Προστασία εγκύου εκπαιδευτικού του ιδιωτικού τομέα (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 317/2011)
Περίληψη: Προστασία εγκύου εκπαιδευτικού. Εκπαιδευτικοί ιδιωτικού δικαίου. Η σύμβαση εργασίας τους. Κρίση ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, εγκύου ιδιωτικής εκπαιδευτικού κατά τη λήξη της, κατ` άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 682/1977, διετίας, είναι άκυρη, αναστελλομένου του δικαιώματος του εργοδότη για την καταγγελία της συμβάσεως καθ` όλο το χρονικό διάστημα προστασίας της εγκύου, λεχώνας ή γαλουχούσας εκπαιδευτικού, και δυναμένου τούτου να ασκηθεί αμέσως μετά την πάροδο της κατά το νόμο περιόδου προστασίας. Η προστασία αυτή ισχύει για την εργαζόμενη γυναίκα τόσον με σύμβαση εργασίας αορίστου όσον και ορισμένου χρόνου, στη δεύτερη όμως περίπτωση η προστασία αυτή δεν μπορεί να παραταθεί πέραν από το χρόνο της συμβατικής λήξεως της ορισμένου χρόνου εργασιακής σχέσεως. Περιστατικά. Απορρίπτει αναίρεση.
[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 552, 553 και 554 ΚΠολΔ., προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται οι τελεσίδικες αποφάσεις, εναντίον των οποίων και στρέφεται το ένδικο αυτό μέσον. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων υπόκεινται σε αναίρεση απευθείας, μόλις γίνουν τελεσίδικες. Εάν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, τότε, εάν η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή η έφεση απορριφθεί κατ` ουσία είτε γίνει δεκτή. Στην προκείμενη περίπτωση, επί δύο αγωγών της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσίβλητου, εκδόθηκε η 763/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη και απορρίφθηκε η δεύτερη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του εναγομένου και αντέφεση εκ μέρους της ενάγουσας, επί των οποίων εκδόθηκε η 3260/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν τυπικά δεκτές η έφεση και η αντέφεση, στη συνέχεια δε απορρίφθηκαν κατ` ουσία. Η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ζητείται η αναίρεση και των δύο ως άνω αποφάσεων. Η αίτηση αυτή, καθόσον απευθύνεται κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, παραδεκτά ασκείται, καθόσον, όμως, απευθύνεται και κατά της πρωτόδικης απόφασης, είναι, απορριπτέα, ως απαράδεκτη. Στο άρθρο 1 του ν. 682/1977 "Περί ιδιωτικών σχολείων Γενικής Εκπαιδεύσεως και Σχολικών Οικοτροφείων" ορίζεται ότι, "ιδιωτικά σχολεία κατά την έννοια του παρόντος νόμου είναι τα αντίστοιχα προς τα δημόσια σχολεία δημοτικής ή μέσης εκπαιδεύσεως, τα μη ανήκοντα εις το Κράτος, αλλά ιδρυόμενα και συντηρούμενα υπό φυσικών ή νομικών προσώπων ...". Στο άρθρο 28 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, εκπαιδευτικοί έχοντες τα υπό του παρόντος νόμου οριζόμενα προσόντα, εγγράφονται εις την επετηρίδα ιδιωτικών εκπαιδευτικών, τηρουμένην παρά τη Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, συνοδευομένης υπό των προβλεπομένων προς διορισμόν δικαιολογητικών και γραμματίου καταθέσεως του προβλεπομένου ποσού υπέρ "Λογαριασμού Ιδιωτικής Γενικής Εκπαιδεύσεως" (παρ. 1). Η καταχώρησις εις την επετηρίδα γίνεται κατόπιν πράξεως της υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένης Επιτροπής Επετηρίδος (παρ. 2). Η Επετηρίς ιδιωτικών εκπαιδευτικών κοινοποιείται προς τας επιθεωρήσεις δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως. (παρ. 3). Εις την επετηρίδα εγγράφονται: Α` πίναξ: Οι υπηρετούντες κατ` αποκλειστικότητα εις την ιδιωτικήν εκπαίδευσιν και μη ανήκοντες εις μίαν των επομένων κατηγοριών, ως και οι κεκτημένοι τα υπό του παρόντος νόμου οριζόμενα προσόντα διορισμού ιδιοκτήται ιδιωτικών σχολείων. Β` πίναξ: Οι το πρώτον επιθυμούντες να διδάξουν εις την ιδιωτικήν εκπαίδευσιν και μέχρι της συμπληρώσεως διετούς διδακτικής υπηρεσίας, μετά την οποία εγγράφονται εις τον Α` πίνακα. Γ` πίναξ: Οι συνταξιούχοι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί κλπ (παρ. 4). Στο άρθρο 29 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, "το διδακτικόν προσωπικόν των ιδιωτικών σχολείων επιλέγεται υπό των ιδιοκτητών αυτών εκ των εγγεγραμμένων εις τους πίνακας της επετηρίδος ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ως και εξ υπαλλήλων του Δημοσίου ή Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου και διορίζονται υπό του οικείου Επιθεωρητού, κατόπιν προτάσεως του ιδιοκτήτου του σχολείου. Ο ιδιοκτήτης κατά την επιλογήν δεν δεσμεύεται εκ της σειράς εγγραφής εις τον πίνακα". Στο άρθρο 30 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2986/2002, ορίζεται ότι, "οι διδάσκοντες εις τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως εκπαιδευτικοί τελούν επί σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου κατά τας επομένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόμενα. Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί του πίνακα Β` του παρόντος προτείνονται για πρόσληψη από τον ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου και μετά την έγκριση της πρότασης από τον αρμόδιο Διευθυντή Εκπαίδευσης συνάπτουν σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία αρχίζει από την ημέρα παροχής των υπηρεσιών από τον εκπαιδευτικό και λήγει την 31η Αυγούστου του δευτέρου έτους από την πρόσληψή του. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους υπηρεσίας ή κατά τη λήξη της διετίας ο ιδιοκτήτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση με καταβολή αποζημίωσης δύο μηνών στον εκπαιδευτικό. Μετά την πάροδο της διετίας και εφόσον η σύμβαση δεν καταγγελθεί, κατά τα ανωτέρω, ανανεώνεται αυτοδικαίως για τέσσερα ακόμη έτη ...". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν.1483/1984 απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης γυναίκας από τον εργοδότη της τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καµία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Ακόµη, µε το άρθρο 10 παρ. 1 του π.δ. 176/1997, το οποίο εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 92/1985 ΕΟΚ/1992 και το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 3 σε όλες τις επιχειρήσεις και εργασίες του ιδιωτικού και δημόσιου τοµέα, συμπεριλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, ορίζεται ότι "Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα µε το άρθρο 15 του ν. 1483/84". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η προστασία αυτή ισχύει για την εργαζόμενη γυναίκα τόσο µε σύμβαση εργασίας αορίστου όσον και ορισμένου χρόνου. Από τις ίδιες διατάξεις σε συνδυασμό µε τις λοιπές ανωτέρω αναφερόμενες του ν. 682/1977, συνάγεται περαιτέρω ότι η προστασία των εργαζομένων γυναικών από το ενδεχόμενο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους κατά τη διάρκεια της κυήσεως, τοκετού και γαλουχίας τους, επεκτείνεται και στις γυναίκες εκπαιδευτικούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους µε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που προβλέπεται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 του ν. 682/1977. Για τις γυναίκες μάλιστα αυτές, ενόψει του ότι η τοιαύτη ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας τους, δεν λύεται αυτοδικαίως στο τέλος της διετούς διάρκειάς της, αλλά εάν δεν έχει μεσολαβήσει καταγγελία του εργοδότη και καταβολή της νόµιµης αποζημίωσης, ανανεώνεται αυτοδικαίως για µια επιπλέον τετραετία, παρατείνεται η προστασία τους λόγω κυήσεως κλπ, και πέρα από το χρόνο λήξεως της αρχικής διετούς διάρκειας της συμβάσεως τους. Επομένως, σύμφωνα µε τα προεκτεθέντα, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, εγκύου ιδιωτικής εκπαιδευτικού κατά τη λήξη της, κατ` άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 682/1977, διετίας, είναι άκυρη, κατ` άρθρο 10 του Π.δ. 176/1997 και 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984, αναστελλομένου του δικαιώματος του εργοδότη για την καταγγελία της συμβάσεως καθ` όλο το κατ` άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984 χρονικό διάστημα προστασίας της εγκύου, λεχώνας ή γαλουχούσας εκπαιδευτικού, και δυναμένου τούτου να ασκηθεί αμέσως μετά την πάροδο της κατά το νόμο περιόδου προστασίας. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η προστασία αυτή ισχύει για την εργαζόμενη γυναίκα τόσον με σύμβαση εργασίας αορίστου όσον και ορισμένου χρόνου. Στη δεύτερη όμως περίπτωση η προστασία αυτή δεν μπορεί να παραταθεί πέραν από το χρόνο της συμβατικής λήξεως της ορισμένου χρόνου εργασιακής σχέσεως. Ειδικότερα η ενδιαφερομένη δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω προστασία αν έχει σύμβαση ορισμένου χρόνου που λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα που προστατεύεται. Και τούτο γιατί διαφορετική ερμηνεία θα επέβαλε την αναγκαστική παράταση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, που όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρητή διάταξη νόμου, αφού έτσι επέρχεται τροποποίηση της βούλησης των μερών, τα οποία καθόρισαν εξ αρχής τη διάρκεια της συμβάσεώς τους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με το λόγο αυτό ελέγχεται εάν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτό διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται, ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές, στη μείζονα πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε τα εξής: Η ενάγουσα Μ. Ρ. είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγγεγραμμένη στην Επετηρίδα Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Την 16/10/1998, προσελήφθη για πρώτη φορά από το εναγόμενο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκείας ενός έτους, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως προσωρινή αναπληρώτρια νηπιαγωγός στο σχολείο του Αρσάκειου Νηπιαγωγείου Ψυχικού για το διδακτικό έτος 1998-1999, σύμβαση η οποία ανανεώθηκε διαδοχικά κατά τα δύο επόμενα διδακτικά έτη. Ακολούθως, κατήρτισε με το εναγόμενο την από 21/9/2001 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διετούς διάρκειας, ήτοι από 10/9/2001 μέχρι την 31/8/2003,για να προσφέρει τις αυτές υπηρεσίες στο ως άνω Νηπιαγωγείο, επακολούθησε δε και σχετικός διορισμός της στη θέση αυτή για το ίδιο χρονικό διάστημα με την υπ` αριθ. 2357/31-5-2002 απόφαση του αρμοδίου προς τούτο Προϊσταμένου του 10ου Γραφείου της Α` Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Κατά τα παραπάνω διδακτικά έτη από της αρχικής προσλήψεώς της μέχρι και το τέλος του διδακτικού έτους 2001 - 2002, ανατέθηκαν στην ενάγουσα καθήκοντα διδασκαλίας σε τάξη, δηλαδή σε ένα από τα 14 τμήματα νηπίων που λειτουργούσαν στο εν λόγω Νηπιαγωγείο, τα οποία άσκησε επιτυχώς. Κατά το διδακτικό έτος 2002 - 2003, ήτοι το δεύτερο της διετούς συμβάσεώς της, ανατέθηκαν στην ενάγουσα γενικά καθήκοντα εκτός τάξεως. Ακολούθως, η ενάγουσα έμεινε έγκυος, γεγονός που γνωστοποίησε στο εναγόμενο και από τα μέσα περίπου του διδακτικού αυτού