Διοικητική Δικονομία - Απόφαση και πρακτικά
Απόφαση: Αρθρο 187. Οριστική και μη οριστική. 1. Η Απόφαση με την οποία επιλύεται από το δικαστήριο η διαφορά (οριστική Απόφαση) δεν ανακαλείται. 2. Κάθε άλλη Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται, είτε για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού είτε για την εν γένει πρόοδο της δίκης (μη οριστική Απόφαση), μπορεί να ανακληθεί εν όλω ή εν μέρει.
Αρθρο 188. Λήψη. 1. Η Απόφαση λαμβάνεται από το δικαστή ή τους δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη Συζήτηση της υπόθεσης. 2. Στα πολυμελή δικαστήρια, η Απόφαση λαμβάνεται ύστερα από διάσκεψη, που αρχίζει με την εισήγηση και καταλήγει στην ψηφοφορία. Τη διάσκεψη διευθύνει ο δικαστής που είχε προεδρεύσει κατά τη Συζήτηση της υπόθεσης. 3. Κατά την ψηφοφορία, πρώτος ψηφίζει ο εισηγητής και ύστερα οι λοιποί δικαστές κατά σειρά, από το νεότερο στον αρχαιότερο. 4. Αν υπάρξει διαφωνία κατά την ψηφοφορία, επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας. 5. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η υπόθεση ανασυζείται. Στην αναΣυζήτηση μετέχουν και οι δύο αρχαιότεροι, ύστερα από εκείνον που είχε προεδρεύσει, δικαστές που υπηρετούν στο δικαστήριο. Αν τούτο δεν είναι εφικτό, ακολουθείται η ισχύουσα Διαδικασία αναπλήρωσης δικαστών. Αν κατά τη νέα ψηφοφορία σχηματιστούν περισσότερες από δύο γνώμες, εκείνοι που ακολούθησαν την ασθενέστερη γνώμη προσχωρούν σε μία από τις επικρατέστερες. Σε περίπτωση ισοψηφίας των ασθενέστερων γνωμών, γίνεται ψηφοφορία για να αποκλειστεί η μία από αυτές και τότε εκείνος που την είχε ακολουθήσει προσχωρεί σε μία από τις άλλες γνώμες, ωσότου σχηματιστεί, κατά τα παραπάνω, πλειοψηφία.
Αρθρο 189. Κατάρτιση, έκδοση και δημοσίευση - Μειοψηφία. "1.0 εισηγητής συντάσσει και παραδίδει το σχέδιο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή το οποίο περιλαμβάνει το ιστορικό, το σκεπτικό και το διατακτικό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο. Το σχέδιο υπογράφεται, στις πολυμελείς συνθέσεις, από τον εισηγητή και τον πρόεδρο, ενώ στις μονομελείς από τον δικαστή που δίκασε την υπόθεση. Στο σχέδιο, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, τίθεται και η χρονολογία της διάσκεψης." ***Η παρ.1 αντικαθίσταται ως άνω από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 52 παρ. 1 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). 2. Η γνώμη της μειοψηφίας, καθώς και το όνομα του δικαστή που μειοψήφισε, μνημονεύονται στην Απόφαση, καταχωρούνται δε σε ειδικό πρακτικό, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος. "3. Ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή με το περιεχόμενο που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο. Η απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση." ***Η παρ.3 αντικαθίσταται ως άνω από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 52 παρ. 2 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). 4. Για υποθέσεις που δεν συζητήθηκαν στην κύρια έδρα του δικαστηρίου, η δημοσίευση μπορεί να γίνει και στην κύρια έδρα του. 5. Το σχέδιο της Απόφασης φυλάσσεται στη δικογραφία. 6. Οι αποφάσεις που αφορούν τη Διεξαγωγή της Συζήτησης, αν στον Κώδικα δεν ορίζεται διαφορετικά, λαμβάνονται στην έδρα, διατυπώνονται δε συνοπτικά στο πρακτικό και δημοσιεύονται κατά την ίδια συνεδρίαση.
Αρθρο 190. Περιεχόμενο πρωτοτύπου. Το πρωτότυπο της Απόφασης απαρτίζεται από τα εξής μέρη : α) το εισαγωγικό, στο οποίο αναφέρεται ο αύξων αριθμός και το έτος δημοσίευσής της, το δικαστήριο και το τμήμα που την εξέδωσε, η σύνθεση του δικαστηρίου, ο εισηγητής - δικαστής, ο χρόνος και ο τόπος της Συζήτησης και ότι αυτή έγινε σε δημόσια συνεδρίαση, το είδος του ένδικου βοηθήματος ή μέσου που έχει ασκηθεί, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων ή εκπροσώπων τους, τα ονοματεπώνυμα των δικαστικών τους πληρεξουσίων, καθώς και η παράσταση ή όχι των διαδίκων στο ακροατήριο, β) το ιστορικό, στο οποίο περιγράφεται το αντικείμενο της δίκης και μνημονεύονται τα αιτήματα των διαδίκων, η πορεία της υπόθεσης, καθώς και η πληρωμή των τελών, του παραβόλου και του δικαστικού ενσήμου όπου απαιτούνται, γ) το σκεπτικό, στο οποίο εκτίθενται οι σκέψεις που οδήγησαν το δικαστήριο στη διατύπωση της κρίσης του, δ) το διδακτικό, το οποίο περιλαμβάνει την Απόφαση του δικαστηρίου για την εν όλω ή εν μέρει παραδοχή ή απόρριψη του ένδικου βοηθήματος ή μέσου και των επί μέρους αιτημάτων των διαδίκων, καθώς και για την τύχη του παραβόλου και την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης, όπου προβλέπονται, και ε) το τελικό, στο οποίο μνημονεύονται ο τόπος και ο χρόνος όπου έγινε η διάσκεψη και δημοσιεύτηκε η Απόφαση και τίθενται οι κατά το επόμενο άρθρο υπογραφές των δικαστών και του γραμματέα.
Αρθρο 191. "Υπογραφή του πρωτοτύπου" *** Ο τίτλος του παρόντος άρθρου όπως αντικαταστάθηκε από 1.1.2011 με το άρθρο 32 παρ.1 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010, αντικαθίσταται εκ νέου ως άνω από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 52 παρ. 3 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). Το πρωτότυπο της Απόφασης υπογράφεται από τον πρόεδρο, τον εισηγητή και το γραμματέα της έδρας, και, στις μονομελείς συνθέσεις, από το δικαστή και το γραμματέα. Αν η δημοσίευση της Απόφασης γίνει με άλλη σύνθεση του δικαστηρίου, υπογράφεται και από τον πρόεδρο ή το δικαστή, κατά περίπτωση, και το γραμματέα της σύνθεσης αυτής. [ "2. Μετά τη δημοσίευση της Απόφασης, κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει απλό φωτοτυπικό Αντίγραφο του σχεδίου, προκειμένου να μεριμνήσει για την καθαρογραφή του. Η γραμματεία του δικαστηρίου υποχρεούται να χορηγεί στον ενδιαφερόμενο διάδικο, εκτός του αντιγράφου του σχεδίου, τα στοιχεία της περίπτωσης α` του προηγούμενου άρθρου για να τα συμπεριλάβει στο καθαρογραμμένο σχέδιο. Το καθαρογραμμένο σχέδιο θεωρείται και υπογράφεται το ταχύτερο δυνατόν."] ***Η ένδειξη 1 στην αρχή του άρθρου 191 (όπως αυτό είχε συμπληρωθεί και τροποποιηθεί με το άρθρο 32 παρ.2 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213,) απαλείφεται και η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ από 2/04/2012 με τα άρθρα 109 παρ.1η και 113 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012) ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Με τη παρ.3 του άρθρου 32 παρ.2 του Ν.3900/2010 οριζόταν ότι: *** 3. Ο δικαστής που παραδίδει το σχέδιο της Απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή παραδίδει ομοίως και το πρωτότυπο της Απόφασης με πλήρες το περιεχόμενο που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο.
Αρθρο 192. Ανυπόστατη. 1. Η δικαστική Απόφαση είναι Ανυπόστατη : α) αν πρόσωπο το οποίο μετείχε στο δικαστήριο που την εξέδωσε δεν είχε τη δικαστική ιδιότητα, ή β) αν το δικαστήριο που την εξέδωσε δεν είχε την προς τούτο δικαιοδοσία, ή γ) αν αυτή δεν δημοσιεύτηκε, ή δ) αν εκδόθηκε κατ` ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου, ή ε) αν εκδόθηκε κατά προσώπου που είχε το προνόμιο της ετεροδικίας. 2. Το ανυπόστατο της Απόφασης ερευνάται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, μπορεί δε να προβληθεί, κατ` ένσταση, σε κάθε στάση της δίκης. Αν η Απόφαση δεν έχει προσβληφθεί με ένδικο μέσο, η αναγνώριση του ανυπόστατού της μπορεί να επιδιωχθεί με αυτοτελή αίτηση προς το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν για την αναγνωριστική αγωγή.
Πρακτικά: Αρθρο 193. 1. Για τη Συζήτηση στο ακροατήριο συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει : α) όσα αναφέρονται στο εισαγωγικό της Απόφασης, β) τον τρόπο του διορισμού των νόμιμων αντιπροσώπων ή εκπροσώπων και των δικαστικών πληρεξουσίων των διαδίκων και γ) περιγραφή όσων έγιναν κατά τη Συζήτηση. 2. Σε περίπτωση αναβολής, σύμφωνα με το άρθρο 135, της Συζήτησης, αναγράφεται στο πρακτικό αν αυτή χώρησε αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου και ποιου. 3. Στο πρακτικό της Συζήτησης καταχωρούνται, επίσης, οι κατά την παρ. 6 του άρθρου 189 αποφάσεις που αφορούν τη Διεξαγωγή της Συζήτησης. 4. Πρακτικό διάσκεψης συντάσσεται μόνο σε όποια περίπτωση τούτο κρίνεται από το δικαστήριο αναγκαίο. 5. Για τη δημοσίευση της Απόφασης συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει την κατά τη δημοσίευση σύνθεση του δικαστηρίου, τον τόπο και το χρόνο που αυτή έγινε, καθώς και βεβαίωση ότι η Απόφαση απαγγέλθηκε στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση. 6. Τα Πρακτικά που προβλέπουν οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων συντάσσονται από το γραμματέα της έδρας και υπογράφονται από τον ίδιο και κατά περίπτωση, από τον πρόεδρο της τριμελούς ή το δικαστή της μονομελούς σύνθεσης. 7. Η σύνταξη πρακτικών κατά τη διενέργεια άλλων διαδικαστικών πράξεων ρυθμίζεται από τις ειδικές γι` αυτές διατάξεις. 8. Σε περίπτωση διαφοράς ανάμεσα στα Πρακτικά και στην αντίστοιχη Απόφαση, κατισχύουν όσα αναφέρονται στα Πρακτικά.
Υπηρεσιακές μεταβολές: Αρθρο 194. 1. Ο δικαστής που είχε μετάσχει στη Συζήτηση υπόθεσης υποχρεούται, και μετά την τυχόν επέλευση υπηρεσιακής του μεταβολής, να μετάσχει στη Διαδικασία Λήψης της Απόφασης. ΑναΣυζήτηση της υπόθεσης γίνεται μόνο σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησής του από την υπηρεσία ή άλλου σοβαρού λόγου. Ως προς την αναΣυζήτηση, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 127 και 128, [μετέχουν δε σε αυτήν υποχρεωτικώς οι λοιποί δικαστές που είχαν μετάσχει στην αρχική Συζήτηση, εφόσον εξακολουθούν να υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο.] ***Η τελευταία εντος [] φράση διαγράφεται από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 52 παρ. 4 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). "Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση. Στη διοικητική δίκη, η ανωτέρω Προθεσμία διακόπτεται μέχρι τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας από τη διοίκηση, εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά αναλόγως της παραγράφου 2 του άρθρου 139 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Όταν αυτή κριθεί δικαιολογημένη, παρέχεται στον δικαστή Προθεσμία δύο μηνών για τη δημοσίευση των αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η Προθεσμία των δύο μηνών που χορηγήθηκε, κατά το προηγούμενο εδάφιο, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης αυτού. Για τις υποθέσεις αυτές ορίζεται δικάσιμος για νέα Συζήτηση, υποχρεωτικώς, εντός τριών μηνών για τις υποθέσεις ειδικών διαδικασιών και έξι μηνών για τις υποθέσεις τακτικής Διαδικασίας, από τη συμπλήρωση των παραπάνω προθεσμιών των οκτώ ή των δέκα μηνών. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις της διοικητικής δικαιοσύνης. Επιφυλλασσομένων των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων, εάν διαπιστωθεί μετά το τέλος της Συζήτησης ότι η διάσκεψη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας δικαστικού λειτουργού, μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της Συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων σχετικά με τον ορισμό δικασίμου, την Κλήση προς Συζήτηση και τα αποδεικτικά επίδοσης." *** Τα άνω εντός " " εδάφια της παρ.1 προστέθηκαν με την παρ.2 άρθρου 81 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.Εναρξη ισχύος από 8.6.2008. 2. Στη συνεδρίαση κατά την οποία δημοσιεύεται η Απόφαση μπορούν να μετάσχουν και δικαστές που δεν είχαν λάβει μέρος στη Συζήτηση της υπόθεσης και τη Λήψη της σχετικής Απόφασης. 3. Αν τα πρόσωπα τα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις υπογράφουν το πρωτότυπο της Απόφασης ή το πρακτικό της Συζήτησης της υπόθεσης ή της δημοσίευσης της Απόφασης, απεβίωσαν ή αποχώρησαν από την υπηρεσία ή δεν υπηρετούν πια στο δικαστήριο ή υπηρετούν αλλά απουσιάζουν με άδεια, εφαρμόζονται τα εξής : α) Αντί για εκείνον που είχε προεδρεύσει κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση ή δημοσιεύτηκε η Απόφαση, υπογράφει ο αρχαιότερος δικαστής της ίδιας σύνθεσης, κατά περίπτωση, ενώ στις μονομελείς συνθέσεις υπογράφει ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος. β) Στις πολυμελείς συνθέσεις, η υπογραφή του εισηγητή παραλείπεται. γ) Αντί για το γραμματέα της έδρας, υπογράφει ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος και, αν πρόκειται γι` αυτόν, ο αμέσως νεότερός του στην ιεραρχία από εκείνους που υπηρετούν στο δικαστήριο ή στο οικείο τμήμα. δ) Σε όλες τις Περιπτώσεις, στο πρωτότυπο της Απόφασης ή στο πρακτικό της Συζήτησης ή της δημοσίευσης, γίνεται μνεία του γεγονότος που δικαιολογεί την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
Επόδοση αποφάσεων και πρακτικών: Αρθρο 195. 1. Οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους, σε κυρωμένα αντίγραφα, με τη φροντίδα της γραμματείας. Από αυτές, οι μη οριστικές αποφάσεις με τις οποίες ορίζεται νέα δικάσιμος επιδίδονται στους διαδίκους τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη νέα αυτή δικάσιμο, επέχει δε η επίδοσή τους θέση κλήτευσης για τη δικάσιμο αυτήν. 2. Για την επίδοση των πρακτικών που περιέχουν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 189, αποφάσεις ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Προς τους διαδίκους που παρίστανται κατά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών δεν γίνεται επίδοση των πρακτικών. "3. Η κοινοποίηση μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 48." ***Η παρ.3 προστίθεται από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 49 παρ. 3 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). Με τη παρ.11 του άρθρου 110 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι:"11. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι τεχνικές λεπτομέρειες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την εφαρμογή των άρθρων 42, 49 και 74 του παρόντος."
Συνέπειες των αποφάσεων: Αρθρο 196. Ισχύς έναντι όλων. Οι αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων.
Αρθρο 197. Δεδικασμένο. 1. Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφασή του γι` αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα. 2. Το Δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις οι οποίες, είτε ύστερα από προβολή τους είτε αυτεπαγγέλτως, εξετάστηκαν ή έπρεπε να εξεταστούν από το δικαστήριο, καθώς και σε εκείνες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν από αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά, αν και μπορούσαν να προβληφθούν, δεν προβλήθηκαν. Οι τελευταίες αυτές ενστάσεις δεν καλύπτονται από το Δεδικασμένο αν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση ευθέως του οικείου ένδικου βοηθήματος. 3. Το αναφερόμενο στις προηγούμενες παραγράφους δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που διατέλεσαν διάδικοι, καθώς και αυτών που έγιναν, κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. Το δεδικασμένο που ισχύει για τον πρωτοφειλέτη καλύπτει και τον εγγυητή, και το αντίστροφο. Το δεδικασμένο που ισχύει για το νομικό πρόσωπο εκτείνεται και στα μέλη του. *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί της ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διάταξης της παρ.3 του άρθρου 197 του παρόντος Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας βλέπε σχετικά στην υπ` αριθμ. 671/2010 Απόφαση ΣΤΕ (ΟΛΟΜ).
Αρθρο 198. Υποχρέωση συμμόρφωσης. 1. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής. 2. Η παράλειψη διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, έχει ως συνέπεια, για τον παραβάτη, εκτός από την κατ` άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα ποινική του δίωξη, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση.
Αρθρο 199. Αναγκαστική εκτέλεση. 1. Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος Τύπος περιάπτεται σε αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη Διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την Αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 3. Αν πρόκειται για καταψηφιστικές αποφάσεις υπέρ του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφαρμογή έχουν οι εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσιων Εσόδων, σε συνδυασμό προς την ειδική νομοθεσία που διέπει κάθε νομικό πρόσωπο. "4. Οι τελεσίδικες και οι ανέκκλητες αναγνωριστικές αποφάσεις καθίστανται καταψηφιστικές με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που τις εξέδωσε, εφόσον καταβληθεί το κατά το άρθρο 274 Τέλος δικαστικού ενσήμου." *** Η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 33 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από 1.1.2011.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα