Ακύρωση διαταγής πληρωμής εκδοθείσας βάσει επιταγής ευκολίας, διότι η κομίστρια τράπεζα, αν και γνώριζε τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της προηγούμενης οπισθογράφου και την έλλειψη υποκείμενης αιτίας, δέχθηκε τη μεταβίβασή της ως αξίας ενεχύρου, προς βλάβη της εκδότριας (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 779/2012)
[...] Με την κρινόμενη ανακοπή, ζητείται, για τους εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, η ακύρωση της με αριθμό 17841/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ' ης η ανακοπή, με βάση την με αριθμό .................. μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή της ................, ποσού 13.790 ευρώ, με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των 13.790 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και δικαστικών εξόδων και να επιβληθεί σε βάρος της καθ' ης η ανακοπή η δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας. Η ανωτέρω ανακοπή, η οποία είναι επαρκώς ορισμένη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμ. 7590Δ/14-10-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Σωτήρη Καζάκη και την από 8-10-2010 επισημείωση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αθανασίου Μήτση στο αντίγραφο της πιο πάνω διαταγής πληρωμής), αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση από επιταγή, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 (που είναι ταυτόσημη με αυτή του άρθρου 17 του ν. 5325/1932) τα εναγόμενα από την επιταγή πρόσωπα μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη, ή τους προηγούμενους κομιστές, μόνο αν ο κομιστής κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε με γνώση για να βλάψει τον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 280/1997, ΝοΒ 46/1233, ΑΠ 623/1994, ΕλλΔνη 1995/348). Δηλαδή, για τη δυνατότητα προβολής κατά του τρίτου κομιστή ενστάσεων που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εκδότη και των προηγούμενων οπισθογράφων απαιτείται αφενός γνώση από τον κομιστή της επιταγής του λόγου της ένστασης κατά το χρόνο της κτήσης της και αφετέρου σκοπός βλάβης του κατά τον ίδιο χρόνο (βλ. ΑΠ 8/1994, ΝοΒ 42/1145, ΑΠ 370/1993, ΕλλΔνη 1994/397). Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 του ιδίου νόμου προκύπτει το αναιτιώδες της ενοχής από την επιταγή, αλλά ο καλούμενος σε πληρωμή οφειλέτης μπορεί υπό τις άνω προϋποθέσεις να προβάλει ενστάσεις από την υποκείμενη σχέση, δηλαδή την αιτία. Τέτοια ένσταση η οποία στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις του ανακόπτοντος με τον εκδότη, ή προηγούμενους οπισθογράφους είναι η έλλειψη υποκείμενης αιτίας την οποία γνώριζε ο κομιστής και ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (βλ. ΕφΠειρ 506/2000, ΑρχΝ 2000/529). Η κακή δε πίστη του κομιστή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο οπισθογραφήσεως της επιταγής και ουδεμία επίδραση ασκεί η μεταγενέστερη γνώση (βλ. ΕΑ 446/1999, ΕλλΔνη 40/1137). Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι η καθ' ης κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής γνώριζε ότι η λήπτρια αυτής εταιρία με την επωνυμία «................. Ο.Ε.», βρισκόταν ήδη σε οικονομική κατάρρευση και ότι η επιταγή αυτή αποτελούσε επιταγή ευκολίας και παρά ταύτα δέχθηκε την προς αυτήν μεταβίβαση της ως αξία λόγω ενεχύρου προς βλάβη της ίδιας (ανακόπτουσας). Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις που προεκτέθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ' ουσίαν. Από την εκτίμηση του μάρτυρα της ανακόπτουσας που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του (η καθ' ης δεν εξέτασε μάρτυρα), τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για έμμεση απόδειξη, καθώς και από όλη τη διαδικασία αποδείχτηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμ.17841/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ' ης εντόκως το συνολικό ποσό των 13.790 ευρώ. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τη με αριθμ. ............. μεταχρονολογημένη επιταγή εκδόσεως της ανακόπτουσας στη Βάρη Αττικής, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 14-5-2010, ποσού 13.790 ευρώ, πληρωτέα από τον τηρούμενο στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ........ με αριθ. .............. λογαριασμό της, σε διαταγήν της εταιρίας με την επωνυμία «............. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ», η οποία στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 22-1-2010 την οπισθογράφησε και τη μεταβίβασε ως αξία λόγω ενεχύρου στην καθ' ης και η οποία (επιταγή), παρότι εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στις 14-5-2010, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από την καθ' ης, ύστερα από ρητή προς τούτο εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας (όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική από 18-5-2010 βεβαίωση της καθ' ης στο σώμα της επιταγής).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παραπάνω επιταγή δεν ανταποκρινόταν σε καμία εμπορική συναλλαγή μεταξύ της ανακόπτουσας και της λήπτριας αυτή εταιρίας με την επωνυμία «............. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ», αλλά αποτελούσε επιταγή ευκολίας, εκδόθηκε δε με μοναδικό σκοπό τη χρηματική διευκόλυνση της λήπτριας εταιρίας η οποία αντιμετώπιζε ταμειακές δυσχέρειες και μεταβιβάστηκε σε αυτή, προκειμένου να την εντάξει σε πλαφόν τραπεζικού της λογαριασμού και να την προεξοφλήσει, με τη συμφωνία ότι θα κάλυπτε η ίδια το ποσό που αυτή αντιπροσώπευε και θα την επέστρεφε στην ανακόπτουσα. Η καθ' ης κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής κατέβαλε το αντίτιμο αυτής στη λήπτρια εταιρία στο πλαίσιο μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης η καθ' ης χρηματοδοτούσε την παραπάνω λήπτρια εταιρία μέσω της χορήγησης διαδοχικών δανείων για την εξασφάλιση της πληρωμής των οποίων δεχόταν από αυτή, ως ενέχυρο επιταγές πελατών, όπως η επίδικη. Συνάγεται επομένως, ότι η καθ' ης κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει, αφού είχε στη διάθεσή της τον απαραίτητο μηχανισμό, ότι η λήπτρια εταιρία παρουσίαζε από πολύ νωρίτερα δυσμενή οικονομικά στοιχεία και να προβεί σε έλεγχο αυτών. Παρά ταύτα η καθ' ης παρέλαβε την επίδικη επιταγή και προέβη σε καταβολή του αντιτίμου της χωρίς να ζητήσει και λάβει επαρκή παραστατικά που να πιστοποιούν την αιτία της έκδοσής της. Ο ισχυρισμός της καθ' ης ότι παρέλαβε από την ανωτέρω εταιρία τα με αρ. ..../16-12-2009 και ...../21-12-209 τιμολόγια ποσού 13.243,50 ευρώ και 1.229,63 ευρώ αντίστοιχα δεν κρίνεται επαρκής για να στοιχειοθετήσει την καλή πίστη της καθ' ης κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε αν τα ως άνω τιμολόγια δόθηκαν για την επίδικη επιταγή ή για την έτερη μεταχρονολογημένη επιταγή έκδοσης της ανακόπτουσας σε διαταγή της εταιρίας «.............. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ» με αριθμ. ................., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010, ποσού 14.680 ευρώ, ενώ τα εν λόγω τιμολόγια που δεν φέρουν υπογραφές δεν συνοδεύονται και από τα αντίστοιχα δελτία αποστολής. Η συνήθης πρακτική όλων των τραπεζών, η οποία σκοπό έχει να διασφαλίσει την ασφάλεια των συναλλαγών και δη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της μαζικής έκδοσης αξιόγραφων διευκόλυνσης και ενεχύρασης τους απαιτεί ουσιαστικό έλεγχο κάθε μεταχρονολογημένης επιταγής που πρόκειται να ενεχυρασθεί. Τον έλεγχο αυτό αποδείχθηκε ότι δεν διενήργησε σωστά η καθ' ης κατά το χρόνο ενεχύρασης της επίδικης επιταγής, ενόψει της θέσης της ως θεματοφύλακας της συναλλακτικής πίστης, ο οποίος (έλεγχος) είναι απαραίτητος και μάλιστα για αφερέγγυους πελάτες όπως η ως άνω λήπτρια εταιρία, για τους οποίους η καθ' ης έχει πρόσβαση σε συστήματα ασφαλείας και ελέγχου ως προς τη φερεγγυότητα τους (Λευκός Τειρεσίας,' Δελτίο ICAP), για το λόγο δε αυτό άλλωστε όταν σφραγίστηκε η επίμαχη επιταγή η καθ’ ης δεν ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής και σε βάρος της πελάτισσας της -λήπτριας, αλλά μόνο σε βάρος της ανακόπτουσας, η οποία γνώριζε ότι ήταν φερέγγυα. Κατά συνέπεια συνάγεται ότι η καθ' ης αποδέχθηκε ότι η προς αυτή μεταβίβαση της επίδικης επιταγής θα ματαίωνε την προβολή ενστάσεων μεταξύ της εκδότριας -ανακόπτουσας από τη μεταξύ τους σχέση με τη λήπτρια εταιρία, όπως μεταξύ άλλων την ένσταση αχρεωστήτου, αλλά παρά ταύτα αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να προκληθεί εξ αυτού βλάβη της εκδότριας - ανακόπτουσας, την οποία δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνει κάποιο πταίσμα για την έκδοση μεταξύ άλλων και της ένδικης επιταγής, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της καθ' ης περί ιδίου πταίσματος της ανακόπτουσας. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη ο ως άνω πρώτος λόγος ανακοπής και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται την ανακοπή. Ακυρώνει την υπ' αριθμ. 17841/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας σε βάρος της καθ' ης, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα