Άκυρος γάμος (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1412/2011)
[...] Με το άρθρο 559 αριθμ. 1, 9γ, 10, 11β-γ και 19 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντιστοίχως, λόγοι αναιρέσεως: αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αν το δικαστήριο άφησε αίτημα αδίκαστο, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψιν αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψιν αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 131 ΑΚ: «Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο … βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του». Κατά δε το άρθρο 1372 παρ. 1α ΑΚ: «Άκυρος είναι μόνον ο γάμος που έγινε κατά παράβαση των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360» ενώ κατά το άρθρο 1350 εδ. α’ ΑΚ: «Για την σύναψη γάμου απαιτείται συμφωνία των μελλονύμφων». Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: «O υιός της πρώτης ενάγουσας Δ. Κ., στις 14 Οκτωβρίου 2004 τέλεσε νόμιμο γάμο με την εναγομένη, που ιερολογήθηκε κατά τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον ιερέα Θ. Μ., εφημέριο του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου του Δημ. Διαμ/τος … Δήμου … . Στις 5 Δεκεμβρίου όμως του ίδιου έτους ο ανωτέρω απεβίωσε στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Αθηνών “ο Άγιος Σάββας”, χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, σε ηλικία 61 ετών από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονος. Η διάγνωση του καρκίνου είχε γίνει όταν αυτός νοσηλεύθηκε δύο φορές στο Γ.Ν.Ν.Θ. “Η ΣΩΤΗΡΙΑ” και συγκεκριμένα από 27.8.2004 έως 4.9.2004 και από 14.9.2004 έως 4.10.2004. Κατά τη διάρκεια της 2ης νοσηλείας παραπέμφθηκε από το Νοσοκομείο αυτό στο άνω Νοσοκομείο για να υποβληθεί σε ολοκρανιακή ακτινοθεραπεία λόγω εγκεφαλικών μεταστάσεων. Πράγματι υπεβλήθη σε ακτινοθεραπεία ως εξωτερικός ασθενής από 24.9 έως 30.9.2004, καθημερινά δε ελάμβανε κλάσματα 2 x 200 cGy και συνολικά 2000 cGy, ενώ του συστήθηκε στις 2.10.2004 να συνεχίσει με χημειοθεραπεία στο τμήμα βραχείας νοσηλείας. Στις 10.11.2004 εισήλθε εκτάκτως λόγω εμέτων και αφυδατώσεως στο Β’ Παθολογικό -Ογκολογικό τμήμα του ίδιου Νοσοκομείου, αλλά η υποστηρικτική αγωγή που ακολουθήθηκε δεν επέφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, εφόσον η κατάστασή του επιδεινώθηκε λόγω προόδου των εγκεφαλικών μεταστάσεων με έντονα τα συγχυτικά φαινόμενα και μειωμένη αντίληψη, όπως διαπιστώθηκε και από ψυχίατρο που τον εξέτασε εκεί στις 15.11.2004. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, όχι μόνο κατά τον ανωτέρω χρόνο, αλλά και κατά τον χρόνο που ο υιός και αδελφός τους, αντίστοιχα, δήλωνε τη συγκατάθεσή του για το γάμο του με την εναγομένη (δηλ. στις 14.10.2004) αυτός δεν είχε συνείδηση των πραττομένων, αφού λόγω συγχύσεως αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της επιχειρούμενης από αυτόν δικαιοπραξίας (ΑΚ 1359) και τις συνέπιες που απορρέουν από αυτήν. Ωστόσο αυτές, που έχουν και το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν τη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού, που αποτελεί και το υπόβαθρο της αγωγής. Αντίθετα, από το σύνολο των προσκομισθεισών αποδείξεων αποδείχθηκε ότι η νοητική κατάσταση του ήδη αποβιώσαντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν καλή. Συγκεκριμένα ελέχθη ήδη, αφ’ ενός ότι κατά τη χρονική περίοδο τελέσεως του γάμου του αυτός υποβαλλόταν περιοδικά σε χημειοθεραπεία στο τμήμα νοσηλείας του πιο πάνω Νοσοκομείου, αλλά μετά την ολοκλήρωση κάθε φορά της ολιγόωρης θεραπείας επέστρεφε στην οικία του στην …. Συνάγεται λοιπόν ότι η κατάστασή του ήταν τέτοια που επέτρεπε τη βραχεία νοσηλεία -χωρίς διανυκτέρευση- στο Νοσοκομείο, ενώ η επιδείνωση της υγείας, εξαιτίας της οποίας -όπως ελέχθη- έγινε η εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, συνέβη τέσσερις (4) περίπου εβδομάδες μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία, δηλ. πολύ αργότερα. Αφ’ ετέρου δεν προέκυψε ότι η λήψη των ισχυρών φαρμάκων κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας μείωνε την ικανότητα αντιλήψεώς του. Άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 336 παρ. 4), ούτε τα συγκεκριμένα φάρμακα της χημειοθεραπείας (Carboplatin, Taxol κλπ) ούτε αυτά που χορηγούνται μετά τη λήψη αυτών, προκειμένου να ελαττώσουν τις δυσάρεστες ή επώδυνες σωματικές επιδράσεις που επέρχονται από την εν λόγω θεραπεία (π.χ. ναυτία, έμετος κ.λπ.), προκαλούν με οποιοδήποτε τρόπο στέρηση ή μείωση της ικανότητας νοητικής αντιλήψεως και κρίσεως. Τα δε προσκομιζόμενα αποσπάσματα ιατρικών συγγραμμάτων, που ομιλούν για συμπτωματολογία του μεταστατικού καρκίνου (μεταξύ άλλων και σύγχυση ή διαταραχή συμπεριφοράς), λόγω της γενικότητας αυτών, δεν οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα. Το ότι ο μετέπειτα θανών είχε κατά το επίδικο χρόνο συνείδηση των πραττομένων συνάγεται αβίαστα και από το ότι ήδη από πολλού χρόνου είχε προγραμματίσει την τέλεση γάμου με την εναγομένη, με την οποία μάλιστα συνοικούσαν από το τέλος του έτος 2002 σε μισθωμένη οικία στην …, ιδιοκτησίας του συγγενούς του Ι. Α.. Τούτο προκύπτει, εκτός των μαρτυρικών καταθέσεων, και από το από 20.1.2004 πιστοποιητικό αγαμίας της εναγομένης που εκδόθηκε από την Ι. Μητρόπολη Πειραιώς και το οποίο καταδεικνύει τη βούληση αμφοτέρων για την τέλεση του γάμου, καταρρίπτοντας τον αγωγικό ισχυρισμό περί ανυπαρξίας σοβαρού δεσμού μεταξύ αυτής και του Δ.Κ., που θα μπορούσε να απολήξει σε γάμο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ναι μεν η ισχύς αυτού του πιστοποιητικού είναι εξάμηνη (δηλ. μέχρι 20.7.2007) και συνεπώς αυτό είχε λήξει κατά τον επίδικο χρόνο, όμως η άδεια γάμου εκδόθηκε με βάση νεώτερο όμοιο πιστοποιητικό, το οποίο και προσαρτήθηκε σ’ αυτή ως απαραίτητο δικαιολογητικό, όπως η εναγομένη βάσιμα υποστηρίζει. Συναφώς προς αυτό παρατηρείται, ότι ο ανωτέρω ένα περίπου μήνα πριν από το γάμο (στις 10.9.2004) προέβη μαζί με την εναγομένη σε έγγραφη δήλωση προσδιορισμού του επωνύμου των τέκνων που τυχόν θα γεννιόταν από τον επικείμενο γάμο τους, πράγμα που ενισχύει το προαναφερόμενο συμπέρασμα, ότι δηλ. είχε προαποφασιστεί πριν ο θανών νοσήσει και δεν αποτέλεσε αιφνίδιο γεγονός, στο οποίο ο θανών “παρασύρθηκε” δήθεν από την εναγομένη, αντίθετα με όσα οι ενάγουσες ισχυρίζονται, επιχειρώντας ανεπιτυχώς να αποδώσουν στην εναγομένη σκοπό καρπώσεως περιουσιακού οφέλους. Είναι βέβαια αληθές ότι η δυσάρεστη εξέλιξη της υγείας του ίδιου [με σχετικά ταχύ ρυθμό] ανέτρεψε τα όποια σχέδιά τους για τέλεση του γάμου με την τήρηση των σχετικών συνηθειών που επικρατούν στην τοπική κοινωνία. Έτσι, χωρίς να παραβλέπεται η τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων (δημοσίευση προαγγελίας, έκδοση άδειες γάμου από τον οικείο Μητροπολίτη κ.λπ.), ο γάμος, αντί να τελεστεί σε ιερό ναό ημέρα Κυριακή ή έστω τις βραδινές ώρες του Σαββάτου, τελέστηκε στην προαναφερόμενη οικία στην … ημέρα Πέμπτη και ώρα 10η πρωινή με την παρουσία της Π. Α., ανεψιάς του θανόντος και θυγατέρας της 4ης ενάγουσας, ως παρανύμφου. Η παρατηρηθείσα κατά το γάμο απουσία των εναγουσών, όλων στενών συγγενών του θανόντος, αν και καθ’ εαυτή δεν είναι ικανή να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως αυτού … δεν οφειλόταν σε παρεμπόδιση του θανόντος εκ μέρους της εναγομένης να τους καλέσει, αλλά καθαρά σε δική τους θέληση, δεδομένου ότι αυτές, όπως δήλωσαν στον τελέσαντα τον γάμο ιερέα, απλά δεν επιθυμούσαν να γίνει ο γάμος αυτός. Αντίθετα, είναι κατανοητό ότι η μετάβαση του Δ.Κ. στο ιερό ναό και η τέλεση εκεί του μυστηρίου του γάμου, την περίοδο που έγινε, θα αποτελούσε μια επιπλέον σωματική αλλά και ψυχική καταπόνηση, λόγω της δημοσιότητας που θα ελάμβανε το γεγονός, την οποία ούτε ο ίδιος επιθυμούσε ούτε η κατάσταση της υγείας του τη στιγμή εκείνη επέτρεπε. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ο γάμος του με την εναγομένη κρίνεται έγκυρος, διότι κατά την τέλεσή του ο ίδιος, έχοντας συνείδηση των πραττομένων, δηλ. έλλογη κρίση και αντίληψη της σημασίας και των εννόμων συνεπειών των πράξεών του, προέβη εγκύρως στην απαιτούμενη από την πλευρά του κατά το νόμο δήλωση συναινέσεως (ΑΚ 1350 παρ. 1), ώστε ο ιερέας να ιερολογήσει το γάμο». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέβαλε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές διατυπώσεις αιτιολογίες σχετικά με την ουσιαστική αβασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού των αναιρεσειουσών, ότι ο θανών την 5 Δεκεμβρίου 2004 συγγενής τους Δ.Κ. βρισκόταν, κατά την τέλεση του γάμου του με τον αναιρεσίβλητο στις 14 Οκτωβρίου 2004 και την δήλωση της προς τούτο βουλήσεώς του, σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος (εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 και 1 ΚΠολΔ) με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, αφού -υπό τα εκτεθέντα- είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, που όντως εφαρμόσθηκαν χωρίς να παραβιασθούν είτε πλαγίως, είτε ευθέως. Αβάσιμος είναι επίσης ο δεύτερος λόγος (εκ του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ), σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψιν τα έγγραφα (πιστοποιητικά νοσοκομείων και κατάλογο φαρμακευτικής αγωγής) που οι αναιρεσείουσες είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί για την απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού τους. Τούτο δε, διότι από την διαλαμβανόμενη στην απόφαση βεβαίωση του Δικαστηρίου, ότι για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψιν (και) «όλα τα έγγραφα», σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο συνεξετίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα. Περαιτέρω, ο τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως (εκ του άρθρου 559 αρ. 11β, 9 και 10 ΚΠολΔ, αντιστοίχως) προβάλλονται απαραδέκτως, διότι: α) Με τον τρίτο λόγο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψιν έγγραφο, και δη πιστοποιητικό αγαμίας του Δ. Κ., (το οποίο φέρεται ότι είχε υποβληθεί αρμοδίως για την έκδοση αδείας γάμου), χωρίς να αναφέρεται ότι οι αναιρεσείουσες είχαν υποστηρίξει είτε ότι το ανωτέρω πρόσωπο δεν ήταν όντως άγαμο, είτε ότι η εκδοθείσα άδεια γάμου αυτού ήταν άκυρη, οπότε και μόνον θα ασκούσε επιρροή στην έκβαση της δίκης η εκτίμηση εγγράφου με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. β) Με τον τέταρτο λόγο υποστηρίζεται, ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημα των αναιρεσειουσών να διαταχθεί η προσκόμιση «πιστοποιητικού νοσηλείας εισαγωγής του ασθενούς σε Νοσοκομείο για τον κρίσιμο χρόνο μετά την 24.9.2004 και προ της τελέσεως του γάμου (14.10.2004) χρόνο», χωρίς να καθορίζεται η ταυτότητα του επίμαχου «πιστοποιητικού», αλλά και χωρίς να είναι σαφές αν υπάρχει πράγματι τέτοιο, έγγραφο. γ) Με τον πέμπτο λόγο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι δεν «διέταξε αποδείξεις, οι οποίες έπρεπε να διαταχθούν», ενώ δεν προβλέπεται (πλέον) ούτε υποχρέωση των ουσιαστικών δικαστηρίων να διατάσσουν αποδείξεις, ούτε σχετικός αναιρετικός λόγος. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. [...]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.