Kοινοτικό σήμα - Ηθική βλάβη νομικού προσώπου επί προσβολής σήματος του (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 338/2012).
Περίληψη: Kοινοτικό σήμα - Ηθική βλάβη νομικού προσώπου επί προσβολής σήματος του - Αρχή της αυτονομίας και αρχή της συνύπαρξης - Κριτήρια κινδύνου σύγχυσης. Περίπτωση απομίμησης του σήματος "Lexmark", για μελάνια εκτυπωτών. Βάσιμα αξιώνει το νομικό πρόσωπο, εκτός από την αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη κατ' αρ. 932 ΑΚ από αδικοπραξία, όταν δι' αυτής πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του αναφορικά με τα προϊόντα που παράγει και με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται η προσωπικότητα του και το ταυτόσημο με την επωνυμία σήμα του, του οποίου είναι δικαιούχος, όταν χωρίς δικαίωμα χρησιμοποιείται από το δράστη. Επί προσβολής κοινοτικού σήματος για τη διαπίστωση του κινδύνου σύγχυσης δεν απαιτείται σχετική πρόθεση από τον πμοσβολέα, ούτε απαιτείται η σύγχυση πραγματικά να επέλθει ή να μπορεί να προκληθεί σε όλους ή στην πλειονότητα των καταναλωτών. Ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται με βάση τη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, στο πλαίσιο δε αυτό λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, θα πρέπει όμως να συνεκτιμάται ότι σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των σημάτων και συνήθως είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του.
[...] Από την 10194Ε'/15-7-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... προκύπτει ότι με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας Κων/νου Καλόνομου, η οποία επισπεύδει την κρινόμενη 1253/14-12-2010 αίτηση για αναίρεση της 1088/1-3-2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω αιτήσεως, με τις συνημμένες πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσης (6-2-2011), νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την εδρεύουσα στις Η.Π.Α. αναιρεσίβλητη. Παράλληλα προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση η από 12-8-2011 βεβαίωση της αρμόδιας κατά το άρθρο 6 της 15-11-1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης, που κυρώθηκε με το ν. 1334/1983, Κεντρικής Αρχής των ΗΠΑ, από την οποία και τα λοιπά στην διάθεση του Δικαστηρίου έγγραφα διαπιστώνεται ότι πράγματι νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 9-8-2011, κατά τους οριζόμενους από τη νομοθεσία των ΗΠΑ τύπους (άρθρο 5α της Συμβάσεως), στην έδρα της στο Delaware των ΗΠΑ (740 W NEW CIRCLE Road LEXINGTION-KENTUKY 40550), ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως με τις συνημμένες πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την εν λόγω δικάσιμο (6-2-2012). Κατά την εν λόγω δικάσιμο (6-2-2012) όμως, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε δήλωσε σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, επιτρεπτώς το Δικαστήριο παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με την κρινόμενη 1258/14-12-2010 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 1088/1-3-2010 απόφασης Εφετείου Αθηνών, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 Παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 223503/13038/21-12-2006 αγωγή η δι' αυτής ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εδίωκε, κατά το ενδιαφέρον στην παρούσα αναιρετική διαδικασία αντικείμενο αυτής (α) να απαγορευθεί στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να εισάγει, κατέχει, διαφημίσει και διαθέτει προς πώληση τα αναφερόμενα στο ιστορικό της προϊόντα, που φέρουν κατά παραποίηση ή απομίμηση το σήμα "Lexmark" και (β) να παραλείπει στο μέλλον τις εν λόγω ενέργειές, με την απειλή κατ' αυτής χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση των αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεων της εκδοθησομένης αποφάσεως και (γ) την κατάσχεση και καταστροφή των αναφερομένων παραποιημένων προϊόντων με το σήμα "Lexmark", τα οποία βρίσκονται εις χείρας της εναγομένης ή τρίτων, που συνδέονται μετ' αυτής, αξιώσεις της, όπως και εκείνη, (δ) της χρηματικής ικανοποιήσεώς της λόγω ηθικής βλάβης, που απορρέουν από την παράνομη και υπαίτια προσβολή από την εναγομένη του δικαιώματός της επί του Κοινοτικού Σήματος "Lexmark". Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά παραδοχή της κατά τούτο, η 3630/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την 355/15-1-2009 έφεση της εναγομένης, η 1088/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ' αυτής κατ' ουσίαν κρίση, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της, που ενδιαφέρουν τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως. Ειδικότερα, διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της, " Η εφεσίβλητη, εδρεύουσα στο Delaware των Η.Π.Α. εταιρία, έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, πώληση και διανομή εκτυπωτών ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως και την παραγωγή και εμπορία αναλώσιμων υλικών για εκτυπωτές, μεταξύ των οποίων και μελανοδοχείων. Τα άνω προϊόντα της τελευταίας, που είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στο τομέα της παγκοσμίως, κυκλοφορούν ευρύτατα και στην ελληνική αγορά και λόγω της υψηλής τους ποιότητας, έχουν γίνει γνωστά σ' αυτή και έχουν καθιερωθεί στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Η εφεσίβλητη εξάλλου εμπορεύεται τα άνω προϊόντα της με το λεκτικό κοινοτικό σήμα "Lexmark", του οποίου είναι δικαιούχος από 10-10-2001, οπότε αυτό καταχωρήθηκε με αριθμό 001526334 στο Γραφείο Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά Σήματα και Σχέδια και το οποίο ισχύει μέχρι 21-2-2010. Κατά τα μέσα του έτους 2005 αποδείχθηκε ότι κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά παραποιημένα προϊόντα, τα οποία αποτελούν απομιμητικά αντίγραφα αυτών, που εμπορεύεται η εφεσίβλητη και συγκεκριμένα μελανοδοχεία μαύρων και έγχρωμων μελανιών, τα οποία έφεραν επ' αυτών, κατά παραποίηση επίσης, το κατοχυρωμένο κοινοτικό σήμα της τελευταίας "Lexmark". Ειδικότερα, ο ερευνητής αγοράς και συνεργάτης της εφεσίβλητης, που εξετάστηκε και ως μαρτυράς της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, Π. Λ., στις 26 και 27 Μαΐου 2005, αγόρασε από την εδρεύουσα στο Αιγάλεω Αττικής (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) εταιρία, με την επωνυμία "Λ. Χ.-Τ. Α. Ο.Ε.", πέντε τεμάχια μελανοδοχείων μαύρων μελανιών, της σειράς 12ΑΙ970, που έφεραν το σήμα "Lexmark" και πέντε τεμάχια μελανοδοχείου έγχρωμων μελανιών, της σειράς 12Α 1980, με επίσης το σήμα "Lexmark" επ' αυτών. Από τα άνω προϊόντα τα τέσσερα μελανοδοχεία μαύρων μελανιών της άνω σειράς, δεν προέρχονταν από την εφεσίβλητη, αλλά αποτελούσαν απομιμητικά αντίγραφα των γνήσιων που εμπορεύεται η τελευταία. Επιπλέον, ο ίδιος συνεργάτης (και μάρτυρας της εφεσίβλητης), στις 18-6-2005 αγόρασε από την εδρεύουσα στην Αλεξανδρούπολη (επίσης μη διάδικο στην παρούσα δίκη) εταιρία με την επωνυμία "Νέες Τεχνολογίες ΕΠΕ", δύο τεμάχια μελανοδοχείων μαύρων μελανιών της σειράς 12Α1970 με το σήμα της "Lexmark" και δύο τεμάχια μελανοδοχείων έγχρωμων μελανιών της σειράς 12Α1980, με το ίδιο σήμα. Από τα άνω μελανοδοχεία, το ένα μαύρου μελανιού της σειράς "Lexmark" 12Α1970 ήταν απομιμητικό αντίγραφο του γνήσιου που εμπορεύεται και έχει κατοχυρώσει με το πιο πάνω κοινοτικό σήμα η εφεσίβλητη. Εξάλλου, από τα ίδια, ως άνω. αποδεικτικά στοιχεία, πλήρως αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, που έχει ως σκοπό της εισαγωγή, εμπορία και διανομή αναλώσιμων προϊόντων ηλεκτρονικών υπολογιστών, προϊόντων χάρτου και εξοπλισμού γραφείου, με σημαντική θέση στην ελληνική αγορά, εξειδικευμένο προσωπικό και οργανωμένο δίκτυο διανομής και πώλησης, ήταν αυτή που προμήθευσε στις προαναφερόμενες δύο εταιρίες τα απομιμητικά αντίγραφα των γνήσιων μελανοδοχείων της εφεσίβλητης με το κοινοτικό της σήμα κι αυτό παραποιημένο, με την έννοια ότι η ετικέτα με τη λέξη "Lexmark" ήταν διαφορετική σε σύγκριση με αυτή του αυθεντικού προϊόντος. Επίσης, τα παραποιημένα ως άνω μελανοδοχεία που η εκκαλούσα διακινούσε στην ελληνική αγορά, διέφεραν σε σχέση με τα γνήσια και όσον αφορά στην κατώτερης ποιότητας εκτύπωση τους, στην απόχρωση των κουτιών τους. στο μέγεθος των αναγραφόμενων λέξεων σ' αυτά, στο χρώμα της ετικέτας τους και στην ταινία ασφαλείας. Εξάλλου, μετά από αποστολή εκ μέρους της εφεσίβλητης στις πιο πάνω εταιρίες ("Λ. Χ.-Τ. Α. Ο.Ε." και "Νέες Τεχνολογίες Ε.Π.Ε.") εξώδικης δήλωσης όχλησης και διαμαρτυρίας, οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτών, Α. Τ. και Γ. Ε., αντίστοιχα, αφενός μεν, δήλωσαν, ότι η εκκαλούσα τους είχε προμηθεύσει τα παραποιημένα προϊόντα αφετέρου δε στις 3 και 4-11-2005, παρέδωσαν οικειοθελώς, στην εκπρόσωπο της εφεσίβλητης, δικηγόρο, Αικ. Τζαμαλούκα, η μεν πρώτη των άνω εταιριών τα 24198/27-5-2005 και 25795/10-6-2005 τιμολόγια-δελτία αποστολής της εκκαλούσας, με το πρώτο εκ των οποίων η τελευταία της πώλησε τα προαναφερόμενα τέσσερα παραποιημένα μελανοδοχεία, η δε δεύτερη εταιρία τα 37351/286-05, 467/18-4-05, 36816/17-6-05, 36302/21-6-05, 36499/14-06-05 και 35773/2-6-05 τιμολόγια-δελτία αποστολής της εκκαλούσας, με το δεύτερο εκ των οποίων, η τελευταία της πώλησε το επίσης προαναφερόμενο παραποιημένο μελανοδοχείο. Κατά την έρευνα δε που διεξήχθη στο κατάστημα της εταιρίας "Λ. Χ.-Τ. Α. ΟΕ" στο Αιγάλεω Αττικής στις 4-11-2005 παραδόθηκε στον εκπρόσωπο της εφεσίβλητης και άλλο ένα παραποιημένο αντίτυπο μελανοδοχείου με μαύρο μελάνι της σειράς 12Α 1970, το οποίο της το είχε πωλήσει επίσης η εκκαλούσα, που αποδείχθηκε ότι ήταν η αποκλειστική προμηθεύτρια των άνω δύο εταιριών σε αναλώσιμα είδη ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας και τα οποία λήφθηκαν όλα υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μεταξύ των οποίων: 1) η σαφής και κατηγορηματική ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εφεσίβλητης Π. Λ., 2) τα προαναφερόμενα τιμολόγια-δελτία αποστολής της εκκαλούσας. 3) τα από 3 και 4-11-2005 έγγραφα υπογεγραμμένα από τους νομίμους εκπροσώπους των εταιριών "Νέες Τεχνολογίες ΕΠΕ" και "Λ. Χ. - Τ. Α. ΟΕ" αντίστοιχα και την δικηγόρο Αικατερίνη Τζαμαλούκα. ως εκπρόσωπο της εφεσίβλητης, 4) ένα μελανοδοχείο της σειράς 12Α 1970 "Lexmark" για μαύρο μελάνι σε συνδυασμό με ένα μελάνι "Lexmark" και 5) η 9179/08 ένορκη βεβαίωση του G. G.. Αντίθετο συμπέρασμα εξάλλου δε μπορεί να εξαχθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα. Συγκεκριμένα: Α) ο μάρτυρας της Μ. Ν., ο οποίος εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πωλητής της από το 1993, με την ασαφή, γενική και αόριστη κατάθεση του, ουδόλως ανταπέδειξε τα άνω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά (μεταξύ άλλων ανέφερε πως δεν γνώριζε τους προμηθευτές της εργοδότριας του, ούτε μπορούσε να αντιληφθεί ποιο προϊόν είναι πλαστό). Β) το 38622/17-2-2006 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής της εταιρίας Ιάσων Πληροφορική ΑΕ. από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία πώλησε στην εταιρία "Νέες Τεχνολογίες ΕΠΕ" μελάνια "Lexmark", είναι πολύ μεταγενέστερο της επίδικης περιόδου (μέσα μέχρι τέλους του έτους 2005) και δεν αναιρεί ότι κατ' αυτήν μόνο η εκκαλούσα προμήθευσε με τέτοια είδη την πιο πάνω εταιρία και Γ) τα τιμολόγια - δελτία αποστολής από τα οποία προκύπτει ότι η εκκαλούσα. κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2005 είχε αγοράσει προϊόντα Lexmark σειράς 12Α 1970 από τις εταιρίες "Infolex ΑΕ", UFD, ACI και China Info Technologies Limited δε σημαίνει ότι οι άνω εταιρίες ήταν οι μόνες που της προμήθευαν τα προϊόντα που εμπορεύεται, ούτε βεβαίως αναιρούν την εκ μέρους της πώληση απομιμητικών αντιγράφων της εφεσίβλητης, όπως επίσης δεν την αναιρεί το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει (και δεν αρνείται η εφεσίβλητη), σε αιφνιδιαστικό έλεγχο που διενεργήθηκε στις 7-2-2006 στην αποθήκη της (στον Άγιο Δημήτριο Αττικής), δεν βρέθηκαν σε αυτή απομιμητικά προϊόντα της εφεσίβλητης. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι μετά τον έλεγχο αυτό αποδόθηκαν στο νόμιμο εκπρόσωπο της, 1Δ. Τ., μετά από μήνυση της "Canon Kabushiki Kaisha", οι παράνομες πράξεις της χρήσης πλαστών εγγράφων, κατ' εξακολούθηση, ήτοι των πλαστών σημάτων της εταιρίας αυτής σε 1578 τεμάχια μελανιών εκτυπωτών, της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2239/1994 και του άρθρου 14 του ν. 146/1914 (βλ. από 3-3-2006 κατηγορητήριο, με το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας παραπέμπεται για να δικαστεί στο Ε' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, για τις πράξεις αυτές). Εξάλλου, το ότι πράγματι δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στο κατάστημα της εταιρίας "Νέες Τεχνολογίες ΕΠΕ" στις 3-11-2005 βρέθηκε άλλο παραποιημένο μελανοδοχείο, δεν αναιρεί την πώληση από την εκκαλούσα των λοιπών απομιμητικών αντιγράφων των μελανοδοχείων της εφεσίβλητης, κατά τα ήδη προεκτεθέντα. Περαιτέρω, η πώληση από την εκκαλούσα των άνω απομιμητικών προϊόντων του αυτού είδους με αυτά της εφεσίβλητης, μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στον μέσο καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων με τη συνήθη πληροφόρηση, ο οποίος είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Κι αυτό γιατί, λόγω της οπτικής και ηχητικής ομοιότητας τους, η συνολική εντύπωση που αυτός απεκόμιζε, λαμβανομένου υπόψη, ότι κυρίαρχο στοιχείο της είναι το άνω λεκτικό σήμα που είχε ήδη καταστεί ευρέως γνωστό στην ελληνική αγορά, ήταν ικανή να τον παραπλανήσει, ώστε να θεωρήσει ότι προέρχονταν από την εφεσίβλητη ή ότι υπήρχε οικονομικός ή άλλος δεσμός μεταξύ των διαδίκων.
Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, που λήφθηκαν όλα υπόψη (έστω και αν δεν μνημονεύονται ειδικώς) και συνεκτιμήθηκαν, πλήρως αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, εν γνώσει της διέθετε στην Ελληνική αγορά τα άνω απομιμητικά αντίγραφα των προϊόντων της εφεσίβλητης, λαμβανομένου υπόψη και ότι δραστηριοποιείται από ετών στην ελληνική αγορά με την εισαγωγή και εμπορία όμοιων προϊόντων με αυτά της εφεσίβλητης και ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι γνώριζε ότι τα προπεριγραφόμενα προϊόντα που διακινούσε δεν ήσαν τα γνήσια της τελευταίας. Να σημειωθεί πως μετά από μήνυση της εφεσίβλητης, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εκκαλούσας. έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατ' αυτών για χρήση πλαστών εγγράφων, παράβαση των άρθρων 28, 29 ν. 2239/1994 και 14,15, 21 του ν. 146/1914, η υπόθεση δε πρόκειται να εκδικασθεί ενώπιον του Ε' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 17-6-2010, όπως αναφέρει η εκκαλούσα και δεν αρνείται η εφεσίβλητη. Περαιτέρω, λόγω της άνω παράνομης, αντίθετης στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και υπαίτιας προσβολής της εκκαλούσας στο δικαίωμα της εφεσίβλητης επί του σήματος της, έπληξε τη φήμη και την αξιοπιστία της στην αγορά, κλονίζοντας τις θετικές παραστάσεις των καταναλωτών για τα προϊόντα της, και συνακόλουθα της προξένησε ηθική βλάβη. Λαμβανομένων δε υπόψη του είδους της προσβολής της. της έκτασης αυτής, των συνθηκών της τέλεσης της άνω παράνομης και υπαίτιας πράξης, της οικονομικής κατάστασης των μερών και των εν γένει περιστάσεων, πρέπει να ορισθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση αυτής, το ποσό των 18.000". Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ' αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι' αυτής λόγοι αναιρέσεως, Ειδικότερα: Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των διαδικαστικών εγγραφών, παρά το νομό δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελούν όμως "πράγματα" και επομένως δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν δεν ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα η συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις ή περιστατικά που προκύπτουν από αυτές. Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό ή αν πρόκειται για ισχυρισμό μη νόμιμο και με την έννοια αυτή δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου και το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου προβάλλεται η αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, με την έννοια αντίστοιχα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (i) δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας (α) ότι δεν υπήρξε μοναδικός προμηθευτής των εταιριών, στις οποίες βρέθηκαν απομιμητικά προϊόντα του γνήσιου που εμπορεύεται και έχει κατοχυρώσει η αναιρεσίβλητη με το κοινοτικό σήμα "Lexmark", ισχυρισμό με τον οποίο συνδέεται η αξιολόγηση παραλείψεως αναφοράς στις αιτιολογίες της του πλαστού προϊόντος 18C 0033Ε, το οποίο κατά τις παραδοχές της πρωτοβάθμιας αποφάσεως βρέθηκε στο κατάστημα της εταιρείας "ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΕΠΕ" στις 3-11-2005, και παράλληλα της μνείας επιπρόσθετου πλαστού προϊόντος 18C 0033Ε, το οποίο εντοπίσθηκε στην εταιρεία "Λ. Χ.-Τ. Α. Ο.