Καταχρηστική επιδίωξη κατάπτωσης εγγυητικής επιστολής - Δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας (Μονομελές Πρωτοδικείο Θήβας, αριθμός απόφασης 319/2012).
Περίληψη: Εγγυητική επιστολή. Νομική φύση. Λόγω της φύσεως και της λειτουργίας της εγγυητικής επιστολής, ο οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί περιστατικά που καθιστούν την είσπραξη αυτής εκ μέρους του δανειστή καταχρηστική και συνακόλουθα να αξιώσει από την Τράπεζα να μην πληρώσει αυτήν και δη με προσωρινή δικαστική προστασία. Τέτοια περίπτωση συνιστά η αξίωση πληρωμής της εκ μέρους του δανειστή απλώς και μόνον επειδή είναι καταβλητέα «σε πρώτη ζήτηση» με μοναδικό σκοπό να αποφύγει την προβολή ενστάσεων κατ΄ αυτού, ενόψει της ανυπαρξίας των με αυτήν ασφαλιζόμενων απαιτήσεων ή όταν επικαλείται παραβίαση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, χωρίς όμως περαιτέρω εξειδίκευση. Πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο στην περίπτωση αυτή. Η σχετική διαφορά από εγγυητική επιστολή είναι ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση των αξιώσεων του δανειστή. Περιστατικά.
[...] Με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ πρωτοφειλέτη, εγγυητή και δανειστή, η οποία αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση που καταρτίζεται στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και η οποία λόγω ελλείψεως ειδικότερων διατάξεων διέπεται από τα άρθρα 847 επ σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ κατά το μέρος που η πρώτη ομάδα διατάξεων συμβιβάζεται με την παραπάνω τριμερή σχέση (ΑΠ 635/88 ΕλλΔνη 30.996, Εφ.Α 4533/87, ΕλΔνη 29.336 ΜΠΑ3140/92 ΕλΔνη 33.428). Εξάλλου, επειδή οι διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, έχουν ενδοτικό χαρακτήρα στην εγγυητική επιστολή μπορεί να περιληφθεί ρήτρα (που είναι συνήθης πρακτική στις συναλλαγές) ότι ο εγγυητής (που συνήθως είναι Τράπεζα), θα καταβάλλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, ή μετά από απλή ειδοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο εγγυητής δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει το υπαρκτό και το νόμιμο της πρωτοφειλής καθώς και το λόγο της κατάπτωσης, ούτε να προτείνει την ένσταση της διζήσεως και έτσι η εν λόγω σύμβαση εγγυήσεως δεν είναι παρεπόμενη ούτε επικουρική αλλά αφηρημένη και αυθύπαρκτη (ΑΠ 653/73 ΝοΒ 22,50 Θ. Λιακόπουλος «εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής σε πρώτη ζήτηση και κατάχρηση δικαιώματος» ΝοΒ 35 283 Επ. Στ. Αντωνόπουλος «Η εγγυητική επιστολή απλής ειδοποίησης ΝοΒ 35 255 επομ. 283 επομ., Τριανταφυλλόπουλος ΕΕΝ Κ. 1, Γεωργακόπουλος, σχόλιο σε ΕεΕμΔ ΚΑ` 255). Η εγγυητική επιστολή όμως είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσης που συνδέει τον οφειλέτη με το δανειστή (ΑΚ 847, 850 εδ. α, ΑΠ 952/94 Νόμος 1994 (1), Ελ. Δνη 1996, 1067) και δεν μπορεί να νοηθεί δέσμευση του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή απ` αυτήν, πέραν των ασφαλιζομένων συμβατικών δικαιωμάτων του δανειστή. Ετσι, αν η άσκηση των δικαιωμάτων του δανειστή από την εγγυητική επιστολή δεν είναι σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή χορηγήθηκε, μπορεί να αποκρουστεί, ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη ή ως καταχρηστική. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι ο οφειλέτης, επικαλούμενος περιστατικά, τα οποία καθιστούν την αξίωση του δανειστή για κατάπτωση και είσπραξης της εγγυητικής επιστολής καταχρηστική, μπορεί να αξιώσει απ` αυτόν να παραλείψει την είσπραξη και αντίστοιχα να αξιώσει από την Τράπεζα (εγγυητή) να μην πληρώσει την εγγυητική επιστολή. Σε σχέση με το δικαίωμα του αυτό, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει και προσωρινή δικαστική προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682, 731) 732 Κ.Πολ.Δ (βλ. Θ. Λιακόπουλο, Στ, Αντωνόπουλο ο.π.) με τις συνέπειες, που προβλέπονται στο άρθρο 176 ΑΚ (βλ. Μ. Π.Α. 7913/98 ΕΕμπΔ 1999, 281, ΜΠΑ 9714/96 ΕΕμπΔ 1998, 45) ΜΠΑ 3140/92 ΕεμΔ 1993, ΜΠΘεσ. 1627/03 ΕΕμπ Δ 2003, 121). Περίπτωση δε καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων του δανειστή για είσπραξη της εγγυητικής επιστολής, υφίσταται όταν ο τελευταίος ζητεί την πληρωμή αυτής, επικαλούμενος απλώς και μόνον, τον συμβατικό όρο ότι είναι καταβλητέα «σε πρώτη ζήτηση», με σκοπό να αποφύγει την προβολή ενστάσεων, περί του ότι δεν συντρέχει ουσιαστικός λόγος κατάπτωσης αυτής, λόγω ανυπαρξίας των με αυτήν ασφαλιζομένων απαιτήσεων, επιδιώκοντας κατ` αυτόν τον τρόπο, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, κατ` εντολή και με χρήματα του οποίου εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή. Ενώ πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο στην περίπτωση αυτή είναι η προσωρινή υποχρέωση του δανειστή να μην εισπράξει και της Τράπεζας να μην καταβαλει το ποσόν της εγγυητικής επιστολής (ΜΠΑ 7913/1998 οπ). Τέλος, να λεχθεί, ότι η διαφορά που δημιουργείται σε σχέση με την κατάπτωση, ή μη της εγγυητικής επιστολής απορρέει απ` αυτήν την ίδια και μόνον, αφού αφορά την αξίωση του δανειστή κατά του εγγυητή για πληρωμή του ποσού αυτής και όχι την αξίωση του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη, που καλύπτεται από την εγγυητική. Συνεπώς η εν λόγω διαφορά, πηγάζουσα από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, είναι ιδιωτική, ανεξάρτητα από τη φύση των αξιώσεων του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη (Δ.Εφ.Α. 4226/90 Δίκη 1991. 1197, ΕΔΚΑ 1991.371) Ελ.Συν. 3889/02, ΔΠρΑ 3508/2000, ΜΠΠ 3894/02). Με το ίδιο σκεπτικό, περίπτωση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων του δανειστή για είσπραξη της εγγυητικής επιστολής υφίσταται όταν ο δανειστής ζητεί την πληρωμή όταν επικαλείται "παραβίαση υποχρεώσεων" του οφειλέτη δίχως περαιτέρω εξειδίκευση εκμεταλλευόμενος την παραπάνω λειτουργία της εγγυητικής επιστολής. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 16-2-2012 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου 90/Ασφ. 2012 υπό κρίση αίτησή της, η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «...............», εκθέτει ότι με σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας που υπεγράφη ανάμεσα στην ίδια και στην ανώνυμη εταιρία «....................», συμφωνήθηκε η αντιπροσώπευση από μέρους της της ανωτέρω εταιρίας προκειμένου να διενεργηθούν παραδόσεις κλπ στην περιοχή της Θήβας. Οτι για τη διασφάλιση της τελευταίας και σε εκπλήρωση όρου της εν λόγω σύμβασης παρέδωσε στην ανωτέρω εταιρία εγγυητική επιστολή ποσού 10.500,00 ευρώ που εξέδωσε στη Θήβα το τοπικό κατάστημα της καθ` ης η παρούσα, υπέρ αυτής. Οτι τον Απρίλιο του έτους 2010 η τελευταία ανέστειλε ολικά τη λειτουργία της ως εταιρία ταχυμεταφορών και ότι ακολούθως με την από 26-1-2012 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση η σύνδικος της πτώχευσης, εκπροσωπώντας την εν λόγω εταιρία, ζήτησε από το Κατάστημα Θήβας της καθ` ης η παρούοα να καταπέσει ολικά η προαναφερόμενη εγγυητική επιστολή επειδή η αιτούσα παρέβη τις υποχρεώσεις της. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, ζητεί επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί από την στάση της .................. και ν` απαγορευθεί στην καθ` ης η κατάπτωση και η πληρωμή της εγγυητικής επιστολής ποσού 10.500,00 ευρώ που προσδιορίζει στο δικόγραφο της και εκδόθηκε υπέρ αυτής και προς την εταιρία «......................» μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής που προτίθεται ν` ασκήσει κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η καθ` ης στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση για την εκδίκαση της οποίας υφίσταται δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου εφόσον η διαφορά που προέρχεται από εγγυητική επιστολή καθώς και η ως προς την εγκυρότητα ή μη της κατάπτωσης της διέπεται από κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι αναφέρονται στην εγγύηση, την υπερημερία του οφειλέτη και τη συμβατική υπαναχώρηση και συνεπώς αποτελεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται για συζήτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ) στο Δικαστήριο τούτο, που έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα (άρθρα 683 παρ. 1, 3, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ). Είναι νόμιμη. Στηρίζεται σύμφωνα επίσης με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις στις διατάξεις των άρθρων 361, 847 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με 731, 732 Κ.ΠολΔ. Πρέπει επομένως μετά ταύτα να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη.
Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και τις ομολογίες που συνάγονται από τα σημειώματά τους (άρθρο 261 Κ.ΠολΔ,), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: με την από 15 Δεκεμβρίου 2004 σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ της αιτούσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «....................» και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ....................», συμφωνήθηκε η αντιπροσώπευση από μέρους της πρώτης της ανωτέρω δεύτερης εταιρίας, προκειμένου να διενεργούν παραδόσεις και παραλαβές φακέλων, δεμάτων, εμπορευμάτων κλπ στην περιοχή του Νομού Βοιωτίας, ακολούθως, με τις από 1ης Μαρτίου 2005 και 1ης Απριλίου 2006 συμβάσεις η συνεργασία επεκτάθηκε σε άλλες περιοχές του Νομού Βοιωτίας καθώς και στο νότιο τμήμα του Νομού Ευβοίας. Ανάμεσα στους όρους που συμφωνήθηκαν με τις ανωτέρω συμβάσεις ήταν και οι ακόλουθοι όπως αυτολεξεί παρατίθενται: «όρος 9.2.- Ο αντιπρόσωπος για την πιστή εκπλήρωση των υποχρεώσεών του απέναντι στην ....................και την εξασφάλιση πιθανών απαιτήσεων της σε βάρος του, υποχρεούται εντός 20 ημερών από την υπογραφή της παρούσας να εκδώσει εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως της Τράπεζας ................, ποσού euro (€) 10.500,00 την οποία και θα παραδώσει άμεσα στην ..................... Η επιστολή αυτή θα παραμείνει στα χέρια της ....................μέχρι τη λήξη της σύμβασης, οπότε και θα επιστραφεί άτοκα στον αντιπρόσωπο, εκτός αν καταπέσει λόγω καταγγελίας της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση ή άλλου όρου που έχει συμφωνηθεί...». «Oρος 10.1.- Η διάρκεια αυτής της συνεργασίας ορίζεται αορίστου χρόνου και αρχίζει την 15η Δεκεμβρίου 2004.10.2.- Η παρούσα σύμβαση μπορεί να λυθεί και νωρίτερα: α) σε περίπτωση κοινής συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών που πρέπει να αποδεικνύεται έγγραφα και γίνεται αζήμια και για τα δύο μέρη, β) σε περίπτωση που καταγγελθεί από το ένα συμβαλλόμενο μέρος χωρίς τήρηση προθεσμίας χωρίς σπουδαίο λόγο, και γ) σε περίπτωση που καταγγελθεί από το ένα συμβαλλόμενο μέρος με τήρηση προθεσμίας χωρίς σπουδαίο λόγο και γίνεται αζήμια και για τα δύο μέρη.. Σχετικά με την περίπτωση β, διευκρινίζεται ότι σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης αυτής αποτελεί, εκτός των όσων έχουν ειδικά αναφερθεί, και κάθε άλλη παραβίαση των όρων της σύμβασης αυτής, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των όρων που έχουν συμφωνηθεί στα παραρτήματά της. Αν η παραβίαση γίνει από πλευράς αντιπροσώπου, η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της .................... θα επιφέρει αυτοδικαίως σε κάθε περίπτωση και την υπέρ της κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Αν η παραβίαση γίνει εκ μέρους της ....................θα συνεπάγεται και την υποχρέωση της να καταβάλει στον αντιπρόσωπο ως ποινική ρήτρα, που συμφωνείται από τώρα ως εύλογη και δίκαιη, ποσό ίσο με αυτό για το οποίο έχει εκδοθεί η παραπάνω εγγυητική επιστολή του αντιπροσώπου και, βεβαίως, να τον επιστρέψει την εγγυητική του επιστολή. Σχετικά δε με την περίπτωση γ, η σύμβαση λύεται μόλις περάσει προθεσμία τριών μηνών από την επίδοση εξώδικης καταγγελίας από τον καταγγέλλοντα στον αντισυμβαλλόμενο του. Σε περίπτωση που τη σύμβαση την καταγγείλει η ...................., θα πρέπει να επιστρέψει στον αντιπρόσωπο την εγγυητική του επιστολή άτοκα». Σε εκπλήρωση κατά τα ανωτέρω του όρου 9-2. της σύμβασης η αιτούσα παρέδωσε στην ανωτέρω εταιρεία «.....................» την υπ` αριθμό ....................εγγυητική επιστολή ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500,00) ευρώ, που εξέδωσε υπέρ αυτής την 18η Μαρτίου 2005 στη Θήβα το τοπικό κατάστημα της καθ` ης η παρούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία « ΤΡΑΠΕΖΑ ....................». Η επιστολή αυτή έχει εκδοθεί με ρήτρα πληρωμής `σε πρώτη ζήτηση`. Ακολούθως, την 9η Απριλίου 2010 η ανωτέρω εταιρεία ανέστειλε ολικά τη λειτουργία της ως εταιρεία ταχυμεταφορών. Αυτό έγινε χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση και ενημέρωση προς την αιτούσα και τους άλλους αντιπροσώπους ή εργαζομένους της. Η αιτούσα δε, έμαθε για την αναστολή λειτουργίας μετά από πρωτοβουλία δική της, ήτοι μετά από ερώτημα της για μη παράδοση των δεμάτων που είχε, αποστείλει. Ακολούθως, η εταιρεία απέστειλε μήνυμα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) με το οποίο επίσημα ανακοίνωσε την αναστολή της λειτουργίας της. Εν τέλει, η εταιρεία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ` αριθμό 4495/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και με την υπ` αριθμό 29/2011 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου διορίστηκε σύνδικος πτώχευσης η δικηγόρος Πειραιά ..................... Από την αναστολή λειτουργίας της εταιρείας και μέχρι πρότινος δεν υπήρξε καμία επικοινωνία με την εταιρεία αφού βέβαια δεν υφίσταται οτα γραφεία κάποιος αρμόδιος, ούτε υπήρξε καμία όχληση από αυτήν. Επίσης σημειώνεται ότι η προαναφερόμενη αρχική σύμβαση αλλά και οι επόμενες δεν έχουν μέχρι σήμερα καταγγελθεί και ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 29 του Πτωχευτικού Κώδικα. Με την από 26ης Ιανουαρίου 2012 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση η σύνδικος πτώχευσης εκπροσωπώντας την εταιρεία ζήτησε από το Κατάστημα Θήβας της καθ` ης η παρούσα να καταπέσει ολικά η προαναφερόμενη εγγυητική επιστολή «επειδή η εταιρεία "...................." παρέβη κατά την απόλυτη κρίση [της] τις υποχρεώσεις της από την με ημερομηνία 15/12/2004 σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας με την εταιρεία "....................", δίχως όμως στη δήλωση αυτή να γίνεται επίκληση παραβίασης καμίας συγκεκριμένης συμβατικής υποχρέωσης της αιτούσας. Ομως από τα αναφερόμενα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά θεωρούμενα στο πλαίσιο των συμφωνημένων όρων της σύμβασης συνεργασίας η οποία είναι σε ισχύ και αναφέρονται ανωτέρω, γίνεται σαφές ότι όχι μόνο η αιτούσα εταιρεία δεν παρέβη τη σύμβαση συνεργασίας, αλλά αντίθετα ήταν η εταιρεία «.....................» που ενήργησε αντισυμβατικά με το να αναστείλει ολικά τη λειτουργία της χωρίς καμία προειδοποίηση και ενημέρωση, κυρίως, όμως, χωρίς καμία μέριμνα και επιμέλεια για τις εκκρεμείς μεταφορές που είχε η αιτούσα αναλάβει στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας και είχε παραδώσει σε αυτήν προς περαιτέρω παράδοση στους τελικούς παραλήπτες. Είναι ευνόητο ότι η αιτούσα εταιρεία υπέστη ζημία από την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά της εταιρείας «.....................», ζημία όχι μόνο άμεσα οικονομική αλλά και στη φήμη της και έναντι της πελατείας της. Συνεπώς, η προσπάθεια της ανωτέρω εταιρείας να ζητήσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει η καλή πίστη αλλά και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έχοντας ως δεδομένα: α) την πλήρωση από πλευράς της αιτούσας όλων των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη σύμβαση με δεδομένου το γεγονός άτι ουδεμία συγκεκριμένης συμβατικής παραβίασης γίνεται επίκληση, β) τη μη συνδρομή κανενός από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη σύμβαση λόγους κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, γ) την μη καταγγελία της σύμβασης μέχρι σήμερα η οποία παραμένει σε ισχύ, και δ) την αντισυμβατική συμπεριφορά της εταιρίας «....................». Επιπροσθέτως ουδόλως συνιστά καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της υπο πτώχευση εταιρίας για την είσπραξη της εγγυητικής επιστολής το αίτημα της κατάπτωσης με την επίκληση απλώς και μόνον του συμβατικού όρου της πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση», με προφανή σκοπό να αποφύγει την προσβολή ενστάσεων περί του ότι δεν συντρέχει ουσιαστικός λόγος κατάπτωσης αυτής, επιδικάζοντας κατ` αυτού τον τρόπο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της σε βάρος της περιουσίας της αιτούσας αφού με εντολή και δικά της χρήματα εκδόθηκε η εν λόγω εγγυητική επιστολή. Εξάλλου η αιτούσα εταιρία θα υποστεί μεγάλη βλάβη σε περίπτωση κατάπτωσης και πληρωμής της εγγυητικής επιστολής μέχρι την οριστική διάγνωση της διαφοράς, δεδομένου ότι αφενός μεν θα καταχωρηθεί με δυσμενές στοιχείο στο διατραπεζικό σύστημα «Τειρεσίας», αφετέρου θα διακοπεί κάθε χρηματοδότηση και θα είναι αδύνατη η χορήγηση άλλης εγγυητικής επιστολή υπέρ αυτής στο μέλλον από Τράπεζα της Ελλάδος συνακολούθως δε θα είναι αδύνατη, η επίτευξη συνεργασίας με εταιρία του κλάδου των ταχυμεταφορών όπου δραστηριοποιείται επί μακρόν. Ενόψει συνεπώς των ανωτέρω, συντρέχει κατά την κρίση του δικαστηρίου επείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί από το καταχρηστικό αίτηση της προαναφερόμενης εταιρίας για κατάπτωση της εγγυητικής υπέρ της αιτούσας επιστολής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής που προτίθεται ν` ασκήσει κατά τα ανωτέρω. Πρέπει όμως να οριστεί προθεσμία εξήντα (60) ημερών για την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 693 ΚΠολΔ εφόσον το ασφαλιστικό μέτρο διατάσσεται πριν την άσκηση της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν ανάμεσα στους διαδίκους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 Κ.ΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται την αίτηση. Απαγορεύει στην καθ` ής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ....................», την κατάπτωση και την πληρωμή της υπ` αριθμ. ............... εγγυητικής επιστολής ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500,00) ευρώ που εξέδωσε υπέρ της αιτούσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «....................» και προς την εταιρία «....................» την 18η Μαρτίου 2005 στη Θήβα, το τοπικό κατάστημα της καθής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κυρίας αγωγής που θα ασκήσει η αιτούσα. Ορίζει προθεσμία εξήντα (60) ημερών για την άσκηση της αγωγής. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.