έτους μέχρι το τέλος αυτού απείχε από τα καθήκοντά της κατόπιν λήψεως διαδοχικών αναρρωτικών αδειών λόγω των σοβαρότατων προβλημάτων που παρουσίασε στην εξέλιξη της κυήσεως της (δίδυμη κύηση, θάνατος του ενός εμβρύου κλπ.). Το εναγόμενο στις 11/7/2003, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του και χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί σε οιαδήποτε ενημέρωση της ενάγουσας ότι δεν θα ανανεώσει τη σύμβασή της, άσκησε έγγραφη καταγγελία της ένδικης συμβάσεως εργασίας της, από 31/8/2003, που έληγε η διετής διάρκεια αυτής, προσφερόμενο συνάμα στην καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Την καταγγελία αυτή κοινοποίησε στην ενάγουσα, την 17/7/2003 και ενώ αυτή διήνυε τον 7ο μήνα της κυήσεώς της. Ακολούθως, η ενάγουσα, με την από 25/8/2003 εξώδικη δήλωσή της προς το εναγόμενο, απέκρουσε την ανωτέρω καταγγελία της συμβάσεώς της ως μη νόμιμη, διότι ασκήθηκε και αφορούσε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ίδια βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και επειδή ζήτησε να της γνωστοποιηθούν εγγράφως οι λόγοι που κατά το διδακτικό έτος 2002 - 2003 τέθηκε εκτός τάξεως του Νηπιαγωγείου, μετά τέσσερα έτη συνεχούς διδασκαλίας στις τάξεις αυτού. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε κατά του εναγομένου την πρώτη των ενδίκων αγωγών (από 17/10/2003). Περαιτέρω, μετά από σχετικό ερώτημα της Α` Διεύθυνσης της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 193/4-6-2004 γνωμοδότηση του τελευταίου, με την οποία τούτο αποφάνθηκε ότι η γενομένη από το εναγόμενο από 11/7/2003 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη ως μη νόμιμη, λόγω παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984 και 10 του π.δ. 176/1997 και ότι το δικαίωμα του εναγομένου για καταγγελία αναστέλλεται για όσο διάστημα η ενάγουσα είναι έγκυος, καθώς και επί ένα έτος από τον τοκετό της, ήτοι μέχρι τις 7/10/2004. Η τοιαύτη δε γνωμοδότηση εγκρίθηκε από την Υπουργό Παιδείας. Το εναγόμενο συμμορφούμενο προς τη γνωμοδότηση αυτή, άσκησε, την από 6/9/2004 νέα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας από 7/10/2004, οπότε συμπληρώθηκε ένα έτος από τον τοκετό της και έληξε ο χρόνος προστασίας της, της κοινοποίησε δε την καταγγελία αυτή, στις 9/9/2004. Συγχρόνως δε, της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση καθώς και τις οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας. Μετά την καταγγελία αυτή, επακολούθησε η από 4/5/2005 απόφαση του Προϊσταμένου του 1ου Γραφείου της Α/βάθμιας Εκπ/σης περί απολύσεως της ενάγουσας, μετά και τη σύμφωνη γνώμη του ΝΣΚ, με το από 8/2/2005 έγγραφό του και την έγκριση της Υπουργού Παιδείας. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, αναφορικά 1)με την πρώτη των ενδίκων αγωγών, ότι η από 11/7/2003 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους του εναγομένου, ήταν μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, δεδομένου ότι έγινε καθ όν χρόνο η τελευταία ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη δεν επιτρεπόταν, ενόψει των άρθρων 15 του ν. 1483/1984 και 10 του π.δ. 176/1997, που εφαρμόζονται και στην περίπτωσή της, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους από τον τοκετό της, δηλαδή πριν από την 7/10/2004 και 2) με τη δεύτερη των ενδίκων αγωγών, ότι η από 6/9/2004 νέα έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας που ασκήθηκε εκ μέρους του εναγομένου για το από 7/10/2004 και εφεξής χρόνο, είναι παραδεκτή, διότι ασκήθηκε αμέσως μετά τη συμπλήρωση ενός έτους από τον τοκετό της ενάγουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984 και 10 του Π.δ. 176/1997, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε ανασταλεί το δικαίωμα του εναγομένου για καταγγελία και συνεπώς είναι έγκυρη και ισχυρή, επιφέρουσα το έννομο αποτέλεσμα της λύσεως της ένδικης συμβάσεως εργασίας από 7/10/2004. Κατά συνέπεια, οι βάσεις της από 8/12/2004 αγωγής περί ανυπόστατου, άλλως περί νομικά αβασίμου της από 6/9/2004 καταγγελίας του εναγομένου, είναι αβάσιμες κατ` ουσία. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση και την αντέφεση, κατά της 763/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, η από 17-10-2003 αγωγή, αναγνωρίστηκε ότι η, από 17-7-2003, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη και απορρίφθηκε η από 8-12-2004 αγωγή. Με τα, ανελέγκτως, δεκτά γενόµενα από το δικαστήριο της ουσίας,πράγματι,1)η από 11/7/2003 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας, εκ μέρους του αναιρεσίβλητου, ήταν μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, δεδομένου ότι έγινε καθ όν χρόνο η τελευταία ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, δίχως την αίρεση της επέλευσης των αποτελεσμάτων της μετά τη συμπλήρωση ενός έτους από τον τοκετό της δηλαδή από την 7/10/2004, και 2)η από 6/9/2004 νέα έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας, η οποία ασκήθηκε μεν πριν τη συμπλήρωση ενός έτους από τον τοκετό της αναιρεσείουσας, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε ανασταλεί το δικαίωμα του εναγομένου για καταγγελία, με την αίρεση όμως της επέλευσης των αποτελεσμάτων της, μετά την παρέλευση του παραπάνω χρόνου, είναι έγκυρη και ισχυρή, επιφέρουσα το έννομο αποτέλεσμα της λύσεως της ένδικης συμβάσεως εργασίας από 7/10/2004. Οι, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου των, ειδικότερες, αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι 1) η επίδικη σύμβαση ανανεώθηκε αυτοδικαίως, εφόσον η πρώτη καταγγελία ήταν άκυρη και παρήλθε η διετία μέχρι την άσκηση της δεύτερης καταγγελίας και 2) αν και οι δύο καταγγελίες ασκήθηκαν πριν τη συμπλήρωση ενός έτους από τον τοκετό της, δηλαδή πριν από την 7/10/2004 με αντιφατικές διατάξεις η απόφαση δέχθηκε ότι η πρώτη καταγγελία ήταν άκυρη και η δεύτερη έγκυρη, είναι αβάσιμες, διότι, α)το δικαίωμα του αναιρεσίβλητου, για καταγγελία της παραπάνω σύμβασης τελούσε σε αναστολή για όσο διάστημα η ενάγουσα ήταν έγκυος, καθώς και επί ένα έτος από τον τοκετό της, ήτοι μέχρι τις 7/10/2004 και συνεπώς δεν παρήλθε η διετία για την άσκηση του και β) η πρώτη καταγγελία ήταν άκυρη, διότι τα αποτελέσματα της δεν εξαρτήθηκαν από την πάροδο του κρίσιμου αυτού χρόνου, όπως έγινε με τη δεύτερη, από το ότι δε η πρώτη ήταν άκυρη δεν συνάγεται ότι το αναιρεσίβλητο δεν μπορούσε με νεότερη καταγγελία, γενόμενη σε μεταγενέστερο χρόνο, εντός όμως του χρονικού διαστήματος έως τις 7-10-2004, να επιδιώξει, όπως και έγινε, τη λύση της σύμβασης, για το μετά την 7-10-2004 χρονικό διάστημα. Συνεπώς το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, τις οποίες δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου και είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται πλημμέλειες από τη διάταξη αυτή, με το να μη δεχθεί το Εφετείο, ότι η επίδικη διετής σύμβαση ανανεώθηκε αυτοδικαίως για τέσσερα έτη, εφόσον το ίδιο δέχθηκε ακυρότητα της πρώτης καταγγελίας και μετά ταύτα να απορρίψει τον ισχυρισμό της για την ακυρότητα της δεύτερης καταγγελίας. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 3-12-2009, αίτηση αναιρέσεως των 763/2007 και 3620/2009, αποφάσεων, αντιστοίχως, του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.