Ε." και (β) ότι ήταν αδύνατη η διάγνωση της απομιμήσεως των προϊόντων, τα οποία είχε προμηθευθεί από αναγνωρισμένους προμηθευτές σε παραπλήσιες τιμές με εκείνες των γνησίων, λόγω του δυσδιάκριτου χαρακτήρα της πλαστότητας, του όγκου και της ταχύτητας των συναλλαγών, με ελαφρώς παραλλάσσοντα και εντεύθεν μη δυνάμενα εκ των πραγμάτων να γίνουν αντιληπτά εξωτερικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία για τη διάγνωση της πλαστότητας το άνοιγμα και η καταστροφή της συσκευασίας, και (ii) έλαβε υπόψη (α) τους αγωγικούς ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι δεν επαναφέρθηκαν νομίμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τους ορισμούς και τις επιταγές του άρθρου 240 ΚΠολΔ και (β) με την αξιολόγηση της συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας ως αντίθετης στα χρηστά ήθη από την προσβαλλόμενη απόφαση, αγωγική βάση από το άρθρο 919 ΑΚ, την οποία δεν αποδέχθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση, χωρίς παράλληλα να ασκηθεί κατ' αυτής έφεση από την αναιρεσίβλητη. Προφανές είναι ότι οι με στοιχ. (i) ισχυρισμό της αναιρεσείουσας δεν αποτελούν "πράγμα" κατά την προδιαληφθείσα έννοια του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αλλά πραγματικά αυτής επιχειρήματα προς επιβεβαίωση από ουσιαστική άποψη της προβληθείσης από εκείνη αιτιολογημένης αρνήσεως της αγωγής, ισχυρισμοί οι οποίοι σε κάθε περίπτωση λήφθηκαν υπόψη και αρνητικά αξιολογήθηκαν κατ' ουσίαν, με την παραδοχή των θεμελιωτικών της αγωγής πραγματικών περιστατικών, χωρίς περαιτέρω η αναιρεσίβλητη, ως εφεσίβλητη, να υποχρεούται να επαναδιατυπώσει κατά το άρθρο 240 ΚΠoλΔ τους αγωγικούς της ισχυρισμούς. Τέλος η αξιολόγηση από την προσβαλλόμενη απόφαση της ιστορούμενης στις αιτιολογίες της συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας ως "παράνομης, αντίθετης στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, και υπαίτιας", δεν στοιχειοθετεί αυτοτελή αγωγική βάση από το άρθρο 919 ΑΚ, αλλά χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό στοιχείο του παρανόμου και με την έννοια αυτή δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, πολύ δε περισσότερο ο παράλληλα επικουρικώς προβαλλόμενος από το άρθρο 559 αρ. 9 ΚΠΔ λόγος, που αναφέρεται στο αίτημα της αγωγής σε αντιδιαστολή προς τις θεμελιωτικές αυτής βάσεις, που αποτελούν πράγμα, με άμεση δικονομική συνέπεια οι εν λόγω αναιρετικές αιτιάσεις αρνητικά να αξιολογούνται στο σύνολό τους, ως αβάσιμες. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδ. β'ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στιχ. Β', 346, 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν θεωρούνται και εκείνες, των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση να είναι είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Με το δεύτερο σκέλος του έκτου κατά σειρά λόγου προβάλλεται η αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 11 β ΚΠολΔ, με την έννοια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η αναιρεσίβλητη, χωρίς να γίνει νόμιμη επίκληση, αυτών από την τελευταία κατά τους ορισμούς και τις επιταγές του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, διατυπούμενος κατά τρόπο εντελώς γενικό, αξιολογείται προεχόντως ως αόριστος και άρα απαράδεκτος, εκτός από την αναφορά του στην ενώπιον του Γενικού Πρoξενείου της Ελλάδος 9179/30-4-2008 ένορκη βεβαίωση του G. D. J. G., την οποία πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, ειδικώς επικαλείται η αναιρεσίβλητη με τις ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αυτοτελείς προτάσεις της, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση του δικογράφου αυτού, με παράλληλη επίκληση της 10538δ'/21-4-2008 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., προς βεβαίωση δι' αυτής της νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της αναιρεσείουσας, με άμεση δικονομική συνέπεια η προβαλλόμενη αναιρετική αιτίαση να ελέγχεται κατά τούτο ως αβάσιμη, χωρίς η κρίση αυτή να διαφοροποιείται από το γεγονός ότι στη συνέχεια αυτών ενσωματώνεται σε φωτοτυπία οι ενώπιον του πρωτοβαθμίου προτάσεις της αναιρεσίβλητης. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 559 αριθ. 20 και 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος με την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος, όταν δηλαδή, σε αποδεικτικό έγγραφο, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δ. αποδίδει με την λανθασμένη διάγνωσή του περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που πράγματι, έχει, στη δε συνέχεια καταλήγει, στηριζόμενο αποκλειστικά ή κυρίως σ' αυτό σε περίπτωση συνεκτίμησής του με άλλα αποδεικτικά μέσα, σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα σχετικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν έχει απλώς συνεκτιμήσει το έγγραφο μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει κατά το σχηματισμό του πορίσματός του ως προς την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.
Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου κατά σειρά λόγου προβάλλεται η αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, με την έννοια ότι με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι εκπρόσωποι των εταιρειών "Λ. Χ.-Τ. Α. Ο.Ε." και "ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΕΠΕ" Α. Τ. και Γ. Ε. δήλωσαν στην αναιρεσίβλητη ότι τα παραποιημένα προϊόντα προμηθεύτηκαν αποκλειστικά από την μοναδική αυτών προμηθεύτρια αναιρεσείουσα παραμόρφωσε το περιεχόμενο των από 3 και 4-11-2005 αντίστοιχων εξωδίκων αυτών δηλώσεων και παράλληλα των 36.816/17-6-2005 και 24198/27-5-2005 σχετικών τιμολογίων. Από τις αιτιολογίες όμως της προσβαλλόμενης αποφάσεως αβίαστα προκύπτει ότι στην περί πραγμάτων κρίση της αυτή δεν κατέληξε στηριζομένη αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα επίμαχα έγγραφα, αλλά μετά από συνεκτίμησή του με άλλα, της αυτής αποδεικτικής ισχύος και αξιολογήσεως, αποδεικτικά μέσα, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη αναιρετική αιτίαση να ελέγχεται ως αβάσιμη. IV. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται για (ευθεία) παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από εκείνο, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, η εφαρμόσει αυτόν, ενώ δε έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κλοπή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες, Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ' όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για την θεμελίωση υποχρεώσεων προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά, παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο ζημειωθείς παθών, εκτός από την αποζημίωση, δικαιούται και χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία, την οποία βάσιμα αξιώνει και το νομικό πρόσωπο όταν δι' αυτής πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του αναφορικά με τα προϊόντα που παράγει και με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται η προσωπικότητά του και το ταυτόσημο με την επωνυμία σήμα του, του οποίου είναι δικαιούχος, όταν χωρίς δικαίωμα χρησιμοποιείται από το δράστη (ΑΚ 57, 58, 59). Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 9, 14, 91, 92, 97 και 98 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/1994 του Συμβουλίου της 20.12.1993 "Για το κοινοτικό σήμα" που έχει άμεση εφαρμογή αποτελώντας μέρος του εφαρμοστέου ημεδαπού εσωτερικού δικαίου (άρθρο 249 §§1, 2 ΣυνθΕΚ) προκύπτουν τα ακόλουθα :Το κοινοτικό σήμα είναι το πρώτο καθαρώς κοινοτικού δικαίου δικαίωμα. Απονέμεται από την κοινοτική έννομη τάξη στα πλαίσια της αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων για τη σύσταση κοινοτικών δικαιωμάτων, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 235 επ. Συνθήκης ΕΟΚ. Είναι απόλυτο δικαίωμα με υπερεθνικό χαρακτήρα και ισχύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η θεμελιώδης αρχή του ενιαίου του κοινοτικού σήματος που αποτυπώνεται στο άρθρο 1 § 2 του Κανονισμού, συνεπάγεται ότι το δικαίωμα στο κοινοτικό σήμα γεννάται με μία μόνη διαδικασία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και απολαμβάνει σε όλα τα κράτη μέλη ενιαία και άμεση προστασία. Για τη διασφάλιση της αρχής του ενιαίου, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και όχι των εθνικών δικαίων των κρατών μελών (αρχή της αυτονομίας), εκτός εάν ρητώς οι διατάξεις του Κανονισμού παραπέμπουν σε ρυθμίσεις των εθνικών νομοθεσιών (άρθρο 14 § 2 του Κανονισμού) συνυπάρχει δε παράλληλα με τα εθνικά δικαιώματα στο σήμα, τα οποία διατηρούν καθ' όλα την ισχύ τους και υπόκεινται στους εθνικούς κανόνες δικαίου (αρχή της συνύπαρξης).
Βασικά χαρακτηριστικά του κοινοτικού δικαιώματος στο σήμα είναι ότι αυτό γεννάται από και με την καταχώριση του (τυπικό σύστημα κτήσης), ενώ η χρήση του σήματος έχει σημασία μόνο για τη διακριτική δύναμη αυτού και τη διατήρηση του δικαιώματος. Δικαιούχος αυτού μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, υπήκοος ή μη, κάτοικος ή μη κράτους μέλους της κοινής Αγοράς, ενώ αρμόδια διοικητική αρχή για την κατάθεση, έλεγχο και γενικά διατήρηση και εποπτεία αυτού είναι τα κοινοτικά όργανα, δηλαδή το Γραφείο Εναρμόνισης στην Ενιαία Αγορά, που εδρεύει στο Alicante της Ισπανίας. Κοινοτικό σήμα, εξάλλου, μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχεδιαγράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Ο δικαιούχος, περαιτέρω, κοινοτικού σήματος έχει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του, καθώς και δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, προκειμένου να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεση του, μεταξύ άλλων, κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί, όπως και κάθε σημείο, για το οποίο, λόγω του ταυτόσημου ή της ομοιότητας του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος. Εξάλλου, η βασική λειτουργία του σήματος συνίσταται στο να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη, την ταυτότητα καταγωγής του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντας του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο σύγχυσης, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση και προκειμένου να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία του ως ουσιώδες στοιχείο συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού, που η Συνθήκη επιδιώκει να καθιερώσει, πρέπει να παρέχει την εγγύηση ότι όλα τα φέροντα αυτό προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν κατασκευαστεί υπό τον έλεγχο μιας και μόνο επιχείρησης, που φέρει την ευθύνη για την ποιότητα τους. Τα κριτήρια περαιτέρω, του κινδύνου σύγχυσης είναι συνάρτηση τριών παραγόντων. Καταρχήν είναι η ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων. Για τη διαπίστωση του βαθμού ομοιότητας τους, εκτιμάται η συνολική εντύπωση των δύο σημείων, έτσι ώστε επουσιώδεις διαφοροποιήσεις να μην κρίνονται επαρκείς για την αποτροπή του κινδύνου σύγχυσης. Η εντύπωση που προκαλεί ένα διακριτικό γνώρισμα και που πρέπει να εξετάζεται για τη διαπίστωση της ομοιότητας, μπορεί να είναι οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής φύσης ενώ ως μέτρο για την εκτίμηση της εντύπωσης των δύο σημάτων πρέπει να λαμβάνεται ο μέσων γνώσεων, μέσης ευφυΐας, εμπειρίας και παρατηρητικότητας καταναλωτής. Για τη διαπίστωση του κινδύνου σύγχυσης δεν απαιτείται σχετική πρόθεση από την πλευρά του προσβολέα, ούτε απαιτείται η σύγχυση πραγματικά να επέλθει ή να μπορεί να προκληθεί σε όλους ή στην πλειονότητα των καταναλωτών. Δεύτερος παράγων είναι η ομοιότητα μεταξύ των φερόντων τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών και τρίτος είναι το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά. Έτσι, ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται με βάση τη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης της ομοιότητας των οικείων σημάτων, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει όμως να συνεκτιμάται το στοιχείο ότι σπανίως ο μέσος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και συνήθως είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Εξάλλου το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, που καθιερώθηκε και στην Ελλάδα με το νόμο 2943/ 2001 (άρθρα 6 έως 11), εφαρμόζει, όσον αφορά στις κυρώσεις, το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή απειλείται να διαπραχθεί η προσβολή. Μία από αυτές είναι και η επιδίκαση στον δικαιούχο χρηματικής αποζημίωσης, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή, με τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το κανονιστικό περιεχόμενο των βασικών διατάξεων του κανονισμού 40/1994 είναι κατ' ουσίαν το ίδιο με αυτό των αντίστοιχων διατάξεων της Οδηγίας 89/104 για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και κατ' επέκταση ταυτίζεται με το περιεχόμενο των διατάξεων του νόμου 2239/1994. Στις σημειούμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως με πληρότητα και σαφήνεια διαλαμβάνεται, ιδία (α) ότι η αναιρεσείουσα στο Delaware των ΗΠΑ αναιρεσίβλητη εταιρεία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, πώληση και διανομή εκτυπωτών ηλεκτρονικών υπολογιστών, ως και την παραγωγή και εμπορία αναλώσιμων υλικών για εκτυπωτές, μεταξύ των οποίων και μελανοδοχείων, (β) ότι τα εν λόγω προϊόντα της αναιρεσίβλητης, η οποία είναι από τις μεγαλύτερες στο τομέα της παγκοσμίως, κυκλοφορούν ευρύτατα στην ελληνική αγορά και, λόγω της υψηλής τους, ποιότητας, έχουν γίνει γνωστά σ' αυτή και έχουν καθιερωθεί στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό, (γ) ότι η αναιρεσίβλητη εμπορεύεται τα προϊόντα της με το λεκτικό κοινοτικό σήμα "Lexmark", του οποίου είναι δικαιούχος από 10-10-2001, οπότε αυτό καταχωρήθηκε με αριθμό 001526334 στο Γραφείο Εναρμόνισης στην Ενιαία αγορά, και ισχύει μέχρι 21-2-2010, (δ) ότι η αναιρεσείουσα ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει ως σκοπό την εισαγωγή, εμπορία και διανομή αναλωσίμων προϊόντων ηλεκτρονικών υπολογιστών, προϊόντων χάρτου και εξοπλισμού γραφείου, με σημαντική θέση στην ελληνική αγορά, εξειδικευμένο προσωπικό και οργανωμένο δίκτυο διανομής και πωλήσεως, προμήθευσε στην εδρεύουσα στο Αιγάλεω Αττικής εταιρεία με την επωνυμία "Λ. Χ.-Τ. Α. Ο.Ε." και στην εδρεύουσα στην Αλεξανδρούπολη εταιρεία με την επωνυμία "ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ" τα αναφερόμενα στις αιτιολογίες της μελανοδοχεία, τα οποία ήταν απομιμητικά αντίγραφα των γνησίων μελανοδοχείων της αναιρεσίβλητης, φέροντα παραποιημένο το κοινοτικό αυτής σήμα, με διαφοροποιημένη την ετικέτα με τη λέξη "Lexmark", τα οποία εν γνώσει της διέθετε η αναιρεσείουσα στην ελληνική αγορά, διέφεραν σε σχέση με τα γνήσια αναφορικά και με την κατώτερη ποιότητα εκτυπώσεώς τους, την απόχρωση της συσκευασίας τους, το μέγεθος των αναγραφομένων επ' αυτής λέξεων, το χρώμα της ετικέτας τους και την ταινία ασφαλείας, (στ) ότι παρά ταύτα η οπτική και ηχητική ομοιότητά τους και η συνολική εντύπωση, με κυρίαρχο στοιχείο το λεκτικό σήμα, που είχε ήδη καταστεί ευρέως γνωστό στην ελληνική αγορά, ήταν ικανές να προκαλέσουν σύγχυση στο μέσο καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων με τη συνήθη πληροφόρηση και να τον παραπλανήσουν, ώστε να θεωρήσει ότι προήρχοντο από την αναιρεσίβλητη ή ότι υπήρχε οικονομικός ή άλλος δεσμός μεταξύ των διαδίκων και (ζ) ότι η αναιρεσείουσα διέθετε στην ελληνική αγορά τα εν λόγω παραποιημένα προϊόντα τελούσα σε γνώση ότι δεν ήταν γνήσια και με την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη της προσέβαλε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης επί του σήματός της και παράλληλα έπληξε τη φήμη και την αξιοπιστία της στην ελληνική αγορά, κλονίζοντας τις θετικές παραστάσεις των καταναλωτών για τα προϊόντα της, δικαιούμενη αποκατάστασή της από την αιτία αυτή ηθικής βλάβης της. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δικαιολογούσαν την κατ' ορθή εφαρμογή των αμέσως παραπάνω και με στοιχ. IV της παρούσης διατάξεων κανόνων ουσιαστικού δικαίου παραδοχή της κατά της αναιρεσείουσας απευθυνόμενης αγωγής της αναιρεσίβλητης, με άμεση δικονομική συνέπεια οι διατυπούμενες από το άρθρο 559 αρ. 1 (α' σκέλος 3ου λόγου, α' σκέλος 4ου και 7ου λόγου και 19 (α' και γ' σκέλος 1ου λόγου, β' σκέλος 2ου, 3ου, 4ου και 7ου λόγου) ΚΠολΔ αναιρετικές αιτιάσεις, με την έννοια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, να ελέγχονται ως αβάσιμες. Όμοια αρνητικά αξιολογούνται, προεχόντως ως απαράδεκτες, οι αυτές αναιρετικές αιτιάσεις, προβαλλόμενες με τον απομένοντα προς έρευνα κατά τούτο έβδομο και τελευταίο κατά σειρά λόγο αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, με τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποιήσεως της αναιρεσίβλητης στο ποσό των 18.000,00 ευρώ, ευθέως και εκ πλαγίου παραβίασε την αόριστη νομική έννοια του "εύλογου" της χρηματικής ικανοποιήσεως, η οποία όμως καθορίζεται με βάση την παρεχόμενη από το άρθρο 932 ΑΚ γνήσια διακριτική ευχέρεια και αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 6/2009). Με τους αρνητικά αξιολογούμενους στο σύνολό τους λόγους αναιρέσεως ανεπιτρέπτως πλήττεται παράλληλα η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την 1253/14-12-2010 αίτηση για αναίρεση της 1088/1-3-2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
πηγή: dsanet.gr - Ισοκράτης
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα