Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου (Συμβούλιο της Επικρατείας, αριθμός απόφασης 2677/2011)
Περίληψη: ΙΚΑ. Τα δικόγραφα του Ι.Κ.Α. υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και όχι υποχρεωτικά από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 3144/2003 καταλαμβάνει τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη της ισχύος του Κ.Δ.Δ. και έως τις 8.5.2003, εφόσον δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το εδ. β’ της ίδιας διάταξης δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.–ΕΤΕΑΜ ο σύζυγός του δικαιούται σύνταξη, αν αποδεικνύεται ότι η συμβολή του θανόντος στη συντήρησή του ήταν ουσιώδης. Δεν ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του στοιχ. α` της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985, αφού η ρύθμιση αυτή έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 62 του ν. 2676/1999, και καταλαμβάνει την ένδικη υπόθεση λόγω του χρόνου θανάτου του ασφαλισμένου. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.
[...] 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση (όπως συμπληρώθηκε με το από 17.11.2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων), για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1678205- 7/2006 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 2919/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, εξαφανίσθηκε η 436/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια δε έγινε δεκτή η πρωτοδίκως απορριφθείσα από 18.6.2002 προσφυγή του Ιδρύματος και ακυρώθηκε η 1/1/21.1.2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή της Τ.Δ.Ε. είχε γίνει δεκτό αίτημα της αναιρεσείουσας για συνταξιοδότησή της από τον Ειδικό Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών που λειτουργεί στο ανωτέρω Ίδρυμα (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) λόγω θανάτου του συνταξιούχου του Ιδρύματος συζύγου της. 2. Επειδή, με το άρθρο 55 του ν. 1140/1981 (Α` 68) στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών είχε συσταθεί Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, διοικούμενος από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου. Με το άρθρο 6 του ν. 1358/1983 (Α` 64) ο Κλάδος αυτός εντάχθηκε στο Ι.Κ.Α. ως ιδιαίτερος Κλάδος με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, διοικούμενος από το Δ.Σ. του Ι.Κ.Α., και ονομάστηκε «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ειδικός Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ.). Μεταγενεστέρως, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3029/2002 (Α` 160) το Ι.Κ.Α. μετονομάστηκε σε «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.). Εξάλλου, μετά την κατάργηση του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών-το οποίο με το άρθρο 6 του πιο πάνω ν. 1358/1983 είχε επίσης ενταχθεί στο Ι.Κ.Α. ως κλάδος με την ονομασία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.)»- από την έναρξη λειτουργίας (1.6.2003) του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), το οποίο έχει συσταθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το τελευταίο αποτελεί καθολικό διάδοχο του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του και ασφαλίζει υποχρεωτικά τα πρόσωπα που υπάγονταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρο 6 παρ. 1,2, 3 και 8 ν. 3029/2002), όχι όμως και τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Ε.Α.Μ., το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί κλάδο του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (Σ.τ.Ε.1980/2006, 2729/2008, 707/2010). Δεδομένου δε ότι η κρινόμενη υπόθεση αφορά σε απόρριψη αιτήματος χορήγησης επικουρικής σύνταξης από τον ως άνω ειδικό τομέα, νομίμως παρίσταται το Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. ως αναιρεσίβλητο. 3. Επειδή, στην παρ. 5 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζεται ότι: «Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27, τα δικόγραφα και τα υπομνήματα μπορούν να υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τους ίδιους τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους». Στο άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους. 2. Κατ’ εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο: α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, β) κατά την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατ’ εφαρμογή των νομοθεσιών στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 και γ) κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 215. 3. Κατά την εκδίκαση των φορολογικών εν γένει διαφορών, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο». Τέλος, με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111) ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 27 και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 2717/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Ι.Κ.Α., για την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί γι’ αυτές αμετάκλητη δικαστική απόφαση». 4. Επειδή, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003-νόμου που άρχισε να ισχύει από 8.5.2003 (βλ. άρθρο 24)-εισάγεται από την ημερομηνία αυτή ρύθμιση, η οποία προβλέπει, ειδικώς για το Ι.Κ.Α., ότι κατά την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 οι εκπρόσωποί του μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Συνεπώς, κατά την παρ. 5 του άρθρου 45 του Κ.Δ.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως στην πιο πάνω περίπτωση, τα δικόγραφα (και τα υπομνήματα) του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και δεν απαιτείται να υπογράφονται υποχρεωτικώς από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Περαιτέρω, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της επίμαχης διάταξης (παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 3144/2003), η διάταξη του προηγούμενου (πρώτου) εδαφίου έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη της ισχύος του Κ.Δ.Δ. και έως τις 8.5.2003, εφόσον για τις υποθέσεις αυτές δεν είχε εκδοθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η διάταξη αυτή (του πιο πάνω δεύτερου εδαφίου), ανεξαρτήτως αν θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος κατά το μέρος που καταλαμβάνει και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή για τις οποίες υπάρχουν εκκρεμείς δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβ. Σ.τ.Ε. 542/1999 Ολ.), ως προς τις λοιπές υποθέσεις δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Τούτο διότι, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, που περιέχει πάγια και γενικής εφαρμογής ρύθμιση, μεταβλήθηκε, ειδικώς ως προς το Ι.Κ.Α., το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε για την υπογραφή των δικογράφων του σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές (πρβ. Σ.τ.Ε. 2000/1992 Ολ., 4242/1998, 3933/2001). Εξάλλου, η αναδρομική ισχύς της επίμαχης διάταξης δεν έχει ως συνέπεια να επιλύεται η σχετική διαφορά, και μάλιστα με την έκβαση της δίκης υπέρ του Ι.Κ.Α., στις υποθέσεις που η διάταξη αυτή καταλαμβάνει (Σ.τ.Ε. 2993-4/2007 7μ., 1996/2009). 5. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256): «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και η έννοια της δίκαιης δίκης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), χωρίς να αποκρούει γενικώς τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, έχει κρίνει ως αντίθετες με τη διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ε.Δ.Δ.Α. 9.12.1994 Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος [σκ. 41 επ.], 22.10.1997 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος [σκ. 33 επ.], 28.10.1999 Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας [σκ. 50 επ.], 28.9.2001 Αγούδημος κατά Ελλάδος [σκ. 27 επ.], 11.7.2002 Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος [σκ. 20 επ.]. Βλ. περιπτώσεις συνδρομής επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997 National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [σκ. 94 επ.], 27.8.2004 Ogis-Institut Stanislas κατά Γαλλίας [σκ. 56 επ.]). Με τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι με τη δικονομικού περιεχομένου διάταξη αυτή η έκβαση της δίκης δεν αποβαίνει υπέρ του Ι.Κ.Α. (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. 4.9.2003 Βέλη-Μακρή κατά Ελλάδος, 2.8.2006 Saint-Adam et Millot κατά Γαλλίας [σκ. 24 επ.], 13.9.2006 Vezon κατά Γαλλίας [σκ. 33 επ.]). Αντίθετα, με τη ρύθμιση αυτή θεραπεύεται τυπική δικονομική ακυρότητα που ο ίδιος ο νομοθέτης είχε προηγουμένως εισαγάγει και παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής ακρόασης του Ιδρύματος και κατ’ ουσίαν εξέτασης των σχετικών εκκρεμών υποθέσεων. Εξάλλου, η ρύθμιση που εισάγεται με την πιο πάνω διάταξη και καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από 17.7.1999 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ν. 2717/1999) έως 8.5.2003 (σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη), στοιχεί τόσο με τα ισχύσαντα πριν από τις 17.7.1999 (άρθρο 6 παρ. 6 ν. 1649/1986, Α΄ 149, πρβ. για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς Σ.τ.Ε. 4702/1988, 2963/1990), όσο και με τα ισχύοντα μετά τις 8.5.2003 (άρθρο 20 παρ. 3 εδάφιο πρώτο ν. 3144/2003), δικαιολογείται δε από το ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. είναι κατ’ εξοχήν αρμόδια να αποφασίσουν-ιδίως όταν υπάρχει ενδοστρεφής δίκη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω- για το αν και με ποιον τρόπο θα προασπίσουν τα συμφέροντα του Ιδρύματος και εντεύθεν του συνόλου των ασφαλισμένων του με την άσκηση των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων (Σ.τ.Ε. 2993-4/2007 7μ., 1996/2009). 6. Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 288/1985 (Α΄ 107) ορίζεται ότι: «Ασφαλισμένοι του Ειδικού Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών που λειτουργεί στο Ι.Κ.Α. (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) δικαιούνται σύνταξη από αυτό αν συνταξιοδοτηθούν από το φορέα κύριας Ασφάλισης ή το Δημόσιο …». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ίδιου π.δ/τος ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου που έχει συμπληρώσει 10 χρόνια τουλάχιστον συντάξιμης υπηρεσίας ή, ανεξάρτητα της συντάξιμης υπηρεσίας, αν ο θάνατος οφείλεται στην υπηρεσία ή σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου, δικαιούνται σύνταξη τα μέλη της οικογενείας του και με την προϋπόθεση ότι συνταξιοδοτούνται για την αυτή αιτία από το φορέα κύριας σύνταξης. 2. Ως μέλη οικογενείας νοούνται : α) Ο (η) εναπομένων σύζυγος εφόσον η συντήρησή του βάρυνε τον θανόντα (θανούσα). β) … 3.». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως της περίπτ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ο σύζυγός του δικαιούται σύνταξη, αν αποδεικνύεται ότι η συμβολή του θανόντος στη συντήρησή του ήταν ουσιώδης (Σ.τ.Ε. 1980/2006). 7. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…», με τίτλο του άρθρου «Σύνταξη αιτία θανάτου», όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο: «1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που προβλέπεται από γενικές ή καταστατικές διατάξεις των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για τη συνταξιοδότηση λόγω θανάτου, ο επιζών των συζύγων, ανεξαρτήτως ηλικίας, δικαιούται σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα. 2.α. Εάν κατά την ημερομηνία του θανάτου ο επιζών των συζύγων έχει συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας του, η σύνταξη καταβάλλεται και μετά τη λήξη της τριετίας, εφόσον δεν εργάζεται ή δεν απασχολείται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο. Σε περίπτωση όμως που εργάζεται ή απασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, η σύνταξη περιορίζεται στο 50%. β. Εάν ο επιζών των συζύγων κατά την ημερομηνία του θανάτου είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων. γ. Η σύνταξη που διακόπηκε ή καταβάλλεται μειωμένη, σύμφωνα με τα παραπάνω, επαναχορηγείται ολόκληρη μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του επιζώντος των συζύγων, με την προϋπόθεση ότι δεν εργάζεται ή δεν απασχολείται ή δεν λαμβάνει σύνταξη, άλλως, εφόσον συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, λαμβάνει το 70% αυτής. δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων είναι συνταξιούχος από ίδιο δικαίωμα, οι περιορισμοί του ποσού της σύνταξης που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή γίνονται στη σύνταξη επιλογής του. 3. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και μέχρι του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού, η σύνταξη του επιζώντος των συζύγων που διακόπτεται ή το υπόλοιπο, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα κατ’ ίσα μέρη. 4. Δεν υπάγονται στις ανωτέρω ρυθμίσεις όσοι λαμβάνουν πολεμική σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990… και 1977/1991…Επίσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. … 5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου… 6. Διατάξεις που ρυθμίζουν διαφορετικά το θέμα αυτό καταργούνται». 8. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 2676/1999 ρυθμίστηκαν με τρόπο ενιαίο για τους ασφαλισμένους όλων των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του επιζώντος συζύγου (εκτός της προϋποθέσεως του χρόνου ασφάλισης, για τον οποίο γίνεται παραπομπή στις κατά περίπτωση διατάξεις του οικείου φορέα), τέθηκαν δε κοινά κριτήρια, ανεξαρτήτως φύλου, για την αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος του εμμέσως ασφαλισμένου, που ανάγονται κατά βάση στην ηλικία, το εισόδημα από εργασία, την ύπαρξη απασχόλησης, την καταβολή σύνταξης ή την τυχόν αναπηρία του επιζώντος συζύγου. Ορίστηκε δε στην παρ. 6 του εν λόγω άρθρου 62 ότι καταργούνται οι διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό διαφορετικά. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, με την εν λόγω ρύθμιση επιδιώχθηκε η προσαρμογή των οικείων διατάξεων στα σύγχρονα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, καθώς και η εναρμόνισή τους με την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά τη γνώμη του Τμήματος, ότι η νεότερη αυτή ρύθμιση αντικατέστησε τη διάταξη του στοιχ. α` της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985, με το οποίο είχαν ρυθμιστεί οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του επιζώντος συζύγου για τους ασφαλισμένους του ως άνω ειδικού τομέα, δηλαδή του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Ε.Α.Μ., με τρόπο διαφορετικό, συναρτώμενο, αποκλειστικά με το κριτήριο της συντήρησης του επιζώντος από τον θανόντα σύζυγό του. 9. Επειδή, εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα που παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη κατ’ αναίρεση, ο σύζυγος της αναιρεσείουσας, ο οποίος απεβίωσε στις 4.3.2001, είχε λάβει από το έτος 1990 κύρια σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α. και επικουρική σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ. Με την 6087/2001 απόφαση του αρμόδιου Διευθυντή του Ι.Κ.Α. απονεμήθηκε στην αναιρεσείουσα από 1.4.2001 κύρια σύνταξη ύψους 243.430 δραχμών, λόγω θανάτου του συζύγου της. Προκειμένου να κριθεί το αίτημά της για απονομή επικουρικής σύνταξης για την ίδια αιτία από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985, διενεργήθηκε έλεγχος και συγκεντρώθηκαν στοιχεία για τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, αν δηλαδή, η συντήρηση της αναιρεσείουσας βάρυνε το θανόντα σύζυγό της. Σύμφωνα με την από 13.3.2001 σχετική έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής λειτουργού, η αναιρεσείουσα και ο σύζυγός της κατοικούσαν στην Κατερίνη σε ιδιόκτητο διαμέρισμα, που αποτελείται από τρία δωμάτια και βοηθητικούς χώρους με «… επίπλωση και ρουχισμό σε καλή κατάσταση…». Στο εν λόγω ακίνητο υπάρχει μισθωμένο κατάστημα της ιδίας, από το οποίο αυτή εισέπραττε μίσθωμα 160.000 δραχμών μηνιαίως με διάρκεια της μίσθωσης έως το Μάρτιο του 2001. Η αναιρεσείουσα βαρύνεται με την καταβολή δόσης 130.000 δραχμών μηνιαίως για τα επόμενα εννέα έτη για την εξόφληση στεγαστικού δανείου αγοράς εξοχικής κατοικίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας για το οικονομικό έτος 2000, ο αποβιώσας σύζυγός της είχε εισοδήματα από συντάξεις 5.465.781 δραχμών, από μισθώματα 410.170 δραχμών και κατέβαλε για δαπάνες νοσηλείας συνολικά 44.667 δραχμές, ενώ η ανωτέρω είχε εισοδήματα από μισθώματα 4.183.651 δραχμών και δαπάνες νοσηλείας 42.000 δραχμών. Σύμφωνα με αντίγραφο της μερίδας της αναιρεσείουσας στο υποθηκοφυλακείο Κατερίνης (από έρευνα που δεν ολοκληρώθηκε, γιατί εκτείνεται μέχρι το έτος 1997), η αναιρεσείουσα κατά την περίοδο από το έτος 1980 έως το έτος 1997 πώλησε επτά ακίνητα, αγόρασε δε δύο. Με βάση τα στοιχεία αυτά ο αρμόδιος Διευθυντής του Ι.Κ.Α. με την 13140/2001 απόφασή του έκρινε ότι η συντήρηση της αιτούσας δεν βάρυνε τον ανωτέρω, αφού η ίδια διέθετε δικά της εισοδήματα, και απέρριψε το αίτημά της για απονομή επικουρικής σύνταξης. Με ένστασή της ενώπιον της οικείας Τ.Δ.Ε. η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας του έτους 2001, σύμφωνα με το οποίο τα συνολικά εισοδήματα του συζύγου της ανέρχονταν σε 6.572.267 δραχμές (5.681.136 δραχμές από συντάξεις και 891.131 δραχμές από μισθώματα). Η ένστασή της αυτή έγινε δεκτή από την Τ.Δ.Ε., που με την 1/1/21.1.2002 απόφασή της έκρινε ότι η αιτούσα δικαιούται επικουρική σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ. Προσφυγή του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την 436/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για το λόγο ότι το δικόγραφό της υπογραφόταν από τον οικείο Διευθυντή και όχι από δικαστικό πληρεξούσιο του Ιδρύματος. Έφεση του Ι.Κ.Α. κατά της πρωτόδικης αποφάσεως έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν εφετείο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, ο οποίος κατέλαβε την υπόθεση πριν την άσκηση της έφεσης στις 18.7.2003, η προσφυγή του Ιδρύματος παραδεκτώς υπογραφόταν από τον οικείο Διευθυντή. Στη συνέχεια απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985 αντίκεινται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στην αρχή της ανταποδοτικότητας και στην αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, έκρινε ότι η συντήρηση της αναιρεσείουσας δεν βάρυνε τον αποβιώσαντα, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται την επικουρική σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το διαμέρισμα, στο οποίο η αναιρεσείουσα διέμενε με το σύζυγό της, ανήκε στην κυριότητά της. Επομένως, τις ανάγκες στέγασης της ίδιας και της οικογένειάς της κάλυπτε η ίδια, δεδομένου άλλωστε ότι ο σύζυγός της δεν διέθετε ιδιόκτητη κατοικία. Επίσης, το ατομικό εισόδημα που είχε η ανωτέρω κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, ανερχόταν περίπου σε 340.000 δραχμές μηνιαίως, ποσό ικανό κατά κοινή πείρα να εξασφαλίσει όχι μόνο ένα ελάχιστο όριο συντήρησης, αλλά ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Επομένως, πέραν της στέγασης, η αναιρεσείουσα μπορούσε να καλύπτει η ίδια και τις λοιπές βιοποριστικές της ανάγκες σε διατροφή, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία κ.λπ. Τα ανωτέρω ενισχύονται, όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από το γεγονός ότι η ασφαλισμένη δεν επικαλείτο ιδιαίτερους προσωπικούς ή κοινωνικούς λόγους (λ.χ. σοβαρά προβλήματα υγείας), που θα δικαιολογούσαν αυξημένες δαπάνες συντήρησης, για την αντιμετώπιση των οποίων δεν επαρκούσε το δικό της εισόδημα, αλλά απαιτείτο και η συμβολή του συζύγου της. Το γεγονός δε ότι το εισόδημα αυτό της αναιρεσείουσας προερχόταν από εκμίσθωση ακινήτων, δέχτηκε το εφετείο, δεν το καθιστούσε επισφαλές, αφού, σε κάθε περίπτωση, μπορούσε να αξιώσει όχι μόνο τα μισθώματα, αλλά και τις φθορές, όπως είχε ήδη πράξει και στο παρελθόν, διεκδικώντας πέραν των μισθωμάτων και σημαντικό ποσό αποζημίωσης. Εξάλλου, η ακίνητη περιουσία που διέθετε η ίδια (που, εκτός από το διαμέρισμα, την εξοχική κατοικία και το κατάστημα, περιλάμβανε και άλλα μισθωμένα ακίνητα, δεδομένου ότι τα δηλωθέντα μισθώματα ύψους 4.104.478 δραχμών υπερέβαιναν κατά πολύ το μίσθωμα των 160.000 δραχμών μηνιαίως από το εν λόγω κατάστημα) ήταν πράγματι σημαντική. Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω το δικάσαν εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση κατά τον κρίσιμο χρόνο να εξασφαλίζει με δικά της μέσα τη συντήρησή της, δεδομένου ότι διέθετε ιδιόκτητη κατοικία, ικανοποιητικό μηνιαίο εισόδημα και σημαντική λοιπή ακίνητη περιουσία, με αποτέλεσμα η συντήρησή της να μην βαρύνει τον αποβιώσαντα σύζυγό της. Το γεγονός ότι η ίδια, όπως ισχυρίστηκε, δεν εργάσθηκε ποτέ, δεν ασκεί επιρροή, αφού με τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν ήταν απαραίτητο να εργασθεί. Τέλος, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι ο αποβιώσας με τα εισοδήματά του (ποσού 6.572.2267 δραχμών) συνέβαλλε στη συντήρησή της, η συμβολή αυτή ήταν ελάχιστη σε σχέση με τις προσόδους που είχε η ίδια και που της εξασφάλιζαν ένα ικανοποιητικό για τις προσωπικές της ανάγκες επίπεδο διαβίωσης, ανώτερο από το ελάχιστο όριο συντήρησης. Με τις σκέψεις αυτές, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε την προσφυγή του Ιδρύματος και ακύρωσε την ως άνω απόφαση της Τ.Δ.Ε., κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985, εφόσον η συντήρησή της δεν βάρυνε τον θανόντα σύζυγό της. 10. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία, σε αντίθεση με την πρωτόδικη, δέχθηκε ότι νομίμως, κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, ο οποίος άρχισε να ισχύει (8.5.2003) πριν την άσκηση της εφέσεως στις 18.7.2003, το δικόγραφο της προσφυγής του Ι.Κ.Α. υπογραφόταν από τον Διευθυντή του οικείου Υποκαταστήματος και όχι από δικαστικό πληρεξούσιο του Ιδρύματος. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η πιο πάνω διάταξη, καθό μέρος θεσπίζει αναδρομική ρύθμιση, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, καθώς και προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά πιο πάνω στις σκέψεις 4 και 5, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 11. Επειδή, περαιτέρω, κατά τη γνώμη του Τμήματος στην κρινόμενη υπόθεση δεν ήταν εφαρμοστέα η ανωτέρω διάταξη του στοιχ. α` της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 288/1985. Τούτο δε, διότι η ρύθμιση αυτή έχει αντικατασταθεί από τη διάταξη του άρθρου 62 του ν. 2676/1999, η οποία, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου αυτού, καταλαμβάνει την κρινόμενη περίπτωση ενόψει του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου (4.3.2001) μετά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου. Για το λόγο αυτό, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως αναγόμενος στην ισχύ του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία στήριξε την κρίση της στην ως άνω καταργηθείσα διάταξη, θα έπρεπε να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, που ανάγονται στην ερμηνεία των διατάξεων του π.δ. 288/1985. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ.18/1989, στην 7μελή του σύνθεση...
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα