Εγγυητική επιστολή - Κατάπτωση εγγυητικής επιστολής (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 1415/2012).
Περίληψη: Σύμβαση εγγύησης - Πώληση εμπορευμάτων - Υπερημερία οφειλέτη-αγοραστή - Εγγυητική επιστολή - Κατάπτωση εγγυητικής επιστολής - Ένσταση ελευθερώσεως από την εγγύηση - Ερμηνεία δικαιοπραξιών. Η δημιουργούμενη με την έκδοση εγγυητικής επιστολής τριμερής σχέση μεταξύ του οφειλέτη, του εγγυητή και του δανειστή, αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση, που καταρτίζεται στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 847επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις για την εγγύηση συμβιβάζονται με την εν λόγω σχέση. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των περί εγγυήσεως διατάξεων δεν αποκλείεται να περιληφθεί στη σύμβαση ρήτρα, κατά την οποία ο εγγυητής θα καταβάλει το ποσό της εγγυήσεως, σε πρώτη ζήτηση ή με άλλη ειδοποίηση ή δήλωση, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει το υπαρκτό και το νόμιμο του χρέους και να προβάλλει την ένσταση διζήσεως. Εγγύηση για ορισμένο χρόνο υπάρχει όταν, κατά τη συμφωνία δανειστή και εγγυητή, η υποχρέωση του εγγυητή θα αποσβεσθεί κατά ορισμένο χρονικό σημείο, το οποίο προσδιορίζεται είτε ημερολογιακώς, είτε κατ’ άλλο τρόπο. Αγωγή εταιρείας κατά τράπεζας για την αναγνώριση της απαίτησης της από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε η τελευταία. Ένσταση της τράπεζας περί ελευθερώσεως από την εγγύηση με τον ισχυρισμό ότι, δεδομένου ότι οι εγγυητικές επιστολές ήταν ορισμένου χρόνου, η εφεσίβλητη δεν επεδίωξε την απαίτηση της εντός της νομίμου προθεσμίας, ήτοι εντός μηνός από την πάροδο του χρόνου τους. Απόρριψη αυτής ως αβάσιμης διότι κρίθηκε ότι οι εγγυητικές επιστολές ερμηνευόμενες όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι αόριστης διαρκείας. Επικύρωση εκκαλούμενης απόφασης που δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της τράπεζας να καταβάλει το ποσό των εγγυητικών επιστολών με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
[...] Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3841/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα (αρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (αρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 1-12-2010 (βλ. την υπ’ αριθμ. ......../1-12-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Η.Μ.) και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την 27-12-2010. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και - βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια, πιο πάνω, διαδικασία. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 30-4-2006 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εξιστορούσε ότι κατόπιν σχετικών συμβάσεων πωλήσεως που καταρτίστηκαν την 26-3-2003 και 20-5-2003 μεταξύ της ίδιας και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........... ΑΕ - Εμπορική Ανώνυμη Εταιρεία Ενδύσεως Υποδήσεως» που εδρεύει στον Πειραιά, αυτή (ενάγουσα) πώλησε και παρέδωσε στην ως άνω εταιρεία τα ειδικότερα αναφερόμενα για κάθε ημερομηνία εμπορεύματα, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 35.550 και 7.800 ευρώ αντίστοιχα. Ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία εξέδωσε την 2-6-2003 κατ’ εντολή της ως άνω αγοράστριας εταιρείας και για την καλή εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτής, τις υπ’ αριθ. .../..../2-6-2003 και .../..../2-6-2003 ισόποσες με το τίμημα εγγυητικές επιστολές σε πρώτη ζήτηση τις οποίες παρέδωσε στη Γαλλική Τράπεζα «...... ...», η οποία ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας. Τέλος εξιστορούσε ότι η αγοράστρια των εμπορευμάτων εταιρεία, παρότι παρέλαβε τα πωληθέντα εμπορεύματα δεν της κατέβαλε το τίμημα αυτών εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας, αυτή δε (ενάγουσα) κατόπιν τούτου ειδοποίησε την εναγομένη περί μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως της αγοράστριας, με αποτέλεσμα να επέλθει κατάπτωση των προαναφερθεισών εγγυητικών επιστολών, πλην όμως η τελευταία (εναγόμενη) αρνείται να της καταβάλει το ποσό αυτών, ύψους 43.350 ευρώ. Ζήτησε δε, μετά νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής με τις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει, από την αιτία αυτή, το ποσό των 35.550 ευρώ εντόκως από 25-3-2004 και το ποσό των 7.800 ευρώ εντόκως από 20-5-2004, άλλως το συνολικό ποσό των 43.350 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 43.350 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Ήδη η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Η δημιουργούμενη με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής τριμερής σχέση μεταξύ του οφειλέτη, του εγγυητή και του δανειστή, αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση που καταρτίζεται στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις για την εγγύηση συμβιβάζονται με την εν λόγω σχέση. Με τη σύμβαση αυτή ο εγγυητής (συνήθως τράπεζα), αναλαμβάνει την υποχρέωση, έναντι του δανειστή, να του καταβάλει οφειλή τρίτου, λόγω δε του ενδοτικού χαρακτήρα των περί εγγυήσεως διατάξεων δεν αποκλείεται να περιληφθεί στη σύμβαση ρήτρα, κατά την οποία ο εγγυητής θα καταβάλει το ποσό της εγγυήσεως, σε πρώτη ζήτηση ή με άλλη ειδοποίηση ή δήλωση, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει το υπαρκτό και το νόμιμο του χρέους και να προβάλει την ένσταση διζήσεως (ΑΠ 16/2008 Δημ. Νόμος). Πάντως, η εγγυητική επιστολή δεν παύει να είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσεως, που συνδέει τον οφειλέτη και το δανειστή και συνεπώς όταν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί. ελευθερώνεται ο εγγυητής. Έτσι στην περίπτωση κατά την οποία περιελήφθη τέτοια ρήτρα στη σύμβαση χορηγήσεως εγγυητικής επιστολής με τη φράση ότι το εγγυημένο ποσό θα καταβληθεί «σε πρώτη ζήτηση» ή «μετά από απλή ειδοποίηση» ή ότι η τράπεζα υπόσχεται «ανεπιφύλακτα και ανέκκλητα» να πληρώσει «απροφασίστως και άνευ αντιρρήσεως τινός», επέρχεται μεν ευρεία αποσύνδεση της εγγυητικής επιστολής και της εξ αυτής υποχρεώσεως από τη βασική σχέση δεν μεταπίπτει όμως η εγγυητική επιστολή σε αφηρημένη υπόσχεση χρέους, ούτε αποβάλλει τον παραπάνω χαρακτήρα της ως συμβάσεως εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του δανειστή από τη βασική σχέση, η δε εγγυήτρια τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή για απαίτηση (ποσό,) που δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ, εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εγγύηση για ορισμένο χρόνο υπάρχει όταν, κατά τη συμφωνία δανειστή και εγγυητή, η υποχρέωση του εγγυητή θα αποσβεσθεί κατά ορισμένο χρονικό σημείο, το οποίο προσδιορίζεται είτε ημερολογιακώς, είτε κατ’ άλλο τρόπο. Η δήλωση του εγγυητή για την χρονικώς περιορισμένη ευθύνη του πρέπει να είναι ρητή και σαφής.
Πάντως δεν θεωρείται ορισμένου χρόνου η εγγύηση από μόνο το λόγο ότι η κύρια οφειλή για την οποία δόθηκε, έχει ορισμένη λήξη, εφόσον οι απαιτήσεις, την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκε, δεν έχουν αποσβεσθεί (ΑΠ 80/2004 Δημ. Νόμος). Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αποσκοπούν στην ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως και καθεμία από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Και η μεν πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δηλώσεως, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δηλώσεως, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση, η δε δεύτερη διάταξη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Έτσι κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως και από τον τρίτο. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώσει έστω και εμμέσως ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων (ΑΠ 80/2004 ο.π., ΕφΛαρ 671/2004 Δικογραφία 2004, 524). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού και απ’ όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία η οποία εδρεύει στην ............ της Συρίας, έχει ως αντικείμενο μεταξύ άλλων, την εξαγωγή και εμπορία ειδών ανδρικής ένδυσης. Αυτή, την 26-3-2003, με σχετική σύμβαση που συνήψε με την εδρεύουσα στον Πειραιά ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «............ ΑΕ - Εμπορική Ανώνυμη Εταιρία Ενδύσεως Υποδήσεως» πώλησε και παρέδωσε στην τελευταία τα ακόλουθα εμπορεύματα: 183 ανδρικά κοστούμια 55% μαλλί, 25% πολ. και 20% βισκόζ, 140 ανδρικά κοστούμια 80% μαλλί και 20% πολ., 130 ανδρικά κοστούμια 25% μαλλί, 25% πολ. και 50% βισκόζ, 69 ανδρικά κοστούμια 45% μαλλί, 25% βισκόζ και 30% πολ., 954 ανδρικά παντελόνια 65% πολ. και 35% βισκόζ, 1007 ανδρικά παντελόνια 65% πολ. και 35% βισκόζ, 79 ανδρικά παντελόνια 100% πολ. και 83 ανδρικά παντελόνια 65% πολ. και 35% βισκόζ. Για την ως άνω πώληση εκδόθηκε από την εφεσίβλητη το υπ’ αριθμ. ../26-3-2003 τιμολόγιο, ενώ το τίμημα για τα ως άνω εμπορεύματα συμφωνήθηκε στο ποσό των 35.550 ευρώ, το οποίο ήταν καταβλητέο εντός 360 ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως του τιμολογίου. Επίσης αυτή (εφεσίβλητη), την 20-5-2003 συνήψε, με την προαναφερθείσα, αγοράστρια εταιρεία νέα σύμβαση πώλησης δυνάμει της οποίας πώλησε και παρέδωσε στην τελευταία τα ακόλουθα εμπορεύματα: 800 ανδρικά υποκάμισα 70% βαμβάκι και 30% πολ. μακρύ ποπλίνα και 800 ανδρικά υποκάμισα 70% βαμβάκι, 30% πολ. μακρύ ποπλίνα. Για την ως άνω πώληση εκδόθηκε από την εφεσίβλητη το υπ’ αριθμ. .../20-5-2003 τιμολόγιο, ενώ το τίμημα για τα ως άνω εμπορεύματα συμφωνήθηκε στο ποσό των 7.800 ευρώ, το οποίο ήταν καταβλητέο εντός 360 ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως του τιμολογίου. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εκκαλούσα τράπεζα, για την καλή εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της αγοράστριας εταιρείας και κατόπιν εντολής αυτής, εξέδωσε υπέρ αυτής την 2-6-2003 προς την εφεσίβλητη τις υπ’ αριθ. .../..../2-6-2003 και .../..../2-6-2003 (δύο) εγγυητικές επιστολές, ποσού 35.550 και 7.800 ευρώ αντίστοιχα. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των ως άνω εγγυητικών επιστολών, η εκκαλούσα ανέλαβε ανέκκλητα την υποχρέωση να καταβάλει στην εφεσίβλητη οποιοδήποτε ποσό που δεν θα υπερέβαινε εκείνο των 35.550 και 7.800 ευρώ, αντίστοιχα, εντός τριών εργάσιμων ημερών, από την ημέρα παραλαβής της πρώτης έγγραφης ή επιβεβαιωμένης καλωδιακής απαίτησης της (εφεσίβλητης) δια μέσου των τραπεζιτών της, ενώ, όπως ορίστηκε σχετικά, οι ως άνω εγγυητικές επιστολές θα διέπονταν από το Ελληνικό Δίκαιο και θα ενέπιπταν στη δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων (βλ. σχετικές εγγυητικές επιστολές προσκομιζόμενες σε νόμιμη μετάφραση). Τις εγγυητικές αυτές επιστολές η εκκαλούσα, καθ’ υπόδειξη της εφεσίβλητης, απέστειλε στη Γαλλική τράπεζα «....... ...», που εδρεύει στο Παρίσι και η καταβολή του ποσού θα γινόταν σε λογαριασμό που αυτή (εφεσίβλητη) τηρούσε στη τράπεζα αυτή.
Περαιτέρω, όπως επίσης αποδείχθηκε, η εταιρεία «............. ΑΕ», παρότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα πωληθέντα σε αυτήν εμπορεύματα δεν κατέβαλε στην εφεσίβλητη, εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας των 360 ημερών, από την έκδοση των τιμολογίων, το τίμημα αυτών, συνολικού ποσού 43.350 ευρώ και η εφεσίβλητη ζήτησε από την εκκαλούσα την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών και την καταβολή του ποσού αυτών, καταβολή την οποία αρνείται η τελευταία ισχυριζόμενη ότι οι εγγυητικές επιστολές δεν ισχύουν και επικουρικά ότι έχει ελευθερωθεί από την εγγύηση η οποία ήταν ορισμένου χρόνου κατ’ άρθρο 866 ΑΚ, αφού η εφεσίβλητη δεν επεδίωξε δικαστικώς την απαίτησή της μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου. Οι ως άνω ισχυρισμοί όμως της εκκαλούσας δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς αυτής, οι προαναφερθείσες εγγυητικές επιστολές δεν ισχύουν διότι δεν έτυχαν της εγκρίσεως της εφεσίβλητης και κατόπιν εντολής της, η Γαλλική τράπεζα «....... ...» της επέστρεψε σε αυτήν (εκκαλούσα), η οποία στη συνέχεια διέγραψε το κείμενό τους και ανέγραψε επί του σώματος αυτών τη λέξη «ΑΚΥΡΟΝ». Όπως, όμως, αποδείχθηκε, κατόπιν υποδείξεως της τράπεζας «....... ...» και συνεννοήσεως με τον αρμόδιο υπάλληλο της εκκαλούσας οι ως άνω εγγυητικές επιστολές επεστράφησαν στη τελευταία προκειμένου επί του κειμένου τους να γίνουν οι υποδειχθείσες από την τράπεζα «...... ...» τροποποιήσεις και στη συνέχεια τροποποιημένες να επιστρέφουν στην ως άνω τράπεζα «...» (βλ. σχετικά έγγραφα από 20-8-2003 και 8-9-2003 της ως άνω αλλοδαπής τράπεζας, καθώς και το από 4-9-2003 έγγραφο της εκπροσώπου της εφεσίβλητης προς την προαναφερθείσα τράπεζα που αφορά τις συνεννοήσεις μεταξύ αυτών για τις προταθείσες τροποποιήσεις των εγγυητικών επιστολών). Ουδεμία εντολή προέκυψε ότι εδόθη στην εκκαλούσα, ούτε από την εφεσίβλητη αλλά ούτε και από την πελάτιδα της εταιρεία «............. ΑΕ», αφού ουδέν στοιχείο περί αυτού προσκομίζεται, προς ακύρωση των ως άνω επιστολών με σκοπό να παύσει η ισχύς τους, στην οποία αυτή (εκκαλούσα) προέβη μονομερώς, αλλά η επιστροφή αυτών έγινε μόνο με σκοπό την τροποποίηση τους κατά τα συμφωνηθέντα, για την οποία δεν προέκυψε ότι αντέλεξε και η πελάτιδα της εκκαλούσας της οποίας υπήρχε η εντολή για την έκδοση των εγγυητικών επιστολών, το περιεχόμενο των οποίων είχε διαμορφωθεί με υπόδειξη των νομικών της υπηρεσιών. Τα παραπάνω προκύπτουν και από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από τους οποίους εκείνος μεν της ενάγουσας- εφεσίβλητης Γ.Ρ. κατέθεσε ότι «εγώ έδωσα εντολή να γυρίσουν πίσω στην εταιρεία (οι εγγυητικές επιστολές) και να ξαναγυρίσουν στην τράπεζα με την τροποποίηση», εκείνος δε της εναγομένης - εκκαλούσας και υπάλληλός της Β.Μ. ότι «γύρισαν πίσω οι εγγυητικές επιστολές γιατί χρειαζόταν κάποια τροποποίηση». Επομένως, οι ως άνω εγγυητικές επιστολές, συνέχισαν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η εκκαλούσα προβάλλει την ένσταση ελευθερώσεως από την εγγύηση, κατ’ άρθρο 866 ΑΚ, δεδομένου ότι οι εγγυητικές επιστολές ήταν ορισμένου χρόνου, ήτοι είχαν διάρκεια 360 ημερών από την ημερομηνία των τιμολογίων, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι και στα προαναφερόμενα υπ’ αριθμ. ../26-3-2003 και .../20-5-2003 τιμολόγια, με τα οποία αυτές συνδέονται, αναγράφεται ως όρος «εγγύηση τράπεζας πληρωτέα 360 ημέρες από ημερομηνία τιμολογίου» και η εφεσίβλητη δεν επεδίωξε την απαίτηση της εντός της νομίμου προθεσμίας, ήτοι εντός μηνός από την πάροδο του χρόνου τους. Η ένσταση αυτή της εκκαλούσας είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, διότι οι ένδικες εγγυητικές επιστολές ερμηνευόμενες όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι αόριστης χρονικής διάρκειας. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο των ως άνω εγγυητικών επιστολών και ανεξαρτήτως των οποιονδήποτε όρων των τιμολογίων πώλησης των εμπορευμάτων, σε κανένα σημείο του σώματος αυτών (εγγυητικών επιστολών) δεν αναφέρεται, όπως απαιτείται, ρητώς και σαφώς, χρονικός περιορισμός της ευθύνης της εκκαλούσας απ’ αυτές, ήτοι ότι η υποχρέωσή της εξικνείται έως ορισμένο χρονικό σημείο, ώστε η εγγύησή της να θεωρείται ορισμένου χρόνου. Σε αυτές αναφέρεται μόνο ότι: «τα τιμολόγια είναι πληρωτέα 360 ημέρες μετά την ημερομηνία του Εμπορικού τιμολογίου», χωρίς όμως να ορίζεται ρητώς και σαφώς ότι το πιο πάνω χρονικό διάστημα των 360 ημερών αφορά και την πληρωμή των εγγυητικών επιστολών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε όμοια και δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εκκαλούσας να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 43.350 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι όλοι, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, λόγοι της έφεσης. Μετά όλα τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσία αβάσιμη, ενώ η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει παρόντων των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr (Ισοκράτης)
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα