12/2010, αφού παρέλειψαν να ενημερώσουν το Δικαστήριο για το υπόλοιπο των οφειλόμενων τόκων εις και τις 23-3-2011, ήμερα κοινοποίησης της αίτησης, αν και κλήθηκαν προς τούτο. ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και λόγω του ότι η παραπάνω οικονομική κατάσταση της αιτούσας κρίνεται ως προσωρινή, καθότι δεν είναι δυνατόν να διαγνωστεί ο χρόνος που θα βρίσκεται στην αυτή οικονομική κατάσταση, πρέπει για το λόγο αυτό το Δικαστήριο, προσδιορίζοντας με την παρούσα, μηδενικές μηνιαίες καταβολές στην καθ` ης, να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως και να ορίσει νέα δικάσιμο, όχι νωρίτερα από (11) έντεκα μήνες, για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών της, θεωρώντας ότι εντός του χρονικού αυτού διαστήματος μέχρι την νέα δικάσιμο που θα οριστεί με το διατακτικό της παρούσας, θα έχει αλλάξει η οικονομική κατάσταση της. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 8 παρ. 5 ν. 3869/2010, αλλά σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην εισαγωγική νομική σκέψη (στη δεύτερη παράγραφο), με την φροντίδα της πρέπει να βρει μέχρι την οριζόμενη διά του διατακτικού, μια εργασία που θα της δίνει το δικαίωμα να ζει με αξιοπρέπεια και να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της, του οποίου μάλιστα η αξία είναι περίπου τριπλάσια του συνολικού χρέους της, αφού αναφέρει ως εμπορική αξία του ακινήτου της το ποσό 80.000,00€ και πρόκειται για ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο οικοδομής, με εμβαδόν μικτό 68,11 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και τους κοινοχρήστους χώρους της οικοδομής 92/1000 εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης, επί της οδού.................στη περιοχή Κάτω Τούμπα, το οποίο έχει στην πλήρη κυριότητα της η αιτούσα. ΕΠΕΙΔΗ το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να εκκαθαρίσει «οριστικά» το θέμα της απαλλαγής του οφειλέτριας - αιτούσας από τα χρέη της, αλλά αναμένει παρέλευση (11) έντεκα μηνών για να ελέγξει μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάξουν τα περιουσιακά στοιχεία της και τα τυχόν εισοδήματα της και θα βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική της κατάσταση, που θα δικαιολογήσουν νέο προσδιορισμό των καταβολών της προς τους πιστωτές της, και αφού στην ουσία η οφειλέτρια μελλοντικά υποχρεώνεται «να εξαγοράσει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας της». Κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ` ουσία και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας, με την προσωρινή αναστολή των πληρωμών των οφειλών της προς τις καθ` ων η αίτηση-πιστώτριες τραπεζικές εταιρίες, άλλως με την προσωρινή ρύθμιση τους με μηδενικές καταβολές, σύμφωνα και με το σχέδιο διευθέτησης της αιτούσας, αλλά και το αίτημα της για εξαίρεση της πρώτης κατοικίας της, και όπως ακολουθεί στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αίτηση. ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας, προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές. ΟΡΙΖΕΙ νέα δικάσιμο, για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών της αιτούσας, την 12η Νοεμβρίου του έτους 2012, στις 11 π.μ. και στην αίθουσα 71 του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου και συνεδριάζει το Δικαστήριο.
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.