Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Έννοια αλληλόχρεου λογαριασμού. Η ενοχή για το κατάλοιπο που προκύπτει από κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1850/2011)

Περίληψη: Κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού. Ευθύνη εγγυητή. Παραίτηση εγγυητή. Διαταγή πληρωμής. Ανακοπή. Ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προέλθει από τη λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυήσεως, μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός εάν η μεταγενέστερη είναι πρόσθετη σύμβαση, με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου μέχρι όμως του ποσού της αρχικής συμβάσεως, εάν δεν έλαβε μέρος με την ιδιότητα του εγγυητή στην πρόσθετη σύμβαση ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων, εφόσον και αυτός τις εγγυήθηκε. Είναι επιτρεπτή η εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητού από το ευεργέτημα που παρέχεται σ' αυτόν με την διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, εφόσον κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από ελαφρά αμέλεια του. Για να ελευθερωθεί ο εγγυητής, ο παραιτηθείς από την εν λόγω ένσταση, πρέπει να συντρέχει δόλος ή βαρειά αμέλεια του δανειστή, ως προς την αδυναμία ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη.

[...] Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια, διαφορετική από την αληθή (Ολομ.ΑΠ 36/1988, ΑΠ 741/2011, ΑΠ 377 και 366/2011). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 741, 377, 373 και 366/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού που θα γίνεται καθ' ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει. Περαιτέρω ο αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι όμως κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του κατάλοιπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο που προκύπτει από κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται. ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως ή υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982).

Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 623-624 του ΚΠολΔ, μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για χρηματικό κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, το οποίο, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ , είναι κατά ποσό ορισμένο και δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως, η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση του λογαριασμού αυτού, το κλείσιμο τούτου και το κατάλοιπο που προκύπτει υπέρ εκείνου που ζητεί την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά να γίνεται επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 192/2005, ΑΠ 27/2010, 1524/1991). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ, 47 ν.δ. της 17/7/13-8-1923 και 112 Ε.Ν.Α.Κ. προκύπτει ότι ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προέλθει από τη λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυήσεως, μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός εάν η μεταγενέστερη είναι πρόσθετη σύμβαση, με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου μέχρι όμως του ποσού της αρχικής συμβάσεως, εάν δεν έλαβε μέρος με την ιδιότητα του εγγυητή στην πρόσθετη σύμβαση ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων, εφόσον και αυτός τις εγγυήθηκε (ΑΠ 1229/2007, ΑΠ 1458/2006, ΑΠ 100/2004). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ "ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 του ιδίου κώδικα είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρειά αμέλεια". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητού από το ευεργέτημα που παρέχεται σ' αυτόν με την πρώτη απ' αυτές, εφόσον κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από ελαφρά αμέλεια του και περαιτέρω, ότι για να ελευθερωθεί ο εγγυητής, ο παραιτηθείς από την εν λόγω ένσταση, πρέπει να συντρέχει δόλος ή βαρειά αμέλεια του δανειστή, ως προς την αδυναμία ικανοποίησης του από τον πρωτοφειλέτη (Ολ.ΑΠ. 6/2000, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1990, ΑΠ 1763/2009).

Τέλος, κατά την έννοια του αρθρ. 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, δηλαδή καθαρά αντικειμενικά κριτήρια, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν από άλλα περιστατικά, που καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ.ΑΠ 30/1997, Ολομ.ΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμό .../20-9-2001 σύμβαση η καθ'ης η ανακοπή Τράπεζα χορήγησε στον Ι. Γ. του Α. πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ποσού 132.061,630 ευρώ. Το παραπάνω ποσό της πίστωσης αυξήθηκε με την υπ' αριθμό. .../1/2-10-2001 πράξη μεταβολής ύψους πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό σε 293.470,290 ευρώ. Την τήρηση όλων των υποχρεώσεων του ως άνω πιστούχου και την πλήρη εξόφληση του υπολοίπου μετά το κλείσιμο του παραπάνω ανοικτού λογαριασμού εγγυήθηκαν οι ανακόπτουσες Χ. Μ., τότε σύζυγος του πιστούχου Ι. Γ. και Ε. Μ., αδελφή της τελευταίας, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, παραιτηθείσες από την ένσταση διζήσεως, καθώς και από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις των άρθρων 850 έως 869 ΑΚ. Οι παραπάνω εγγυήτριες-ανακόπτουσες υπέγραψαν νομίμως στο τέλος της ανωτέρω υπ' αριθμ. .../20-9-2001 σύμβασης και στην οικεία θέση κάτω από τη λέξη "εγγυητής", και απλά, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πρώτη ανακόπτουσα έθεσε την υπογραφή της και ανέγραψε και το όνομα της ολογράφως, η υπογραφή της δεύτερης ανακόπτουσας, λόγω ελλείψεως χώρου (αφού αυτός είχε καλυφθεί, κατά τα ανωτέρω, από την υπογραφή και την αναγραφή του ονόματος της πρώτης ανακόπτουσας), τέθηκε κάτω από τη λέξη "αντίκλητος" που αναγράφεται αμέσως πιο κάτω, οπωσδήποτε όμως με την ιδιότητα της εγγυήτριας και όχι της αντικλήτου, χωρίς να απαιτείται η υπογραφή αυτής σε κάθε φύλλο της σύμβασης, αφού η θέση αυτής στο τέλος του εγγράφου καλύπτει όλο το περιεχόμενο της συμβάσεως.

Εξ άλλου, στην ίδια τη σύμβαση και στην πρώτη σελίδα αυτής γίνεται ρητή αναφορά ότι οι ανακόπτουσες συμβάλλονται ως εγγυήτριες, ενώ σε κανένα σημείο αυτής δεν γίνεται αναφορά ότι ορίζεται αντίκλητος. Οι ίδιες (ανακόπτουσες) εγγυήθηκαν υπέρ του πιστούχου την τήρηση των όρων της σύμβασης και της υπ' αριθμ. .../1/2-10-2001 πρόσθετης πράξης, με ιδιαίτερη δήλωση, στην οποία ρητά αναφέρονται και υπογράφουν ως εγγυήτριες. Στην ως άνω σύμβαση περιελήφθη ο 12.1 όρος, σύμφωνα με τον οποίο, η καθ' ης τράπεζα έχει το δικαίωμα να φέρει σε χρέωση του λογαριασμού της πίστωσης κάθε απαίτηση της από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και από δάνεια και πιστωτικές χορηγήσεις κάθε είδους. Στη συνέχεια, με την υπ' αριθμό. .../2-12-2003 σύμβαση ανοικτού επιχειρηματικού δανείου χρηματοδοτήθηκε ο πιστούχος Ι. Γ. με το ποσόν των 60.000 ευρώ, μέσα στα πλαίσια του χρηματοδοτικού πιστωτικού ορίου της ως άνω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, την τήρηση των όρων του οποίου εγγυήθηκε η πρώτη ανακόπτουσα. Τέλος, με το από 2-12-2003 πρόσθετο σύμφωνο μεταξύ της καθ' ής, του πιστούχου και της α' ανακόπτουσας, ως εγγυήτριας, προστέθηκε στην τελευταία σύμβαση ο όρος, κατά τον οποίο "Η τράπεζα έχει δικαίωμα να εντάσσει κάθε απαίτηση από τη σύμβαση ανοικτού επιχειρηματικού δανείου στη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό υπ' αριθμ. .../1/2-10-2001, οπότε το ανοικτό επιχειρηματικό δάνειο ασφαλίζεται και με όλες τις εξασφαλίσεις της συμβάσεως πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό". Σύμφωνα με τα παραπάνω, η σύμβαση χρηματοδοτικού δανείου συνδέθηκε με τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, εντός του πιστωτικού ορίου της οποίας, όπως αυτή αυξήθηκε, χρηματοδοτήθηκε ο πιστούχος και νομίμως η καθ'ής, με βάση τις πιο πάνω συμβάσεις, αφού έκλεισε, όπως εδικαιούτο, στις 17-8-2006 τους λογαριασμούς που κινήθηκαν σε εκτέλεση αυτών, εμφανίζοντας χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 206.526,47 ευρώ, ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε επί της αιτήσεως, νομίμως υποχρέωσε και τη δεύτερη ανακόπτουσα να καταβάλει, αλληλεγγύως με την πρώτη και τον πιστούχο (πρωτοφειλέτη), το ανωτέρω κατάλοιπο, εφόσον, όπως αποδείχθηκε, αυτή εγγυήθηκε με την υπογραφή της αρχικής σύμβασης πίστωσης και της αυξητικής αυτής πράξης την τήρηση όλων των υποχρεώσεων του πιστούχου και την πλήρη εξόφληση του κατάλοιπου μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, σε χρέωση του οποίου, σύμφωνα με τον όρο 12.1, εδικαιούτο η καθ'ης να φέρει και την απαίτηση της από την σύμβαση του ανοικτού επιχειρηματικού δανείου, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή της τελευταίας απ' αυτήν (δεύτερη ανακόπτουσα), η οποία ευθύνεται, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, για την πληρωμή ολόκληρου του καταλοίπου. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. .../20-9-2001 σύμβασης που υπογράφηκε από τον πιστούχο και τις ανακόπτουσες, ως εγγυήτριες προκύπτει ότι αυτή έχει όλα τα στοιχεία της πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και δεν πρόκειται για σύμβαση δανείου, καθόσον ο πιστούχος εδικαιούτο να κάνει χρήση της πίστωσης μέχρι του ανωτάτου ορίου αυτής, με τη συμφωνία ότι οι αμοιβαίες απαιτήσεις θα κατεχωρούντο, υπό τύπο πιστοχρεώσεων σε ανοικτό λογαριασμό και με υποχρέωση του πιστούχου να καταβάλει το κατάλοιπο αυτού μετά τη γνωστοποίηση του οριστικού κλεισίματος αυτού και με τους συμφωνηθέντες τόκους και ανατοκισμούς κατά το περιοδικό κλείσιμο αυτού".

Εξ άλλου, είναι αδιάφορο για τη λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού, εάν ο πιστούχος μετέφερε από το λογαριασμό της αρχικής πίστωσης διάφορα χρηματικά ποσά προς εξόφληση οφειλών του προς την καθ' ης τράπεζα καταχωρημένων σε άλλο λογαριασμό, καθόσον η ευθύνη των ανακοπτουσών εξακολουθεί να υφίσταται, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο διέθεσε ο πιστούχος τα ποσά που ελάμβανε με βάση την υπογραφείσα σύμβαση πιστώσεως. Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι της ανακοπής με τους οποίους οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με βάση τις ως άνω συμβάσεις, πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, της αυξητικής αυτής πράξης (στις οποίες φέρονται ότι εγγυήθηκαν υπέρ του πιστούχου) και του ανοικτού επιχειρηματικού δανείου "Εasy Βusiness", είναι άκυρες α) ως προς την δεύτερη εξ αυτών, διότι ουδέποτε υπέγραψε τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ως εγγυήτρια αλλά ως αντίκλητος του πιστούχου (πρωτοφειλέτη), ενώ τη σύμβαση επιχειρηματικού δανείου δεν υπέγραψε με οποιαδήποτε ιδιότητα και β) ως προς τις δύο διότι εσφαλμένα αυτή εκδόθηκε με βάση σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ενώ επρόκειτο για σύμβαση δανείου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εφόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. Ότι ο λόγος της ανακοπής, περί ελευθερώσεως των ανακοπτουσών από τη σύμβαση εγγυήσεως διότι η καθ'ης τράπεζα, από πταίσμα υπαλλήλων της, δεν εξασφάλισε την απαίτηση της με εμπράγματη ασφάλεια επί των περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη, που αναφέρονται στην ανακοπή, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαιτήσεως της από τον τελευταίο, ο οποίος κατέστη αναξιόχρεος, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Ειδικότερα, ανεξάρτητα από το ότι οι ανακόπτουσες δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα την αξία των περιγραφομένων στην ανακοπή ακινήτων και αυτοκινήτων του πρωτοφειλέτη (τα τελευταία δεν τα προσδιορίζει καθόλου ούτε με αναφορά του αριθμού κυκλοφορίας αυτών), ώστε να διαπιστωθεί εάν επαρκούσε η αξία αυτών για την κάλυψη της απαίτησης, από τα αναφερόμενα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι ανακόπτουσες-εγγυήτριες, με την υπογραφείσα από αυτές, με την άνω ιδιότητα τους, σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και τη δήλωση εγγύησης επί της πρόσθετης αυξητικής της αρχικής συμβάσεως πράξης παραιτήθηκαν από την ένσταση διζήσεως και τις ενστάσεις των άρθρων 862, 863 ΑΚ. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι δύο αποθήκες που βρίσκονται στο υπόγειο οικοδομής στην πλατεία Συντάγματος στην πόλη της Κοζάνης, εμβαδού καθαρού 76,65 τ.μ. και 67,84 τ.μ. αντίστοιχα περιήλθαν στην κυριότητα του πρωτοφειλέτη, μετά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης πιστώσεως αλλά και της αυξητικής αυτής πράξεως και της παρεπόμενης σύμβασης εγγυήσεως, με τις υπ' αριθμ. 6047 και 6048/23-4-2004 περιλήψεως κατακυρωτικής έκθεσης του συμβ/φου Κοζάνης Λάζαρου Σιούλα. Επ' αυτών δε είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της "Τράπεζα Εurobank Ergasias Α.Ε." με την υπ' αριθμ. 1708/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και η μικρή αξία τους δεν επαρκούσε για την κάλυψη της ένδικης απαίτησης, καθόσον σε γενόμενο πλειστηριασμό στις 22-7-2005 κατακυρώθηκαν στην ως άνω τράπεζα στο ποσόν των 28.000 ευρώ συνολικά. Όσον αφορά στο διαμέρισμα που βρίσκεται στον τρίτο όροφο της κείμενης στις οδούς ... και ... της πόλης της Κοζάνης οικοδομής, του οποίου ήταν κύριος ο πιστούχος, ο τελευταίος είχε ήδη προσυμφωνήσει, πριν την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, την πώληση αυτού στους Σ. Τ. και Σ. Α. συζ. Σ. Τ., με το υπ' αριθμ. .../13-1-1999 προσύμφωνο της συμβ/φου Κοζάνης Μαρίας Φεσατίδου-Κριτσωτάκη, εις εκτέλεση του οποίου συντάχθηκε το υπ' αριθμ. .../24-1-2002 οριστικό συμβόλαιο πώλησης_της αυτής συμβ/φου. Επ' αυτού του ακινήτου, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης υπήρχαν επίσης εγγεγραμμένες μία υποθήκη και δύο προσημειώσεις για την εξασφάλιση προγενέστερων απαιτήσεων της καθ'ης τράπεζας, οι οποίες και εξαλείφθηκαν μετά την εξόφληση αυτών από τον πιστούχο, χωρίς η πρώτη να προβεί σε νέα εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας, διότι η οικονομική κατάσταση του τελευταίου κατά τα κρίσιμα έτη 2001 και 2002 ήταν πολύ καλή (βλ. προσκομιζόμενα εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ αυτού ετών 1999-2002) και η συνεργασία που επί σειρά ετών από το έτος 1989 εξελίσσονταν ομαλά, χωρίς να παρατηρηθεί οικονομική δυσπραγία του τελευταίου.

Εξ άλλου, οι ανακόπτουσες, γνωρίζοντας την ως άνω κατάσταση, μετά την υπογραφή των επιδίκων συμβάσεων συνήνεσαν και εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου αυτών με την υπ' αριθμ. 1137/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητος του ως άνω πιστούχου επί δύο αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, καθόσον δεν προσκομίζεται η άδεια κυκλοφορίας αυτών, ενώ η μάρτυρας απόδειξης αορίστως αναφέρεται σ' αυτό. Από τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ότι η καθ'ης από δόλο ή βαρειά αμέλεια της δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα για την εξασφάλιση της απαίτησης της από τον πρωτοφειλέτη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, ο δε περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Τέλος, τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της καθ'ης να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής και κατά των ανακοπτουσών, καθόσον οι τελευταίες, κατά την υπογραφή των ανωτέρω συμβάσεων από αυτές, ως εγγυήτριες, γνώριζαν το ακριβές περιεχόμενο αυτών, για το οποίο ενημερώθηκαν απολύτως πριν θέσουν τις υπογραφές τους επί των σχετικών εντύπων, είχαν δε τις ανάλογες γραμματικές γνώσεις που τους επέτρεπαν να αναγνώσουν και κατανοήσουν το περιεχόμενο τους. Γνώριζαν επίσης, λόγω και της σχέσης τους με τον πιστούχο, αφού η πρώτη εξ αυτών ήταν σύζυγος αυτού και η δεύτερη αδελφή της, την οικονομική κατάσταση αυτού, καθώς και τη μη επιβολή βάρους από την καθ' ης επί των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου. Εξ άλλου, οι ίδιες, γνωρίζοντας τα ανωτέρω, συνήνεσαν για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου τους κειμένου στην ... Κιλκίς με την προαναφερθείσα υπ' αριθμό 1137/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Τα αποδειχθέντα ανωτέρω συνεπώς πραγματικά περιστατικά που μεσολάβησαν και η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της καθ'ης δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της και ο σχετικός λόγος της ανακοπής είναι αβάσιμος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε και ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ακολούθως και η έφεση, ως ουσία αβάσιμη. Το Εφετείο, με τις ως άνω κρίσεις του, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού νόμου και δεν παραβίασε αυτές των άρθρων 159, 160 παρ.1 και 180 ΑΚ και του Ν. 2251/1994, ενώ δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού, από το αιτιολογικό αυτής, σαφώς προκύπτουν όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και περί της μη συνδρομής τούτων που αποκλείει την εφαρμογή άλλων και περιέχει τις προπαρατεθείσες σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, οι τρεις πρώτοι του κυρίου δικογράφου και ο μόνος του δικογράφου των προσθέτων, εκ του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, αντίθετοι, λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Τέλος, ο τέταρτος λόγος του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδείξεις και ισχυρισμούς των ανακοπτουσών, είναι παντελώς αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Οι αναιρεσείουσες, ως ηττώμενες διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 31-3-2010 αίτηση και το από 13-7-2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων των: 1) Χ. Χ. Μ. και 2) Ε. Χ. Μ., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 213/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

πηγή: dsanet.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.