Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Πτωχευτικός Κώδικας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ: Ι. Γενική διάταξη. Σκοπός της πτώχευσης. Άρθρο 1. Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευ­στοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του.

ΙΙ. Προϋποθέσεις και διαδικασία κήρυξης Υποκειμενικές προϋποθέσεις. Άρθρο 2. 1. Πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπι­κότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. 2. Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί. 3. Η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστη­ριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφό­σον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του.

Αντικειμενικές προϋποθέσεις. Άρθρο 3. 1. Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρη­ματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνι­μο (παύση πληρωμών). Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που γίνονται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα. 2. Επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης.

Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο- Διαδικασία. Άρθρο 4. 1. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του. 2. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφε­ρόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.). Οι πα­ρεμβάσεις, απλές ή κύριες, ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά.

Αίτηση πτώχευσης. Άρθρο 5. 1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος. 2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαί­τια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3, αίτηση προς το πτωχευ­τικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης. 3. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, η επωνυμία, καθώς και η διεύ­θυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός του Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Επί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας πρέπει να αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και ως προς όλους τους ομόρρυθ­μους εταίρους. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγρα­φεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κ. Πολ. Δ., η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 4. Στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πεντακοσίων (500) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώ­χευσης. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Ο αιτών ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής για το προκαταβληθέν ποσό. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγρα­φο, επιστρέφεται το ποσό στον αιτούντα.

Απόρριψη της αίτησης. Άρθρο 6. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν δεν συντρέχουν οι υποκειμενικές ή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώ­χευσης. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει επίσης την αίτηση, εφόσον αποδεικνύεται ότι, αν και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Σε περίπτωση απόρριψης για την αιτία αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο διατάσσει την καταχώ­ρηση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων που προβλέπονται στην πα­ράγραφο 3 του άρθρου 8. Η καταχώρηση διαγράφεται μετά πάροδο τριετίας. 3. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Κα­ταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του. 4. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της πα­ραγράφου 3, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση κατ’ εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.

Απόφαση. Άρθρο 7. 1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώ­χευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικα­στή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφρά­γιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή σε συνέλευση για σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και εκλογή της επιτροπής πιστωτών και ορίζει τον τρόπο δημοσιότητας. Με την ίδια απόφαση το πτω­χευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από τέσσερις (4) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης. Οι δύο συνελεύσεις μπορεί να συμπίπτουν. Στην απόφαση αναφέρονται επίσης και τα στοιχεία του οφειλέτη, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 3. 2. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο. Σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2, ημέρα παύσης πλη­ρωμών λογίζεται η ημέρα δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση. 3. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, με μεταγενέστε­ρη απόφασή του, μετά από αίτηση του συνδίκου, της επιτροπής πιστωτών, πιστωτή και οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον να μεταβάλει το χρόνο παύσης των πληρωμών. Η αίτηση μεταβολής του χρόνου παύσης των πληρωμών είναι απαράδεκτη μετά από την περάτωση της επαλήθευσης των πιστώσεων, κατά το άρθρο 93 και σε κάθε περίπτωση μετά πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. 4. Επί πτώχευσης ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εμπορικών εταιριών, με την ίδια απόφαση με την οποία κηρύσσεται σε πτώχευση η εταιρία, κηρύσσονται σε πτώχευση και τα ομόρρυθμα μέλη της και χωρίς άλλη διατύπωση. Η πτώχευση αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα ή άλλης ένωσης προσώπων με νομική προσωπικότητα, δεν επιφέρει και τη συμπτώχευση των μελών της. 5. Η απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και δεν επιτρέ­πεται δικαστική αναστολή της. Είναι δυνατή η προσβολή της με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης που ασκούνται και εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικα­σία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.) και απευθύνονται και κατά του συνδίκου.

Δημοσιότητα. Άρθρο 8. 1. Περιλήψεις των αποφάσεων που κηρύσ­σουν την πτώχευση ή μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, καθώς και κάθε άλλη πρόσκληση ή πράξη που προβλέπεται στον παρόντα κώδικα, δημο­σιεύονται με την επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέ­τη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις. 2. Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν πτώ­χευση ή διατάσσουν το άνοιγμα της διαδικασίας συν­διαλλαγής, επικυρώνουν τη συμφωνία συνδιαλλαγής, κηρύσσουν τη λύση αυτής, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσ­σουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορί­ζεται στον παρόντα κώδικα, σημειώνονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. 3. Σε κάθε πρωτοδικείο, στο γραφείο του εισηγητή, τηρείται με επιμέλεια του γραμματέα των πτωχεύσε­ων Μητρώο Πτωχεύσεων, στο οποίο εγγράφονται τα ονόματα και επί νομικών προσώπων η επωνυμία αυτών που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ή ζητήθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Στη μερίδα τους κατα­χωρείται κάθε περαιτέρω πράξη της διαδικασίας, καθώς και η αποκατάσταση. Τηρείται επίσης και αλφαβητικό ευρετήριο. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Μητρώο, στο οποίο καταχωρούνται οι άνω μεταβολές για ολόκληρη τη Χώρα. Οι λεπτομέρειες τήρησης των Μητρώων αυτών καθορίζονται με Απόφαση του Υπουρ­γού Δικαιοσύνης. (Με την παρ. 2 του άρθρου 182 του παρόντος νόμου ορίζεται ότι : «Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύ­ουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών. Μέχρι την έκδοση της κατά το άρθρο 8 παρ. 3 υπουρ­γικής απόφασης, τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή Μητρώα εξακολουθούν να τηρούνται σύμφωνα με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις»).

Καταχωρήσεις. Άρθρο 9. 1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, με επιμέλεια του συνδίκου, καταχωρείται στο υποθη­κοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, στο οποίο έχουν κα­ταχωρηθεί εμπράγματα δικαιώματα του οφειλέτη επί ακινήτων. 2. Σε περίπτωση εκποίησης ή αποδέσμευσης των ακι­νήτων αυτών από τον σύνδικο, το πτωχευτικό δικαστή­ριο, μετά από αίτησή του, διατάσσει τη διαγραφή της καταχώρησης αυτής. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρ­μόζονται αναλόγως και σε μητρώα πλοίων ή αεροσκα­φών, επί των οποίων ο οφειλέτης έχει εμπράγματα δικαιώματα, καθώς και σε δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρούνται κατά το νόμο άλλα περιουσιακά στοι­χεία.

ΙΙΙ. Εξασφαλιστικά μέτρα Προληπτικά μέτρα. Άρθρο 10. 1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κή­ρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρ­μόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει ανα­γκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστω­τές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλ­λεται στη δημοσιότητα του άρθρου 8. 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης.

Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Άρθρο 11. 1. Ο γραμματέας των πτωχεύσεων γνωστο­ποιεί αμέσως στον ειρηνοδίκη τη διάταξη της απόφα­σης για τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Η γνωστοποίηση γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, ακόμη και με τηλεομοιοτύπημα ή τηλεγράφημα. Αρμό­διος για τη σφράγιση είναι ο ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα πράγματα, ο οποίος υποχρεούται να εκτελέσει τη σφράγιση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών με την παρουσία του συνδίκου ή και χωρίς αυτή. Σε κάθε περίπτωση ο ειρηνοδίκης, μόλις πληροφορηθεί με οποιονδήποτε τρόπο την κήρυξη της πτώχευσης οφείλει να ενεργήσει τη σφράγιση και χωρίς να έχει ειδοποιηθεί από τον γραμματέα. 2. Ο εισηγητής μπορεί να επιτρέψει να παραλειφθεί η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, αν κατά την κρίση του η απογραφή είναι δυνατόν να περατωθεί εντός μιας (1) ημέρας. 3. Ο ειρηνοδίκης θέτει τις σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων. 4. Δεν μπορεί να σφραγιστεί η κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειάς του ή τα κινητά που κατά το άρ­θρο 953 παράγραφος 3 του Κ.Πολ.Δ. είναι ακατάσχετα. Επίσης εξαιρούνται από τη σφράγιση και παραδίδονται αμέσως στον σύνδικο τα πράγματα που εξαιρέθηκαν από τη σφράγιση κατά το άρθρο 67, καθώς και τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα ή αυτά που πρέπει να γίνουν αποδεκτά από τρίτο ή για τα οποία πρέπει να ληφθούν συντηρητικά μέτρα. Τα εμπορικά βιβλία θεωρούνται από τον ειρηνο­δίκη και βεβαιώνεται με συνοπτική έκθεση η κατάστασή τους, τα δε αξιόγραφα περιγράφονται ακριβώς στην έκθεση. 5. Για τη σφράγιση συντάσσεται από τον ειρηνοδίκη έκθεση, στην οποία αναφέρεται η περιγραφή των χώ­ρων, όπου τέθηκαν οι σφραγίδες, τα σημαντικά έγγραφα και οι διαθήκες που τυχόν ανευρέθηκαν, τα τυχόν εξαιρεθέντα από τη σφράγιση πράγματα και καταχωρεί­ται κάθε ισχυρισμός ή αντίρρηση των προσώπων που παρευρέθηκαν στη σφράγιση και κάθε τι που μπορεί να έχει σημασία για την πτώχευση και υπέπεσε στην αντίληψη του ειρηνοδίκη. 6. Η σφράγιση μισθωμένου από τον οφειλέτη εμπορι­κού καταστήματος, αποθήκης ή άλλου χώρου για την άσκηση της επιχειρήσής του δεν εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης που διατάσσει για οποιονδήποτε λόγο την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Με­σεγγυούχος των πραγμάτων που τυχόν ευρεθούν στο μίσθιο είναι ο εκμισθωτής, μέχρι να παραληφθούν αυτά από τον σύνδικο και εφαρμόζονται σχετικά οι διατάξεις του άρθρου 956 παράγραφος 4 του Κ.Πολ.Δ..

ΙV. Aντίκλητοι-έξοδα-προθεσμίες. Αντίκλητοι, κοινοποιήσεις. Άρθρο 12. 1. Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευ­ση και η επιτροπή πιστωτών οφείλουν με δήλωσή τους προς τον γραμματέα των πτωχεύσεων να ορίσουν ως αντίκλητό τους πρόσωπο που κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου. 2. Όπου προβλέπονται επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνω­στοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη ή την επιτροπή πιστωτών, αυτές γίνονται μόνο προς τον αντί­κλητο που έχει νομίμως διορισθεί και πάντοτε εγγρά­φως. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, η ειδοποίηση των εν λόγω γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς από τον γραμματέα των πτωχεύσε­ων, ο οποίος βεβαιώνει τούτο ενυπογράφως πάνω στο φάκελο της πτώχευσης.

Τα δικαστικά έξοδα. Άρθρο 13. Στις πτωχευτικές δίκες τα έξοδα επιβάλ­λονται πάντοτε σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας, αν ενεργήθηκαν προς το συμφέρον της.

Οι προθεσμίες. Άρθρο 14. 1. Οι κοινοποιήσεις, επιδόσεις και ειδοποι­ήσεις, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στον παρόντα κώδικα, γίνονται πριν τρεις (3) ημέρες. 2. Στις προθεσμίες που κατά τον παρόντα κώδικα ορίζονται σε ημέρες δεν υπολογίζονται οι ημέρες αρ­γίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τα Σάββατα. Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για τις προθεσμίες των ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ: Ι. Συνέπειες της πτώχευσης ως προς τον οφειλέτη. Στερήσεις. Άρθρο 15. Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται μόνο εκείνων των δι­καιωμάτων του προσωπικής φύσεως, που προβλέπουν ειδικές διατάξεις νόμων.

Πτωχευτική περιουσία. Άρθρο 16. 1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων. 3. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρησή του. Η υποχρέωση διατήρησής τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται. 4. Εάν μεταξύ των συζύγων ισχύει το σύστημα κοινο­κτημοσύνης, η κοινή περιουσία καταλαμβάνεται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση ως χωριστή περιουσία και από αυτήν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέ­πονται στα άρθρα 1408-1409 του Αστικού Κώδικα και υπό τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών. 5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώμα­τα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περι­ουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.

Πτωχευτική απαλλοτρίωση. Άρθρο 17. 1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευ­σης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλο­τρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφει­λέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. 2. Με την επιφύλαξη ειδικών ρυθμίσεων, αν ο οφει­λέτης διέθεσε περιουσιακά στοιχεία κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, τεκμαίρεται ότι η διάθεση έγινε μετά την κήρυξη. 3. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες πε­ριπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει. 4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτι­κή περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέ­της έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.

Ανάθεση στον οφειλέτη. Άρθρο 18. 1. Όταν η πτώχευση κηρύσσεται με αίτη­ση του οφειλέτη, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση αυτού, να του αναθέσει τη διοίκηση (διαχείριση και διάθεση) της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύ­μπραξη του συνδίκου, αν η ανάθεση αυτή είναι προς το συμφέρον των πιστωτών και συναινεί στην ανάθεση η επιτροπή πιστωτών. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου ή της επιτροπής πιστωτών, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιου­σίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρ­χεται στον σύνδικο. 3. Οι αποφάσεις για ανάθεση ή αφαίρεση, κατά τις παραγράφους 1 και 2, του δικαιώματος διοίκησης είναι εκ του νόμου εκτελεστές και υποβάλλονται στη δημο­σιότητα του άρθρου 8.

Περιορισμός προς διατήρηση του ενεργητικού. Άρθρο 19. 1. Μέχρι την έγκριση του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένω­ση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περι­πτώσεις. 2. Αν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθε­ση του εισηγητή και αφού ακουσθεί ο σύνδικος και η επιτροπή πιστωτών, μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας και τις διακρίσεις του άρθρου 135.

Υποχρέωση ενημέρωσης και συνεργασίας. Άρθρο 20. 1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενη­μερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία πληρεξούσιους του οφειλέτη, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη. 2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα τηρούμενα από αυτόν εμπορικά βιβλία και στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, που αφορούν την επιχείρησή του.

ΙΙ. Συνέπειες της πτώχευσης ως προς τους πιστωτές. Πτωχευτικός πιστωτής. Άρθρο 21. 1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφει­λέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων: α. η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές)· β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνο­λο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές)· γ. η απαίτηση εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας (ενέγγυοι πιστωτές)· δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την πτωχευτική πε­ριουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πι­στωτών (πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης). 2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του μόνο μέσω της πτω­χευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.

Απαιτήσεις υπό αίρεση. Άρθρο 22. 1. Απαιτήσεις υπό διαλυτική αίρεση, για όσο χρόνο η αίρεση δεν πληρούται, θεωρούνται ως μη τελούσες υπό αίρεση. Σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασί­ας, ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει τα τυχόν καταβληθέντα σ’ αυτόν. 2. Απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση κατατάσσονται στον κατά το άρθρο 153 πίνακα διανομής τυχαία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 978 Κ.Πολ.Δ..

Μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Άρθρο 23. 1. Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, πλην εκείνων των ενέγγυων πιστωτών, θεωρούνται ότι έλη­ξαν. Οι μη ληξιπρόθεσμες άτοκες απαιτήσεις μειώνονται κατά το ποσό του νόμιμου τόκου που αντιστοιχεί στο διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την πραγματική λήξη τους ως προς αυτόν. 2. Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών καθίστανται απαιτητές κατά την πραγματική λήξη τους.

Παύση τοκογονίας. Άρθρο 24. 1. Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαι­τήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Η παύση της τοκογονίας δεν ισχύει για τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές. 2. Το κατά τα άρθρα 107 επ. σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να έχει ως περιεχόμενο και την καταβολή, ολική ή μερική, των τόκων που έπαυσαν να παράγονται λόγω κήρυξης της πτώχευσης.

Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων. Άρθρο 25. 1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρ­θρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλο­νται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.

Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές. Άρθρο 26. 1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται αποκλειστικά από τη ρευστοποίησή του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευ­τικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλειά τους. 2. Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παρα­γράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής πε­ριουσίας. 3. Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης των ενέγγυ­ων πιστωτών επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τα οποία συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική δραστηριότητά του ή με παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευση του οφειλέτη, αναστέλλονται μέχρι την έγκριση του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την κατά το άρθρο 84 απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών ως προς τον τρόπο εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή δεν επεκτείνεται πέραν των δέκα (10) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή αίρεται αυτο­δικαίως. Πράξεις ατομικών διώξεων των ενέγγυων πι­στωτών κατά παράβαση της αναστολής της παρούσας παραγράφου είναι απολύτως άκυρες. 4. Η κατά την παράγραφο 3 αναστολή δεν επεκτείνε­ται στα υπέγγυα αντικείμενα που ανήκουν σε εγγυητές, συνοφειλέτες και τρίτους οφειλέτες ή ανήκουν στον οφειλέτη, αλλά δεν συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική του δραστηριότητα, παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευσή του. 5. Αν αποφασιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84, η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, αναστέλλονται μέχρι πέρατος της διαδικασίας αυτής και οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών και μόνο ως προς τα κατά την παράγραφο 3 εδάφιο πρώτο περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3. 6. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τις ειδικές ρυθ­μίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών πα­ροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

Οφειλέτες εις ολόκληρον. Άρθρο 27. 1. Επί οφειλής εις ολόκληρον ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής του, εάν κατέστη απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων. 2. Συνοφειλέτης εις ολόκληρον και εγγυητής δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην πτώχευση συνοφειλέτη ή πρωτοφειλέτη αντίστοιχα, με βάση απαίτηση που θα αποκτούσαν στο μέλλον λόγω ικανοποίησης από αυ­τούς του πιστωτή, εκτός αν ο πιστωτής αυτός δεν έχει αναγγείλει την απαίτησή του.

ΙΙΙ. Συνέπειες πτώχευσης ως προς τις συμβάσεις. Διατήρηση ισχύος. Άρθρο 28. Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης εκκρε­μείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στις οποίες συμβαλλό­μενος είναι ο οφειλέτης, διατηρούν την ισχύ τους, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα.

Δικαίωμα επιλογής. Άρθρο 29. 1. Ο σύνδικος, με την άδεια του εισηγητή, έχει το δικαίωμα να εκπληρώσει τις εκκρεμείς συμβά­σεις, υποκαθιστώντας την ομάδα των πιστωτών στη θέση του οφειλέτη, και να απαιτήσει την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος καθίσταται ομαδικός πιστωτής. 2. Εάν ο σύνδικος δεν ασκήσει το δικαίωμα εκπλή­ρωσης μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την υποβολή της έκθεσής του, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να τάξει σ’ αυτόν εύλογη προθεσμία προς άσκηση του δικαιώμα­τος επιλογής. Εάν ο σύνδικος δεν απαντήσει εντός της εύλογης προθεσμίας που έταξε ο αντισυμβαλλόμενος ή εάν αρνηθεί την εκπλήρωση, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης, ικανοποι­ούμενος ως πτωχευτικός πιστωτής. 3. Το δικαίωμα του συνδίκου για εκπλήρωση ή μη αφορά εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, για τις οποίες ο σύνδικος έχει λάβει γνώση, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονται σε κατάσταση που του έχει εγχειρίσει ο οφειλέτης.

Συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο. Άρθρο 30. Απαιτήσεις από συμβάσεις που συνάπτο­νται από τον σύνδικο ικανοποιούνται ως ομαδικές. Συμβάσεις που λύονται ή διατηρούνται Άρθρο 31 1. Συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατη­ρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορε­τικά στο νόμο ή τη σύμβαση. 2. Η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσης των συμβάσεων προσωπικού χαρακτήρα, στις οποίες ο οφει­λέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και εκείνων η λύση των οποίων επέρχεται ή μπορεί να επέλθει από ειδική διάταξη νόμου.

Δικαίωμα καταγγελίας. Άρθρο 32. 1. Τα οριζόμενα στο άρθρο 31 δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση. 2. Επίσης δεν θίγονται τα δικαιώματα του αντισυμβαλ­λόμενου μέρους για λύση της σύμβασης, με βάση ρήτρα που επιτρέπει τη λύση της σε περίπτωση πτώχευσης του άλλου μέρους ή υπαγωγής του σε διαδικασία συλ­λογικής εκτέλεσης.

Μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης. Άρθρο 33. 1. Ο σύνδικος δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτο τη συμβατική σχέση, στην οποία συμβαλλόμε­νο μέρος είναι ο οφειλέτης. Η μεταβίβαση επιτρέπεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών όρων που την αποκλείουν ή την περιορίζουν, αν η μεταβίβαση είναι συμφέρουσα για τους πιστωτές και συναινεί ο αντισυμ­βαλλόμενος του οφειλέτη. 2. Σε άρνηση του αντισυμβαλλομένου να συναινέσει, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου, μπορεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση υπό τους όρους: α) ότι ο σύνδικος επέλεξε τη συνέχιση της σύμβα­σης, β) ότι ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις του οφειλέτη και γ) ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν βλάπτεται από τη μεταβίβαση. Με την έκδοση της απόφασης που εγκρίνει τη με­ταβίβαση, ο τρίτος θεωρείται υποκατασταθείς στα εκ της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις του οφειλέτη.

Συμβάσεις εργασίας. Άρθρο 34. 1. Με την κήρυξη της πτώχευσης δεν λύεται η σύμβαση εργασίας. 2. Ο σύνδικος, εφόσον ο οφειλέτης είναι εργοδότης, μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με καταγγελία. Η πτώχευση αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου. Για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης. 3. Σε περίπτωση που η κατά το άρθρο 70 έκθεση του συνδίκου προβλέπει βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο σύνδικος, ο οφειλέτης και η επιτροπή πιστωτών, μπο­ρούν χωριστά ο καθένας ή από κοινού να ζητήσουν από τον εισηγητή τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την έγκριση ή απόρριψη από το πτω­χευτικό δικαστήριο του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης. 4. Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευ­σης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατά­ξεις του παρόντος κώδικα. 5. Μισθωτός που πραγματικά συνεχίζει να παρέχει ή παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώ­χευσης, λόγω συνέχισης της επιχειρηματικής δραστη­ριότητας από τον οφειλέτη ή τον σύνδικο, για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής.

Επιφύλαξη κυριότητας. Άρθρο 35. 1. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και το είχε παραδώσει στον αγοραστή, η κήρυξη της πτώχευ­σης δεν αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης ή υπανα­χώρησης από αυτήν και ούτε εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, κατά τα συμφωνηθέντα. 2. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε αγοράσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας του πωλητή και είχε παραλάβει το πράγμα, η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη κυριότητας. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμέ­νου να ασκήσει το κατά το άρθρο 29 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγούμενης υπαναχώρησης. Ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μόνο μετά την υποβολή της κατά το άρθρο 70 έκθεσης του συνδίκου.

Συμψηφισμός. Άρθρο 36. 1. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτή να προτείνει συμψηφισμό ανταπαίτησής του προς την αντίστοιχη απαίτηση του οφειλέτη, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Οι απα­γορεύσεις συμψηφισμού, όπου ισχύουν, εφαρμόζονται και στην πτώχευση. 2. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, ρυθ­μίζεται όπως η κείμενη νομοθεσία προβλέπει. 3. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης επί συστημάτων διακανονισμού πληρωμών και διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέ­σων, καθώς και με βάση ρήτρες εκκαθαριστικού συμ­ψηφισμού, στο πλαίσιο συμφωνιών παροχής χρηματο­οικονομικής ασφάλειας, γίνεται κατά τις ειδικές περί αυτών ρυθμίσεις.

IV. Αποχωρισμός και πτωχευτική διεκδίκηση. Δικαίωμα αποχωρισμού. Άρθρο 37. 1. Όποιος επικαλείται εμπράγματο ή ενοχι­κό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέ­τη, δικαιούται να ζητήσει τον αποχωρισμό του από την πτωχευτική περιουσία και την παράδοσή του σ’ αυτόν, με αίτησή του προς το σύνδικο. Η απόδοση από τον σύνδικο γίνεται μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατά­ξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός. 2. Εάν το αντικείμενο, του οποίου μπορούσε να ζητηθεί ο αποχωρισμός, κατά την παράγραφο 1, έχει εκποιηθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, χωρίς δικαίωμα, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ή μετά την κήρυξή της από τον σύνδικο, ο δικαιούχος σε αποχωρισμό μπορεί να απαιτή­σει την εκχώρηση της απαίτησης κατά του τρίτου στην αντιπαροχή, εάν αυτή ακόμα οφείλεται ή τον αποχωρι­σμό της αντιπαροχής από την πτωχευτική περιουσία, εάν αυτή διατηρεί την ταυτότητά της. 3. Εάν ο αποχωρισμός, κατά τις προηγούμενες πα­ραγράφους, είναι αδύνατος, ο δικαιούχος συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής με βάση την αξία του αντικειμένου. 4. Επί καταπιστευτικής μεταβίβασης κυριότητας κι­νητού με διατήρηση της νομής από τον οφειλέτη, ο πιστωτής, ως κύριος του πράγματος, δικαιούται σε αποχωρισμό του.

Πτωχευτική διεκδίκηση. Άρθρο 38. 1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης παρέδωσε εμπορεύμα­τα στον οφειλέτη λόγω παρακαταθήκης προς πώληση ή για να πωληθούν για λογαριασμό του, εφόσον αυτά, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, βρίσκονται στην πτω­χευτική περιουσία του οφειλέτη αναλλοίωτα εν όλω ή εν μέρει. 2. Εάν τα εμπορεύματα της παραγράφου 1 έχουν πω­ληθεί και το τίμημα οφείλεται κατά την κήρυξη της πτώχευσης, ο παραγγελέας - παρακαταθέτης διεκδικεί ευθέως αυτό στα χέρια του αγοραστή. 3. Ο δικαιούχος διεκδικεί αξιόγραφα, τα οποία πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε αποστείλει στον οφειλέτη για να εισπραχθούν ή να διατεθούν για καθορισμένες πληρωμές, εφόσον αυτά κατά την κήρυξη της πτώχευ­σης βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη αυτούσια.

Διεκδίκηση πωλητή. Άρθρο 39. 1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε πωλήσει εμπο­ρεύματα στον οφειλέτη, τα οποία κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν ακόμα περιέλθει στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου που ενεργεί για λογαριασμό του και εφόσον το τίμημα οφείλεται εν όλω ή εν μέρει. 2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο πωλητής κατέχει το πράγμα, έχει δικαίωμα επίσχεσης αυτού.

Άσκηση της διεκδίκησης. Άρθρο 40. 1. Επί της αίτησης διεκδίκησης αποφαί­νεται ο σύνδικος με σύμφωνη γνώμη του εισηγητή. Αν υπάρχει αντίρρηση από τον σύνδικο ή πιστωτή, απο­φαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο. 2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 39 ο σύνδικος δικαι­ούται να ασκήσει το κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 δικαίωμα επιλογής.

V. Πτωχευτική ανάκληση. Κανόνας. Άρθρο 41. Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύπο­πτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

Πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης. Άρθρο 42. Λογίζονται ότι είναι επιζήμιες και ανακα­λούνται οι ακόλουθες πράξεις: α) Δωρεές και χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, καθώς και αυτές στις οποίες η αντιπαροχή που έλαβε ο οφει­λέτης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δική του παροχή. Εξαιρούνται οι συνήθεις δωρεές που γίνονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας ή από λόγους ηθι­κού καθήκοντος, καθώς και πράξεις από ελευθεριότητα που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη σε εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης και παροχές προς οικονομική ή επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εφόσον οι παροχές είναι ανάλογες προς την περιουσιακή του κατάσταση και δεν επέφεραν ουσιώδη ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη. β) Πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών. γ) Πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών με άλλο τρόπο και όχι με μετρητά ή με τη συμφωνηθείσα παροχή. δ) Σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμ­βανόμενης και της εγγραφής προσημείωσης υποθή­κης ή παροχή άλλων ασφαλειών ενοχικής φύσεως για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση των οποίων ο οφειλέτης δεν είχε αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση ή για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν.

Πράξεις δυνητικής ανάκλησης. Άρθρο 43. 1. Κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφει­λέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντι­συμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών. 2. Τεκμαίρεται η γνώση του αντισυμβαλλομένου, εάν κατά τη διενέργεια της πράξης ήταν σύζυγος του οφει­λέτη ή συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν τη διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλόμενου νο­μικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον κατά τη διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή ή διοικητή ή διευθυντή ή διαχειριστή του. Το τεκμήριο δεν ισχύει, εάν η ανακλη­τική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.

Δόλια βλάβη των πιστωτών. Άρθρο 44. Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευ­σης, με δόλο αυτού να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλού­νται, εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε, κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε το δόλο του οφειλέτη.

Εξαιρούμενες πράξεις. Άρθρο 45. Δεν ανακαλούνται: α) Συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επι­χειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενερ­γήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του. β) Πράξεις του οφειλέτη που ρητά ο νόμος τις εξαι­ρεί από την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανάκλησης, ακυρότητας ή ακυρωσίας πράξεων που έγιναν μέσα στην ύποπτη περίοδο. γ) Πράξεις που διενεργούνται από τον οφειλέτη κατά το στάδιο εκπλήρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης, σε περίπτωση επαναφοράς σε εκκαθάριση λόγω αδυ­ναμίας εκπλήρωσης. δ) Παροχή του οφειλέτη, για την οποία ο αντισυμ­βαλλόμενος κατέβαλε άμεσα ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά.

Ειδικές ρυθμίσεις επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Άρθρο 46. 1. Το κύρος ή το ανακλητό εκκαθάρισης που συντελέστηκε ή της παροχής εξασφάλισης στα πλαίσια των συναλλαγών σε χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν στη σχετική χρηματιστηριακή αγορά. 2. Το κύρος ή το ανακλητό των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με βάση τέτοιες συμ­φωνίες ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συμφωνίες. 3. Το κύρος ή το ανακλητό του συμψηφισμού, των πληρωμών ή συναλλαγών αυτών που συμμετέχουν σε σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού ή σε χρηματαγο­ρά ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συναλλαγές.

Πληρωμή χρηματογράφων. Άρθρο 47. Επί πληρωμής χρηματογράφων από τον οφειλέτη μέσα στην ύποπτη περίοδο, η ανακλητική αξί­ωση μπορεί να στραφεί μόνον κατά του εκδότη συναλ­λαγματικής και του πρώτου οπισθογράφου γραμματίου σε διαταγή και επιταγής και μόνον εφόσον αυτοί γνώ­ριζαν ότι κατά το χρόνο έκδοσης ή οπισθογράφησης αντίστοιχα του χρηματογράφου, ο πληρωτής επί συ­ναλλαγματικής ή ο εκδότης επί γραμματίου σε διαταγή και επιταγής είχε παύσει τις πληρωμές του. Δικαστική απόφαση -

Νομιμοποίηση. Άρθρο 48. 1. Οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο ανακαλούνται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. 2. Την ανακλητική αξίωση ασκεί ο σύνδικος. Μπορεί να την ασκήσει και πιστωτής, εφόσον είχε ζητήσει εγγρά­φως από τον σύνδικο την άσκησή της για συγκεκριμένη πράξη και για συγκεκριμένο νόμιμο λόγο και ο σύνδικος δεν την άσκησε μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήψη του γραπτού αιτήματος του πιστωτή. 3. Η ανακλητική αγωγή απευθύνεται κατ’ εκείνου ή εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πρά­ξη, καθώς και κατά των κληρονόμων ή άλλων καθολικών διαδόχων τους ή του κακόπιστου ειδικού διαδόχου. 4. Η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελε­στός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω ανα­γκαστικής εκτέλεσης.

Συνέπειες της απόφασης. Άρθρο 49. 1. Όποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτη­σε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, υποχρεούται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι δυνατή, η υποχρέ­ωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμοζόμενες αναλόγως. 2. Ο λήπτης δωρεάς υποχρεούται να επιστρέψει μόνο τον πλουτισμό, εκτός εάν γνώριζε ή κατά τις περιστά­σεις μπορούσε να γνωρίζει ότι με τη χαριστική παροχή επέρχεται ζημία της ομάδας των πιστωτών. 3. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που συμβλήθηκε με τον οφειλέτη ενήργησε κακόπιστα, μπο­ρεί να τον υποχρεώσει σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη στην ομάδα των πι­στωτών.

Αξιώσεις του αντισυμβαλλομένου. Άρθρο 50. 1. Εάν με την ανακαλούμενη παροχή είχε εξοφληθεί απαίτηση, με την επαναμεταβίβασή της η απαίτηση επανέρχεται σε ισχύ. 2. Σε περίπτωση ανάκλησης αμφοτεροβαρούς πράξης, ο αντισυμβαλλόμενος, εφόσον επιστρέφει την παροχή, έχει αξίωση στην αντιπαροχή του ως ομαδικός πιστω­τής, εάν η αντιπαροχή εξακολουθεί να διατηρεί την ταυτότητά της στην πτωχευτική περιουσία ή η τελευ­ταία αυξήθηκε κατά την αξία της αντιπαροχής, άλλως ικανοποιείται ως πτωχευτικός πιστωτής.

Παραγραφή της ανακλητικής αξίωσης. Άρθρο 51. Η ανακλητική αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση ενός (1) έτους από την ημέρα που ο σύνδικος έλαβε γνώση της πράξης και σε κάθε περί­πτωση μετά παρέλευση δύο (2) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ: Ι. Γενική διάταξη. Τα όργανα της πτώχευσης. Άρθρο 52. Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτω­χευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος, η συνέλευ­ση των πιστωτών και η επιτροπή πιστωτών.

ΙΙ. Το πτωχευτικό δικαστήριο. Αρμοδιότητα. Άρθρο 53. Πτωχευτικό δικαστήριο είναι το πολυμε­λές πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση (άρθρο 4). Ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργα­σιών της πτώχευσης. Έχει αρμοδιότητα να δικάζει τις διαφορές που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα, αλλά και όσες αναφύονται από την πτώχευση και λόγω της κήρυξής της.

Διαδικασία. Άρθρο 54. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σ’ αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.). Οι παρεμβάσεις (πρόσθετες ή κύριες) ενώπιόν του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά. 2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι υποθέσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου προσδιορίζονται εντός είκοσι (20) ημερών και η κλήτευ­ση γίνεται προ δέκα (10) ημερών, η δε απόφαση εκδίδε­ται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη συζήτηση.

Ανακοπή, έφεση και αναίρεση. Άρθρο 55. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση, καθώς και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.. Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδι­κίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένειά του.

Πτωχευτική ανακοπή. Άρθρο 56. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, καθώς και εκείνη που μεταβάλλει χρόνο παύσης των πληρωμών, υπόκεινται σε ανακοπή. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση από τον οφει­λέτη και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών.

Αίτηση ανάκλησης. Άρθρο 57. 1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί μετά από αίτηση του οφειλέτη από το δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση, εφόσον ικανοποιήθηκαν ή συναινούν οι πιστωτές που μετεί­χαν στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και εκείνοι που προκύπτουν από το φάκελο. Η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών αποδεικνύεται μόνο εγ­γράφως, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής τους από δημόσια αρχή. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 Κ. Πολ. Δ.. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αίτησης ανά­κλησης πρέπει να προσκομίζεται στο πτωχευτικό δικα­στήριο έκθεση του εισηγητή. 2. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτω­ση της πτώχευσης κατά το άρθρο 164. Η απόφαση για την ανάκληση, μετά από αίτηση του οφειλέτη κατά την παράγραφο 1 εδάφιο α΄, έχει αναδρομική ισχύ και από τη δημοσίευσή της η πτώχευση θεωρείται ότι δεν κηρύχθηκε ποτέ. Η ανάκληση κατά την παράγραφο 1 εδάφιο γ΄ δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το πτωχευτικό δικαστήριο. 3. Σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης. 4. Η περί ανακλήσεως απόφαση δημοσιεύεται και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Ανακοπή ερημοδικίας και τριτανακοπή ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της δημοσιεύσεως αυτής. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 756 επ. Κ. Πολ.Δ..

ΙΙΙ. Ο εισηγητής. Ορισμός εισηγητή. Άρθρο 58. 1. Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρω­τοδίκης που υπηρετεί στο πρωτοδικείο. Στα πρωτο­δικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, εισηγητής των πτωχεύσεων ορίζεται για δύο (2) δικαστικά έτη, με απόφαση της ολομέλειάς τους, ένας ή δύο από τους προέδρους πρωτοδικών που υπηρετούν σ’ αυτά, κατ’ αποκλειστική απασχόληση. Στα λοιπά πρωτοδικεία, ο εισηγητής ορίζεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο αντικαθίσταται ο ει­σηγητής. 2. Επί πτώχευσης ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εται­ρίας, εισηγητής ορίζεται ο ίδιος για την εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της που συμπτωχεύουν.

Καθήκοντα του εισηγητή επί της διοίκησης της πτώχευσης. Άρθρο 59. 1. Ο εισηγητής οφείλει αμέσως μετά την κήρυξη της πτώχευσης να μεριμνήσει για την ειδοποίη­ση του συνδίκου περί του διορισμού του. Έχει καθήκον να επιτηρεί και να επιταχύνει τις εργασίες της πτώ­χευσης, να διατάσσει όλα τα κατεπείγοντα μέτρα προς διασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας και προεδρεύει στη συνέλευση των πιστωτών. 2. Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του. Παρέχει στον σύνδικο, μετά από συναίνεση της επιτροπής πιστωτών, την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα κώδικα. 3. Σε κάθε περίπτωση ο εισηγητής έχει και τις αρμο­διότητες που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα, αλλά και για κάθε πράξη αναγκαία στα πλαίσια και για την εκπλήρωση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που του παρέχονται με τον παρόντα κώδικα, έστω και αν ειδικά δεν προβλέπονται σ’ αυτόν.

Διατάξεις του εισηγητή. Άρθρο 60. 1. Ο εισηγητής με διάταξή του παρέχει τις προβλεπόμενες από τον παρόντα κώδικα άδειες και αποφασίζει, εντός τριών (3) ημερών, επί όλων των διενέξεων του συνδίκου με την επιτροπή πιστωτών, με τους πιστωτές και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διαδικασία της πτώχευσης και σε κάθε άλλη περίπτωση που έχει αρμοδιότητα κατά τον παρόντα κώδικα. 2. Κατά των διατάξεων αυτών του εισηγητή, καθώς και επί των διενέξεων του ίδιου με το σύνδικο, την επιτροπή πιστωτών ή πιστωτή ή με άλλους εμπλεκόμενους στην πτώχευση, επιτρέπεται, σε αυτούς που έχουν έννομο συμφέρον, η προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικα­στηρίου. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, ασκείται εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοση της διάταξης και εκδικάζεται εντός οκτώ (8) ημερών, το δε πτωχευτικό δικαστήριο αποφαί­νεται επ’ αυτής αμετακλήτως, εντός δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικα­στήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.). 3. Επί των διενέξεων που φέρονται ενώπιον του πτω­χευτικού δικαστηρίου, ο εισηγητής είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει πάντοτε σχετική έκθεση, χωρίς την οποία είναι απαράδεκτη η συζήτηση.

Ανακριτικά καθήκοντα του εισηγητή. Άρθρο 61. Ο εισηγητής μπορεί να εξετάσει ανωμοτί τον οφειλέτη και ενόρκως τους αντιπροσώπους και υπαλλήλους του, σχετικά με ό,τι αφορά τη σύνταξη του ισολογισμού και τις περιστάσεις και τις αιτίες της πτώχευσης. Αντίγραφα των καταθέσεων διαβιβάζει ο εισηγητής και προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν συντρέ­χει περίπτωση ποινικής ευθύνης κάποιου προσώπου.

Επιβολή κυρώσεων κατά του οφειλέτη. Άρθρο 62. 1. Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί, εφόσον ειδοποιηθεί νόμιμα πριν δύο (2) ημέρες, ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή, ο εισηγητής επιβάλλει σ’ αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ταμείου Νομικών που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση υποτροπής, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα. 2. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα, προς εξασφάλιση της παρουσίας του πτωχού και σύμπραξής του, όπου απαιτείται, κατά την πτωχευτική διαδικασία.

ΙV. Ο σύνδικος. Ποιος διορίζεται σύνδικος. Άρθρο 63. 1. Σύνδικος διορίζεται δικηγόρος που έχει τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία και κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου, από κατάλογο που κα­ταρτίζεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για κάθε ημερολογιακό έτος, με βάση αιτήσεις των ενδιαφερόμε­νων δικηγόρων. Αν δεν καταρτιστεί κατάλογος, ισχύει αυτός του προηγούμενου έτους και αν δεν υπάρχει καθόλου κατάλογος, το πτωχευτικό δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα το πρόσωπο του συνδίκου. 2. Σύνδικος δεν διορίζεται αυτός που συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με τα φυσικά πρό­σωπα, που αποτελούν τη διοίκησή τους, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή μνηστήρες αυτών.

Δικαίωμα αποποίησης. Άρθρο 64. 1. Ο σύνδικος αμέσως ειδοποιείται για το διορισμό του με κάθε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικά, από τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Ο γραμματέας σημει­ώνει ενυπόγραφα την ειδοποίηση πάνω στο φάκελο της πτώχευσης. Εντός των επόμενων δύο (2) ημερών από την ειδοποίηση αυτή, ο σύνδικος δικαιούται να δηλώ­σει εγγράφως προς τον εισηγητή ότι αποποιείται το διορισμό του, εκθέτοντας και τους σχετικούς λόγους. Ο εισηγητής απευθύνεται αμέσως προς το πτωχευτικό δικαστήριο για διορισμό νέου συνδίκου. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφαση διο­ρισμού νέου συνδίκου αποφαίνεται συγχρόνως, αν η αποποίηση οφείλεται σε ασυμβίβαστα του άρθρου 63 παράγραφος 2 ή σε σπουδαίο λόγο. Αν δεν συμβαίνει τούτο, ο σύνδικος που παραιτήθηκε δεν μπορεί να διο­ριστεί σύνδικος για τα επόμενα τρία (3) έτη.

Δημοσιεύσεις πρόσκλησης προς τους πιστωτές. Άρθρο 65. Ο σύνδικος έχει υποχρέωση να επιμεληθεί για τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 8, περίλη­ψης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, με πρόσκληση των πιστωτών να συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή στον οριζόμενο στην απόφαση τόπο και χρόνο, για τη σύνταξη του πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και τον ορισμό επιτροπής πιστωτών. Αν ο σύνδικος βρα­δύνει, η δημοσίευση γίνεται με επιμέλεια του εισηγητή. Αν ματαιωθεί η συνέλευση, για οποιονδήποτε λόγο, η ημερομηνία σύγκλησης της επόμενης συνέλευσης ορίζε­ται με απλή πράξη του εισηγητή, η οποία δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο.

Συντηρητικά μέτρα. Άρθρο 66. 1. Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να εγ­γράψει αμέσως τις υποθήκες και προσημειώσεις για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι κατά οφειλετών της πτώ­χευσης και να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Ο σύνδικος εγγράφει ατελώς, υπέρ της ομάδας των πιστωτών, υποθήκες επί όλων των ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας με τίτλο την περίληψη της από­φασης που κήρυξε την πτώχευση και τον διόρισε που συνοδεύεται από έκθεσή του, όπου περιγράφονται τα ακίνητα επί των οποίων ζητεί την εγγραφή και αναφέρει το κατά την κρίση του εικαζόμενο συνολικό ύψος των προς ασφάλεια πιστώσεων.

Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κ.λπ.. Άρθρο 67. 1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σ’ αυτόν, όσα πράγματα υπόκει­νται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρησή τους είναι δαπανηρή. Τα πράγματα αυτά απογράφονται και εκτιμώνται αμέσως από τον σύνδικο, ενώπιον του αρμόδιου για τη σφράγιση ειρηνοδίκη, ο οποίος προσυπογράφει την έκθεση. 2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς περί του αιτήματος αυτού του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρ­ρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός της επόμενης ημέρας από την ειδοποίησή του. 3. Αν ο εισηγητής χορηγήσει τη σχετική άδεια, ο τόπος και χρόνος της πώλησης των πραγμάτων γνωστοποιεί­ται με τοιχοκόλληση στο κατάστημα του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Αποσφράγιση - απογραφή. Άρθρο 68. 1. Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφρά­γιση, ζητεί από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. Ο οφειλέτης καλείται πριν δύο (2) ημέρες, να πα­ρευρίσκεται κατά την αποσφράγιση και απογραφή. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, στη θέση αυτού καλούνται οι κληρονόμοι του. 2. Η απογραφή γίνεται από τον σύνδικο με την πα­ρουσία του ειρηνοδίκη. Ο σύνδικος μπορεί με την άδεια του εισηγητή να προσλάβει βοηθό της εκλογής του για τη σύνταξη της απογραφής και την εκτίμηση των πραγμάτων. Περί της απογραφής και της εκτίμησης των πραγμάτων συντάσσεται από το σύνδικο έκθεση που υπογράφεται από τον ίδιο, τον ειρηνοδίκη και τα άλλα παρόντα πρόσωπα. Οι σφραγίδες αφαιρούνται διαδο­χικά, ανάλογα με την πορεία της απογραφής και κάθε διακοπή αναφέρεται στην έκθεση και υπογράφεται από όλους τους ανωτέρω. Εντός της επόμενης ημέρας από την περάτωση της απογραφής, η έκθεση κατατίθεται στον εισηγητή και όποιος έχει έννομο συμφέρον λαμβά­νει από τον γραμματέα αμέσως ατελώς αντίγραφο. 3. Μόλις περατωθεί η απογραφή, τα βιβλία και τα λοι­πά έγγραφα, τα χρεόγραφα, εμπορεύματα, τα χρήματα και όλα τα πράγματα γενικά της πτώχευσης παραδίδο­νται στον σύνδικο, ο οποίος βεβαιώνει την παράδοση επί του εγγράφου της εκθέσεως απογραφής, αν ήδη δεν έχουν παραδοθεί σ’ αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 67.

Ενημέρωση εισηγητή. Άρθρο 69. Ο σύνδικος, με βάση τα στοιχεία της απογραφής και όσα άλλα έχει στη διάθεσή του, υποβάλλει προς τον εισηγητή το συντομότερο ειδική αναφορά για την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας και περί του τρόπου συνέχισης των εργασιών της πτώχευσης.

Έκθεση του συνδίκου. Άρθρο 70. 1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών. 2. Η έκθεση του συνδίκου γνωστοποιείται υποχρεω­τικά, τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν τη συνέλευση των πιστωτών στον εισηγητή, στον οφειλέτη, στην επι­τροπή πιστωτών και σε εκπρόσωπο των εργαζομένων, προκειμένου να τοποθετηθούν επ’ αυτής.

Διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Άρθρο 71. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από πρό­ταση του συνδίκου και έκθεση του εισηγητή, μπορεί να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού πο­σού προς τον οφειλέτη για τη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του. Ο οφειλέτης καλείται στο πτωχευτικό δικαστήριο σε κάθε περίπτωση.

Επιστολές και άλλα μέσα επικοινωνίας του οφειλέτη. Άρθρο 72. Ο σύνδικος λαμβάνει γνώση των επιστο­λών, τηλεγραφημάτων, τηλεομοιοτυπωμάτων και μηνυ­μάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απευθύ­νονται προς τον οφειλέτη, εφόσον κατά την κρίση του έχουν σχέση με την πτώχευση. Ο οφειλέτης καλείται πάντοτε προ δύο (2) ημερών να παρευρίσκεται κατά την αποσφράγισή τους. Ο σύνδικος παραδίδει προς τον οφειλέτη όσες επιστολές κ.λπ. είναι άσχετες με την πτώχευση και είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να τηρεί εχεμύθεια, διαφορετικά τιμωρείται κατά το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Είσπραξη απαιτήσεων - κατάθεση και ανάληψη χρημάτων. Άρθρο 73. 1. Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. Ανοίγει ειδικό έντοκο λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στη Ελλάδα στο όνομα του τελούντος σε πτώχευση οφειλέτη και στον οποίο λογαριασμό γίνεται ρητή και εμφανής αναφορά ότι ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, όπου καταθέτει τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο ή σε οποιονδήποτε λογαριασμό του οφει­λέτη ή εισπράχθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εντός τριημέρου από την κατάθεση ο σύνδικος πρέπει να προσκομίζει τη σχετική απόδειξη καταθέσεως στον εισηγητή. 2. Κατάθεση από τον σύνδικο οποιουδήποτε χρημα­τικού ποσού της πτώχευσης σε ατομικό λογαριασμό του ή λογαριασμό τρίτου αποτελεί υπεξαίρεση που δι­ώκεται και τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. 3. Ο ειδικός λογαριασμός κινείται από τον σύνδικο μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Επί πίνακα διανομής που κηρύχθηκε εκτελεστός, σύμφωνα με το άρθρο παράγραφος 2, ο εισηγητής μπορεί να ορίσει ότι τα χρή­ματα θα αποδοθούν απευθείας στους δικαιούχους.

Συμβιβασμός επί απαιτήσεων. Άρθρο 74. 1. Ο σύνδικος μπορεί να συνάψει συμβι­βασμό, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα (άρθρο 871), για κάθε αξίωση ενοχική ή εμπράγματη που έχει ο οφειλέτης έναντι τρίτων ή οι τρίτοι έναντι του οφειλέτη. Για το συμβιβασμό συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του συνδίκου και του άλλου μέρους, με πρακτικό ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων και υποβάλλεται αμέ­σως προς επικύρωση στον εισηγητή. 2. Ο οφειλέτης και η επιτροπή των πιστωτών προ­σκαλούνται να λάβουν γνώση της συμφωνίας της πα­ραγράφου 1 και δικαιούνται να προβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους ενώπιον του εισηγητή εντός τριών (3) ημερών. 3. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, ο εισηγητής τον επικυρώνει ο ίδιος ή αρνείται την επικύρωσή του. Κατά της απόφασης του εισηγητή επιτρέπεται στον σύνδικο, στον αντισυμβαλ­λόμενο, στον οφειλέτη, στην επιτροπή πιστωτών ή σε οποιονδήποτε πιστωτή, προσφυγή ενώπιον του πτω­χευτικού δικαστηρίου. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. 4. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού υπερ­βαίνει το ανωτέρω ποσό, ο εισηγητής συντάσσει αιτι­ολογημένη έκθεση και υποβάλλει το συμβιβασμό στο πτωχευτικό δικαστήριο προς επικύρωση ή μη. Κατά της απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου επιτρέπεται στα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου έφεση. Το εφετείο αποφαίνεται αμετακλήτως.

Πρόσληψη προσώπων με ειδικές γνώσεις. Άρθρο 75. Ο σύνδικος, σε περίπτωση που για την προώθηση των εργασιών της πτώχευσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις τεχνικής, οικονομικής, λογιστικής ή άλ­λης φύσεως, τις οποίες δεν διαθέτει ο ίδιος, μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, να προσλάβει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κ.λπ.), τα απαιτούμενα προς υποβοήθηση του έργου του τρίτα πρόσωπα ή τον οφειλέτη, των οποίων η αμοιβή θα καθοριστεί, κατ’ εύλογη κρίση, από το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισηγητή.

Εξέταση εμπορικών βιβλίων - ισολογισμός. Άρθρο 76. 1. Ο σύνδικος εξετάζει τα εμπορικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του οφειλέτη και προσκαλεί αυτόν να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, να δώσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληρο­φορία και να παρίσταται κατά το κλείσιμο των βιβλίων. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, καλούνται οι κληρονό­μοι. Όλοι οι ανωτέρω μπορούν να εκπροσωπηθούν από αντιπρόσωπο εφοδιασμένο με ειδικό πληρεξούσιο (κατά το άρθρο 93 παράγραφος 2 εδάφιο α΄). 2. Αν ο οφειλέτης δεν έχει καταθέσει ισολογισμό, ο σύνδικος τον καλεί να καταθέσει, ορίζοντας σχετι­κή προθεσμία. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί ή αδρανήσει, ο σύνδικος συντάσσει ειδική λογιστική κατάσταση, με βάση τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη και κάθε άλλη σχετική πληροφορία που συνέλεξε. Αν ο οφειλέτης καταθέσει ισολογισμό μεταγενέστερα, ο σύνδικος διορθώνει τη λογιστική κατάσταση με βάση τα νέα στοιχεία. 3. Σε κάθε περίπτωση, αν ο σύνδικος θεωρεί αναγκαία τη σύμπραξη του οφειλέτη, πρέπει να απευθυνθεί στον εισηγητή και να του ζητήσει τη λήψη μέτρων κατ’ εκεί­νου, σύμφωνα με το άρθρο 62.

Εκποίηση εμπορευμάτων και κινητών. Άρθρο 77. 1. Μετά την περάτωση της απογραφής, ο σύνδικος για την αντιμετώπιση των τρεχουσών ανα­γκών απευθύνεται προς τον εισηγητή και ζητεί από αυτόν να του επιτρέψει την πώληση των εμπορευμάτων και των κινητών εν γένει της πτώχευσης, εφόσον δεν προβλέπεται ότι μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση της επιχείρησης ή η εκποίησή της ως συνόλου. 2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται πάντοτε για το αίτημα αυτό του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυ­χόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός των τριών (3) επόμενων ημερών από την ειδοποίησή του. Με τον ίδιο τρόπο ειδοποιείται και ακούγεται και η επιτροπή πιστωτών. 3. Στην άδεια του εισηγητή ορίζεται, αν τα εν λόγω εμπορεύματα και κινητά θα πωληθούν ως σύνολο, είτε κατά κατηγορίες, είτε και διακεκριμένα κάθε πράγμα. Περίληψη της άδειας εκποίησης που περιέχει τη φύση και την ποσότητα των πραγμάτων, την εκτιμηθείσα αξία τους, την τιμή πρώτης προσφοράς και τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της εκποίησης, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών δέκα (10) ημέρες πριν την ημέρα της εκποίησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή. Ο εισηγητής μπορεί να διατάσσει και πρόσθετες δημοσιεύσεις. 4. Η πώληση γίνεται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή, με ανοικτές προσφορές των ενδιαφερομένων και υπόκειται στην έγκριση του εισηγητή, ο οποίος δεν επιτρέπει τη σύναψη της πώλησης, αν κρίνει ότι η τιμή που προσφέρθηκε από τον πλειοδότη είναι ασύμφορη και ότι με την επανάληψη της διαδικασίας προβλέπεται να επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα.

Συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Άρθρο 78. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την από­φαση που κηρύσσει την πτώχευση ή μεταγενέστερα μέχρι τη λήψη της κατά το άρθρο 84 απόφασης της συ­νέλευσης των πιστωτών επί της έκθεσης του συνδίκου, μπορεί, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να επιτρέψει προσωρινά τη συνέχιση της επιχειρημα­τικής δραστηριότητας που ασκούσε ο οφειλέτης από τον ίδιο ή από τον σύνδικο, εάν αποδεικνύεται ότι έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των πιστωτών και στο αναγκαίο μέτρο για τη διατήρηση της άυλης αξίας της επιχείρησης. 2. Η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών επί της έκθεσης του συνδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 84 για την αναστολή λειτουργίας της επιχειρηματικής δρα­στηριότητας του οφειλέτη ή για προσωρινή συνέχισή της, εφαρμόζεται υποχρεωτικά, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ανάκληση ή τροποποίηση της κατά την παράγραφο 1 απόφασης του δικαστηρίου. 3. Τα οικονομικά στοιχεία της συνεχιζόμενης επιχείρη­σης ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή. Στον ίδιο έλεγχο υπόκεινται και τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης της οποίας διακόπηκε η συνέχιση της δραστηριότητάς της.

Αντικατάσταση συνδίκου. Άρθρο 79. Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά τον σύνδικο, ο οποίος έχει δηλώσει εγγράφως στον εισηγητή ότι παραιτείται. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η παραίτηση έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, ο παραιτηθείς δεν μπορεί να διορισθεί σύνδικος για τα επόμενα τρία (3) χρόνια. Μπορεί επίσης να αντικαταστήσει το σύνδικο οποτεδήποτε, για σπουδαίο λόγο, μετά από πρόταση του εισηγητή που ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση πιστωτή ή της επιτροπής πιστωτών ή του οφει­λέτη. Αν ο εισηγητής δεν υποβάλει προς το πτωχευτι­κό δικαστήριο πρόταση αντικατάστασης του συνδίκου εντός οκτώ (8) ημερών, εκείνοι που ζήτησαν από τον εισηγητή να κινήσει τη σχετική διαδικασία μπορούν να υποβάλουν απευθείας την αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκειται μόνο σε έφεση.

Αστική ευθύνη του συνδίκου. Άρθρο 80. 1. Έναντι της ομάδας των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως στην πτωχευτική περιουσία, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του από τον παρόντα κώδικα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι τούτων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτώχευσης, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε. 2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια. Αν ομαδικό χρέος που δημιουργήθη­κε από τη δράση του συνδίκου δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, ο σύνδικος υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή, αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή διέγνωσε τούτο, αλλά αδι­αφόρησε. 3. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται. 4. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συν­δίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να ανα­ζητήσει από τον σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή. 5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονό­τος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη του λειτουργήματός του.

Αντιμισθία του συνδίκου. Άρθρο 81. 1. Ο σύνδικος μετά το πέρας των εργασιών της πτώχευσης και αφού εγκριθεί η λογοδοσία του για τη διαχείρισή του, σύμφωνα με το άρθρο 165, δικαιούται να λάβει αντιμισθία. Η αντιμισθία προσδιορίζεται ελεύ­θερα από το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή, με βάση την αξία της πτωχευτικής περι­ουσίας, το χρόνο της απασχόλησης του συνδίκου και το ωφέλιμο αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του για τα συμφέροντα της πτώχευσης. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και έκθεση του εισηγητή, μπορεί να καθορίσει προσωρινή αντιμισθία έναντι της οριστικής. 3. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να υποβάλει σχετική έκθεση προς το πτωχευ­τικό δικαστήριο επί των κριτηρίων της παραγράφου 1 εδάφιο β΄. V. Η συνέλευση των πιστωτών

Σύγκληση της συνέλευσης. Άρθρο 82. 1. Η συνέλευση των πιστωτών αποτελείται από όλους τους πιστωτές της πτώχευσης, ανεξαρτήτως προνομίων ή εμπράγματων ασφαλειών, καθώς και από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις τελούν υπό αίρεση. 2. Συγκαλείται αρχικά με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση κατά το άρθρο 7 για τη σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και τον ορισμό της επιτροπής των πιστωτών. Η σύγκλησή της διατάσσεται επίσης από τον εισηγητή, όπου προβλέπεται ειδικά στον παρόντα κώδικα. Περίληψη της διάταξης του εισηγητή για τη σύγκληση της συνέλευσης που περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο, καθώς και τα θέματα που θα συζητηθούν δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών δέκα (10) ημέρες πριν την ημέ­ρα της σύγκλησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή.

Ποιοι συμμετέχουν - απαρτία - πλειοψηφία. Άρθρο 83. 1. Στην αρχική συνέλευση και σ’ αυτές που επακολουθούν, μέχρι να ολοκληρωθεί η κατά το άρθρο 93 επαλήθευση, μετέχει κάθε προσερχόμενος πιστωτής, του οποίου πιθανολογείται, κατά την κρίση του εισηγητή, η απαίτησή του κατά του οφειλέτη. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέ­χουν οι πιστωτές των οποίων έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά, κατά το άρθρο 94, οι απαιτήσεις τους. 2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση τουλά­χιστον οι μισοί από τους πιστωτές, ανεξάρτητα από το ύψος των πιστωμάτων τους. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, ευρεθούν πα­ρόντες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα. 3. Η συνέλευση λαμβάνει αποφάσεις, αν στον παρόντα κώδικα δεν ορίζεται διαφορετικά, κατά πλειοψηφία των παρόντων. 4. Στις συνελεύσεις προεδρεύει ο εισηγητής και επικουρείται από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποί­ος συντάσσει τη σχετική έκθεση, παρίσταται δε και ο σύνδικος, ο οποίος καλείται νομίμως. Κατά τον ίδιο τρόπο καλείται και ο οφειλέτης.

Τρόπος εξακολούθησης εργασιών της πτώχευσης. Άρθρο 84. 1. Μετά το πέρας των επαληθεύσεων, ο εισηγητής, εντός είκοσι (20) ημερών, υποχρεούται να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών που αποφασί­ζει, αν πρέπει να συνεχιστεί από τον σύνδικο η άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της για ορισμένο χρονικό διάστημα, αν πρέπει να εκμισθωθεί σε τρίτο η επιχεί­ρηση ως σύνολο ή αν πρέπει να εκποιηθεί η επιχείρηση ως σύνολο ή να γίνει ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοι­χείων της χωριστά. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με διπλή πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών και των απαιτήσεων, ανεξαρτήτως πόσοι είναι παρόντες. 2. Ο οφειλέτης, ο σύνδικος και η επιτροπή πιστωτών ειδοποιούνται πριν πέντε (5) ημέρες, περί του θέματος αυτού που θα συζητηθεί στη συνέλευση των πιστωτών, και δικαιούνται να προβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους. 3. Τη σχετική απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών επικυρώνει με πράξη του ο εισηγητής, εφόσον συμφω­νεί, και η πράξη του τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Κατά της πράξης του αυτής επιτρέπεται, εντός πέντε (5) ημερών από την τοιχοκόλλησή της, σε όποιον έχει έννομο συμφέρον προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Αν ο εισηγητής δεν επικυρώσει την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, αποφαίνεται αμετάκλητα το πτωχευτικό δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση. 4. Αν δεν ληφθεί σχετική απόφαση από την ανωτέρω πλειοψηφία ή η απόφαση δεν επικυρωθεί νομίμως, η διαδικασία συνεχίζεται με τη ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας χωριστά.

VΙ. Η επιτροπή πιστωτών. Εκλογή. Άρθρο 85. 1. Η συνέλευση των πιστωτών που συγκα­λείται με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση κατά το άρθρο 7 δύναται να εκλέξει τριμελή επιτροπή πιστωτών. Συγχρόνως εκλέγει και τρία (3) αναπληρω­ματικά μέλη, για την περίπτωση μη αποδοχής ή παραί­τησης τακτικών μελών της αντίστοιχης κατηγορίας. 2. Ένα μέλος της επιτροπής εκλέγεται από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους, ένα από τους γενικούς προνομιούχους και ένα από τους ανέγγυους πιστωτές, το ίδιο δε ισχύει και ως προς τα αναπληρωματικά μέλη. Αν δεν υπάρχουν πιστωτές και από τις τρεις κατηγο­ρίες, το τρίτο μέλος εκλέγουν οι πιστωτές των άλλων δύο κατηγοριών και αν οι πιστωτές ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκλέγουν οι ίδιοι και τα τρία (3) μέλη. 3. Αμέσως μετά την εκλογή της η επιτροπή πιστωτών υποχρεωτικά, με δήλωση των μελών της ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων, ορίζει κοινό για όλα τα μέλη της αντίκλητο, σύμφωνα με το άρθρο 12.

Kαθήκοντα της επιτροπής. Άρθρο 86. 1. Η επιτροπή πιστωτών παρακολουθεί την πορεία των εργασιών της πτώχευσης και παρέχει τη συνδρομή στον σύνδικο κατά την εκτέλεση των κα­θηκόντων του. Έχει επίσης τις αρμοδιότητες που της παρέχουν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα. 2. Αν η επιτροπή πιστωτών υποβληθεί σε δαπάνες αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου της, πρέπει να ζητήσει, πριν τη διενέργεια των δαπανών, την άδεια του εισηγητή, η οποία παρέχεται, αφού ακουστεί ο σύνδικος και ο οφειλέτης. Κατά της πράξης του εισηγητή επιτρέ­πεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. 3. Οι αποφάσεις της επιτροπής πιστωτών είναι έγκυ­ρες, αν λήφθηκαν με τις ψήφους τουλάχιστον δύο (2) μελών της. Η επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία αν παρί­στανται δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της. 4. Η επιτροπή πιστωτών συμμετέχει ή ενεργεί πράξεις που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, εφόσον έχει συσταθεί.

Αντικατάσταση μελών της επιτροπής πιστωτών. Άρθρο 87. Αν τα μέλη της επιτροπής πιστωτών δεν αποδεχθούν την εκλογή τους ή παραιτηθούν και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή της, ο εισηγητής συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών για την εκλογή νέων μελών. Επίσης, η συνέλευση των πιστωτών που συγκαλείται από τον εισηγητή, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερο­μένου, μπορεί να ανακαλέσει οποιοδήποτε από τα μέλη της επιτροπής πιστωτών για σπουδαίο λόγο, εκλέγο­ντας στη θέση του άλλον. Η απόφαση περί εκλογής νέου μέλους ή αντικατάστασης μέλους της επιτροπής λαμβάνεται από τους πιστωτές της αντίστοιχης κατη­γορίας, η οποία τον εξέλεξε.

Ευθύνη των μελών της επιτροπής. Άρθρο 88. Τα μέλη της επιτροπής πιστωτών ευθύνο­νται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας που προκάλεσαν στους πτωχευτικούς πιστωτές και στους πιστωτές της ομάδας από δόλο η βαριά αμέλεια, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, όπως αυτά προσδιορίζονται με τον παρόντα Κώδικα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΞΕΛΕΓΞΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ: Ι. Αναγγελία. Πρόσκληση για αναγγελία. Άρθρο 89. 1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώ­σει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεών τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεσή του. 2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγρά­φως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής, κατοικίας ή έδρας από τα στοιχεία της πτώχευσης και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταθέσουν, είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσί­ου, τα έγγραφά τους στον γραμματέα των πτωχεύσεων και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγρά­φων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων. 3. Ο σύνδικος οφείλει να ενημερώσει επίσης με τον ίδιο τρόπο και τους πιστωτές με εμπράγματη ασφάλεια και ειδικά προνόμια, επισημαίνοντας σ’ αυτούς τις συνέ­πειες που επιφέρει η παράλειψη της αναγγελίας.

Προθεσμία αναγγελίας. Άρθρο 90. 1. Η προθεσμία της αναγγελίας των απαιτήσεων των πιστωτών είναι τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης που κήρυξε την πτώχευ­ση στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. 2. Η παράλειψη της αναγγελίας εκ μέρους του πι­στωτή, του οποίου η απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, δεν επιφέρει απώλεια της εμπράγματης αγωγής. 3. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών, σύμφωνα με τις προηγού­μενες παραγράφους, σημειώνοντας το ύψος της κάθε απαίτησης, αν αυτή συνοδεύεται από κάποιο προνόμοιο ή εμπράγματη ασφάλεια και τη σειρά κατάταξής της. Ο σύνδικος καταθέτει τον πίνακα στον γραμματέα των πτωχεύσεων και αντίγραφο αυτού παραδίδει στον εισηγητή. 4. Κάθε πιστωτής έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφο του πίνακα, μέχρι την προηγούμενη της ημέρας που ορί­σθηκε για την επαλήθευση των απαιτήσεων, με σκοπό να προβάλει αντιρρήσεις κατά του ύψους, του είδους και της σειράς κατάταξης της απαίτησης άλλου πιστωτή.

Τύπος και περιεχόμενο της αναγγελίας. Άρθρο 91. 1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων. 2. Ο πιστωτής αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησής του, το χρόνο γέννησής της, το ύψος της, καθώς και το αν η απαίτησή του έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας ή ειδικού προνομίου ή αν υπάρχει επιφύλαξη κυριότητας. Επίσης, οφείλει να διορίσει αντίκλητο, στην περιφέρεια του δικαστηρίου. 3. Πιστωτής που έχει τη συνήθη διαμονή, την κατοικία ή την έδρα του στην αλλοδαπή και αναγγέλλει την απαίτησή του σε κύρια ή δευτερεύουσα πτώχευση που κηρύσσεται στην Ελλάδα, υποχρεούται να προσκομί­σει επικυρωμένη μετάφραση της αναγγελίας του στην ελληνική γλώσσα. 4. Ο πιστωτής της προηγούμενης παραγράφου δεν υποχρεούται σε αναγγελία, αν ο σύνδικος κύριας ή δευτερεύουσας πτώχευσης άλλου κράτους έχει ήδη αναγγείλει αυτόν.

Εκπρόθεσμη αναγγελία. Άρθρο 92. 1. Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετά­σχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54. 2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου, καλείται δε στη σχετική δίκη και η επιτροπή των πιστωτών. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σ’ αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστη­ρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακό­πτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές.

ΙΙ. Επαλήθευση. Πώς γίνεται η επαλήθευση. Άρθρο 93. 1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενερ­γείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή και αρχίζει τρεις (3) ημέρες μετά από την πάροδο της προθεσμίας για τις αναγγελίες. Η προθεσμία των επαληθεύσεων ορίζεται από τον εισηγητή και δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, μπορεί δε αυτή να παραταθεί από τον εισηγητή. Ο εισηγητής ορίζει επίσης την ημέρα και ώρα της έναρξης των επαληθεύσεων, η οποία γνω­στοποιείται στους πιστωτές από τον σύνδικο με την πρόσκληση του άρθρου 89. 2. Ο πιστωτής, του οποίου επαληθεύεται η απαίτηση, μπορεί να παρίσταται προσωπικά ή δια τρίτου προσώ­που εφοδιασμένου με ειδικό πληρεξούσιο που μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο με θεωρημένη την υπογραφή του πιστωτή από οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική αρχή ή δικηγόρο. Εάν πρόκειται για απαιτή­σεις του συνδίκου, η επαλήθευση διενεργείται από δύο πιστωτές, οι οποίοι έχουν από τις μεγαλύτερες απαι­τήσεις που αναφέρονται στον ισολογισμό και οι οποίοι ορίζονται από τον εισηγητή. Οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις επαληθεύτηκαν ή και μόνο αναφέρονται στον ισολογισμό του οφειλέτη, έχουν δικαίωμα να πα­ρευρίσκονται στην επαλήθευση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών. 3. Η επαλήθευση γίνεται με αντιπαραβολή των εγγρά­φων του πιστωτή προς τα βιβλία και λοιπά έγγραφα του οφειλέτη. Ο εισηγητής μπορεί πάντοτε με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου ή και αυτεπαγγέλτως να ζητήσει την προσκόμιση των βιβλίων του πιστωτή ή ακριβούς αποσπάσματος αυτών ως αποδεικτικό μέσο. 4. Εάν μία απαίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή, ο σύνδικος προβαίνει σε σχετική σημείωση στα προσκο­μισθέντα αποδεικτικά έγγραφα, η οποία θεωρείται από τον εισηγητή. 5. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση για την επαλήθευση των απαιτήσεων, η οποία υπογράφεται σε κάθε συνε­δρίαση από αυτόν, τον σύνδικο και τον γραμματέα. Στην έκθεση αναφέρεται η ταυτότητα των πιστωτών, σύντομη περιγραφή των κατατεθέντων αποδεικτικών εγγράφων, σημείωση των διορθώσεων και διαγραφών, καθώς και αν η απαίτηση έγινε δεκτή ή αμφισβητήθηκε. Η έκθεση αναρ­τάται για δέκα (10) ημέρες στα γραφεία του εισηγητή.

Αμφισβήτηση απαιτήσεως. Άρθρο 94. Σε περίπτωση αμφισβήτησης απαίτησης κατά την επαλήθευση, ο εισηγητής αποφασίζει την προ­σωρινή ή μη παραδοχή αυτής, καθορίζοντας και το ποσό της. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα και ισχύει μόνο για την παράσταση στις συνελεύσεις και την παρακράτηση ανάλογου ποσού σε κάθε διανομή ενεργητικού.

Αντιρρήσεις. Άρθρο 95. 1. Αντιρρήσεις κατά τη διαδικασία της επα­λήθευσης των απαιτήσεων έχουν δικαίωμα να προβάλ­λουν ο οφειλέτης, ο σύνδικος, καθώς και οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν προσωρινά ή οριστικά δεκτές. 2. Οι αντιρρήσεις εισάγονται από κοινού στο σύνολό τους, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ενώπιον του πτω­χευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με έκθεση του εισηγητή. Στη συζήτηση κλητεύονται ο οφειλέτης και οι πιστωτές των οποίων αμφισβητήθηκαν οι απαιτήσεις, καθώς και αυτοί που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις, με επιμέλεια του συνδίκου. Στη διαδικασία μπορεί να παρέμβει όποιος έχει έννομο συμφέρον και η επιτροπή πιστωτών. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο έφε­ση. Αναίρεση δεν επιτρέπεται κατά των αποφάσεων του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ EΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Γενική διάταξη. Άρθρο 96. 1. Η πτώχευση του νομικού προσώπου επι­φέρει τη λύση του. Τα όργανα του νομικού προσώπου διατηρούνται. 2. Η αίτηση του άρθρου 5 παράγραφος 2 επί νομικών προσώπων υποβάλλεται από το όργανο της διοίκησης. Στη σχετική δίκη καλούνται όλα τα μέλη της διοίκη­σης.

Πτώχευση ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εμπορικής εταιρίας. Άρθρο 97. 1. Στην πτώχευση των ομόρρυθμων μελών της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας αναγγέλλο­νται τόσο οι πιστωτές της εταιρίας, όσο και οι προσω­πικοί πιστωτές τους. 2. Η ανάκληση της απόφασης που κηρύσσει την πτώ­χευση της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εμπορικής εται­ρίας, καθώς και η κήρυξη της παύσης των εργασιών της, επιφέρει αντίστοιχα και την ανάκληση της πτώχευσης και την παύση των εργασιών της πτώχευσης και των ομόρρυθμων εταίρων της, οι οποίοι κηρύχθηκαν σε πτώχευση μαζί με την εταιρία, εφόσον συντρέχουν και ως προς αυτούς οι προϋποθέσεις ανακλήσεως κατά το άρθρο 57.

Αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών. Άρθρο 98. 1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση για πτώχευση της ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 5 παράγραφος 2), τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών, σε σχέση με τα χρέη που δημιουργήθηκαν από την ημέρα που σύμφωνα με την άνω διάταξη έπρεπε να έχει υποβληθεί η αίτηση, μέχρι την κήρυξη της εταιρίας σε πτώχευση. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που προέτρεψε το μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. 2. Αν η πτώχευση της εταιρίας προκλήθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια των μελών του διοικητικού συμβουλί­ου, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών. Την ίδια ευθύνη υπέχει και εκείνος που άσκησε την επιρροή του στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την πτώχευση της εταιρίας. 3. Η ευθύνη στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων είναι εις ολόκληρον. Οι σχετικές απαι­τήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνο από τον σύνδικο. 4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρ­μόζονται και στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ: Προϋποθέσεις. Άρθρο 99. 1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο αποδεικνύει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέ­ψιμη, χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του, μπορεί να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. 2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφεται η οικονομική κατάσταση του οφειλέ­τη, το μέγεθος και η κοινωνική σημασία της επιχείρη­σης από άποψη απασχόλησης, τα προτεινόμενα μέ­τρα χρηματοδότησής του και τα μέσα αντιμετώπισης της κατάστασης αυτής. Στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την αμοιβή του εμπει­ρογνώμονα και του μεσολαβητή. 3. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, αμέσως μετά την υποβολή της αίτησης, αν το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να ορίσει με διάταξή του εμπειρογνώμονα που επιλέγει από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, για να διαπιστώσει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη. Προς το σκοπό αυτόν, ο εμπειρογνώμονας ζητεί από τον οφειλέτη όλα τα κατά την κρίση του αναγκαία οικονομικά στοιχεία, κατά παρέκκλιση δε από τις κείμενες διατάξεις, μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία και από πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και υποχρεούται να κατα­θέσει την έκθεσή του στον αρμόδιο γραμματέα εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από το διορισμό του.

Απόφαση του δικαστηρίου. Άρθρο 100. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον πι­θανολογεί το βάσιμο της αίτησης και τη σκοπιμότητα της αιτούμενης συνδιαλλαγής, αποφασίζει το άνοιγμά της, ορίζοντας μεσολαβητή, που επιλέγει από τον κατά­λογο πραγματογνωμόνων, για περίοδο όχι μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του μεσολαβητή, μπορεί να παρατείνει την περίοδο αυτή για έναν (1) ακόμα μήνα. Το πτωχευτι­κό δικαστήριο μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα που ισχύουν μέχρι την έκδοση επικυρωτικής απόφασης κατά το άρθρο 103, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10. 2. Η πάροδος της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου επιφέρει αυτοδικαίως περάτωση του λειτουργήματος του μεσολαβητή και της διαδικασίας συνδιαλλαγής. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται στο Δελ­τίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. 4. Η απόφαση του δικαστηρίου που δέχεται ή απορ­ρίπτει την αίτηση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Το έργο του μεσολαβητή. Άρθρο 101. 1. Ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του που εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτού, όπως αυ­τές προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη, με σκοπό την άρση των οικονομικών δυσκολιών του οφειλέτη, τη συνέχιση της δραστηριότητάς του και δι­ατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και να προτείνει λύσεις για τη διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μεί­ωση των απαιτήσεων, παράταση του ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο. 2. Ο μεσολαβητής δικαιούται, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, να ζητήσει και από πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα κάθε πληροφορία σχετική με τη δραστηριότητα του οφειλέτη, πρόσφορη για την εκπλήρωση της αποστολής του. 3. Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, ο μεσο­λαβητής ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθε­ση στο πτωχευτικό δικαστήριο, προκειμένου να θέσει τέλος σ’ αυτήν και στην αποστολή του μεσολαβητή. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στον οφειλέτη και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Συμμετοχή Δημοσίου και δημόσιων φορέων. Άρθρο 102. Το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, μπορούν να συναινούν σε μείωση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη με τους ίδιους όρους που θα μείωνε τις απαιτήσεις του υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης δα­νειστής, καθώς και να παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως.

Επικύρωση της συμφωνίας. Άρθρο 103. 1. Εφόσον επιτευχθεί η συμφωνία συνδι­αλλαγής, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της, με κοινή αίτηση των συμβαλλομένων ή του επιμελέστερου αυτών, εισάγεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, προς επικύρωση και λήξη της διαδικασίας συνδιαλλαγής. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμ­φωνία, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) ο οφειλέτης, κατά τη σύναψη της συμφωνίας, βρί­σκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, β) οι όροι της συμφωνίας δεν εξασφαλίζουν τη διάρ­κεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, γ) θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία, δ) η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας συνομολογείται για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών από την επικύρωσή της. 3. Κατά τη συζήτηση της επικύρωσης ακούγονται, αυτοκλήτως ή μετά από πρόσκληση του δικαστηρίου, ο μεσολαβητής, ο οφειλέτης και οι υπογράψαντες τη συμ­φωνία δανειστές, καθώς και εκπρόσωπος των εργαζο­μένων. Κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να παρέμβει χωρίς τήρηση προδικασίας. 4. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία και κηρύσσει το πέρας της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Η απόφαση δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και υπόκειται μόνο σε τριτανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών που αρχίζει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της. Η απόφαση που απορρίπτει την επικύρωση της συμφωνίας δημοσιεύεται επίσης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και υπόκειται σε έφεση μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών που αρχίζει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση αυτή.

Αποτελέσματα της επικύρωσης. Άρθρο 104. 1. Η επικύρωση της συμφωνίας επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) επέρχεται το πέρας της διαδικασίας συνδιαλλαγής και του έργου του μεσολαβητή· β) προσωρινά, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφω­νίας αναστέλλονται τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Η ίδια αναστολή ισχύει και ως προς τα μέτρα αυτά και σχετικά με τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον· γ) αναστέλλεται για την ίδια περίοδο η λήψη οποιου­δήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη· δ) αίρεται αυτοδικαίως, για την ίδια διάρκεια, η απα­γόρευση ή κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβλη­θεί στον οφειλέτη πριν την έναρξη της διαδικασίας συνδιαλλαγής· ε) για την ίδια διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστι­κές προθεσμίες άσκησης και παραγραφής, υπό τις οποί­ες τελούν οι απαιτήσεις των συμβαλλόμενων πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθε­σμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων· στ) αναστέλλεται, για περίοδο έξι (6) μηνών από την έκδοση της απόφασης που επικύρωσε τη συμφωνία, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης της πτώχευσης· ζ) η συμφωνία δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν. 2. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία συνδιαλλα­γής αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις.

Κήρυξη λύσης της συμφωνίας. Άρθρο 105. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε συμβληθέντα πιστωτή μπορεί, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας συνδιαλλαγής, να κηρύξει τη λύση της. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, μπορεί να κηρύξει τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, εάν από όλες τις περιστάσεις, ιδίως εν όψει των ληφθέντων μέτρων και της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, προκύπτει πρόδηλη αδυναμία βιώσιμης συνέχισης της επιχειρη­ματικής δραστηριότητάς του. Οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 3 εφαρμόζονται αναλόγως. 2. Αυτοδικαίως επέρχεται η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της. 3. Αυτοδικαίως επίσης επέρχεται η λύση της συμφω­νίας σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιορ­γάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του. 4. Στην περίπτωση της παραγράφου 3, οι πιστωτές οι οποίοι με βάση τη συμφωνία συνδιαλλαγής προέβησαν σε οποιασδήποτε φύσεως χρηματοδότηση του οφειλέ­τη προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητάς του και των πληρωμών του, για το ποσό της χρηματοδότησης αυτής, κατατάσσονται, μετά από επαλήθευση, ως γενικώς προνομιούχοι πιστωτές πριν κάθε άλλο ανέγγυο ή γενικώς προνομιούχο πιστωτή του οποίου η απαίτηση γεννήθηκε πριν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. 5. Το ίδιο προνόμιο της προηγούμενης παραγράφου έχουν και τα πρόσωπα τα οποία, με βάση τη συμφωνία συνδιαλλαγής, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότη­τας του οφειλέτη και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. 6. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε μετόχους και εταίρους του οφειλέτη για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφει­λέτη. 7. Στην περίπτωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου οι συμβληθέντες πιστωτές αναλαμβάνουν πλή­ρως τις απαιτήσεις τους με τις εξασφαλίσεις που είχαν πριν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, μετά από αφαίρεση αυτών που τυχόν έλαβαν σε εκτέλεση της συμφωνίας, και με την επιφύλαξη των προνομίων που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5.

Κωλύματα και αμοιβή εμπειρογνώμονα και μεσολαβητή. Άρθρο 106. 1. Εμπειρογνώμονας και μεσολαβητής δεν μπορεί να οριστεί πρόσωπο το οποίο την τριετία πριν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή ή είχε πληρωθεί απαίτησή του από τον οφειλέτη ή πιστωτή του ή πρόσωπο που ελέγ­χει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη. Ο εμπειρογνώμονας και ο μεσολαβητής έχουν υποχρέωση να μη γνωστο­ποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σ’ αυτούς κατά την άσκηση των λειτουργημάτων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας. 2. Η αμοιβή του εμπειρογνώμονα και του μεσολα­βητή καθορίζεται οριστικά με απόφαση του πτωχευ­τικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 105, οι αμοιβές του εμπειρογνώμονα και του μεσολαβητή, κατά το μέρος που δεν έχουν εξοφληθεί, κατατάσσονται ως γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ: Γενική διάταξη. Άρθρο 107. Η διάσωση της επιχείρησης, η αξιοποίησή της, αλλά και η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και η ευθύνη του οφειλέτη μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης με σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης. Άρθρο 108. 1. Σχέδιο δικαιούται να υποβάλει στο πτω­χευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης και ο σύνδικος, σύμφω­να με τις ακόλουθες ρυθμίσεις. 2. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει σχέδιο αναδι­οργάνωσης συγχρόνως με την αίτησή του, με την οποία ζητεί να κηρυχθεί σε πτώχευση κατά τα άρθρα 3 πα­ράγραφος 2 και 5 παράγραφος 2, ή μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από το πτω­χευτικό δικαστήριο μια φορά και για σύντομο χρόνο, όχι πέραν του τριμήνου, εφόσον αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση δεν είναι επιζήμια για τους πιστωτές και ότι υπάρχουν βάσιμες ελπίδες αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές. 3. Ο σύνδικος δικαιούται να υποβάλει σχέδιο αναδι­οργάνωσης μόνο μετά την παρέλευση άπρακτης της κατά την παράγραφο 2 προθεσμίας υποβολής σχεδί­ου από τον οφειλέτη και μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παρέλευση αυτής και εφόσον έχει προηγηθεί η κατά το άρθρο 70 έκθεσή του. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως.

Ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου. Άρθρο 109. 1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον κώ­δικα, το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει ως ελάχιστο περιεχόμενο: α) πληροφόρηση, αα) ως προς την οικονομική κα­τάσταση του οφειλέτη και τα αίτιά της, τα στοιχεία ενεργητικού, παθητικού και ταμείου της επιχείρησής του και κάθε στοιχείο οικονομικής ή μη οικονομικής φύσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο μέλλον και θα ήταν κρίσιμο για την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές και την επικύρωσή του από το πτωχευτικό δικαστήριο, και ββ) ως προς τη σύγκριση της προτεινόμενης ικανοποίησης των πιστωτών με βάση το σχέδιο και εκείνης με βάση την εκκαθάριση· β) περιγραφή των μέτρων που έχουν ληφθεί ή πρό­κειται να ληφθούν που να εξασφαλίζουν την υλοποίηση της προτεινόμενης διαμόρφωσης των δικαιωμάτων των πτωχευτικών πιστωτών και άλλων τυχόν συμμετεχόντων και γενικά μέτρων του σχεδίου, που αφορούν ιδίως ορ­γανωτικές μεταβολές και επιχειρησιακά προγράμματα, χρηματοδότηση του οφειλέτη, μετοχοποίηση των απαι­τήσεων, διαρθρωτικές εταιρικές μεταβολές, την επιτυχή συνέχιση της επιχείρησης ή τη μεταβίβασή της· και γ) διαμόρφωση, των δικαιωμάτων και γενικά της νο­μικής θέσης που έχει κάθε πιστωτής, ανάλογα με την κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών στην οποία ανήκει, ή άλλος που συμμετέχει στο σχέδιο χωρίς να είναι πιστωτής, όπως άφεση, μείωση ή καταβολή σε δόσεις των απαιτήσεων, παραίτηση ή περιορισμός εμπράγματης ασφάλειας ή προνομίου, καθώς και της θέσης του οφει­λέτη κατά την εκπλήρωση του σχεδίου και τη συνέχιση ευθύνης του ή την πλήρη ή μερική απαλλαγή του. 2. Εάν η ικανοποίηση των πιστωτών προβλέπεται ότι θα γίνει από τα έσοδα της εξακολούθησης λειτουργίας της επιχείρησης του οφειλέτη, από τον ίδιο ή τρίτο, το σχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση περιουσι­ακής κατάστασης που να προσδίδει στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις αξία με βάση τη συνέ­χιση της επιχείρησης, σε αντιπαράθεση με την αξία εκκαθάρισης. 3. Εάν το σχέδιο προβλέπει ότι, σε περίπτωση επικύρωσής του, τρίτος θα εκπληρώσει υποχρεώσεις προς τους πιστωτές, πρέπει να συνοδεύεται από δήλωσή του. 4. Το σχέδιο που υποβάλλει ο οφειλέτης, πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα, που προ­βλέπεται στο άρθρο 99 παράγραφος 3, η αμοιβή του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 106 παρά­γραφος 2.

Περιορισμός εκ του νόμου. Άρθρο 110. Με το σχέδιο δεν μπορεί να προταθεί μείωση που θα περιορίζει τις απαιτήσεις σε ποσοστό μικρότερο του είκοσι τοις εκατό (20%). Το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί, τμηματικά ή εν όλω, εντός έτους. Ως προς την καταβολή του υπερβάλλοντος ποσοστού δεν τίθεται χρονικός περιορισμός.

Κατηγοριοποίηση των απαιτήσεων. Άρθρο 111. 1. Όταν συντρέχουν πιστωτές διαφορε­τικής νομικής θέσης, ο καθορισμός των δικαιωμάτων εκείνων που συμμετέχουν στο σχέδιο γίνεται υποχρε­ωτικά ανά ομάδες: α) ενέγγυων πιστωτών, εφόσον τα δικαιώματά τους θίγονται με το σχέδιο· β) γενικώς προνομιούχων πιστωτών· γ) ανέγγυων πιστωτών· και δ) πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης, μόνον εάν το σχέδιο προβλέπει περί των τελευταίων. 2. Οι απαιτήσεις των εργαζομένων αποτελούν ιδιαί­τερη ομάδα. 3. Το σχέδιο μπορεί να προβλέπει τη δημιουργία, μέσα σε κάθε ομάδα πιστωτών, υποομάδων πιστωτών με ομοιογενή οικονομικά συμφέροντα, με βάση κριτήρια που διατυπώνονται ρητά σ’ αυτό. 4. Το σχέδιο μπορεί να εντάξει απαίτηση ή συμφέρον σε συγκεκριμένη ομάδα ή υποομάδα, εφόσον είναι ουσι­ωδώς όμοια προς εκείνα της ομάδας ή υποομάδας. 5. Το σχέδιο μπορεί να προβλέπει ιδιαίτερη ομάδα ανέγγυων πιστωτών με μικρού ύψους απαιτήσεις. 6. Απαιτήσεις από συναλλαγές περί των οποίων το άρθρο 46 και απαιτήσεις που δημιουργούνται από συ­στήματα πληρωμών που προβλέπονται από ρυθμίσεις κοινοτικού δικαίου, καθώς και ασφάλειες για τις απαι­τήσεις αυτές, δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενα του σχεδίου.

Δικαιώματα ενέγγυων πιστωτών. Άρθρο 112. 1. Τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών, όπως υποθήκες, προσημειώσεις υποθηκών, ενέ­χυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, καθώς και προνόμια συνδεόμενα με τη φύση της απαίτησης κατά την αναγκαστική εκτέλεση ή την πτώχευση δεν θίγονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο. 2. Σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα αυτά διατηρού­νται υπέρ της νέας απαίτησης, όπως αυτή διαμορφώ­νεται από το σχέδιο, εκτός εάν ο εξασφαλιζόμενος με αυτά πιστωτής συμφώνησε διαφορετικά.

Αρχή της ίσης μεταχείρισης. Άρθρο 113. Το σχέδιο ως προς τους πιστωτές που συμμετέχουν σε καθεμία ομάδα ή υποομάδα πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Δικαστική προεξέταση του σχεδίου. Άρθρο 114. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αυτεπάγ­γελτα προβαίνει σε προεξέταση του σχεδίου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών (20) από την υποβολή του. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει το σχέδιο: α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 109 έως 113· β) εάν προδήλως δεν πιθανολογείται ότι το σχέδιο που υποβλήθηκε από τον οφειλέτη, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου του και της προηγούμενης πορείας της διαδικασίας, θα γίνει δεκτό από τους πιστωτές ή ότι θα επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο· γ) εάν οι απαιτήσεις των πιστωτών και των τρίτων στους οποίους τυχόν αναφέρεται το σχέδιο, όπως δι­αμορφώνονται από αυτό, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, προδήλως δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει το σχέδιο δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Επανυποβολή του σχεδίου με τροποποιήσεις ή υποβολή νέου σχεδίου επι­τρέπεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 108 παράγραφοι 2 και 3. 4. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή του συνδίκου και για το μέχρι την απο­δοχή και επικύρωση του σχεδίου διάστημα ή μέχρι την απόρριψή του, να διατάξει προσωρινά την απαγόρευση εκποίησης ή μεταβολής της κατάστασης της πτωχευ­τικής περιουσίας ή στοιχείων αυτής, που θα μπορούσε να θέσει σε διακινδύνευση την πραγματοποίηση του σχεδίου.

Αποδοχή του σχεδίου. Άρθρο 115. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, όταν δεν απορρίπτει το σχέδιο, καθορίζει με απόφασή του αμέ­σως προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των τριών (3) μηνών, για την αποδοχή του ή μη από τους πιστωτές, καθώς και ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πι­στωτών για συζήτηση και ψηφοφορία επί του σχεδίου. Η τρίμηνη αυτή προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 8. 2. Η προθεσμία για τη συζήτηση και αποδοχή του σχεδίου δεν επιτρέπεται να οριστεί σε χρόνο προγενέ­στερο της κατά το άρθρο 90 παράγραφος 1 προθεσμίας αναγγελίας των απαιτήσεων. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη σύνδεση των δύο προθεσμιών. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου που καθορίζει ημερομηνία σύγκλησης της ειδικής συνέλευσης γνωστο­ποιείται από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιστολή, μαζί με το σχέδιο αναδιοργάνωσης, στους πιστωτές που έχουν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους, στους ενέγγυους πιστωτές, στον σύνδικο, στον οφειλέτη και στην επιτροπή πιστωτών, εάν έχει οριστεί. Κανόνες ψηφοφορίας.

Τεκμήρια. Άρθρο 116. 1. Η ψηφοφορία επιτρέπεται να γίνει αυτο­προσώπως ή δια πληρεξουσίου ειδικά εξουσιοδοτημένου (με τήρηση του τύπου του άρθρου 93 παράγραφος 2) ή με ηλεκτρονικό μέσο που να αποδεικνύει χωρίς αμφιβο­λία την ταυτότητα και τη βούληση του πιστωτή, καθώς και τον τόπο και χρόνο προέλευσης της ψήφου. 2. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων του επόμενου εδαφίου, πιστωτές που απέχουν από την ψηφοφορία θεωρούνται ότι ψηφίζουν υπέρ του σχεδίου. Πιστωτές που απέχουν από την ψηφοφορία, των οποίων οι απαι­τήσεις μηδενίζονται από το σχέδιο, θεωρούνται ότι ψηφίζουν αρνητικά. 3. Πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν θίγονται από το σχέδιο δεν ψηφίζουν. Θεωρούνται ότι δεν θί­γονται οι απαιτήσεις όταν, κατά το σχέδιο, διατηρούν ακέραιη τη νομική κατάσταση που είχαν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης και πριν επέλθουν τα αποτελέσματά αυτής.

Συζήτηση και ψηφοφορία. Άρθρο 117. 1. Η συζήτηση και η ψηφοφορία επί του σχεδίου γίνεται σε ειδική συνέλευση των πιστωτών ενώπιον του εισηγητή. 2. Μετά την περάτωση της συζήτησης και εφόσον δεν προκύψει ανάγκη αναβολής, ο εισηγητής καλεί τους πιστωτές να ψηφίσουν επί του σχεδίου. Οι πιστωτές ορίζουν εκπρόσωπο για την εφαρμογή του άρθρου 131 παράγραφος 2. 3. Εάν κατά τη συζήτηση στη συνέλευση προκύψει η ανάγκη για αναβολή της ψηφοφορίας, ιδίως λόγω υποβολής τροποποιήσεων του σχεδίου ή συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, ο εισηγητής μπορεί να αναβάλει τη συνέλευση μόνο μια φορά σε ημερομηνία που δεν θα απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες.

Τροποποιήσεις του σχεδίου. Άρθρο 118. Εκείνος που υπέβαλε το σχέδιο δικαιούται να επιφέρει τροποποιήσεις σε επί μέρους προτάσεις του σχεδίου που προκύπτουν κατά τη συζήτησή του και τις θεωρεί αναγκαίες για την αποδοχή του. Οι τρο­ποποιήσεις αυτές δεν μπορεί να αφορούν απαιτήσεις τις οποίες το σχέδιο δεν έθιγε.

Παραίτηση του οφειλέτη από το σχέδιο. Άρθρο 119. Ο οφειλέτης δικαιούται, μέχρι την έναρ­ξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου που υπέβαλε, να παραιτηθεί από αυτό με δήλωσή του γραπτή προς τον εισηγητή ή τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Στην πε­ρίπτωση αυτή, η διαδικασία αναδιοργάνωσης θεωρείται αυτοδικαίως ματαιωθείσα.

Συναίνεση του οφειλέτη επί σχεδίου του συνδίκου. Άρθρο 120. 1. Με την επιφύλαξη των ορισμών της παραγράφου 2 προϋπόθεση για την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου, όταν το σχέδιο έχει υποβληθεί από τον σύνδικο, είναι η προηγούμενη συναίνεση του οφειλέτη. 2. Η συναίνεση του οφειλέτη θεωρείται ότι έχει δο­θεί, εάν άρχισε η ψηφοφορία επί του σχεδίου, χωρίς ο οφειλέτης να προβάλει αντιρρήσεις κατά του σχεδίου. Οι τυχόν αντιρρήσεις πρέπει να υποβληθούν με έγγρα­φο του οφειλέτη προς τον εισηγητή ή τον γραμματέα των πτωχεύσεων. 3. Οι κατά την παράγραφο 2 αντιρρήσεις του οφειλέ­τη δεν εμποδίζουν την επικύρωση του σχεδίου από το πτωχευτικό δικαστήριο εάν, σωρευτικά: α) προβλέπεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο και β) κανένας πιστωτής δεν λαμβάνει, με βάση το σχέδιο, οικονομική αξία που υπερβαίνει ολόκληρο το ποσό της απαίτησής του.

Πλειοψηφίες για αποδοχή του σχεδίου. Άρθρο 121. 1. Για την αποδοχή του σχεδίου απαιτεί­ται πλειοψηφία των πιστωτών που εκπροσωπούν τα εξήντα τοις εκατό ( 60%) του συνόλου των απαιτή­σεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και ποσο­στό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλιζόμενων απαιτήσεων, όπως οι απαι­τήσεις είχαν αναγγελθεί και η πραγματική εικόνα τους βεβαιώνεται σε πίνακα απαιτήσεων που συντάσσεται και υπογράφεται από ορκωτό ελεγκτή και υποβάλλεται στον εισηγητή. 2. Αμφισβητούμενες απαιτήσεις μπορούν να γίνουν προσωρινά δεκτές προς ψηφοφορία από τον εισηγητή. Η οριστική επίλυση της αμφισβήτησης διαφοροποιεί τα δικαιώματα του αμφισβητούμενου πιστωτή, χωρίς να θίγεται η ψηφοφορία.

Δικαστική επικύρωση. Άρθρο 122. 1. Το σχέδιο, μετά την αποδοχή του από τους πιστωτές, υποβάλλεται προς δικαστική επικύρωση, χωρίς την οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Αρμόδιο προς επικύρωση είναι το πτωχευτικό δικα­στήριο. 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 123, το σχέδιο ει­σάγεται άμεσα προς επικύρωση με βάση έκθεση του εισηγητή σε ημερομηνία συζήτησης που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία αποδοχής του σχεδίου από τους πιστω­τές. 3. Στη συζήτηση καλούνται, τουλάχιστον πριν τρεις (3) ημέρες, να εκφέρουν τις απόψεις τους, ο οφειλέτης, ο σύνδικος και, όπου έχει οριστεί, η επιτροπή πιστωτών. Όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα παρέμβα­σης χωρίς τήρηση προδικασίας. 4. Η απόφαση του δικαστηρίου για επικύρωση ή απόρ­ριψη του σχεδίου υπόκειται σε έφεση, η προθεσμία της οποίας αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίζεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την άσκησή της και η απόφαση πρέπει να εκδοθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη συζήτησή της. Αναβολή της συζήτησης της έφεσης δεν επιτρέπεται. Η έφεση δεν αναστέλλει την ενέργεια της διαδικασίας αναδιοργάνωσης που αποφασίστηκε.

Σχέδιο με όρους. Άρθρο 123. 1. Εάν προβλέπεται στο σχέδιο ότι πριν την επικύρωση θα έχουν καταβληθεί ορισμένες παροχές ή θα έχουν ληφθεί άλλα μέτρα, το σχέδιο επικυρώνεται μόνον, εάν οι όροι αυτοί πληρωθούν. 2. Επί όρων του σχεδίου για διαρθρωτικές αλλαγές εταιρικής φύσεως, ιδίως μετατροπής, συγχώνευσης ή αναβίωσης, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του: α) να εξαρτήσει την επικύρωση του σχεδίου από την εκπλήρωση των όρων αυτών μέσα σε εύλογη προθε­σμία που ορίζει, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το εται­ρικό δίκαιο επιβαλλόμενες για κάθε μέτρο ή διαδικασία προθεσμίες, ή β) να επικυρώσει το σχέδιο υπό την αναβλητική αίρεση της εκπλήρωσης των όρων μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία.

Λόγοι απόρριψης του σχεδίου. Άρθρο 124. Το πτωχευτικό δικαστήριο με απόφασή του, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον πιστωτή αρνείται την επικύρωση: α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος κώδι­κα ως προς το περιεχόμενο του σχεδίου, τη διαδικασία συζήτησης και ψηφοφορίας, τις αναγκαίες πλειοψηφί­ες των πιστωτών και τη συναίνεση του οφειλέτη και εφόσον η σχετική παράβαση θα μπορούσε ουσιωδώς να είχε επηρεάσει την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές· β) εάν η αποδοχή του σχεδίου είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, του πιστωτή, του συνδίκου ή τρίτου· γ) εάν η απόρριψη επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος· και δ) εάν το σχέδιο δεν προστατεύει τους διαφωνούντες πιστωτές, ιδίως εάν δεν εξασφαλίζεται ότι θα λάβουν, με βάση το σχέδιο, τουλάχιστον ό,τι πιθανολογείται ότι θα ελάμβαναν μέσω της διαδικασίας εκκαθάρισης.

Αποτελέσματα της επικύρωσης. Άρθρο 125. 1. Το σχέδιο, από την τελεσιδικία της απόφασης που το επικυρώνει, κατά το περιεχόμενο που διαμορφώνει τα δικαιώματα των πιστωτών, αποκτά δε­σμευτική ισχύ για όλους τους πιστωτές, οποιασδήποτε κατηγορίας και νομικής μορφής, ανεξάρτητα αν έχουν αναγγείλει ή μη τις απαιτήσεις τους, περιλαμβανομέ­νων και των πιστωτών που μειοψήφησαν ή προέβαλαν αντίρρηση ή απείχαν από την ψηφοφορία ή δεν συμ­μετείχαν σ’ αυτή. 2. Από την τελεσιδικία της απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο, η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται και τα όργανα της πτώχευσης παύουν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 131. 3. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο, ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του, προς το σκοπό εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου. 4. Τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής. Σε περί­πτωση ικανοποίησης πιστωτή από εγγυητή ή συνοφειλέτη εις ολόκληρο, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι των τελευταίων, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά το σχέδιο έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτούς. 5. Πιστωτής ο οποίος πριν ή μετά την τελεσιδικία της επικυρωτικής απόφασης έχει λάβει ποσό που υπερκα­λύπτει την απαίτησή του, όπως διαμορφώνεται με το σχέδιο, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε απόδοση του υπερβάλλοντος, παρά μόνον κατά το ποσό που υπερ­βαίνει την αρχική του απαίτηση. 6. Τα δικαιώματα των ομαδικών πιστωτών δεν θίγονται από το σχέδιο. 7. Οι πτωχευτικοί πιστωτές αναλαμβάνουν τις ατο­μικές διώξεις κατά του οφειλέτη εντός των όρων του σχεδίου.

Τίτλος εκτελεστός. Άρθρο 126. Από την τελεσιδικία της η απόφαση που επικυρώνει το σχέδιο αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτό υποχρεώσεις.

Ακύρωση του σχεδίου μετά την επικύρωση. Άρθρο 127. 1. Ακύρωση του σχεδίου επέρχεται αυτο­δικαίως, εάν ο οφειλέτης καταδικάστηκε αμετακλήτως για χρεοκοπία σύμφωνα με το άρθρο 171. 2. Το σχέδιο μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμ­φέρον, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν μετά από την επικύρωση αποκαλύφθηκε ότι το σχέδιο αποτέλεσε προϊόν δόλου του οφειλέτη ή συμπαι­γνίας του με πιστωτή ή τρίτο, ιδίως λόγω απόκρυψης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού του· β) εάν η μη εκπλήρωση των όρων του σχεδίου από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία αναδιοργάνωσης.

Αποτελέσματα της ακύρωσης. Άρθρο 128. 1. Η ακύρωση του σχεδίου επιφέρει αυ­τοδικαίως: α) τη λήξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της εποπτείας εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου· β) την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και την επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύψος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν δι­αμορφωθεί διαφορετικά στο σχέδιο, μετά από αφαί­ρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει σύμφωνα με το σχέδιο· γ) την ανάληψη από τους πιστωτές των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη, σε περίπτωση που κατά το σχέδιο είχαν ανασταλεί ή περιοριστεί, συμπεριλαμ­βανομένης και της κήρυξής του σε πτώχευση, εάν συ­ντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 3· δ) την απαλλαγή εκείνων που εγγυήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο υπέρ του οφειλέτη. 2. Οι πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν μετά την τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου και πριν την ακύρωσή του κηρύσσονται άκυρες, εάν είναι από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 42. Η διάταξη του άρθρου 51 εφαρμόζεται αναλόγως, και η διετία υπολογίζεται από την τελεσιδικία της ακύρωσης του σχεδίου.

Ατομική ανατροπή του σχεδίου. Άρθρο 129. 1. Πιστωτής ως προς τον οποίο ο οφειλέ­της περιήλθε σε υπερημερία, λόγω μη καταβολής των συμφωνηθέντων ποσών ή μη εμπρόθεσμης καταβολής αυτών ή μη παροχής εξασφαλίσεων και εν γένει λόγω μη εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των έναντι αυτού υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο, δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς την ανατροπή του σχεδίου ως προς αυτόν. 2. Η περί ατομικής ανατροπής αγωγή ασκείται ενώ­πιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την αγωγή, ο πιστωτής απαλλάσσεται από τις δεσμεύσεις του σχεδίου και οι απαιτήσεις του επαναφέρονται στη νομική κατάστα­ση που είχαν πριν την επικύρωση του σχεδίου. Ο πι­στωτής δικαιούται να ασκήσει, σε σχέση με αυτές, τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατά του οφειλέτη, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 3.

Κήρυξη νέας πτώχευσης. Άρθρο 130. 1. Η κήρυξη νέας πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου, επιφέρει τη ματαίωση του σχεδίου. 2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν έχουν ικανο­ποιηθεί πλήρως κατά το σχέδιο, επανέρχονται, ως προς το ύψος και το χρόνο λήξης τους, όπως είχαν πριν την επικύρωση του σχεδίου, μετά την αφαίρεση των τυχόν ληφθέντων· β) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το σχέδιο είχαν εξαλειφθεί ή άλλως αρθεί, δεν αναβιώ­νουν, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο και τούτο έχει σημειωθεί στα οικεία δημόσια βιβλία· γ) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν συστα­θεί σύμφωνα με το σχέδιο για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση απαιτήσεων, εξακολουθούν να ασφαλίζουν την απαίτηση μόνον κατά το ποσό και για το χρόνο που έχει συμφωνηθεί στο σχέδιο, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σ’ αυτό· δ) απαιτήσεις πιστωτών που προέρχονται από χρημα­τοδοτήσεις που έγιναν μετά την επικύρωση, σύμφωνα με το σχέδιο και κατά τη διάρκεια της εποπτείας εκ­πλήρωσης του σχεδίου και προς υλοποίησή του, κατα­τάσσονται ως γενικώς προνομιούχες.

Εποπτεία εκπλήρωσης του σχεδίου. Άρθρο 131. 1. Ο σύνδικος έχει την εποπτεία εκπλή­ρωσης των όρων του σχεδίου και συμπράττει με τον οφειλέτη για όσες πράξεις προβλέπονται κατά το σχέ­διο. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παρέχει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία σε σχέση με το σχέδιο. 2. Ο σύνδικος πληροφορεί ανά έξι (6) μήνες με έκθεσή του την επιτροπή πιστωτών, άλλως τον εκπρόσωπο των πιστωτών που έχει προς τούτο οριστεί στο σχέδιο, για την πορεία του σχεδίου και τις προβλέψεις για την εκπλήρωσή του. 3. Η αμοιβή του συνδίκου ως εποπτεύοντος ορίζεται με το σχέδιο, διαφορετικά κατόπιν αιτήσεώς του από το πτωχευτικό δικαστήριο. 4. Το χρονικό διάστημα εποπτείας καθορίζεται από το σχέδιο. Σε διαφορετική περίπτωση, η εποπτεία παύει μετά παρέλευση τριετίας από την επικύρωση του σχεδίου και υπό τον όρο ότι τότε δεν θα εκκρε­μεί κατά του οφειλέτη αίτηση για κήρυξή του σε νέα πτώχευση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΝΟΜΗ: Ι. Η ένωση των πιστωτών. Γενική διάταξη. Άρθρο 132. 1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρη­σης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών. 2. Κατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές είτε με την εκποίηση της επιχείρησης ως συ­νόλου είτε με την εκποίηση των επί μέρους στοιχείων αυτής, καθενός χωριστά ή ομαδικά, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.

Φορολογικές διευκολύνσεις. Άρθρο 133. 1. Κάθε σύμβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται κατά τα άρθρα 135 έως 145 του κώδικα, οι συνεπεία αυτής επί μέρους μεταβιβάσεις, οι μεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγμάτωσή τους, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου (πλην Φ.Π.Α). Οι απαλλαγές αυτές επέρχονται αυτοδι­καίως, χωρίς να απαιτείται και η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). 2. Ο σύνδικος δεν απαιτείται να προσκομίσει πιστο­ποιητικά φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη ή οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά για τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης μεταβίβασης στοι­χείου του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη, κατά τον παρόντα κώδικα, καθώς επίσης και σε κάθε συναλλαγή του γενικά με το Δημόσιο.

Περιορισμός δικαιωμάτων και αμοιβών. Άρθρο 134. Περιορίζονται στο τριάντα τοις εκατό (30%) των νόμιμων ποσών οι αμοιβές και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, των δικηγόρων, των δικαστικών επιμελητών και των υποθηκοφυλάκων για κάθε σύμβαση ή πράξη που αφορά τη διαδικασία του δεύτερου τίτ­λου του παρόντος κεφαλαίου. Η αμοιβή του συνδίκου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 81. ΙΙ. Η εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου

Γενική διάταξη. Άρθρο 135. 1. Αν αποφασισθεί, μετά το πέρας των επαληθεύσεων από τη συνέλευση των πιστωτών σύμ­φωνα με το άρθρο 84 ότι η επιχείρηση του οφειλέτη πρέπει να εκποιηθεί ως σύνολο, η εκποίηση θα γίνει σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις. 2. Αν η αξία της επιχείρησης αποτιμηθεί από το πτω­χευτικό δικαστήριο σε ποσό μικρότερο του ενός εκα­τομμυρίου (1.000.000) ευρώ, η εκποίηση της επιχείρησης, κατ’ εξαίρεση, θα γίνει κατά τον τρόπο και κατά τους τύ­πους που θα αποφασίσει το πτωχευτικό δικαστήριο.

Εκτίμηση της αξίας του ενεργητικού. Άρθρο 136. Μόλις η απόφαση της συνέλευσης των πι­στωτών του άρθρου 84, περί εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου, επικυρωθεί από τον εισηγητή και δεν ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή ή η ασκηθείσα απορριφθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο κατά το άρθρο 84 παράγραφος 3, ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η πρόσληψη εκτι­μητή από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων για την εκτίμηση της αξίας της επιχείρησης ως συνόλου, εν όψει της δυνατότητας συνέχισης της επιχείρησης, καθώς και για την ταυτόχρονη εκτίμηση της αξίας και των κατ’ ιδίαν υλικών και άϋλων στοιχείων του ενερ­γητικού της.

Απόφαση του δικαστηρίου. Άρθρο 137. 1. Ο σύνδικος, με βάση την απογραφή του ενεργητικού του οφειλέτη (άρθρο 68 παράγραφος 2) και τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση που έχει συντάξει (άρθρο 76 παράγραφοι 1 και 2) και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή του, καθώς και την έκθεση του κατά το προηγούμενο άρθρο εκτιμητή, συντάσσει, εντός είκοσι (20) ημερών, λεπτομερή έκθεση προς το πτωχευτικό δικαστήριο, στην οποία αναφέρο­νται όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν το ενεργητικό και τα οποία θα περιέλθουν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί πλειοδότης, τους τυχόν προτεινό­μενους όρους της πώλησης και γενικά κάθε χρήσιμη πληροφορία. 2. Με την έκθεση αυτή ο σύνδικος ζητεί από το πτω­χευτικό δικαστήριο να του επιτραπεί, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, αντί του συνολικού τιμήματος που εκτιμά αυτός και αντί των όρων που τυχόν αυτός θεωρεί ότι προσήκουν στην περίπτωση. 3. Το πτωχευτικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και την έκθεση του εισηγητή, αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών, καθορίζοντας την αξία της επιχείρησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να γίνει η εκποίηση. Κατά της απόφασης αυτής δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο.

Περιεχόμενο και δημοσίευση της διακήρυξης. Άρθρο 138. 1. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της κατά το προηγούμενο άρθρο απόφασης του δικαστηρίου, δημοσιεύει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η δι­ακήρυξη περιέχει: α) την επωνυμία, την έδρα, τη δραστηριότητα και συνοπτική περιγραφή της επιχείρησης του οφειλέτη, το ενεργητικό της οποίας πωλείται ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται και η λεπτομερής περιγραφή των επί μέ­ρους στοιχείων και τα οποία αναγράφονται στην έκθεση του συνδίκου του προηγούμενου άρθρου, αντίγραφο της οποίας μπορεί να λάβει ατελώς κάθε ενδιαφερόμενος· β) πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να παραλά­βει από τον σύνδικο αντίγραφο της κατά το άρθρο 137 έκθεσής του και να υποβάλει την προσφορά του, που συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για ποσό και με όρους που προσδιορίζονται επίσης στη διακήρυξη· γ) την προθεσμία υποβολής των προσφορών, στον εισηγητή, η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών από την τελευταία δημοσίευση της διακήρυξης στον τύπο, σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, καθώς και την ημέρα και ώρα αποσφράγισης των προσφορών από τον εισηγητή· δ) το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου της έδρας της επιχείρησης του οφειλέτη, ενώπιον του οποί­ου, μετά από την έγκριση του εισηγητή, θα συναφθεί η σύμβαση της μεταβίβασης της επιχείρησης. 2. Οι ανωτέρω δημοσιεύσεις γίνονται μια φορά στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομι­κών και από δύο φορές σε δύο ημερήσιες πολιτικές αθηναϊκές εφημερίδες πανελλήνιας μεγάλης κυκλοφο­ρίας και σε μια οικονομική εφημερίδα. Αν πρόκειται για επιχείρηση που έχει την έδρα της ή διαθέτει περιου­σιακά στοιχεία και σε επαρχιακές πόλεις, απαιτούνται πρόσθετες δημοσιεύσεις και σε μια τουλάχιστον από τις αντίστοιχες τοπικές εφημερίδες. Αν πρόκειται για επιχείρηση της οποίας η αξία έχει καθοριστεί κατά το άρθρο 137 παράγραφος 3 σε ποσό άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, πρέπει η πρόσκληση να δημοσιευθεί και σε μια διεθνούς κυκλοφορίας ημε­ρήσια οικονομική εφημερίδα που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Τις εφημερίδες προσδιορίζει ο εισηγητής.

Κατάθεση και αποσφράγιση των προσφορών. Άρθρο 139. 1. Εντός της προθεσμίας που ορίζει η δια­κήρυξη του άρθρου 138, οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν στον εισηγητή τις ενσφράγιστες προσφορές τους. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση, στην οποία αναφέρονται όλες οι κατατιθέμενες προσφορές, καθώς και πράξη κατάθεσης πάνω σε κάθε προσφορά, την οποία υπο­γράφει ο ίδιος, ο γραμματέας και ο προσφέρων, αφού βεβαιωθεί ότι η προσφορά είναι κλειστή. Εκπρόθεσμες προσφορές δεν γίνονται δεκτές. 2. Κατά την καθορισθείσα στη διακήρυξη ημέρα και ώρα, ο εισηγητής αποσφραγίζει τις προσφορές, πα­ρουσία του συνδίκου, της επιτροπής πιστωτών και εκείνων που υπέβαλαν τις προσφορές. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση περί της αποσφράγισης, στην οποία προσαρτώνται όλες οι προσφορές και την οποία υπο­γράφει ο ίδιος, ο γραμματέας, ο σύνδικος και οι λοιποί παρόντες. Αντίγραφο της έκθεσης και των προσφορών παραδίνεται στον σύνδικο αυθημερόν, καθώς και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέ­ρον.

