Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Πτώχευση - Μεταβίβαση ακινήτων κατά τη διάρκεια της ύποπτης περιόδου σε τέκνο λόγω γονικής παροχής (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1508/2011)

Περίληψη: Πτώχευση. Σχετική διαδικασία πριν την ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο είναι άκυρες οι ετεροβαρείς πράξεις του πτωχεύσαντος που έγιναν μέσα στην ύποπτη περίοδο κι ελάττωσαν την περιουσία του, καθώς και οι υποθήκες ή προσημειώσεις, και συνεπώς πάσχει ο σχετικός πλειστηριασμός ακινήτου, οπότε με την ακύρωση του πλειστηριασμού αναβιώνουν αυτοδικαίως και οι υποθήκες ή οι προσημειώσεις που υπήρχαν και αποσβέσθηκαν με την καταβολή του πλειστηριάσματος. Εξαίρεση από τη ρύθμιση αυτή. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αποκλείουν τη διάρρηξη των αντίστοιχων δικαιοπραξιών ως καταδολιευτικών. Ποιος νομιμοποιείται να ζητήσει τη διάρρηξη. Ως καταδολιευτική μπορεί να διαρρηχθεί η παραχώρηση υποθήκης σε εικονικό δανειστή, όχι όμως και η προσημείωση υποθήκης. Σε περίπτωση που η προσημείωση είναι προϊόν συμπαιγνίας θεωρείται καταδολιευτική, αλλά υπόκειται μόνο σε ανάκληση ύστερα από αίτηση κατά το άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική μορφή τριτανακοπής και μόνο μετά την τροπή της σε υποθήκη είναι δυνατή η διάρρηξή της. Δυνατή είναι η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο τρίτου που συναινεί. Η έλλειψη συναίνεσης του τρίτου δεν καθιστά αυτοδικαίως άκυρο το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης, αλλά δικαιολογεί ανακλητική αίτηση του θιγόμενου τρίτου. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 190/2007 απόφαση ΕφΛάρισας).

[...] 1. Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 110§2, 498§1, 568 §§1,2 και 576§§1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα υπ` αριθ. 7590/28.7.2010 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου ... ότι η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 190/2007 απόφασης του Εφετείου Λάρισας επισπεύσθηκε με φροντίδα της αναιρεσείουσας, η οποία προς το σκοπό αυτό επέδωσε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και προσδιορισμένο χρόνο συζήτησής της στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου με αριθμό πινακίου 47 την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο της 11.4.2011, κατά την οποία ο αναιρεσίβλητος κλήθηκε να παραστεί (άρθρ. 122§1, 123, 126§1 περ.α, 230§2, 498§§1 2, 568 ΚΠολΔ). Όμως ο αναιρεσίβλητος δεν παρέστη κατά τη δικάσιμο αυτή στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, όπως αυτό προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, γι` αυτό πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρ. 576§2 ΚΠολΔ). 2. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. 190/2007 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία ερήμην της δεύτερης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού δέχθηκε από τυπικής και ουσιαστικής πλευράς την από 5.9.2004 έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ` αριθ. 169/2003 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και εξαφάνισε την απόφαση αυτή, που είχε απορρίψει ως ουσία αβάσιμη την από 20.2.1996 ανακοπή του, δέχθηκε ακολούθως την ανακοπή αυτή και μεταξύ άλλων αναγνώρισε ότι είναι ανακλητέα η προσημείωση υποθήκης, που δυνάμει της υπ` αριθ. 1068/1995 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ενέγραψε σε ακίνητα της τρίτης των εφεσιβλήτων η πρώτη αυτών και ήδη αναιρεσείουσα, την οποία υποχρέωσε αντίστοιχα να δηλώσει αρμοδίως τη βούλησή της για άρση της προσημείωσης. Η αίτηση αναίρεσης, με την οποία η εφετειακή απόφαση προσβάλλεται μόνο κατά το τελευταίο αυτό κεφάλαιό της, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). 3. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 180, 181 και 182§§1 και 2 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), από την έναρξη ισχύος του, στις 16.9.2007, καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα άρθρ. 525-707 του Εμπορικού Νόμου (ΕμπΝ), τα οποία όμως εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται στις εκκρεμείς διαδικασίες, ενώ αντίθετα στις διαδικασίες που άρχισαν μετά την ως άνω θέση σε ισχύ του Πτωχευτικού Κώδικα εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του. Προκειμένου έτσι για διαδικασία πτώχευσης πριν από τις 16.9.2007 ορίζει το άρθρ. 537 του ΕμπΝ, ότι είναι άκυρες μεταξύ άλλων και χωρίς αποτέλεσμα ως προς την ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών οι ετεροβαρείς πράξεις του πτωχεύσαντος που ελάττωσαν την περιουσία του, εφόσον έγιναν μέσα στην ύποπτη περίοδο, δηλαδή από την ημέρα της παύσης των πληρωμών του ή και δέκα ημέρες πριν από αυτή και έως την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης για την πτώχευση, το ίδιο δε ισχύει και για τις υποθήκες της ίδιας περιόδου με τίτλο την ιδιωτική βούληση ή τη δικαστική απόφαση προς ασφάλεια όμως προγενέστερης της υποθήκης οφειλής, αλλά και για τις προσημειώσεις υποθήκης, που γράφτηκαν μέσα στην ίδια περίοδο, έστω και αν είναι προηγούμενος ο χρόνος έκδοσης της απόφασης που επέτρεψε την προσημείωση υποθήκης. Κατά συνέπεια πάσχει ο πλειστηριασμός ακινήτου, που περιήλθε στον καθ` ου η εκτέλεση με πράξη του πτωχεύσαντος ανακλητέα κατά το άρθρ. 537 ΕμπΝ και μπορεί ο σύνδικος της πτώχευσης να ζητήσει την ακύρωσή του ασκώντας την ανακοπή του άρθρ. 936 ΚΠολΔ, οπότε με την ακύρωση του πλειστηριασμού αναβιώνουν κατά το άρθρ. 1005§3 ΚΠολΔ αυτοδικαίως και οι υποθήκες ή οι προσημειώσεις υποθήκης που υπήρχαν στο ακίνητο και αποσβέσθηκαν με την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, ακόμη και αν εντωμεταξύ εξαλείφθηκαν. Ωστόσο εξαίρεση από τις ρυθμίσεις του άρθρ. 537 ΕμπΝ εισάγει το άρθρ. 2 ν.δ. 4001/1959, που ορίζει ότι "επιφυλασσομένης της περιπτώσεως του άρθρ. 52 περ. β του ν.δ. της 17.7.1923 το κύρος των υπέρ Ο.Χ.Ο.Α. ή Τραπέζης εφεξής εγγραφομένων και δυνάμει οιουδήποτε τίτλου υποθηκών, ως και των υπέρ αυτών εγγραφομένων προσημειώσεων και συνιστωμένων ενεχύρων, δεν θίγεται εκ της μετά την ημέρα της εγγραφής ή μετά την σύστασιν του ενεχύρου κηρύξεως της πτωχεύσεως του οφειλέτου". Η διάταξη αφορά τις υποθήκες και τις προσημειώσεις υποθήκης που έχουν συσταθεί σε ακίνητο οφειλέτη που μετέπειτα πτώχευσε, όμως για την ταυτότητα του νομικού λόγου καλύπτει και τις υποθήκες και προσημειώσεις υποθήκης σε ακίνητο τρίτου που είχε συναινέσει στη σύστασή τους και στη συνέχεια πτώχευσε, ενώ ανεφάρμοστη είναι η διάταξη σε περίπτωση πτώχευσης όχι του τρίτου, αλλά του οφειλέτη, αφού τότε δεν τίθενται σε αμφισβήτηση τα δικαιώματα των ενυπόθηκων δανειστών και μπορούν αυτοί να ασκήσουν κανονικά την υποθηκική αγωγή τους στο ενυπόθηκο ακίνητο του τρίτου. Μάλιστα η παραπάνω διάταξη, όπως και οι διατάξεις για την πτωχευτική ανάκληση, δεν αποκλείουν τη διάρρηξη των αντίστοιχων δικαιοπραξιών ως καταδολιευτικών, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρ. 939-946 ΑΚ, που εφαρμόζονται επιβοηθητικά και χωρίς εμπόδιο από την κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη, με τη διαφορά ότι τη διάρρηξη νομιμοποιείται πλέον να ζητήσει ο σύνδικος της πτώχευσης και όχι ατομικά οι δανειστές του πτωχού, που σημαίνει ότι η διάρρηξη αποβαίνει πλέον σε όφελος όλων των πτωχευτικών πιστωτών.

Αναμφίβολα ως καταδολιευτική μπορεί να διαρρηχθεί και η βασιζόμενη στην ιδιωτική βούληση παραχώρηση υποθήκης σε εικονικό δανειστή, όχι όμως και η προσημείωση υποθήκης, η οποία διατηρεί το χαρακτήρα της ως ασφαλιστικό μέτρο (άρθρ. 706 ΚΠολΔ) και δεν μεταλλάσσεται σε διαθετική δικαιοπραξία του ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν στη σχετική δίκη υπήρξε συναίνεση του οφειλέτη, η οποία εκτιμάται ως ομολογία των πραγματικών περιστατικών της αίτησης για την παροχή της προσημείωσης ή ανάλογα ως αποδοχή της. Ενδέχεται βέβαια η συναίνεση του οφειλέτη να είναι προϊόν συμπαιγνίας του με τον αιτούντα την προσημείωση υποθήκης, οπότε τότε προσλαμβάνει καταδολιευτικό χαρακτήρα, όμως και πάλι δεν υπόκειται σε διάρρηξη κατά τα άρθρ. 939 επ. ΑΚ, αλλά δυνατή είναι μόνον η ανάκλησή της ύστερα από αίτηση κατά το άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική μορφή τριτανακοπής και μπορεί να ασκηθεί από οποιοδήποτε τρίτο έχει έννομο συμφέρον. Μετά όμως την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη κατά τα άρθρ. 1277-1279 ΑΚ, 41 ή αναλόγως 29 ΕισΝΚΠολΔ είναι πλέον δυνατή η διάρρηξή της ως καταδολιευτικής, ενώ αντίθετα δεν νοείται πλέον ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που διέταξε την προσημείωση, αφού με την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη η απόφαση αυτή αναλώθηκε κατά το περιεχόμενό της (πρβλ. ΟλΑΠ 497/1978). Δυνατή επίσης είναι και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο όχι του οφειλέτη, αλλά τρίτου που συναινεί και προσέρχεται προς το σκοπό αυτό στη σχετική δίκη, λαμβάνοντας τη θέση του καθ` ου η αίτηση διαδίκου (ΑΠ 1709/1981, 410/2005, 341/ 2006, 1096/2006), κατ` αναλογία της ευχέρειας που παρέχεται από τη διάταξη του άρθρ. 1265 ΑΚ για την εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο συναινούντος τρίτου, αφού η προσημείωση υποθήκης, που στόχο έχει τη δέσμευση ακινήτου για να εξασφαλισθεί με αναγκαστική σ` αυτό εκτέλεση η προνομιακή ικανοποίηση χρηματικής ή μετατρέψιμης σε χρήμα απαίτησης του δανειστή, είναι θεσμός και του ουσιαστικού δικαίου, ρυθμιζόμενος από τα άρθρ. 1274-1280, 1323, 1330 ΑΚ, δηλαδή αποτελεί υποθήκη εξαρτημένη από την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη, που ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη. Ωστόσο η έλλειψη συναίνεσης του τρίτου δεν καθιστά αυτοδικαίως άκυρο το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης, αλλά δικαιολογεί ανακλητική αίτηση του θιγόμενου τρίτου κατά το αυτό άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ, ενώ δυνατός είναι και ο έλεγχος της συναίνεσης του τρίτου στο πλαίσιο των άρθρ. 537 ΕπμΝ και 2 ν.δ. 4001/1959. Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Ετσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι με την υπ` αριθ. 152/20.11.1995 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου κηρύχθηκαν σε πτώχευση η εταιρεία με την επωνυμία "................" και οι ομόρρυθμοι εταίροι της Η. και Μ. Ξ. με χρόνο παύσης των πληρωμών τους την 4.9.1995, όμως ύστερα από αίτηση και της αναιρεσείουσας ορίσθηκε με την υπ` αριθ. 5/26.1.1996 τελεσίδικη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου η 15.4.1995 ως προγενέστερος χρόνος παύσης των πληρωμών τους, ότι λόγω γονικής παροχής προς τη θυγατέρα τους Α. Ξ. οι Η. και Μ. Ξ. μεταβίβασαν σ` αυτή με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ` αριθ. .../9.5.1995 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βόλου Ιωάννη Γαλέα η μεν Μ. Ξ. το 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας, ο δε Η. Ξ. το 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας ενός οικοπέδου τους στην οδό .... της Κοινότητας Αγίου Ονουφρίου Μαγνησίας, ενώ για την ίδια αιτία ο Η. Ξ. μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στην ως άνω θυγατέρα του με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ` αριθ. .../9.5.1995 συμβόλαιο του αυτού συμβολαιογράφου τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες του σε πολυώροφη οικοδομή επί της αυτής οδού ... της Κοινότητας Αγίου Ονουφρίου Μαγνησίας, ότι οι ως άνω γονικές παροχές υπερέβησαν το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο και συνεπώς αποτελούν δωρεές και ότι ως τέτοιες, δηλαδή ως ετεροβαρείς χαριστικές πράξεις που έγιναν μέσα στην ύποπτη περίοδο και ελάττωσαν την πτωχευτική περιουσία του Η. και Μ. Ξ., είναι αυτοδικαίως άκυρες και χωρίς αποτέλεσμα ως προς την ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών τους. Με βάση την παραδοχή αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε στη συνέχεια ότι άκυρη είναι και η αναγκαστική εκτέλεση που με τίτλο εκτελεστό την υπ` αριθ. 636/25.10.1995 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου επέσπευσε σε βάρος της Α. Ξ. για τα ως άνω ακίνητα η απορροφηθείσα μετέπειτα από την αναιρεσείουσα Τράπεζα .............. , αφού τα ακίνητα αυτά, στα οποία η εν λόγω τράπεζα είχε εγγράψει αυθημερόν δυνάμει της υπ` αριθ. 1068/19.9.1995 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου συναινετική προσημείωση υποθήκης για ποσό 16.000.000 δραχμών προς εξασφάλιση απαίτησής της κατά της ίδιας της Α. Ξ. ως εγγυήτριας χρεών της εταιρείας "................" προς την τράπεζα, τυπικά μόνο ανήκαν στην περιουσία της Α. Ξ., ενώ στην πραγματικότητα ανήκαν στην πτωχευτική περιουσία των δικαιοπαρόχων της και συνεπώς ο πλειστηριασμός των ακινήτων αυτών, που διενεργήθηκε στις 7.2.1996 ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου Κωνσταντίνου Πετρόπουλου και είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ταυτόχρονη υπ` αριθ. 1220 έκθεσή του, την κατακύρωση στην Τράπεζα ............... των τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών, που ως γονική παροχή είχαν κατά τα ανωτέρω περιέλθει στην Α. Ξ., δεν επέφερε απόσβεση της υποθήκης στην οποία τράπηκε από 6.2.1996 η υπέρ της τράπεζας αυτής προσημείωση υποθήκης.

Ειδικότερα ως προς την προσημείωση αυτή, αλλά και ως προς τις συναινετικές επίσης προσημειώσεις υποθήκης που δυνάμει των υπ` αριθ. 1034/12.9.1995 και 1090/26.9.1995 αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και για ποσό 15.000.000 δραχμών ενέγραψαν αντίστοιχα στις 14.9.1995 και 26.9.1995 στα αυτά ακίνητα της Α. Ξ. οι τράπεζες ............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ .................................... προς εξασφάλιση ατομικά κατ` αυτής απαιτήσεών τους, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου δέχθηκε τα ακόλουθα: "Όταν γράφτηκαν οι προσημειώσεις αυτές, όλες οι τράπεζες γνώριζαν ότι τα ακίνητα επί των οποίων γράφτηκαν, είχαν περιέλθει στην οφειλέτιδα με τις ως άνω γονικές παροχές... Και επίσης γνώριζαν ότι κατά το χρόνο που έγιναν οι γονικές παροχές οι παρέχοντες αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία τους είχαν οδηγήσει σε κατάσταση ουσιαστικής παύσης των πληρωμών τους ... Οι προσημειώσεις αυτές αποκτήθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο η Α. Ξ., που ουσιαστικά τις αποδέχθηκε ως εγγυητής και εξακολουθεί να επιθυμεί τη διατήρησή τους στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ήταν έναντι των ειδικών διαδόχων αυτής κυρία των ακινήτων, επί των οποίων έχουν εγγραφεί (ΑΚ 184,1203,1204, που εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις ΕμπΝ 537,538). Η εγγραφή τους όμως είναι διαρρηκτή σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές του άρθρ. 944 ΑΚ, αφού η μεν Α. Ξ., που τις παραχώρησε, είχε αποκτήσει τα ακίνητα με ετεροβαρή πράξη μέσα στην ύποπτη περίοδο, από οφειλέτες, οι οποίοι απαλλοτρίωναν προς βλάβη των δανειστών τους και των οποίων αυτή ήταν συγγενής σε ευθεία γραμμή και, επιπλέον, γνώριζε το περιστατικό αυτό (ΑΚ 939, 941§2), οι δε τράπεζες, που τις απέκτησαν ως ειδικοί διάδοχοι της Α. Ξ., γνώριζαν ότι οι δικαιοπάροχοί της είχαν απαλλοτριώσει προς βλάβη των πιστωτών τους. Η βλάβη αυτή ήταν δεδομένη, διότι μετά τις μεταβιβάσεις που πραγματοποίησαν οι πτωχεύσαντες σύζυγοι Η. και Μ. Ξ. μέσα στην ύποπτη περίοδο, δεν είχε απομείνει ούτε σ` αυτούς ούτε στην ομόρρυθμη εταιρεία που λειτουργούσε μεταξύ τους, επαρκής περιουσία για την ικανοποίηση των πιστωτών τους, των οποίων οι απαιτήσεις ξεπερνούσαν το ποσό του 1.000.000.000 δραχμών... Συνεπώς και οι προσημειώσεις αυτές είναι ανακλητές, με την έννοια ότι οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να άρουν την εγγραφή τους και να αποκαταστήσουν την προηγούμενη κατάσταση, προκειμένου τα επιβαρυμένα ακίνητα να επανέλθουν ελεύθερα στην πτωχευτική περιουσία και να τεθούν στη διάθεση της ομάδας των πτωχευτικών πιστωτών και όχι μόνο ορισμένων εξ αυτών. Τέλος το άρθρ.2 του ν.δ. 4001/195 9... δεν μπορεί να έχει εν προκειμένω εφαρμογή, αφού πτωχεύσασα δεν είναι η Α. Ξ., που παραχώρησε τις προσημειώσεις, αλλά η ομόρρυθμη εταιρεία των γονέων της και εκείνοι". Με βάση το σύνολο των παραπάνω παραδοχών το Εφετείο, αφού δέχθηκε την από 5.9.2004 έφεση του αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την αντίθετη πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε ακολούθως την ένδικη από 20.2.1996 ανακοπή και έκρινε ειδικότερα ως προς τις ως άνω προσημειώσεις υποθήκης ότι αυτές πρέπει να ανακληθούν, υποχρέωσε δε τις τράπεζες υπέρ των οποίων οι προσημειώσεις γράφτηκαν "να δηλώσουν αρμοδίως τη βούλησή τους περί άρσεως των προσημειώσεων". Ωστόσο οι σχετικές με τις προσημειώσεις υποθήκης κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα σε σχέση με την παραχωρηθείσα στην αναιρεσείουσα προσημείωση υποθήκης, βασίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και συνιστούν τελικώς παράβαση διατάξεων ουσιαστικού νόμου. Ετσι κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η προσημείωση υποθήκης που παραχωρήθηκε στην αναιρεσείουσα με τη συναίνεση της Α. Ξ. για εξασφάλιση ατομικού της χρέους προς την αναιρεσείουσα αφορούσε ακίνητα, τα οποία τυπικά μόνο της ανήκαν, ενώ στην πραγματικότητα ανήκαν στους γονείς της, αφού οι πράξεις με τις οποίες αυτοί της τα μεταβίβασαν κατά τη διάρκεια της ύποπτης περιόδου των πτωχεύσεών τους είναι κατά το άρθρ. 537 ΕμπΝ αυτοδικαίως άκυρες έναντι των πτωχευτικών πιστωτών τους. Συνεπώς πρόκειται για προσημείωση υποθήκης που παραχωρήθηκε και γράφτηκε σε ακίνητα τρίτων σε σχέση προς την οφειλέτιδα Α. Ξ., δηλαδή των γονέων της και χωρίς να προκύπτει από την απόφαση αντίστοιχη συναίνεσή τους, η οποία κατ` εξαίρεση του άρθρ. 537 ΕμπΝ θα ήταν κατ` αρχήν έγκυρη στο πλαίσιο του άρθρ. 2 ν.δ. 4001/1959, θα μπορούσε όμως να προσβληθεί από τον αναιρεσίβλητο σύνδικο ως καταδολιευτική, με σκοπό να ασκηθεί στη συνέχεια απ` αυτόν αίτηση ανάκλησης κατά το άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ της απόφασης που διέταξε την προσημείωση υποθήκης. Την ίδια αίτηση θα ενομιμοποιείτο πολύ περισσότερο να ασκήσει ο αναιρεσίβλητος σύνδικος και στην περίπτωση της ανυπαρξίας οποιασδήποτε συναίνεσης των γονέων της Α. Ξ.. Όμως μετά την τροπή της προσημείωσης υποθήκης της αναιρεσείουσας σε υποθήκη δεν τίθεται πλέον ζήτημα ανάκλησης για τις παραπάνω αιτίες της αντίστοιχης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ και όφειλε ο αναιρεσίβλητος σύνδικος να ζητούσε είτε τη διάρρηξη της τυχόν συναίνεσης των γονέων της Α. Ξ. κατά τους όρους των άρθρ. 939 επ. ΑΚ είτε επικαλούμενος την έλλειψη συναίνεσής τους για την εγγραφή υποθήκης στα ακίνητά τους προς ασφάλεια όχι των δικών τους χρεών, αλλά των ατομικών χρεών της θυγατέρας τους έναντι της αναιρεσείουσας, να προσέβαλε ως άκυρη κατά το άρθρ. 1271 ΑΚ την εγγραφή της υποθήκης και να ζητούσε την εξάλειψή της κατά το άρθρ. 1329 αριθ. 3 ΑΚ. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε διαφορετικά και διέλαβε στην απόφασή του διατάξεις αντίθετες προς τη λειτουργία της προσημείωσης υποθήκης ως ασφαλιστικού μέτρου, με αποτέλεσμα παραβλέποντας και την τροπή εντωμεταξύ της προσημείωσης υποθήκης της αναιρεσείουσας σε υποθήκη να δεχθεί ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμα τα σχετικά αιτήματα της ένδικης ανακοπής του αναιρεσιβλήτου, ενώ έπρεπε να τα απορρίψει ως μη νόμιμα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και πρέπει ως προς τις πλημμέλειες αυτές, που δεν επισημαίνονται μεν με την αίτηση αναίρεσης, θεμελιώνουν όμως λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρ. 562§4 ΚΠολΔ εξεταζόμενο, να αναιρεθεί ως προς μόνη την αναιρεσείουσα η απόφαση του Εφετείου κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, που αφορά την παραχωρηθείσα στην αναιρεσείουσα με την υπ` αριθ. 1068/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου προσημείωση υποθήκης. Κατά το ίδιο κεφάλαιο η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ). Εξ άλλου ο αναιρεσίβλητος, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό αίτημα του τελευταίας, όπως στο διατακτικό ειδικότερα (άρθρ. 176, 178§2, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί ως προς μόνη την αναιρεσείουσα την υπ` αριθ. 190/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιό της, που αφορά την παραχωρηθείσα στην αναιρεσείουσα με την υπ` αριθ. 1068/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου προσημείωση υποθήκης. Παραπέμπει ως προς το κεφάλαιο αυτό την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Λάρισας, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές σε σχέση με αυτούς που εξέδωσαν την εν μέρει αναιρούμενη απόφασή του. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.