Σωματείο - Δικαστικός διορισμός προσωρινής διοίκησης (Μονομελές Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 1829/2012).
Περίληψη: Σωματείο - Δικαστικός διορισμός προσωρινής διοίκησης - Σύγκρουση συμφερόντων - Εκούσια δικαιοδοσία - Έφεση κατά απόφασης περί διορισμού προσωρινής διοίκησης - Αναστολή εκτελέσεως - Διορισμός εναπομεινάντων μελών διοίκησης. Οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας εκδηλώνουν τις έννομες συνέπειες τους από τη δημοσίευση τους, αφού, ούτε η προθεσμία ούτε η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν ex lege τα αποτελέσματα τους και γι’ αυτό άλλωστε, δεν κηρύσσονται προσωρινά εκτελεστές. Αναστολή των έννομων συνεπειών της απόφασης μπορεί να διαταχθεί και αυτεπάγγελτα από το αρμόδιο για την υπόθεση πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με σχετική διάταξη που περιλαμβάνεται στην οριστική του απόφαση, ή με αίτηση του διαδίκου μετά την άσκηση της έφεσης, είτε από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, είτε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή τον πρόεδρο του. Καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προκαλέσει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου, αν λείπουν τα πρόσωπα, που απαιτούνται για τη διοίκηση αυτού ή αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Έλλειψη διοίκησης υπάρχει, όταν λείπουν τα απαιτούμενα για τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα, είτε λόγω φυσικής αδυναμίας αυτών, όπως μακράς απουσίας, λήξης της θητείας τους, παραίτησης, είτε όταν υφίσταται πλασματική έλλειψη διοίκησης, όπως, όταν τα μέλη της διοίκησης, ρητά ή σιωπηρά, αρνούνται να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Δεν εμποδίζεται ο διορισμός και κάποιων από τα εναπομείναντα (τακτικά) μέλη της διοίκησης, εφόσον κριθούν κατάλληλα για την εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος εκπλήρωση των περιορισμένων σε επείγουσες πράξεις εξουσιών που αποτελούν το αντικείμενο της προσωρινής διοίκησης, καθώς και της κυριότερης που είναι η σύγκληση γενικής συνέλευσης για την ανάδειξη νέας αιρετής διοίκησης.
[...] I. Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 19-01-2012 (αρ. κατ. 488/20-01-2012) έφεση του σωματείου με την επωνυμία ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ .............. κατά της 145/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασίας Εκούσιας δικαιοδοσίας) και η από 19-01-2012 (αρ. Β.Α.Β. 37/2012) αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ως άνω οριστικής απόφασης λόγω ευδοκίμησης της προαναφερόμενης έφεσης.
ΙΙ. Η κρινόμενη από 19-01-2012 έφεση του σωματείου με την επωνυμία ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ............ που είχε ασκήσει κύρια παρέμβαση στην πρωτοβάθμια δίκη και ηττήθηκε, κατά της 145/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν σωματείο στις 17-01-2012 (βλ. την ....../17-01-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών Μ.Λ.) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20-01-2012 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1 β, 518 παρ. 1, 741, 761 και 762 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 763 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας εκδηλώνουν τις έννομες συνέπειες τους από τη δημοσίευση τους, αφού, ούτε η προθεσμία ούτε η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν ex lege τα αποτελέσματα τους και γι αυτό άλλωστε, δεν κηρύσσονται και προσωρινά εκτελεστές. Αναστολή των έννομων συνεπειών της απόφασης μπορεί να διαταχθεί και αυτεπάγγελτα από το αρμόδιο για την υπόθεση πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με σχετική διάταξη που περιλαμβάνεται στην οριστική του απόφαση, ή με αίτηση του διαδίκου μετά την άσκηση της έφεσης, είτε από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, είτε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή τον πρόεδρο του σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 763 του ΚΠολΔ ως ισχύει πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 17 παρ. 11 του Ν. 4055/2012 που τροποποιηθέν εφαρμόζεται από 16-9-2012 σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 21 του ίδιου Νόμου (Πρ.ΕφΑΘ. 7210/1998, ΕλλΔνη 1999.442, Πρ.Εφ.Θεσ. 8408/1998, ΕλλΔνη 1999. 407). Σε άσκηση της αίτησης αναστολής νομιμοποιείται οποιοσδήποτε διάδικος της πρωτοβάθμιας δίκης έχει έννομο συμφέρον, εφόσον έλαβε μέρος σε αυτήν (άρθρο 763 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Προϋποθέσεις της αναστολής αποτελούν ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης από την άμεση εκδήλωση των εννόμων συνεπειών της απόφασης και η κρίση περί της βασιμότητας της ασκηθείσας έφεσης. Η αίτηση αναστολής, είτε εισάγεται αυτοτελώς είτε στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μολονότι έχει το χαρακτήρα ασφαλιστικού μέτρου (ΕφΑΘ 5102/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2296/1998, ΕλλΔνη 1998. 625, ΕφΑΘ 7210/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4184/1994 Δ 1995, 79). Με την κρινόμενη από 19-01-2012 αίτηση το αιτούν την αναστολή - ήδη εκκαλόν σωματείο, ως ηττηθείς διάδικος (κυρίως παρεμβαίνων) στην ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδίκαση της από 14-3-2012 αίτησης για διορισμό προσωρινής διοίκησής του, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της εκκαλούμενης (145/2012) οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκούσιας Δικαιοδοσίας) με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της έφεσης που άσκησε νομότυπα κατ’ αυτής. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω στη μείζονα πρόταση, η αίτηση αυτή, παρόλο που έχει χαρακτήρα ασφαλιστικού μέτρου, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ) εφόσον ζητείται η αναστολή εκτέλεσης απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας, παραδεκτά δε και νόμιμα ασκείται από το ηττηθέν - κυρίως παρεμβαίνον πρωτόδικα - Σωματείο (763 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη έφεση.
V. Οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι, ως τακτικά μέλη του εδρεύοντος στην Αθήνα συλλόγου με την επωνυμία «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ .............», με την από 14-3-2011 αίτηση τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να διοριστεί προσωρινή διοίκηση του ως άνω Συλλόγου, αποτελούμενη από τα προτεινόμενα σ' αυτήν πρόσωπα, για το λόγο ότι στερείται διοίκησης μετά την παραίτηση των αναφερόμενων μελών της ώστε τα εναπομείναντα να μη συμπληρώνουν τον προβλεπόμενο από το καταστατικό συνολικό αριθμό. Ενόψει της συζήτησης της ως άνω αίτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ασκήθηκαν: 1) προφορικά ενώπιον του ακροατηρίου πρόσθετη υπέρ των αιτούντων παρέμβαση από τα επικαλούμενα έννομο συμφέρον τακτικά μέλη του συλλόγου, ήτοι, τους: Π.Ν., Χ.Α., Γ.Ζ., Δ.Κ., Ε.Β., Β.Τ. και Γ.Κ., με την οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και 2) δύο κύριες παρεμβάσεις (κατ’ άρθρα 747, 748 και 751 ΚΠολΔ), ήτοι: 2α) η με αριθμ. εκθ. καταθ. 53194/2393/28-3-2011 κύρια παρέμβαση του ως άνω Συλλόγου καθώς και του μέλους του, Ι.Μ. και 2β) η με αριθ. εκθ. καταθ. 70742/3202/18-4-2011 κύρια παρέμβαση του επίσης μέλους του συλλόγου, Χ.Δ., με τις οποίες αιτούνταν την απόρριψη της αίτησης, άλλως, το διορισμό προσωρινών μελών της διοίκησης ισάριθμων με τα παραιτηθέντα (3 τακτικά και 5 αναπληρωματικά) μέλη, άλλως το διορισμό ως προσωρινής διοίκησης των προτεινόμενων απ’ αυτούς προσώπων στα οποία περιλαμβάνονται και τα 13 εναπομείναντα (μη παραιτηθέντα) αιρετά μέλη της διοίκησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την αίτηση με τις ως άνω παρεμβάσεις, απέρριψε ως μη νόμιμες αμφότερες τις ως άνω κύριες παρεμβάσεις, έκρινε νόμιμη την αίτηση καθώς και παραδεκτή και νόμιμη την πρόσθετη υπέρ των αιτούντων παρέμβαση και στη συνέχεια, μετά από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δέχτηκε αυτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους οι πρωτόδικα ασκήσαντες τη με αριθμό εκθ. καταθ. 53194/2393/28-3-2011 κύρια παρέμβαση, δηλαδή ο «Φιλολογικός Σύλλογος ..............» και ο Ι.Μ. και για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση τους και να απορριφθεί η αίτηση, άλλως, να διοριστεί προσωρινή διοίκηση αποτελούμενη από τα προτεινόμενα απ' αυτούς πρόσωπα. Σημειώνεται, ότι η έφεση παραδεκτά ασκείται από το επίμαχο σωματείο εκπροσωπούμενο από την εκλεγμένη διοίκησή του, και όχι από την προσωρινή που διορίστηκε με την πρωτόδικη απόφαση, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εφεσιβλήτων (βλ. Αθανάσιος Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, Τόμος Α' σελ. 399 και εκεί παραπομπές στη νομολογία). Ακολούθως οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 19-01-2012 (αρ. Β.Α.Β. 37/20-01-2012) αίτηση αναστολής εκτέλεσης της εκκαλουμένης μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της κρινόμενης έφεσής τους, παράλληλα δε αιτήθηκαν την, με προσωρινή διαταγή, αναστολή της (εκκαλουμένης) μέχρι τη συζήτηση της αίτησης τους. Επ’ αυτού του αιτήματος τους εκδόθηκε η από 24-01-2012 Προσωρινή Διαταγή του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία απαγορεύτηκε κάθε πράξη διοίκησης του ως άνω Συλλόγου εκπροσωπούμενου από την προσωρινή διοίκηση που διορίστηκε με την εκκαλουμένη, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναστολής κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 08-3-2012. Κατά την συζήτηση της έφεσης στην ίδια δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (08-3-2012), το επίμαχο σωματείο φερόμενο ως εκπροσωπούμενο από την κατά τα ανωτέρω διορισμένη «προσωρινή διοίκησή» του, άσκησε με τις προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της παρούσας συζήτησης, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσιβλήτων - αιτούντων, με την οποία ζητεί να απορριφθεί η έφεση. Η παρέμβαση αυτή, είτε εκτιμηθεί ότι ασκείται από το Σύλλογο εκπροσωπούμενο από την δικαστικά διορισμένη προσωρινή του διοίκηση, είτε από τα μέλη της τελευταίας που είναι συνάμα και τακτικά μέλη του Συλλόγου, είναι απορριπτέα. Τούτο διότι, στην μεν πρώτη περίπτωση, εκτός του ότι, όπως προαναφέρεται, ο Σύλλογος παραδεκτά και νόμιμα εκπροσωπείται, στην παρούσα κατ' έφεση δίκη, από την εκλεγμένη διοίκησή του, αφού, μετά την προηγηθείσα της άσκησης της παρέμβασης έκδοση της προαναφερόμενης προσωρινής διαταγής απαγορεύτηκε στη διορισθείσα (με την εκκαλουμένη) προσωρινή διοίκηση κάθε πράξη διοίκησης και συνακόλουθα δεν νομιμοποιείται εκπροσωπώντας το Σύλλογο να παρεμβαίνει στη δίκη, στη δε δεύτερη, διότι δεν αναφέρονται ατομικά τα (αορίστως αναφερόμενα ως αποτελούντα «προσωρινή διοίκηση») παρεμβαίνοντα πρόσωπα. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος του προσθέτως παρεμβαίνοντος, καθόσον η άσκηση της παρέμβασης δεν επιβάρυνε τους εκκαλούντες με επιπλέον δικαστικά έξοδα.