Η κατακύρωση. Άρθρο 140. 1. Ο σύνδικος, εντός πέντε (5) ημερών από την αποσφράγισή τους, συντάσσει συνοπτική έκθεση αξιολόγησης των προσφορών και προτείνει την κατα­κύρωση ή μη της επιχείρησης στον πλειοδότη, δηλαδή σ’ αυτόν του οποίου την προσφορά κρίνει ως πλέον συμφέρουσα για τους πιστωτές. Η έκθεση υποβάλλεται στην επιτροπή πιστωτών και στον εισηγητή, αντίγραφο δε αυτής χορηγείται αδαπάνως και σε κάθε ενδιαφε­ρόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον. 2. Ο εισηγητής με έκθεσή του προς το πτωχευτικό δι­καστήριο προτείνει την έγκριση ή μη της κατακύρωσης. Στο πτωχευτικό δικαστήριο καλούνται να παραστούν ο σύνδικος, ο οφειλέτης και αυτοί που μετείχαν στο δημόσιο πλειστηριασμό, οι οποίοι μπορούν να παρέμ­βουν. Το πτωχευτικό δικαστήριο, αφού ακούσει αυτούς που εμφανίστηκαν, εφόσον κρίνει την προσφορά του πλειοδότη συμφέρουσα για τους πιστωτές, εγκρίνει τη σύναψη της σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης. Αλλως, ο δημόσιος πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 144. Κατά της απόφασης αυτής του δικαστηρίου δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα.

Η σύμβαση μεταβίβασης της επιχείρησης. Άρθρο 141. 1. Μετά την κατά το προηγούμενο άρθρο έγκριση του δικαστηρίου, ο σύνδικος συνάπτει ενώπιον του συμβολαιογράφου που ορίζεται στη διακήρυξη τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης, με βάση τους όρους της προσφοράς του και τους τυχόν άλλους ευνοϊκότερους όρους που υποδείχθηκαν στον πλειοδότη και αυτός τους αποδέχθηκε με δήλωσή του προς τον σύνδικο και τον εισηγητή ή προς το πτωχευ­τικό δικαστήριο. 2. Η πώληση γίνεται αντί συνολικού τιμήματος. Αν όμως υπάρχουν εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα προ­νόμια επί ακινήτων ή κινητών ή επί άλλων ειδικών πε­ριουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, πρέπει να κα­θορίζεται στο συμβόλαιο ποιο ποσό από το συνολικό τίμημα αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά. 3. Με τη μεταβίβαση της επιχείρησης (ή της κατά το άρθρο 145 χωριστής λειτουργικής μονάδας αυτής), συμμεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον πλειοδότη και οι διοικητικές άδειες κάθε φύσεως που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης και των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού. Οι άδειες ισχύουν για το χρόνο που θα ίσχυαν και για την επιχείρηση του οφει­λέτη, όχι πάντως για περίοδο μικρότερη από ένα (1) έτος από τη μεταβίβαση ή από το χρόνο που υποχρεωτικά προβλέπεται η λειτουργία της επιχείρησης από ειδική διάταξη νόμου. Στη συνέχεια εκδίδεται στο όνομα του πλειοδότη από την αρμόδια αρχή επιβεβαιωτική πράξη μεταβίβασης της άδειας. Το ίδιο ισχύει και για τα δι­καιώματα μεταλλειοκτησίας που αποτελούν τμήμα του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη.

Σύμπραξη του Δημοσίου. Άρθρο 142. 1. Το Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή οποιονδήποτε ήθελε ορίσει η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποίη­σης (Δ.Ε.Α.), μπορεί να συμβάλλεται, ως εκ τρίτου συμ­βαλλόμενος, στις ανωτέρω συμβάσεις μεταβιβάσεως και να αποδέχεται την ανάληψη υποχρεώσεων από τον πλειοδότη για τη διενέργεια επενδυτικών προγραμμά­των, σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενερ­γητικού, την ανάπτυξη επιχειρηματικών σχεδίων δράσης και την εξασφάλιση θέσεων εργασίας. 2. Στις περιπτώσεις, όπου συμβάλλεται ως τρίτος το Δημόσιο, η τυχόν απαιτούμενη άδεια της αρχής για τη μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου, θεωρείται ότι χορηγήθηκε.

Εξόφληση του τιμήματος. Άρθρο 143. 1. Ο πλειοδότης καταβάλλει προς τον σύνδικο το συμφωνηθέν ως αμέσως καταβλητέο ποσό του τιμήματος. Αν καταβληθεί το σύνολο του ποσού, ο σύνδικος συντάσσει την πράξη εξόφλησης, ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου. Αν καταβλήθηκε το μέρος του τιμήματος που συμφωνήθηκε και τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου, ο σύνδικος, μετά από έγκριση του εισηγητή, συντάσσει αντίστοιχα, ενώπιον του ίδιου συμβολαιογρά­φου, την πράξη μερικής εξόφλησης και πράξη πιστοποί­ησης ότι εκπληρώθηκαν οι εν λόγω όροι. 2. Ο σύνδικος υποχρεούται να καταθέσει, χωρίς καμιά καθυστέρηση, κάθε ποσό που εισπράττει, στο λογαρι­ασμό του άρθρου 73. 3. Με την καταβολή όλου του εκπλειστηριάσματος και τη σύνταξη πράξης ολοσχερούς εξόφλησης, επέρχονται όλες οι έννομες συνέπειες της καταβολής που ορίζονται στο άρθρο 1005 Κ.Πολ.Δ..

Επανάληψη του δημόσιου πλειστηριασμού. Άρθρο 144. 1. Αν δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά ή οι υποβληθείσες νομοτύπως δεν κριθούν συμφέρουσες κατά το άρθρο 140, ο δημόσιος πλειστη­ριασμός επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά. 2. Ο σύνδικος, στην περίπτωση αυτή, επαναλαμβάνει εντός δεκαπέντε (15) ημερών τις δημοσιεύσεις του άρ­θρου 138, ορίζοντας νέες ημερομηνίες υποβολής προ­σφορών. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από το πτωχευ­τικό δικαστήριο να ορίσει νέα τιμή πρώτης προσφοράς. Ο νέος δημόσιος πλειστηριασμός διεξάγεται με τις ίδιες διατυπώσεις και έχει τα ίδια αποτελέσματα που ορίζο­νται στις ανωτέρω διατάξεις.

Χωριστή εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του ενεργητικού. Άρθρο 145. Αν και ο δεύτερος δημόσιος πλειστηρια­σμός δεν καταλήξει στη σύναψη σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης, η εκποίηση πλέον γίνεται χωριστά για κάθε στοιχείο του ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατά­ξεις των άρθρων 146 έως 150, αν δεν έχει αποφασισθεί διαφορετικά από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 84. ΙΙΙ. Η εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη

Εκποίηση κινητών. Άρθρο 146. 1. Εάν μέχρι την ένωση δεν έχουν εκποι­ηθεί όλα τα κινητά και εμπορεύματα της περιουσίας του οφειλέτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 67 και 84 του παρόντος κώδικα, αυτά που έχουν απομείνει εκποι­ούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 77, χωρίς την τήρηση της διατυπώσεως της παραγράφου 2 αυτού. Η άδεια του εισηγητή κοινοποιείται στους πιστωτές που έχουν εμπράγματη ασφάλεια. 2. Κατά τον πλειστηριασμό ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 149, στην άδεια δε του εισηγητή ορίζεται ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος και παράδοσης των κινητών στον πλειοδότη.

Εκποίηση ακινήτων. Άρθρο 147. 1. Αν πριν την ένωση των πιστωτών, οι ενέγγυοι πιστωτές δεν κίνησαν τη διαδικασία της ανα­γκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση) επί υπέγγυου ακινή­του της πτώχευσης (άρθρο 26), την εκποίηση αυτού και την κατάταξη των πιστωτών ενεργεί μόνο ο σύνδικος, κατά τις ακόλουθες διατάξεις. 2. Σε περίπτωση που άρχισε εκτέλεση από τους ενέγ­γυους πιστωτές κατά την προηγούμενη παράγραφο, αν και μετά την ένωση αυτή καθυστερεί σε βλάβη των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον και έκθεση του εισηγητή, μπορεί να δώσει την άδεια στον σύνδικο να εκποιήσει το ακίνητο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

Διαδικασία διακήρυξης. Άρθρο 148. 1. Η εκποίηση των ακινήτων του οφειλέτη γίνεται μετά από άδεια του πτωχευτικού δικαστηρίου που παρέχεται μετά από αίτηση του συνδίκου και έκθεση του εισηγητή. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται η αξία του ακινήτου, η τιμή πρώτης προσφο­ράς και οι τυχόν όροι της εκποίησης. Αν έχει προη­γηθεί η διαδικασία των άρθρων 135 επ., ως αξία του ακινήτου θεωρείται η εκτίμησή του σύμφωνα με το άρθρο 136. 2. Μετά από την έκδοση της απόφασης της παρα­γράφου 1 ο εισηγητής συντάσσει έκθεση, στην οποία αναφέρεται το ακίνητο που εκποιείται, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι τυχόν όροι που όρισε το πτωχευτικό δικαστήριο, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. Ορίζεται ο τόπος και χρόνος του πλειστηριασμού και ο τόπος και χρόνος των επαναλήψεών του. 3. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από τη δημο­σίευση της κατά τα άνω απόφασης του δικαστηρίου, εκδίδει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειο-δοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει σύντομη περιγραφή του ακινήτου, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους τυχόν όρους που όρισε το πτωχευτικό δικα­στήριο, τον τόπο και χρόνο του πλειστηριασμού και τις τυχόν επαναλήψεις του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. 4. Αντίγραφο της διακήρυξης τοιχοκολλάται στο γρα­φείο του εισηγητή και κοινοποιείται στους ενυπόθηκους πιστωτές και στο Δημόσιο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέ­ρες πριν τον πλειστηριασμό. Περίληψη της διακήρυξης, που αναφέρει τα ανωτέρω στοιχεία, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό και τις τυχόν επαναλήψεις του. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει πρόσθετες δημοσιεύσεις σε πολιτικές ή οικο­νομικές αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε εφημερίδα του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο, τις οποίες ορίζει ο ίδιος. Στις τελευταίες αυτές δημοσιεύσεις πρέπει να αναφέρεται η ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού και οι επαναλήψεις, πρέπει δε οι δημοσιεύσεις αυτές να γίνουν, εφόσον διαταχθούν, επτά (7) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.

Προσφορές. Άρθρο 149. 1. Η εκποίηση του ακινήτου γίνεται με ενσφράγιστες προσφορές των ενδιαφερομένων ενώπι­ον του εισηγητή με την παρουσία του συνδίκου. Στον πλειστηριασμό λαμβάνει μέρος οποιοσδήποτε, αφού προηγουμένως δηλώσει, αν συμμετέχει για τον εαυτό του ή ενεργεί ως πληρεξούσιος άλλου, προσκομίζοντας ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Ο συμμετέχων υποχρεούται να καταβάλει ως εγγυοδοσία το ποσό του ενός τρίτου της τιμής πρώτης προσφοράς, με επιταγή έκδοσης Τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε διαταγή του ίδιου, που συμψηφίζεται στο τίμημα, αν κατακυρωθεί σε αυτόν το ακίνητο. 2. Οι προσφορές αποσφραγίζονται και μονογράφο­νται από τον εισηγητή. Ο εισηγητής, αν κρίνει την τιμή συμφέρουσα, εγκρίνει την εκποίηση και επιτρέπει τη σύναψη της πώλησης, άλλως η διαδικασία επαναλαμβά­νεται. Για τον πλειστηριασμό και εφόσον εγκριθεί από τον εισηγητή, συντάσσεται χωρίς υπαίτια βραδύτητα από αυτόν έκθεση, στην οποία αναφέρεται το ακίνητο, το τίμημα που επιτεύχθηκε, η δοθείσα εγγυοδοσία ως προκαταβολή του τιμήματος και ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος και σύνταξης του μεταβιβαστικού συμ­βολαίου.

Επανάληψη πλειστηριασμού. Άρθρο 150. 1. Εάν ο πλειστηριασμός επαναληφθεί τρεις (3) ακόμα συνεχείς ανά εβδομάδα φορές, χωρίς να εμφανιστεί πλειοδότης, αναβάλλεται για μία ακό­μη φορά από τον εισηγητή, χωρίς άλλες διατυπώσεις, σε ημερομηνία απέχουσα τέσσερις εβδομάδες. Μετά από αυτό, το πτωχευτικό δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του συνδίκου, κατά τη συζήτηση της οποίας μπορεί να παρέμβει καθένας που δικαιολογεί έννομο συμφέ­ρον, υποχρεούται να μεταρρυθμίσει την κατά το άρθρο 148 απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 758 Κ.Πολ.Δ. και να ορίσει μικρότερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να θέσει όρους για τη διευκόλυνση της εκποίησης του ακινήτου. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και την έκθεση του εισηγητή, αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών και μεταρρυθμίζει την απόφαση. Αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης, ο εισηγητής συ­ντάσσει νέα έκθεση, κατά το άρθρο 148 παράγραφος 2, ο δε σύνδικος συντάσσει νέα διακήρυξη, την οποία προσαρμόζει στην απόφαση και τηρεί τις διατυπώσεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για κάθε περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς. IV. Ανακοπές κατά των πράξεων εκποίησης

Αντιστοιχία προς τις πράξεις εκτελέσεως του Κ.Πολ.Δ.. Άρθρο 151. 1. Επί εκποίησης της επιχείρησης του οφει­λέτη ως συνόλου (άρθρα 135 επ.), η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης επέχει θέση τελεσίδικης κατα­κύρωσης των άρθρων 1003 επ. Κ.Πολ.Δ.. Το συνολικό ποσό του τιμήματος έναντι του οποίου έγινε η πώληση και μεταβίβαση της επιχείρησης επέχει θέση εκπλει­στηριάσματος του άρθρου 1004 επ. Κ.Πολ.Δ.. Η πράξη εξοφλήσεως ή μερικής εξοφλήσεως και πιστοποίησης ότι τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξα­σφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, επέ­χει τη θέση περίληψης εκθέσεως κατακυρώσεως του άρθρου 1005 Κ.Πολ.Δ., επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν γι’ αυτή. 2. Επί των εκποιήσεων του παρόντος κεφαλαίου του κώδικα, η έγκριση του εισηγητή επί των κινητών και η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης του ακινή­του επέχουν θέση κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. Κ.Πολ.Δ., το ποσό του τιμήματος επέχει θέση εκπλει­στηριάσματος και η πράξη εξόφλησης του τιμήματος επέχει θέση περίληψης εκθέσεως κατακυρώσεως, κατά το άρθρο 1005 Κ.Πολ.Δ., επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν γι’ αυτή.

Ανακοπές κατά της εκτελεστικής διαδικασίας. Άρθρο 152. 1. Οι κατ’ ιδίαν πράξεις της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού που ενεργείται για την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη είτε ως συνό­λου είτε των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων, προσβάλλονται από κάθέναν που έχει έννομο συμφέ­ρον με ανακοπή που ασκείται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. 2. Η ανακοπή ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμί­ας δεκαπέντε (15) ημερών από την ενέργεια της κάθε πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μετά τη μεταγραφή της περίληψης της πράξης εξόφλησης ή μερικής εξόφλησης και πιστοποίησης ότι τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφά­λιση της καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, εκτός αν η προσβολή αφορά τη σύνταξη της μεταβιβαστικής σύμβασης, καθώς και μεταγενέστερες πράξεις, οπότε η ανακοπή ασκείται εντός ενενήντα (90) ημερών από της μεταγραφής ή αν δεν υπάρχουν ακίνητα εντός εξήντα (60) ημερών από της υπογραφής της σύμβασης μετα­βιβάσεως. 3. Η άσκηση της ανακοπής και η προθεσμία αυτής δεν αναστέλλουν την περαιτέρω διαδικασία της εκκαθάρι­σης, εκτός αν διατάξει τούτο ο εισηγητής, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον και αφού ακουσθεί η επιτροπή των πιστωτών και ο σύνδικος, που προσκαλούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους εγγράφως προ τριών (3) ημερών. 4. Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ανακοπής εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της εφέσεως. Το πτω­χευτικό δικαστήριο με την απόφαση που απαγγέλλει την ακύρωση ορίζει ποιες από τις πράξεις πρέπει να επαναληφθούν.

V. Διανομές προς τους πιστωτές. Πίνακας διανομής. Άρθρο 153. 1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος, καθώς και κάθε ποσού που εισέπραξε κατά οποιονδήπο­τε τρόπο για λογαριασμό της πτωχεύσεως. Ο πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα. Με άδεια του εισηγητή μπορεί ο σύνδικος να προβεί και σε προσωρινές διανομές. 2. Ο πίνακας διανομής υποβάλλεται στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Ανακοίνωση περί της σύνταξης του πίνακα διανομής δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημο­σιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Αν ο πίνακας διανομής αφορά προϊόν εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου, η ανακοίνωση για τη σύνταξη του πίνακα δημοσιεύεται και σε δύο από τις πέντε μεγαλύτερης κυκλοφορίας (κατά το δελτίο του προηγούμενου μηνός) ημερήσιες πολιτι­κές αθηναϊκές εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και σε μια οικονομική εφημερίδα. Αν πρόκειται για επιχείρηση της οποίας η αξία έχει καθοριστεί κατά το άρθρο 137 παράγραφος 3 σε ποσό άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, πρέπει η πρόσκληση να δημοσιευθεί και σε μια διεθνούς κυκλοφορίας ημε­ρήσια οικονομική εφημερίδα που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Τις εφημερίδες προσδιορίζει ο εισηγητής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τη δημοσίευση και σε μια ημερήσια πολιτική αθηνα­ϊκή εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και σε μια οικονομική εφημερίδα, τις οποίες προσδιορίζει ο ίδιος.

Γενικά προνόμια. Άρθρο 154. Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρι­νή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητάς του και των πληρωμών του με βάση τη συμφωνία συνδιαλλαγής ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. β) Οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τα νοσήλια του οφειλέτη, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του, εφόσον προέκυψαν κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης. γ) Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης ερ­γασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων από πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν κατά την τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Απαι­τήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, καθώς και απαιτήσεις έμμισθων δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανε­ξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν. Απαιτήσεις δι­κηγόρων από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις, εφόσον αμείβονται κατά υπόθεση, κατατάσσονται στην τάξη αυτή, εφόσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης. δ) Οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης. ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορί­στηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγού­μενο. στ) Οι απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφά­λισης που προέκυψαν είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης, χωρίς προσαυξήσεις.

Ειδικά προνόμια. Άρθρο 155. 1. Οι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο κινητό ή ακίνητο πράγμα ή σε ποσότητα χρη­μάτων κατατάσσονται με την παρακάτω σειρά: α) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης. β) Οι απαιτήσεις για το κεφάλαιο με τους τόκους των δύο (2) τελευταίων ετών για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο ή υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, εφόσον πρόκειται για ακίνητο. γ) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για παραγωγή και συγκομιδή καρπών κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης. 2. Επί πωλήσεως της επιχείρησης ως συνόλου (άρθρα 135 επ.), αν υπάρχουν ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές επί κατ’ ιδίαν αντικειμένων της περιουσίας του οφειλέτη, κατατάσσονται ειδικά επί του ποσού του μέρους του τιμήματος που αντιστοιχεί στο μεταβιβασθέν στοιχείο επί του οποίου υπάρχει το ειδικό προνόμιο, του οποίου η αξία υπολογίζεται για την κατάταξή τους.

Συρροή προνομίων. Άρθρο 156. Επί διανομής προϊόντος εκποίησης πράγ­ματος ή χρηματικής ποσότητας, εάν υπάρχουν και απαι­τήσεις με προνόμια του άρθρου 155, το προς διανομή πο­σόν διαχωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κ.Πολ. Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του ν.1545/1985.

Άρθρο 157. Εάν το προϊόν εκποίησης των ακινήτων διανεμηθεί πριν το προϊόν εκποίησης των κινητών ή και συγχρόνως, οι ενυπόθηκοι πιστωτές, που δεν έχουν πλήρως εξοφληθεί από το τίμημα των ακινήτων, συ­ντρέχουν ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο με τους ανέγγυους πιστωτές, σε κάθε διανομή με τους τελευ­ταίους, με την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις των προ­νομιούχων πιστωτών έχουν επαληθευθεί στα χρέη της πτώχευσης.

Άρθρο 158. Εάν πριν τη διανομή του τιμήματος των ακινήτων πραγματοποιηθούν χρηματικές διανομές από τα κινητά ή ποσότητα χρημάτων, οι προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επαληθευθεί, συντρέχουν σ’ αυτές στο σύνολο των πιστωμάτων τους, οπότε όμως επέρχονται οι συνέπειες των επόμενων άρθρων.

Άρθρο 159. Εάν οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπό­θηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για το σύνολο των πιστώσεών τους, το οποίο και θα εισπράξουν, η ανέγγυα ομάδα υποκαθίσταται στη θέση τους κατά τα ποσά, που αυτοί θα έχουν τυχόν εισπράξει κατά το άρθρο 158.

Άρθρο 160. 1. Εάν οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπό­θηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για μέρος μόνον των απαιτήσεων τους, για το υπόλοιπο κατατάσσονται ως ανέγγυοι με τους λοιπούς πιστω­τές. 2. Σε περίπτωση που οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές έχουν εισπράξει, κατά το άρθρο 158, περισσότερα από την οριστική τους αναλογία κατά το παρόν άρθρο, οι ανέγγυοι πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση τους για το επιπλέον της οριστικής τους αναλογίας εισπραχθέν ποσόν. 3. Όσοι από τους γενικούς προνομιούχους ή ενυπόθη­κους πιστωτές δεν καταταγούν επωφελώς στο τίμημα, θεωρούνται ανέγγυοι πιστωτές.

Ανακοπή κατά του πίνακα διανομής. Άρθρο 161. 1. Εντός δέκα (10) ημερών από την επο­μένη της τελευταίας χρονολογικά δημοσίευσης του άρθρου 153 παράγραφος 2, οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει κατ’ αυτού ανα­κοπή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και κατά των πιστωτών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται μόνο σε έφεση. 2. Αν δεν ασκήθηκαν ανακοπές κατά του πίνακα κατά­ταξης, ο σύνδικος διανέμει αμέσως το εκπλειστηρίασμα. Άλλως, η πληρωμή γίνεται μόνο προς τους καταταγέ­ντες πιστωτές, των οποίων δεν προσβλήθηκε η κατάτα­ξη, διατηρείται δε το ποσό στο οποίο έγινε η κατάταξη του αμφισβητούμενου πιστωτή, μέχρι η κατάταξή του να γίνει τελεσίδικη. Ο εισηγητής μπορεί, μετά από αί­τηση αυτού του οποίου προσβλήθηκε η κατάταξη, να διατάξει να γίνει η πληρωμή προς αυτόν, με τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ: Γενική διάταξη. Άρθρο 162. 1. Αν η πτωχευτική περιουσία έχει εκτιμη­θεί κατά την απογραφή του άρθρου 68 σε ποσό μικρό­τερο από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και δεν υπάρ­χουν ακίνητα, ακολουθείται η διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των λοιπών κεφαλαίων του παρόντος κώδικα. 2. Στις πτωχεύσεις του παρόντος κεφαλαίου δεν δι­ορίζεται επιτροπή πιστωτών.

Εκδίκαση αμφισβητήσεων. Άρθρο 163. 1. Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις γί­νονται σύμφωνα με τα άρθρα 89 έως 91. Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη πράξη του για κάθε αμφισβήτηση απαί­τησης κατά την επαλήθευση, για κάθε αντίρρηση που θα προβληθεί και για τις αιτήσεις εκπρόθεσμης επαλή­θευσης απαιτήσεων, καθώς και για τις αντιρρήσεις κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, εντός δέκα (10) ημερών, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα, αν το ποσό του αμφι­σβητούμενου ή του εκπροθέσμως υποβληθέντος προς επαλήθευση πιστώματος δεν υπερβαίνει το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ. Αν το ποσό του αμφι­σβητούμενου ή του εκπροθέσμως υποβληθέντος προς επαλήθευση πιστώματος υπερβαίνει το ποσό αυτό, επι­τρέπεται έφεση κατά της απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου. Το δευτεροβάθμιο πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται αμετακλήτως. 2. Αν ο εισηγητής έκανε δεκτό το πίστωμα, εφόσον ασκήθηκε εμπροθέσμως προσφυγή ή αντιρρήσεις κατά της πράξης του αυτής, μέχρι να αποφανθεί το πτωχευτι­κό δικαστήριο, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να παρίστα­ται στις συνελεύσεις και παρακρατείται για το πίστωμά του ανάλογο ποσό σε κάθε διανομή ενεργητικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Η ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ: Γενικά. Άρθρο 164. Η πτώχευση περατώνεται, με την επικύ­ρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παρά­γραφος 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργα­σιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 πα­ράγραφος 3.

Η λογοδοσία του συνδίκου. Άρθρο 165. 1. Εντός μηνός από την περάτωση της πτώχευσης, με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμε­νους στον παρόντα κώδικα τρόπους, ο σύνδικος κατα­θέτει στον εισηγητή έκθεση περί της λογοδοσίας του. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα της έκθεσης αυτής. 2. Ο εισηγητής συγκαλεί εντός μηνός τη συνέλευση των πιστωτών, ενώπιον των οποίων ο σύνδικος λογοδο­τεί για τη διαχείρισή του. Στη συνέλευση αυτή καλείται και δικαιούται να παραστεί και ο οφειλέτης. Οι πιστωτές γνωμοδοτούν περί της διαχείρισης του συνδίκου και εάν ο οφειλέτης είναι συγγνωστός. Συντάσσεται περί αυτού έκθεση από τον εισηγητή, στην οποία καταχω­ρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών. Αν η σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί, μετά από δεύτερη ατελέσφορη προσπάθεια, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον μόνου του εισηγητή.

Παύση των εργασιών της πτωχεύσεως. Άρθρο 166. 1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκ­θεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτε­παγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως. 2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1. 3. Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παραγράφου 2. (Με την παρ. 3 του άρθρου 182 του παρόντος νόμου, ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις του άρθρου 166 παρ. 3 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών πτωχεύσεων, εφόσον από την κήρυξη της πτώχευσης παρήλθε διάστημα είκοσι (20) ετών»).

Κήρυξη του οφειλέτη συγγνωστού. Άρθρο 167. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτωχεύσεως, αποφαίνε­ται ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός, αν αυτός είναι καλής πίστεως και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Δεν μπορούν να κηρυχθούν συγγνωστοί αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις χρεοκοπίας των άρθρων 171 και 172 ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρε­σης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για κάποια από αυτές τις πράξεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβο­λή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση. 2. Μετά τη λογοδοσία του συνδίκου, ο εισηγητής υπο­βάλλει τη σχετική έκθεση της συνέλευσης των πιστω­τών προς το πτωχευτικό δικαστήριο, καθώς και δική του έκθεση για τις περιστάσεις της πτωχεύσεως. 3. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που κη­ρύσσει την παύση των εργασιών της, κατά την παρ. 1 του άρθρου 166, με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, εξετάζοντας τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει και τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί να αποφανθεί ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός. Αν η πτώχευση περατώθηκε σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 166, το πτωχευτικό δικαστήριο μετά από σχετική έκθεση του εισηγητή και αφού ακού­σει και τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί να αποφανθεί ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός. 4. Αν ο οφειλέτης κηρυχθεί συγγνωστός, δεν προσωποκρατείται από τους πιστωτές της πτώχευσης, εκτός αν ειδικοί νόμοι ορίζουν διαφορετικά. Η διάταξη της απόφασης περί κηρύξεως του οφειλέτη συγγνωστού σημειώνεται στο Μητρώο Πτωχεύσεων, καθώς και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ: Προϋποθέσεις. Άρθρο 168. 1. Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο αποκα­θίσταται: α) μετά πάροδο δεκαετίας από την κήρυξη της πτώ­χευσης, ή β) αν εξόφλησε όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως. 2. Ο οφειλέτης νομικό πρόσωπο αποκαθίσταται μόνο αν συντρέχει η περίπτωση β΄ της προηγούμενης πα­ραγράφου. 3. Δεν επιτρέπεται η αποκατάσταση αυτού που κα­ταδικάστηκε για κάποια από τις πράξεις χρεοκοπίας των άρθρων 171 και 172 του παρόντος κώδικα, εκτός αν επήλθε ποινική αποκατάστασή του (άρθρο 66 Π.Κ. και 531, 532 Κ.Ποιν.Δ.). Η παραπομπή στο πτωχευτικό δικα­στήριο για κάποια από τις πράξεις αυτές αναστέλλει τη διαδικασία της αποκατάστασης. Σε περίπτωση που μετά την αποκατάσταση επήλθε καταδίκη για πράξεις χρεοκοπίας, η πτωχευτική αποκατάσταση αίρεται αυ­τοδικαίως.

Απόφαση του δικαστηρίου. Άρθρο 169. 1. Η αποκατάσταση κηρύσσεται με απόφα­ση του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή, σε περίπτωση θανάτου του, των κληρονό­μων του. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο και διατάσσει τη δημοσίευση περίληψης της αίτησης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νο­μικών, η οποία πρέπει να γίνει τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν τη δικάσιμο. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στο ίδιο Δελτίο. 2. Κατά της απόφασης επιτρέπεται έφεση εντός μηνός από τη δημοσίευση στο Δελτίο, καθώς και τριτανακοπή από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Αν απορρίφθηκε η αίτηση αποκατάστασης, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν την πάροδο έτους από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.

Συνέπειες της αποκατάστασης. Άρθρο 170. 1. Τα αποτελέσματα της αποκατάστασης επέρχονται από την τελεσιδικία της απόφασης σύμφω­να με το άρθρο 169. 2. Η αποκατάσταση του οφειλέτη φυσικού προσώπου επιφέρει παύση των στερήσεων από δικαιώματα που ήταν συνέπειες της πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 του κώδικα. 3. Η αποκατάσταση του οφειλέτη νομικού προσώπου αποτελεί λόγο αναβίωσής του. 4. Η αποκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 168 πα­ράγραφος 1 περίπτωση β΄ περατώνει χωρίς άλλο την πτώχευση. 5. Το πτωχευτικό δικαστήριο στην περίπτωση του άρθρου 168 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ , με την απόφασή του μπορεί να κηρύξει και την περάτωση της πτώχευσης, εάν δεν συντρέχει λόγος διατήρησής της, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 166 παράγραφος 2 εδάφια πρώτο και δεύτερο. Το πτω­χευτικό δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή επί οφειλέτη που έχει κηρυχθεί συγγνωστός, εκτιμώντας ιδίως την οικονομική του κατάσταση, μπορεί να αποφασίσει και την απαλλαγή του, εν όλω ή εν μέρει, από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιήθηκε από την πτωχευτική περιουσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: Χρεοκοπία. Άρθρο 171. 1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε: α) εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην πτω­χευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία· β) καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίν­δυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρη­ματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκει­ται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς· γ) προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστω­ση, τα οποία, ή τα πράγματα που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης· δ) παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή ανα­γνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων· ε) παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του· στ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βι­βλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπο­ρικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά το νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του· ζ) αντίθετα προς το νόμο, i) παραλείπει την κατά το νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του· η) ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαιοπρακτικές του σχέσεις. 2. Τιμωρείται επίσης, με τις ποινές της παραγράφου 1 και αυτός που με κάποια από τις πράξεις της παραγρά­φου 1 προκάλεσε την παύση των πληρωμών του. 3. Όποιος τέλεσε κάποια από τις πράξεις των πε­ριπτώσεων ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών. 4. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποι­νες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για τη κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας (άρθρο 6 παρά­γραφος 2).

Ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή. Άρθρο 172. 1. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπει­λούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξι­πρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών. 2. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 171 εφαρ­μόζεται αναλόγως.

Ποινική ευθύνη τρίτων. Άρθρο 173. 1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος: α) εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων ή β) μετά την παύση των πληρωμών του, με τη συναί­νεση του οφειλέτη ή προς όφελος εκείνου, εξαφανίζει ή παρασιωπά ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία εκεί­νου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ή ενεργώντας κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής διαχείρισης, τα καταστρέφει, τα βλάπτει ή τα καθιστά άχρηστα. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο πιστωτής που συ­νομολογεί με τον οφειλέτη ή άλλο πρόσωπο ιδιαίτερα ωφελήματα χάριν της ψήφου του στις διασκέψεις της πτώχευσης ή όποιος συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία που ωφελεί τον ίδιο και επιβαρύνει το ενεργητικό της πτώ­χευσης. Οι συμφωνίες αυτές κηρύσσονται άκυρες έναντι πάντων και έναντι του οφειλέτη από το πτωχευτικό δικαστήριο. 3. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτη­ση απορριφθεί, διότι προβλέπεται ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας (άρθρο 6 παράγραφος 2).

Ποινική ευθύνη συζύγων και συγγενών. Άρθρο 174. 1. Ο σύζυγος, οι κατιόντες ή ανιόντες του οφειλέτη και οι κατά την ίδια τάξη εξ αγχιστείας συγγενείς του που εν γνώσει παρανόμως ιδιοποιούνται, υπεξάγουν ή αποκρύπτουν πτωχευτικά πράγματα, χωρίς συνεννόηση με τον οφειλέτη, τιμωρούνται κατά τις δια­τάξεις περί κλοπής ή υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα και διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως. 2. Αν οι πράξεις αυτές τελούνται μετά από συνεννόηση με τον οφειλέτη, εφαρμόζονται ως προς τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου οι διατάξεις περί συμ­μετοχής του Ποινικού Κώδικα.

Αδικήματα συνδίκων. Άρθρο 175. 1. Κάθε παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο ή από πρόσωπα που έχουν προσληφθεί για τις ανάγκες της πτώχευσης τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρ­θρα 375 επ.). 2. Κάθε ψευδής παράσταση του συνδίκου με την έκ­θεση του άρθρου 70 ή με μεταγενέστερες εκθέσεις, δηλώσεις και υπομνήματά του, προς βλάβη του οφειλέτη ή των πιστωτών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί απάτης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 386 επ.). 3. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μη­νών και χρηματική ποινή διπλάσια της ωφέλειάς του ο σύνδικος που πωλεί πτωχευτικά πράγματα και τα αγοράζει εμμέσως ο ίδιος με παρένθετα πρόσωπα. Το ποσό της χρηματικής ποινής εισπράττεται κατά τις δι­ατάξεις του ΚΕΔΕ και αποδίδεται από το Δημόσιο στην πτώχευση.

Ποινική ευθύνη των διαχειριστών κ.λπ. των νομικών προσώπων. Άρθρο 176. 1. Όταν η πτώχευση αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη για τις πράξεις του παρό­ντος κεφαλαίου, έχουν εκείνοι από τους διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές τους, οι οποίοι διέπραξαν τα εν λόγω εγκλήματα. 2. Οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυ­ντές των νομικών προσώπων τιμωρούνται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 171 και όταν έλαβαν προκαταβολές ανώτερες από αυτές που προβλέπονται στο καταστατικό του νομικού προσώπου.

Δικονομικές διατάξεις. Άρθρο 177. 1. Τα αδικήματα του παρόντος κεφαλαί­ου ανακρίνονται και εκδικάζονται κατά προτεραιότητα με ευθύνη του αρμόδιου εισαγγελέα. Δικαίωμα παρά­στασης πολιτικής αγωγής για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών στις δίκες για παράβαση των διατάξεων αυτών έχει μόνο ο σύνδικος. Οι πιστωτές παρίστανται ατομικώς για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. 2. Περίληψη των καταδικαστικών αποφάσεων για πρά­ξεις του παρόντος κώδικα δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή επί εικοσαήμερο. Η καταδικαστική απόφαση και οι επιβληθείσες κυρώσεις σημειώνονται και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: Περιορισμός ευθύνης. Άρθρο 178. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν ισχύει σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχεί­ρησης του οφειλέτη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα.

Συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του κώδι­κα. Άρθρο 179. Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζο­νται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρι­σης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρή­σεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά.

Έναρξη ισχύος του κώδικα. Άρθρο 180. Ο παρών κώδικας αρχίζει να ισχύει από την 16η Σεπτεμβρίου 2007.

Καταργούμενες διατάξεις. Άρθρο 181. Με την επιφύλαξη της διάταξης του επό­μενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρό­ντος, καταργούνται: α) το Τρίτο Βιβλίο (άρθρα 525 έως 707) του Εμπορικού Νόμου, β) ο α.ν. 635/1937, γ) το ν.δ. 3562/1956 «περί υπαγωγής Ανωνύμων Εταιριών υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των πιστωτών και θέσεως αυ­τών υπό ειδικήν εκκαθάρισιν» και το β.δ. της 22/28.12.1956 «περί εφαρμογής επί ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιριών των διατάξεων του ν.δ. 3562/1956», δ) τα άρθρα 44 έως 46γ του ν. 1892/1990, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις τους με τους νόμους 1947/1991, 2000/1991, 2224/1994, 2237/1994, 2302/1995, 2324/1995, 2335/1995, 2359/1995, 2516/1997, 2556/1997, 2702/1999, ε) το άρθρο 6 παρ. 18 και 19 του ν. 2479/1997 «Ανώτατο Ειδικό Δι­καστήριο Επιτάχυνση των δικών», στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, ζ) το άρθρο 115 του Εισ. Νόμου Αστικού Κώδικα όπως αντικα­ταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1329/1983, η) το άρθρο 44 Εισ. Ν. Κ. Πολ. Δικονομίας, θ) τα εδάφια 2 και 3 της περίπτωσης β΄της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 1667/1986 «Αστικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» και ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού.

Μεταβατικό δίκαιο. Άρθρο 182. 1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του. 2. Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύ­ουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών. Μέχρι την έκδοση της κατά το άρθρο 8 παρ. 3 υπουρ­γικής απόφασης, τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή Μητρώα εξακολουθούν να τηρούνται σύμφωνα με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις. 3. Οι διατάξεις του άρθρου 166 παρ. 3 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών πτωχεύσεων, εφόσον από την κήρυξη της πτώχευσης παρήλθε διάστημα είκοσι (20) ετών. 4. Οι διατάξεις άλλων νόμων που παραπέμπουν σε άρθρα του καταργούμενου Τρίτου Βιβλίου του Εμπο­ρικού Νόμου ή άλλων ρυθμίσεων πτωχευτικού δικαίου ή δικαίου εξυγίανσης επιχειρήσεων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος πτωχευτικού κώδικα θεωρούνται ότι παραπέμπουν σε αντίστοιχες διατάξεις του. Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.