Επίδοση στους έχοντες τη διαμονή ή την έδρα τους στο εξωτερικό - Γαμικές διαφορές - Δικαιοδοσία Ελληνικών δικαστηρίων (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 223/2012)
Περίληψη: Επίδοση στους έχοντες τη διαμονή ή την έδρα τους στο εξωτερικό κατά την ΚΠολΔ 137. Η Σύμβαση της Χάγης της 15 Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι γαμικές διαφορές δεν καταργεί ούτε αποκλείει τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν. Προβλεπόμενοι από τη Σύμβαση αυτή, τρόποι επιδόσεως. Επίδοση στη Φλόριντα των ΗΠΑ της έφεσης του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 137 ΚΠολΔ και κατά τις διατυπώσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας της Φλόριντα. Μη εμφάνιση της εφεσιβλήτου κατά τη δικάσιμο, ούτε εκπροσώπησή της από πληρεξούσιο δικηγόρο. Εκδίκαση της έφεσης σαν να ήταν αυτή παρούσα. Γαμικές διαφορές. Δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Προϋποθέσεις. Η αγωγή διαζυγίου μεταξύ διαδίκων, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον είναι Έλληνας ή είναι αμφότεροι Έλληνες, με γνωστή κατοικία του εναγομένου στην αλλοδαπή και τελευταία κοινή διαμονή των συζύγων στην αλλοδαπή, υπάγεται, ελλείψει αρμοδίου κατά τόπον δικαστηρίου από τα άρθρα 22, 23 και 39 ΚΠολΔ, στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
[...] Κατά το άρθρο 137 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 του ιδiου Κώδικα, και στις ειδικές διαδικασίες, «η επίδοση σε εκείνους που έχουν τη διαμονή ή την έδρα τους στο εξωτερικό μπορεί να γίνει και με τις διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου, από τα όργανα που αυτός ορίζει». Επομένως, κατά το εσωτερικό Ελληνικό Δίκαιο η επίδοση στον Εισαγγελέα (134, 136 παρ. 1 ΚΠολΔ) δεν αποτελεί τον μόνο τρόπο επιδόσεως εγγράφων σε πρόσωπα, που διαμένουν στο εξωτερικό, αλλά παράλληλα αναγνωρίζεται ρητά και η διαδικασία επιδόσεως, που θεσπίζεται από το δίκαιο του τόπου της επιδόσεως. Η διάταξη αυτή εξειδικεύει τη γενικότερη αρχή του δικονομικού διεθνούς δικαίου, κατά την οποία η αλλοδαπή lex fori διέπει το κύρος διαδικαστικών πράξεων που έλαβαν χώρα στην περιοχή της χωρικής εφαρμογής της. Έτσι ο επισπεύδων την επίδοση έχει την ευχέρεια, κατά την υπόψη διάταξη, να επιλέξει τον προβλεπόμενο απ’ αυτήν τρόπο επίδοσης, και όχι την κατ’ άρθρο 134 προβλεπομένη διαδικασία, για την αποφυγή των πολύπλοκων διατυπώσεων του ημεδαπού δικαίου και συνακόλουθα την εξασφάλιση της ταχείας επίδοσης. Περαιτέρω, η σύμβαση της Χάγης της 15 Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι γαμικές διαφορές, η οποία κυρώθηκε και ισχύει τόσο στην Ελλάδα (Ν 1334/1983 ) όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει ως σκοπούς αφενός μεν τη διευκόλυνση της επιδόσεως εγγραφών στο εξωτερικό με τον ορισμό από κάθε κράτος μιας κεντρικής αρχής που αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδίδει έγγραφα προερχόμενα από ξένα κράτη (αρ. 2) και αφετέρου την εξασφάλιση της περιέλευσης τωv εγγράφων στον παραλήπτη τους, δεν καταργεί ούτε αποκλείει τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν. Ειδικότερα η σύμβαση αυτή ακολουθώντας τη βασική αρχή του διεθνούς δικονομικού δικαίου ότι ο τρόπος επιδόσεως διέπεται από το δίκαιο του τόπου της επιδόσεως, προβλέπει ότι επίδοση σε ξένο κράτος μπορεί να γίνει, εκτός από την κεντρική αρχή και από 1) διπλωματικές ή προξενικές αρχές (αρ. 8, 9), 2) ταχυδρομικώς (αρ. 10α), 3) από αρμόδια πρόσωπα του τόπου επιδόσεως (αρ. 10β και γ) και 4) από άλλες αρχές υποδεικνυόμενες για το σκοπό αυτό από το κράτος προορισμού, ενώ προβλέπει ρητά (αρθ. 19) ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν εγκύρως όλοι οι τρόποι επιδόσεως που επιτρέπονται από το δίκαιο του κράτους προορισμού για έγγραφα που προέρχονται από το εξωτερικό και επιδίδονται στο έδαφος του κράτους προορισμού (βλ. γνωμ. Κεραμέως - Κοζύρη ΕΔ 1989,1291, γνωμ. Αρβανιτάκη Αρμ 1999,620, ΑΠ 1566/2010, 1223/2009, ΕφΑθ 3559/1995 ). Όπως προκύπτει από την, υπό του εκκαλούντος επικαλούμενη και προσκομιζόμενη σε μετάφραση, από 8.9.2011 Ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου της Φλόριντα των ΗΠΑ Μ. Ρ. ενώπιον της συμβολαιογράφου της πολιτείας αυτής Μ. Ρ., ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε στην εφεσίβλητη με επιμέλεια του επισπεύδοντος την έφεση εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 137 ΚΠολΔ, και κατά τις διατυπώσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας της Φλόριντα (κανόνας 1080 (β, στ) 2011), ήτοι μέσω ταχυδρομικής αποστολής, την 18.6.2011, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας τελευταία γνωστή κατοικία της, στη Φλόριντα. Εν τούτοις, η εφεσίβλητη, κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει επομένως, να δικαστεί σαν να είναι παρούσα (αρ. 603 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 Ν 3994/2011 ). Η κρινόμενη με αρ. κατ. 1943/2011, έφεση του ενάγοντος κατά της με αρ. 7353/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε, ερήμην της εναγομένης την από 6.12.2006 με αρ. κατ. 11275/2006 αγωγή διαζυγίου του εκκαλούντος, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598 έως 612 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρ. 495 παρ. 1 και 2, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 παρ. 1, 518 παρ. 2, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τη με αρ. 11275/2006 από 6.12.2006 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων ζητούσε να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη, για το λόγο ότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά το πρόσωπό της, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη γι’ αυτόν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αρχήν η με αριθμό 4422/2009 απόφαση του ανωτέρου δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να αποδειχθεί η ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου της εναγομένης, στον οποίο και επετράπη η προσωρινή συμμετοχή του στη δίκη, και στη συνέχεια η με αριθμό 7353/2010 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, ερήμην της εναγομένης, με την οποία αυτό κρίθηκε αναρμόδιο κατά τόπο για να δικάσει την ένδικη διαφορά για το λόγο ότι τόσο η κατοικία της εναγομένης, όσο και η τελευταία κοινή διαμονή των διαδίκων-συζύγων, ήτο η Πολιτεία Φλόριδα των ΗΠΑ, και κατόπιν τούτου απορρίφθηκε η αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα για τον αναφερόμενο σ’ αυτήν λόγο, αιτούμενος την εξαφάνιση της επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή η αγωγή του, και λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους, άλλως, λόγω τετραετούς διάστασής τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 612 παρ. 1 ΚΠολΔ «τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις διαφορές του άρθρου 592 παρ. 1, αν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας, και αν ακόμη δεν έχει ούτε είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας και απέβαλε λόγω του γάμου του την Ελληνική ιθαγένεια», ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «αν δεν υπάρχει δικαστήριο κατά τόπον αρμόδιο για να δικάσει τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους». Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 612 ΚΠολΔ, το οποίο αποτελεί εξαίρεση της γενικής αρχής του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ που οριοθετεί τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων, προκύπτει με σαφήνεια ότι επί των γαμικών διαφορών, στις οποίες περιλαμβάνεται και το διαζύγιο, μεταξύ συζύγων Ελλήνων ή συζύγων εκ των οποίων ο ένας μόνο είναι Έλληνας ή ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας, υφίσταται πάντοτε δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων και αν αυτά δεν έχουν δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, και ότι αρμόδια κατά τόπον προς εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι κατ’ αρχήν τα υπό των άρθρων 22, 23 και 39 ΚΠολΔ καθοριζόμενα δικαστήρια (γενικής δωσιδικίας της κατοικίας, του εναγομένου, δωσιδικίας διαμονής και ειδικής κατοικίας και ειδικής δωσιδικίας της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων αντίστοιχα), εάν δε ελλείπουν οι προϋποθέσεις προς εφαρμογή των άρθρων αυτών, οπότε τα σ’ αυτά δικαστήρια δεν είναι κατά τόπον αρμόδια για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών, τότε αρμόδια προς εκδίκαση αυτών είναι τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους. Επομένως, αγωγή διαζυγίου μεταξύ διαδίκων, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον είναι Έλληνας, ή πολύ περισσότερο όταν αμφότεροι είναι Έλληνες, με γνωστή κατοικία του εναγομένου στην αλλοδαπή και τελευταία κοινή διαμονή αμφότερων των συζύγων στην αλλοδαπή, υπάγεται, ελλείψει αρμοδίου κατά τόπον δικαστηρίου εκ των άρθρων 22, 23 και 39 ΚΠολΔ, στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. και ΕφΔωδ 140/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 873/1981 NοB 1983,81). Σύμφωνα με τα παραπάνω η υπό κρίση αγωγή του Έλληνα ενάγοντος υπήγετο στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εφόσον η εναγόμενη φέρεται σ’ αυτήν ως κάτοικος της Πολιτείας Φλόριδα των ΗΠΑ σε συγκεκριμένη διεύθυνση και ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των διαδίκων συζύγων ήταν η ίδια ως άνω πολιτεία, και επομένως δεν υφίστατο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο εκ των άρθρων 22, 23 και 39 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία λόγω ελλείψεως κατά τόπον αρμοδιότητάς του, και κατόπιν αυτού απέρριψε την αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 ΑΚ, το διαζύγιο ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου κώδικα, οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. Από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας τη διατηρεί. 2. Από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους. 3. Από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα. Επομένως, εφόσον ο ενάγων είχε και διατηρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την εναγομένη και μέχρι σήμερα, την Ελληνική ιθαγένεια, όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη απ’ αυτόν ληξιαρχική πράξη γάμου τους η εναγομένη είχε επίσης την Ελληνική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως του εάν είχε παράλληλα, ή απέκτησε στη συνέχεια και την αμερικάνικη τέτοια, το εφαρμοστέο, εν προκειμένω ουσιαστικό δίκαιο είναι το Ελληνικό, γιατί η τελευταία κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων κοινή ιθαγένεια είναι η Ελληνική. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή, όπως κατά περιεχόμενο και αίτημα προεκτέθηκε, είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 ΑΚ, πρέπει δε να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σώρευση με την έφεση νέας επικουρικής βάσης στην αγωγή, ήτοι αυτής εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, είναι απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 526 ΚΠολΔ, τούτου (απαραδέκτου) λαμβανομένου υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Από την εκτίμηση [...], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο Γαλάτσι Αττικής, στις 4.4.1991, από τον όποιο απέκτησαν δύο γιούς, ηλικίας, κατά την άσκηση της αγωγής 15 και 13 ετών, αντίστοιχα. Αρχικά διέμειναν σε μισθωμένο διαμέρισμα στον Κολωνό και στη συνέχεια, τον Ιούνιο 1991, μετακόμισαν στο Μοντόρσβιλ της Πολιτείας Πενσυλβένια των ΗΠΑ, όπου διέμειναν στην πατρική οικία της εναγομένης και ακολούθως σε ιδιόκτητη οικία στην πόλη Έτερς, μέχρι τον Ιούνιο 1999, οπότε μετακόμισαν στη Φλόριδα, όπου διέμειναν αρχικά σε μισθωμένη και στη συνέχεια σε ιδιόκτητη οικία. Κατά τα πρώτο, πέντε έτη της έγγαμης συμβίωσής τους, οι σχέσεις των διαδίκων ήταν αρμονικές, στη συνέχεια όμως άρχισαν να διαταράσσονται εξαιτίας της ανάρμοστης και αντισυζυγικής συμπεριφοράς της εναγομένης. Ειδικότερα, η τελευταία, αν και δεν συνεισέφερε χρηματικά στις ανάγκες του κοινού οίκου τους, είχε υπερβολικές απαιτήσεις, σε σχέση με τα οικονομικά τους δεδομένα, έναντι του ενάγοντος, ο οποίος για να ανταποκριθεί σ’ αυτές και την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας τους, που είχε αποκλειστικά επωμιστεί, αναγκάζετο να απασχολείται, κάποια χρονικά διαστήματα και παράλληλα, σε διάφορες εργασίες («λαντζέρης» σε εστιατόριο, βοηθός μάγειρα, υπάλληλος σε κατάστημα αθλητικών ειδών, σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών, προγραμματιστής και από τον Οκτώβριο 2009 σε δική του επιχείρηση ως τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών). Παρά ταύτα, η εναγόμενη, όχι μόνο ξόδευε αλόγιστα για την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών, όπως ακριβών ενδυμάτων και κοσμημάτων, αλλά επιπλέον μείωνε την προσωπικότητα του ενάγοντος, αποκαλώντας τον «τεμπέλη» και «άχρηστο», ακόμη και ενώπιον των παιδιών τους και τρίτων φιλικών τους προσώπων. Όταν ο ενάγων εξέφραζε, κατά καιρούς, την επιθυμία του να επισκεφθεί τον πατέρα του και τον αδελφό του στην Ελλάδα, η εναγόμενη αντέτασσε ότι το αεροπορικό ταξίδι είναι ακριβό και δεν ήταν διατεθειμένη να στερηθεί για να «πηγαίνει αυτός βόλτες». Τον Οκτώβριο 2003, το Δεκέμβριο 2004 και τον Αύγουστο 2005, έπειτα από μεταξύ τους επεισόδιο, η εναγόμενη κάλεσε στην οικία τους την Αστυνομία, σε «επίδειξη δύναμης» λέγοντας χαρακτηριστικά στον ενάγοντα ότι «ανά πάσα στιγμή μπορεί να βάλει να τον συλλάβουν». Εξαιτίας των ανωτέρω περιστατικών, είχε επέλθει πλήρης ψυχική αποξένωση των διαδίκων, αλλά και σωματική, αφού τα τελευταία χρόνια της έγγαμης συμβίωσής τους δεν είχαν ερωτικές επαφές και ο ενάγων κοιμόταν μόνος του σε χωριστό δωμάτιο της οικίας τους. Στις 8.1.2006 η εναγόμενη, μετά από έντονο μεταξύ τους επεισόδιο, χτύπησε, για πρώτη φορά τον ενάγοντα με τη γροθιά της στην πλάτη. Κατόπιν τούτου αυτός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία και να επιστρέψει στην Ελλάδα, τελούντων έκτοτε των διαδίκων σε διάσταση. Συνεπεία των ανωτέρω περιστατικών, που αφορούν το πρόσωπο της εναγομένης, οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους αποβαίνει αφόρητη για τον ενάγοντα. Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Επίσης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρα 176, 183, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσας, εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εφεσίβλητης, ανακοπής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 503 παρ. 2 ΚΠολΔ). [...]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.