VI. Κατά το άρθρο 69 ΑΚ, καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προκαλέσει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου, αν λείπουν τα πρόσωπα, που απαιτούνται για τη διοίκηση αυτού ή αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης γίνεται κατά το άρθρο 786 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφερείας, της έδρας του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 18/2001 ΕλλΔνη 43, 75, ΑΠ 765/2005 ΕλλΔνη 46, 12, ΕφΑΘ 1491/2007 ΔΕΕ 2007, 800, ΕφΑΘ 1282/2007 ΕλλΔνη 2007, 894, ΕφΑΘ 6930/2002 ΕλλΔνη 45, 554, Γεωργιάδης - Σταθόπουλος, κατ’ άρθρο ερμηνεία ΑΚ, κάτω από το άρθρο 69, σελ. 134). Με την παραπάνω διάταξη, που έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα. Έλλειψη διοίκησης υπάρχει, όταν λείπουν τα απαιτούμενα για τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα, είτε λόγω φυσικής αδυναμίας αυτών, όπως μακράς απουσίας, λήξης της θητείας τους, παραίτησης, είτε όταν υφίσταται πλασματική έλλειψη διοίκησης, όπως, όταν τα μέλη της διοίκησης, ρητά ή σιωπηρά, αρνούνται να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους (ΑΠ 1506/2000 ΕλλΔνη 42, 1317, ΕφΑΘ 8373/2007, ΔΕΕ 2008, 588). Κατά την κρατούσα και υιοθετούμενη και από το παρόν Δικαστήριο ως ορθή άποψη: α) έλλειψη διοίκησης υπάρχει, και στην περίπτωση που λείπουν ορισμένα από τα μέλη της τακτικής διοίκησης και δεν υπάρχουν αναπληρωματικά που κατά το καταστατικό καλούνται να λάβουν τη θέση αυτών που λείπουν, παρόλο που τα εναπομείναντα μέλη αυτής θα μπορούσαν να προβούν σε έγκυρη λήψης απόφασης αφού θα ήταν εφικτή η προβλεπόμενη από το καταστατικό απαρτία. Και αυτό γιατί, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας από τα εναπομείναντα μέλη δεν συνιστά πλήρη συγκρότηση της διοίκησης, η οποία προϋποθέτει να υφίσταται ο προβλεπόμενος από το καταστατικό αριθμός μελών της, β) στην ως άνω περίπτωση η διοίκηση χρήζει «ολικής αντικατάστασης», υπό την έννοια ότι τα εναπομείναντα μέλη αυτής, αποβάλλουν την ιδιότητα του μέλους της διοίκησης. Επομένως από τη Γενική Συνέλευση των μελών του σωματείου, την οποία επιφορτίζεται να συγκαλέσει η προσωρινή διοίκηση για τη διενέργεια αρχαιρεσιών, εκλέγονται τόσα μέλη όσα προβλέπονται από το καταστατικό ότι ασκούν τη διοίκηση και όχι ισάριθμα των κωλυομένων (βλ. Αθαν. Κρητικό ο.π.π. σελ. 389, 390 - 391, Στυλ. Βλαστός Δίκαιο Σωματείων, Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, έκδοση 2007, παρ. 342 σελ. 378 - 379, 381 και εκεί παραπομπές στη νομολογία, ΕφΑΘ 4282/1998 ΕφΠειρ. 285/1997 Δνη 1997, 1664), γ) η διοριζόμενη από το δικαστήριο προσωρινή διοίκηση θα πρέπει να έχει πλήρη σύνθεση, δηλαδή να απαρτίζεται από αριθμό μελών ισάριθμο προς εκείνον τον οποίο προβλέπει το καταστατικό του σωματείου για την τακτική διοίκησή του και όχι μόνον τόσα όσα απαιτούνται για τη συμπλήρωση των κωλυομένων τακτικών μελών της διοίκησης, οπότε και θα υπήρχε «μικτή» προσωρινή διοίκηση, ήτοι αποτελούμενη τόσον από αιρετά όσο και από διορισμένα μέλη (Στυλ. Βλαστός ο.π.π., σελ 379, ΑΠ 1430/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δ) Τα διορισθέντα προς διοίκηση πρόσωπα έχουν, από τη δημοσίευση της απόφασης, την εξουσία να ασκούν τις οικείες πράξεις διοίκησης, στο πλαίσιο της παρεχόμενης σε αυτά εξουσίας. Ο διορισμός της διοίκησης έχει δημιουργική δύναμη, γι’ αυτό και καταλείπεται στο Δικαστήριο η εξουσία ελεύθερης επιλογής των καταλληλότερων από τα μέλη του νομικού προσώπου, στην ανάγκη δε και τρίτων, ξένων προς το σωματείο, προσώπων, χωρίς να δεσμεύεται από τις, ενδεικτικά, υποβαλλόμενες προτάσεις των διαδίκων, η δε διορίζουσα την προσωρινή διοίκηση απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να περιορίσει την εντολή σε ορισμένες πράξεις (ΕφΠειρ 294/2008 ΔΕΕ 2008, 959, ΕφΑΘ 660/2007 ΕλλΔνη 48, 894, Ν Ρόκας Εμπορικές Εταιρίες, σελ. 235). Επομένως, δεν εμποδίζεται ο διορισμός και κάποιων από τα εναπομείναντα (τακτικά) μέλη της διοίκησης, εφόσον κριθούν κατάλληλα για την εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος εκπλήρωση των, περιορισμένων σε επείγουσες πράξεις, εξουσιών που αποτελούν το αντικείμενο της προσωρινής διοίκησης, καθώς και της κυριότερης που είναι η σύγκληση γενικής συνέλευσης για την ανάδειξη νέας αιρετής διοίκησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν πρόκειται περί μικτής προσωρινής διοίκησης, αφού όπως προαναφέρθηκε, τα μέλη αυτά έχουν ήδη αποβάλλει οριστικά την ιδιότητα του τακτικού - αιρετού μέλους της διοίκησης, διορίζονται δε, επειδή κρίθηκαν κατάλληλα ως μέλη της προσωρινής διοίκησης.
VI. Στην προκείμενη περίπτωση με τους δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης έφεσης, οι εκκαλούντες ζητούν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 67 - 69 και 80 παρ. 5 του ΑΚ και του άρθρου 30 του Καταστατικού του Συλλόγου, απέρριψε ως νομικά αβάσιμες την κύρια και πρώτη επικουρική βάση της παρέμβασής τους με τις οποίες ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης (διορισμού προσωρινής διοίκησης) επικαλούμενοι, αντίστοιχα, αφενός την «μη έλλειψη τακτικής διοίκησης» του επίμαχου Συλλόγου αφού, κατά τους ισχυρισμούς τους, τα εναπομείναντα μέλη της αιρετής διοίκησης αρκούν για την προβλεπόμενη από το καταστατικό απαρτία (1ος λόγος έφεσης), αφετέρου (επικουρικά), εσφαλμένα διόρισε 16μελή προσωρινή διοίκηση, δηλαδή όσα μέλη προβλέπονταν από το καταστατικό, ενώ εάν είχε σωστά εφαρμόσει το νόμο, έπρεπε ο αριθμός των διορισθέντων να μην υπερέβαινε τα παραιτηθέντα (3 τακτικά και 5 αναπληρωματικά) μέλη, ήτοι να συμπληρώσει τα ελλείποντα διατηρώντας τα εναπομείναντα τακτικά (2ος λόγος έφεσης). Οι ως άνω λόγοι της έφεσης είναι αβάσιμοι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, διότι, η μη αμφισβητούμενη από τους εκκαλούντες παραίτηση τριών αιρετών μελών της 16μελούς διοίκησης και όλων των αναπληρωματικών έχει ως συνέπεια την έλλειψη της προβλεπόμενης από το καταστατικό σύνθεσης της διοίκησης του συλλόγου, αφού τα εναπομείναντα 13 μέλη υπολείπονται της 16μελούς «Εφορείας», που, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Καταστατικού, διοικεί το Σύλλογο, γεγονός που συνεπάγεται έλλειψη διοίκησης. Εξάλλου, το ότι τα εναπομείναντα 13 μέλη υπερβαίνουν τον προβλεπόμενο από το άρθρο 30 του Καταστατικού αριθμό των εννέα μελών προκειμένου να υπάρχει απαρτία, δεν αίρει την ως άνω έλλειψη, η οποία υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση, ελλείψει διαφορετικής πρόβλεψης στο Καταστατικό, αφού, μόνη η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας από τα εναπομείναντα μέλη δεν συνιστά πλήρη συγκρότηση της διοίκησης, που υφίσταται μόνον όταν υπάρχει ο προβλεπόμενος από το καταστατικό αριθμός μελών της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, ως προσωρινή διοίκηση διορίζονται από το Δικαστήριο ισάριθμα μέλη με εκείνα που προβλέπει το καταστατικό του σωματείου για την τακτική διοίκησή του, και όχι μόνον όσα απαιτούνται για τη συμπλήρωση των κωλυομένων τακτικών μελών, αφού στην τελευταία περίπτωση θα υπήρχε η, μη προβλεπόμενη από το νόμο, «μικτή» προσωρινή διοίκηση, ήτοι αποτελούμενη τόσον από αιρετά όσο και από διορισμένα μέλη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του διόρισε 16μελή προσωρινή διοίκηση του επίμαχου Συλλόγου ορθά εφάρμοσε το νόμο και επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης το εκκαλούν σωματείο για πρώτη φορά στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη ζητεί την απόρριψη της αίτησης προβάλλοντας ένσταση καταχρηστικής άσκησής της. Για τη θεμελίωσή της υποστηρίζει ότι «... οι παραιτήσεις των μελών του Δ.Σ. του Συλλόγου - 3 τακτικών και 5 αναπληρωματικών, υπήρξαν όχι μόνον προσχηματικές και υποκινούμενοι, αλλά απετέλεσαν και καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η ιδιώτης του μέλους του Συλλόγου. Άμα δε, συνιστούν και απόπειρα συγκαλύψεως και ματαιώσεως αποκαλύψεως οικονομικών και διαχειριστικών σκανδάλων και επομένως, η άσκησης αυτών (παραιτήσεων) υπόκειται στον κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ ...». Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού η σχετική ένσταση προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση είναι και αβάσιμος, διότι τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή του περιστατικά και αληθινά υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, την άσκηση του ένδικου δικαιώματος των αιτούντων μελών του Συλλόγου, ενόψει της έλλειψης διοίκησης του, για λόγους που δεν αφορούν τους αιτούντες, αλλά τα παραιτηθέντα μέλη αυτής.
VII. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με τη με αριθμό 7110/1914 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίστηκε ως σωματείο και καταχωρήθηκε στα οικείο βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών (α.α. 1272) ο εδρεύον στην Αθήνα πολιτιστικό σύλλογος με την επωνυμία «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ..............». Σύμφωνα με το άρθρο 18 του καταστατικού του ως άνω σωματείου, όπως ισχύει τροποποιηθέν νομότυπα με τις με αριθμούς 5292/1931, 177/1970, 702/1972 και 610/2007 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο Σύλλογος διοικείται από 16μελή Εφορεία που αποτελείται από τον Πρόεδρο, τρεις Αντιπροέδρους, ένα Γενικό Γραμματέα, δύο Ειδικούς Γραμματείς, τον Κοσμήτορα, τον Έφορο των Σχολών, τον Ταμία, τον Έφορο της Βιβλιοθήκη, τον Έφορο του Καταστήματος και τέσσερις Συμβούλους, ως τακτικά μέλη, ενώ προβλέπεται και η εκλογή πέντε αναπληρωματικών μελών, τα οποία, κατά τη σειρά της εκλογής τους, καλούνται να καλύψουν τυχόν κενές θέσεις των τακτικών μελών. Κατά τις τελευταίες αρχαιρεσίες που διεξήχθησαν στις 23-9-2009 για την ανάδειξη των καταστατικών οργάνων του Συλλόγου, εξελέγησαν τακτικά μέλη της Εφορείας τα οποία και ακολούθως συγκροτήθηκαν σε σώμα, οι ακόλουθοι: Ι.Μ. (Πρόεδρος), Π.Ν. (Α' Αντιπρόεδρος), Π.Σ. (ΕΓ Αντιπρόεδρος), Γ.Μ. (Γ' Αντιπρόεδρος), Δ.Κ. (Γεν. Γραμματέας), Β.Κ. (Ειδικός Γραμματέας), Π.Σ. (Ειδικός Γραμματέας), Χ.Γ. (Κοσμήτορας), Χ.Π. (Έφορος Σχολών), Χ.Α. (Ταμίας), Γ.Ζ. (Έφορος Βιβλιοθήκης), Φ.-Α.Κ. (Έφορος Καταστήματος), Δ.Κ. (Σύμβουλος), Ε.Μ. (Σύμβουλος) Λ.Β. (Σύμβουλος) και Λ.Γ. (Σύμβουλος). Επίσης ως αναπληρωματικά μέλη εκλέχθηκαν οι Ε.Β., Ν.Η., Β.Τ., Γ.Κ. και Ν.Ν. Σταδιακά υποβλήθηκαν οι ακόλουθες παραιτήσεις των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της διοίκησης: στις 08-11-2010 παραιτήθηκε το τακτικό μέλος, Χ.Α., η θέση του οποίου καλύφθηκε από το πρώτο αναπληρωματικό μέλος, Ε.Β., στις 15-11-2010 παραιτήθηκε το τακτικό μέλος, Δ.Κ., η θέση του οποίου καλύφθηκε από το αναπληρωματικό μέλος Ν.Η., στις 14-02-2011 παραιτήθηκαν οι Γ.Ζ. και Ε.Β., στις 21-02-2011 και στις 22-02-2011 παραιτήθηκαν οι Γ.Κ. και Β.Τ. αντίστοιχα, αμφότεροι αναπληρωματικά μέλη, ενώ στις 24-02-2011 και 25-02-2011 παρατήθηκαν αντίστοιχα, οι εκ των τακτικών μελών, Δ.Κ. και Π.Ν., την θέση του οποίου (Π.Ν.) κατέλαβε ο Ν.Ν., το μοναδικό εναπομείναν αναπληρωματικό μέλος. Μετά τις προαναφερόμενες παραιτήσεις το σωματείο στερείτο διοίκησης, αφού τα εναπομείναντα 13 συνολικά μέλη δεν συμπλήρωναν τον απαιτούμενο από το καταστατικό του αριθμό των 16 τακτικών μελών, ενώ δεν υπήρχε πλέον κανένα αναπληρωματικό μέλος από τα 5 εκλεγέντα, αφού οι μεν προαναφερόμενοι τρεις είχαν ήδη αναπληρώσει ισάριθμα παραιτηθέντα τακτικά μέλη, ενώ οι υπόλοιποι δύο (αναπληρωματικοί) παραιτήθηκαν, αιτία για την οποία και οι αιτούντες - ήδη εφεσίβλητοι - μέλη του σωματείου, αιτήθηκαν το διορισμό προσωρινής διοίκησης. Επί της σχετικής αίτησής τους εκδόθηκε η εκκαλουμένη, που διόρισε ως προσωρινή διοίκηση, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν πρόσωπα, τα οποία, μετά από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού κρίθηκαν κατάλληλα για να συγκαλέσουν, εντός έξι μηνών από τη συγκρότησή τους σε σώμα, έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του συλλόγου για την εκλογή νέων μελών διοίκησής του, σύμφωνα με το καταστατικό και κατά το μεσολαβούν διάστημα να επιμεληθούν των άκρως επειγόντων υποθέσεων του σωματείου. Από την εκκαλουμένη προκύπτει ότι, κανένα από τα διορισθέντα με αυτήν πρόσωπα - που είναι ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη του σωματείου -, ήτοι, τους: Π.Γ., Κ.Π., Ν.Μ., Ν.Γ., Η.Τ., Χ.Μ., Χ.Μ., Η.Δ., Γ.Μ., Β.Ρ., Α.Π., Σ.Μ., Γ.Κ., Σ.Λ., Σ.Μ., Ι.Π. ως τακτικά μέλη και Γ.Γ., Β.Π., Ι.Σ., Α.Χ. και Κ.Χ. ως αναπληρωματικά μέλη, (δεν) συμμετείχε στην εκλεγμένη διοίκηση του εκκαλούντος Συλλόγου, αιτία για την οποία ο τελευταίος, επικαλούμενος πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμισή της, έτσι ώστε, σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η αίτηση, να διοριστεί προσωρινή διοίκηση αποτελούμενη από τα προταθέντα πρωτοδίκως από τον ίδιο κατάλληλα πρόσωπα, που τινά εξ αυτών αποτελούσαν και τα εναπομείναντα - εκλεγμένα μέλη της διοίκησής του. Προς θεμελίωση του αιτήματος του ο εκκαλών Σύλλογος αφενός αμφισβητεί την καταλληλότητα των διορισμένων μελών της προσωρινής του διοίκησης υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «αδιάφορα - μη ενεργά μέλη του Συλλόγου» τα οποία υποστηρίζονται από τα παραιτηθέντα αιρετά μέλη, τα τελευταία δε, υποκίνησαν μεθοδευμένα, με την παραίτηση τους, τους αιτούντες - εφεσίβλητους στο διορισμό προσωρινής διοίκησης, αφετέρου υποστηρίζει ότι τα προτεινόμενα από αυτόν πρόσωπα για τη σύνθεση της προσωρινής διοίκησης, που είναι τα εναπομείναντα εκλεγμένα μέλη της διοίκησης, είναι καταλληλότερα των διορισμένων με την εκκαλουμένη, αφού, πέραν του ότι απηχούν την εκφρασμένη στις αρχαιρεσίες προτίμηση του συνόλου των μελών του Συλλόγου, είναι γνώστες των επειγουσών υποθέσεων του Συλλόγου και δεν θα παρεμποδίσουν την ολοκλήρωση του διενεργούμενου οικονομικού ελέγχου. Από κανένα στοιχείο όμως δεν προκύπτει η ακαταλληλότητα κάποιου των διορισμένων με την εκκαλουμένη μελών της προσωρινής διοίκησης ή ότι τα προτεινόμενα από τους εκκαλούντες είναι για συγκεκριμένο βάσιμο λόγο, καταλληλότερα των διορισμένων. Εξάλλου, ούτε επηρεασμός των τελευταίων από τα παραιτηθέντα μέλη προέκυψε, ούτε η μη ενεργός συμμετοχή τους στα «πράγματα» του σωματείου καταμαρτυρεί, άνευ άλλου, την αβάσιμα επικαλούμενη ακαταλληλότητα συμμετοχής τους στην προσωρινή διοίκηση, λαμβανομένου υπόψη και των περιορισμένων αρμοδιοτήτων - εξουσιών της προσωρινής διοίκησης, αιτία για την οποία, εξάλλου, δεν παρεμποδίζεται, όπως προαναφέρεται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ο διορισμός και τρίτων ακόμη προσώπων - μη μελών του σωματείου, κατά το μέτρο που αυτό κρίνεται αναγκαίο. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στα πλαίσια της εκκρεμούς υπόθεσης αναδείχθηκαν μεταξύ των εναπομεινάντων μελών της εκλεγμένης διοίκησης του Συλλόγου, των αιτούντων - εφεσιβλήτων, των υπέρ των τελευταίων προσθέτως παρεμβαινόντων μελών του Συλλόγου αλλά και των παραιτηθέντων μελών της αιρετής του διοίκησης όχι μόνον αντικρουόμενες θέσεις υποστήριξης των συμφερόντων του Συλλόγου και του τρόπου διαχείρισης των οικονομικών του, αιτία για την οποία και διενεργείται οικονομικός έλεγχος από ελεγκτική εταιρεία, αλλά και διενέξεις επί προσωπικού επιπέδου, με αφορμή τον τρόπο διοίκησης του Συλλόγου, με την ανταλλαγή εξωδίκων και επιστολών, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, ανεξάρτητα της βασιμότητας ή μη των εκατέρωθεν καταγγελλομένων, ότι στην προσωρινή διοίκηση του επίμαχου Συλλόγου πρέπει να διοριστούν μέλη του επίμαχου Συλλόγου που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην τελευταία αιρετή του διοίκηση, έτσι ώστε να οδηγηθεί ο Σύλλογος απρόσκοπτα σε σύγκληση Γενικής Συνέλευσης των μελών του για την εκλογή νέας διοίκησης. Τέλος αποδείχθηκε ότι, τα ήδη διορισμένα, με την εκκαλουμένη, μέλη της προσωρινής διοίκησης, διαθέτουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα καθώς και τα εχέγγυα αμερόληπτης διοίκησης του Συλλόγου έτσι ώστε, διαχειριζόμενοι τις άκρως επείγουσες - εκκρεμείς υποθέσεις του, να συγκαλέσουν εντός εξαμήνου από τη συγκρότησή τους σε σώμα, έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών για την εκλογή νέων οργάνων διοίκησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια με τα παραπάνω, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί στο σύνολο της και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 183, 191 παρ. 2, 746 εδ. β' ΚΠολΔ). Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον εκδίδεται οριστική απόφαση επί της ένδικης έφεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου η συνεκδικαζόμενη από 19-01-2012 αίτηση του εκκαλούντος Συλλόγου περί αναστολής εκτέλεσης της εκκαλουμένης, η οποία πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων την αναστολή τα έξοδα των καθών η αίτηση. Απορριπτέα επίσης είναι, για τον ως άνω αναφερόμενο στον υπό στοιχείο «V» της παρούσας λόγο και η πρόσθετη υπέρ των καθών η αίτηση παρέμβαση, την οποία άσκησαν προφορικά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου τα διορισμένα με την εκκαλουμένη μέλη της προσωρινής διοίκησης του Συλλόγου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 19-01-2012 έφεση του ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ............. εκπροσωπούμενου από την αιρετή διοίκηση του κατά της 145/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη υπέρ των εφεσιβλήτων παρέμβαση και την από 19-01-2012 αίτηση αναστολής εκτέλεσης της εκκληθείσας απόφασης με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των καθών η αίτηση αναστολής. Δέχεται τυπικά την έφεση. Απορρίπτει την πρόσθετη υπέρ των εφεσίβλητων παρέμβαση. Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση. Και Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει συνολικά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ. Απορρίπτει την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της εκκαλουμένης και την πρόσθετη υπέρ των καθών η αίτηση παρέμβαση. Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων την αναστολή τα δικαστικά έξοδα των καθών η αίτηση τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr (Ισοκράτης)
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα