Προσημείωση με βάση διαταγή πληρωμής σε βάρος αιτήσαντος υπαγωγή του στη διαδικασία συνδιαλλαγής (Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 5757/2013).
Περίληψη: Ανάκληση προσημειώσεων. Εγγραφή προσημείωσης με διαταγή πληρωμής. Αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής. Διαδικασία συνδιαλλαγής. Αναστολή καταδιωκτικών μέτρων. Περιορισμός εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Η εξάλειψη της προσημείωσης η οποία γράφτηκε με διαταγή πληρωμής. ως ασφαλιστικό μέτρο πρέπει να διαταχθεί μαυτές τις διατάξεις. Κατά τα κρατούντα στη θεωρία και νομολογία, ανεξάρτητα από το ζήτημα της εφαρμογής ή μη του άρθρ.724 παρ.2 ΚΠολΔ, για το οποίο υπάρχει διχογνωμία, η αίτηση για εξάλειψη προσημείωσης που έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής δικαστήριο, εφόσον βεβαίως συντρέχει προς τούτο λόγος, όπως η εξόφληση της απαίτησης, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Ως περιορισμός της εκτέλεσης νοείται και ο περιορισμός της προσημείωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ενόψει των ανωτέρω, αρμόδιο να διατάξει την εξάλειψη, είναι το δικαστήριο του οποίου ο δικαστής εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Η διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατά το χρονικό διάστημα ισχύος προσωρινής διαταγής με την οποία διατάχθηκε η αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος του αιτήσαντος την προσωρινή διαταγή είναι άκυρη, ανεξάρτητα από την καλοπιστία ή μη του αιτήσαντος την έκδοσης της διαταγής πληρωμής και του γεγονότος της μη δημοσίευσής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών.
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1330 ΑΚ για την εξάλειψη της προσημείωσης, πλην των άλλων, ορίζεται ότι η προσημείωση εξαλείφεται... 2. αν προσαχθεί απόφαση που ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή της ή απόφαση που διατάζει την εξάλειψη της. Ως τέτοια απόφαση νοείται α) απόφαση που ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει την απόφαση, η οποία διέταξε ως ασφαλιστικό μέτρο την εγγραφή προσημείωσης. Αυτή είναι η απόφαση που επιφέρει και την απόσβεση της προσημείωσης κατάρθρο 1323 ΑΚ, β) απόφαση που διατάζει την εξάλειψη της προσημείωσης, η οποία είναι διαφορετική από την παραπάνω αναφερθείσα, διότι ενώ εκείνη ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει προηγούμενη απόφαση λ.χ. γιατί μεταβλήθηκαν οι συνθήκες ή παρέχεται εγγυοδοσία κλπ., αυτή διατάζει απλώς την εξάλειψη της προσημείωσης. Αυτό συμβαίνει αα) όταν η προσημείωση έχει για κάποιο λόγο ήδη αποσβεστεί, λ.χ. εξοφλήθηκε η απαίτηση ή ο δανειστής παραιτήθηκε, ββ) όταν η προσημείωση είχε άκυρα εγγραφεί, γγ) όταν η προσημείωση είχε εγγραφεί με διαταγή πληρωμής, οπότε δεν υπάρχει προηγούμενη απόφαση που διέταξε την εγγραφή της, ώστε με νέα να ανακληθεί. Η διαδικασία εκδόσεως αυτής της αποφάσεως δεν ορίζεται ευθέως στο νόμο. Θα εφαρμοστούν πάντως και γιαυτή οι διατάξεις των άρθρων 696 επ. ΚΠολΔ. Για τις παραπάνω περιπτώσεις αα) και ββ) η εφαρμογή των διατάξεων αυτών γίνεται αβίαστα, γιατί η προσημείωση, έστω και αν γράφτηκε άκυρα ή στο μεταξύ αποσβέστηκε, έγινε πάντως με δικαστική απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων και με την ίδια διαδικασία αρμόζει να διαταχθεί η εξάλειψή της. Πιο προβληματική είναι η εξάλειψη της προσημείωσης η οποία γράφτηκε με διαταγή πληρωμής. Πάντως, και εδώ πρόκειται για εξάλειψη της προσημείωσης, η οποία, ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε, παραμένει ασφαλιστικό μέτρο, άρα και η εξάλειψή της πρέπει να διαταχθεί μαυτές τις διατάξεις. Εξάλλου, κατά τα κρατούντα στη θεωρία και νομολογία, ανεξάρτητα από το ζήτημα της εφαρμογής ή μη του άρθρ.724 παρ.2 ΚΠολΔ, για το οποίο υπάρχει διχογνωμία, η αίτηση για εξάλειψη προσημείωσης που έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής δικαστήριο, εφόσον βεβαίως συντρέχει προς τούτο λόγος, όπως η εξόφληση της απαίτησης, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κλπ. (ΜΠρΑθ 10532/2008, δημ.ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΜεσ 210/1989 Δ 21.724, ΜΠρΑΘ 6529/1989 Δ 21.70, Π. Τζίφρα, Ασφ. Μέτρα, έκδ. Γ, σελ. 134). Επειδή, συνήθως, η εγγραφή θα έχει προηγηθεί της αιτήσεως αναστολής, γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής αλλά για ανάκληση της προσημείωσης (ΜΠρΒολ 2544/2001 Αρμ. 56. 1596, ΜΠρΘεσ 3239/88 Αρμ. 1989.378, Π.Τζίφρας, ό.π., σελ. 142, 151, Κ.Μπέης, ΠολΔ, άρθ.724, σελ.580, Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ.724, αρ. 9, Απ.Γεωργιάδης, ΕμπρΔ, § 89, αριθ. 41). Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι μετά την εγγραφή της προσημείωσης, δεν είναι δυνατή η διαγραφή της με βάση το άρθρ. 724 παρ.2 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι, η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής κατά το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης κατά το άρθρο 724 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού η τελολογία της τελευταίας αυτής διάταξης συνίσταται στην εξασφάλιση της με διαταγή πληρωμής επιδικασθείσας απαιτήσεως κατά την περίπτωση της αναστολής της εκτελεστότητας της τελευταίας. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία, όμως, άποψη, η διάταξη του άρθρου 724 παρ.2 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και σε περίπτωση που, με βάση διαταγή πληρωμής, έχει ήδη εγγραφεί προσημείωση σε ακίνητο του καθου η διαταγή πληρωμής. Πράγματι, αφού η προσημείωση μπορεί να εγγραφεί και πριν ακόμα από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθου, δεν παρέχεται στον καθου η δυνατότητα να ζητήσει τη μη εγγραφή προσημείωσης πριν από την εγγραφή της, αφού αυτός δεν έχει λάβει γνώση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και δεν μπορεί να προστρέξει στην προστασία που του παρέχει το άρθρο 724 παρ.2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 724 παρ.2 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται, κυρίως, σε περίπτωση που έχει ήδη εγγραφεί η προσημείωση. Αυτό συνάγεται και από την ίδια την παραπάνω διάταξη που προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της εκτέλεσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ως περιορισμός της εκτέλεσης νοείται και ο περιορισμός της προσημείωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ενόψει των ανωτέρω, αρμόδιο να διατάξει την εξάλειψη, είναι το δικαστήριο του οποίου ο δικαστής εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής (Β.Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρ.724, αρ.11, 13). Αν έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, τότε αρμόδιο είναι το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή (Β.Βαθρακοκοίλης, ό.π., αρ.11, 13, ΜΠρΑθ 10532/2008, ό.π., ΜΠρΘεσ 23284/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 99 -106 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007), όπως αυτές ίσχυαν από τις 16-9-2007 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 12 ν.4013/2011, ρυθμιζόταν η διαδικασία της συνδιαλλαγής, που σκόπευε στην πρόληψη της πτώχευσης και στην εξυγιαντική αναδιάρθρωση της επιχείρησης μέσω του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ως κατασταλτικός για την ρευστοποίηση θεσμός, θέτοντας στη διάθεση του οφειλέτη νομικούς μηχανισμούς αποτρεπτικούς της αναπόδραστα καταστροφικής ρευστοποίησης με σύμπραξη των πιστωτών και με εγγυήσεις της δικαστικής αρχής. ’μεσος σκοπός των εξυγιαντικών διαδικασιών ήταν η ικανοποίηση των πιστωτών μέσω της διάσωσης της επιχείρησης με απώτερους σκοπούς όχι μικρότερης σημασίας τη διατήρηση των θέσεων εργασίας την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιούνταν η επιχείρηση, και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας (Βλ. Λ.Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ.2008, σελ.511). Για την υπαγωγή του οφειλέτη σε διαδικασία της συνδιαλλαγής ο τελευταίος όφειλε να υποβάλλει σχετική αίτηση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 100 παρ.1 εδ.γ σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα προέβλεπε ότι για το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής του άρθρου 99 ΠτΚ μέχρι την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, κατάρθρο 103 ΠτΚ μπορούσαν, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682επ. ΚΠολΔ), να διαταχθούν οποιαδήποτε προληπτικά (ασφαλιστικά) μέτρα κριθούν αναγκαία για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της. Έτσι, μπορούσε να διαταχθεί για το ως άνω διάστημα, ως προληπτικό μέτρο, η αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων και των μέτρων αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη που ζητούσε την υπαγωγή του στη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Η ανωτέρω αναστολή συνεπαγόταν, ιδίως, την απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκησης αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, συνέχισης των δικών επαυτών, άσκησης ή εκδίκασης ένδικων μέσων, έκδοσης πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή εκτέλεσής τους σε στοιχεία της «πτωχευτικής περιουσίας», λήψης ασφαλιστικών μέτρων, όπως η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή η συντηρητική κατάσχεση, μέτρων για την είσπραξη φόρων πάσης φύσεως κατά του οφειλέτη κ.λ.π. Ειδικότερα, όταν διατάσσεται κατά την παραπάνω διάταξη, ως προληπτικό μέτρο η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητά στο άρθρο 25 παρ.1 ΠτΚ, πρέπει, δε, να γίνει δεκτό ότι στην απαγόρευση αυτή εμπίπτει και η έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του αιτήσαντος τη συνδιαλλαγή, καθόσον και η διαταγή πληρωμής, με την επίδοσή της σε δύο φάσεις και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 632 αρ.2 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να οδηγήσει σε δεδικασμένο, σε αποτέλεσμα, δηλαδή, που διακρίνει κατεξοχήν τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται μετά από άσκηση αγωγής, έστω και αναγνωριστικού χαρακτήρα, γεγονός που δεν συνάδει με τη χορηγηθείσα αναστολή και τη σκοπιμότητα αυτής (βλ. ΕφΘεσ 1652/2009 ΕπισκΕμΔ 2010.153, ΕφΑθ 3535/2004 ΕλλΔνη 2006.548, Λ.Κοτσίρη, Η διαδικασία της συνδιαλλαγής κατά το Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδοση 2010 σελ. 59). Περαιτέρω, πράξεις που επιχειρούνται κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι δικονομικά άκυρες σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 ΠτΚ σε συνδυασμό μαυτή του άρθρου 159 περ.1 ΚΠολΔ., ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ.2 και 700 περ.3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστή στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που είναι ληπτέα αμέσως, προς εξασφάλιση δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται, δε, και των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 ΚΠολΔ, στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 313 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης, είναι όμως, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής (Ολομ.4/2004) και, επομένως, δεσμευτική, με την έννοια ότι πράξεις που είναι αντίθετες με το περιεχόμενό της, στερούνται νομιμότητας (ΑΠ 866/2004 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, η διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατά το χρονικό διάστημα ισχύος προσωρινής διαταγής με την οποία διατάχθηκε η αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος του αιτήσαντος την προσωρινή διαταγή είναι άκυρη, ανεξάρτητα από την καλοπιστία ή μη του αιτήσαντος την έκδοσης της διαταγής πληρωμής και του γεγονότος της μη δημοσίευσής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, δημοσίευση η οποία προβλέπεται για τις αποφάσεις που διατάσσουν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και διατάσσουν τη λήψη προληπτικών μέτρων (πρβλ. ΑΠ 866/2004 ΕλλΔνη 45.1621, βλ.ΜΠρΠατρ 3054/2010 Δημ.ΝΟΜΟΣ). Με την υπό κρίση αίτησή τους, οι αιτούντες εκθέτουν ότι η καθης η αίτηση αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος τους της υπαριθμ.742/11-1-2011 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατάχθηκαν να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 508.857,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως χρεωστικό κατάλοιπο της μεταξύ της πρώτης εξ αυτών και της καθης η αίτηση σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, υπέρ της εκτέλεσης των όρων της οποίας εγγυήθηκε ο δεύτερος, ότι δυνάμει της εν λόγω διαταγής πληρωμής και προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της η καθης η αίτηση ενέγραψε στις 12-1-2011 προσημειώσεις υποθήκης στα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αίτηση ακίνητα, ιδιοκτησίας του δευτέρου εξ αυτών, για συνολικό ποσό 1.930.000 ευρώ, ότι συντρέχει λόγος εξάλειψης των ανωτέρω προσημειώσεων, διότι αυτές είναι άκυρες, λόγω του ότι, κατά το χρόνο εγγραφής τους είχαν καταθέσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης τη με αρ.κατάθ.54.532/2010 αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων (άρθρ.99 επ. και 100 παρ.1 ΠτΚ) και είχε ήδη εκδοθεί η από 29-12-2010 Προσωρινή Διαταγή του Δικαστηρίου αυτού, η οποία απαγόρευε οποιαδήποτε ατομική δίωξη και κάθε πράξη εκτέλεσης και λήψης ασφαλιστικού μέτρου σε βάρος της πρώτης εξ αυτών, οι εγγραφείσες δε προσημειώσεις εμπίπτουν στα απαγορευμένα με την ως άνω Προσωρινή Διαταγή μέτρα και η προστασία αυτή επεκτείνεται και στους εγγυητές υπέρ της πρώτης εξ αυτών εταιρίας, ήτοι και στον δεύτερο. ’λλως και επικουρικώς, οι αιτούντες ζητούν την ανάκληση των ανωτέρω προσημειώσεων, διότι, πιθανολογείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής δυνάμει της οποίας ενεγράφησαν, για το λόγο ότι αυτή εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο απαγορευόταν, δυνάμει της ως άνω προσωρινής Διαταγής του Δικαστηρίου αυτού, οποιαδήποτε ατομική δίωξη σε βάρος τους, καθώς και για τους λοιπούς αναφερόμενους στην υπό κρίση αίτηση λόγους, οι οποίοι αποτελούν περιεχόμενο δικογράφου ανακοπής και προσθέτων λόγων αυτής, τους οποίους άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής και η συζήτηση των οποίων εκκρεμεί. Για τους λόγους αυτούς ζητούν να εξαλειφθούν οι ένδικες προσημειώσεις, άλλως και επικουρικώς, να περιοριστεί η εγγραφή προσημείωσης μόνο στο περιγραφόμενο στην αίτηση ακίνητο ιδιοκτησίας του δευτέρου εξ αυτών, ελάχιστης εμπορικής αξίας 600.000 ευρώ και μόνο μέχρι το ποσό των 510.000 ευρώ, καθόσον η εγγραφή των ένδικων προσημειώσεων σε έξι ακίνητα ιδιοκτησίας του για το ποσό του 1.930.000 ευρώ συνιστά υπέρμετρη και δυσανάλογη δέσμευση της ιδιοκτησίας του, τους προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη γιατί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη διάσωση της πρώτης εξ αυτών και υπονομεύει την πρόοδο της διαδικασίας της συνδιαλλαγής, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στην κρινόμενη αίτηση. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η καθης στην καταβολή της δικαστική τους δαπάνης. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στο οποίο ασκήθηκε και εκκρεμεί η με αριθμ.καταθ.4561/2011 ανακοπή των αιτούντων κατά της διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας ενεγράφησαν οι ένδικες προσημειώσεις, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. σε συνδυασμό με άρθρο 912 παρ.2 ΚΠολΔ) είναι δε σαφής ορισμένη και νόμιμη, εκτός από μέρος που αφορά την πρώτη αιτούσα, στηριζόμενη στις προδιαληφθείσες διατάξεις, απορριπτομένης της ενστάσεως περί αοριστίας, ως προς το επικουρικό αίτημα για τον περιορισμό των προσημειώσεων, που παραδεκτά προβλήθηκε από την καθης η αίτηση, δεδομένου ότι περιγράφονται λεπτομερώς τα ακίνητα στα οποία ενεγράφησαν οι ένδικες προσημειώσεις υποθήκης και μνημονεύεται η αξία του ακινήτου, στο οποίο ζητούν επικουρικά να περιοριστούν αυτές. Κατά το μέρος που αφορά την πρώτη αιτούσα, η αίτηση πρέπει, δεκτής γενομένης σχετικής ενστάσεως της καθης η αίτηση, να απορριφθεί ως ενεργητικά ανομιμοποίητη, διότι οι ένδικες προσημειώσεις υποθήκης έχουν εγγραφεί σε ακίνητα ιδιοκτησίας του δεύτερου των αιτούντων.
Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω η ουσιαστική βασιμότητά της. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά) ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεώς του και από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρία και οι εγγυητές υπέρ αυτής (δεύτερος των αιτούντων, , και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « » και το διακριτικό τίτλο « »), με τη με αριθμ.καταθ. 54532/29-12-2010 αίτησή τους ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας), αιτήθηκαν το άνοιγμα για την πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρία της διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατάρθρ.99 ν.3588/2007, καθώς και τη λήψη προληπτικών μέτρων υπέρ της ίδιας και των ως άνω εγγυητών της, κατάρθρ.100 παρ.1 του ιδίου νόμου, λόγω προβλημάτων οικονομικής ρευστότητας τα οποία αντιμετώπιζε κατά το πριν την άσκηση της αίτησης χρονικό διάστημα. Με την κατάθεση αυτής αιτήθηκε και την έκδοση προσωρινής διαταγής, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε για τους λοιπούς και έγινε δεκτό μόνο για την πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρία, εκδόθηκε δε η από 29-12-2010 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου αυτού, η οποία απαγόρευσε οποιαδήποτε ατομική δίωξη και κάθε πράξη εκτέλεσης και λήψης ασφαλιστικού μέτρου σε βάρος της, μέχρι τη συζήτηση της ως άνω αίτησης και με τον όρο συζήτησής της κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 28-1-2011, οπότε και πράγματι συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπαριθμ.4361/21-2-2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία διέταξε το άνοιγμα της διαδικασία συνδιαλλαγής. Μετά από σχετική αίτηση της ήδη καθης η αίτηση εκδόθηκε η υπαριθμ.742/11-1-2011 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ήδη αιτούντες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, η μεν πρώτη των αιτούντων ως πρωτοφειλέτρια, ο δε δεύτερος ως εγγυητής, το ποσό των 508.857,76 ευρώ, ως κατάλοιπο του υπαριθμ ., αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος τηρούνταν μεταξύ της πρώτης αιτούσας και της καθης η αίτηση, προς εξυπηρέτηση της μεταξύ τους συναφθείσας υπαριθμ ., σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και της πρόσθετης πράξης αυτής, πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζομένων με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη ημέρα του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι 5-1-2011, πλέον εξόδων και μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 7.948 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Στη συνέχεια η καθης η αίτηση εξέδωσε απόγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και προέβη στην επίδοση αντιγράφου εξ αυτού με επιταγή προς πληρωμή στον δεύτερο αιτούντα, ενώ στις 24-1-2011 επέδωσε στην πρώτη αιτούσα αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μόνο προς γνώση της. Ακολούθως, δυνάμει της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η καθης η αίτηση ενέγραψε τις ακόλουθες προσημειώσεις υποθήκης στα παρακάτω ακίνητα του δεύτερου αιτούντος καθου η διαταγή πληρωμής: α) στις 12-1-2011, για ποσό 200.000 ευρώ, επί ενός οικοπέδου έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης 1.535 τ.μ. και κατά νεώτερη και ακριβή καταμέτρηση, αφαιρουμένου του τμήματος, το οποίο εμπίπτει στη ζώνη του αιγιαλού 1.417,01 τ.μ., που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού , Δήμου Θάσου Ν.Καβάλας στη θέση « », η οποία εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θάσου στον τόμο , και αριθμό , β) στις 12-1-2011, για ποσό 510.000 ευρώ, επί ποσοστού 27,50% εξ αδιαιρέτου των με αριθμούς 7, 15 και 6 ιδιοκτησιών, εμβαδού 2.945,06 τ.μ., 635,54 τ.μ. και 3.202,61 τ.μ. αντίστοιχα, που βρίσκονται η με αριθμό «7» στο υπαριθμ.75106 Ο.Τ. του Δήμου Αθηνών, στην περιοχή , και επί των οδών , η με αριθμό «15» στο υπαριθμ.75106 Ο.Τ. του Δήμου Αθηνών, στην περιοχή , και επί των οδών , και η με αριθμό «6» στο υπαριθμ.75105 Ο.Τ. του Δήμου Αθηνών, στην περιοχή , και επί των οδών Ηρούς, , η οποία εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο , με αριθμούς , αντίστοιχα, και γ) στις 12-1-2011, για ποσό 100.000 επί ποσοστού 20% ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 5.177,16 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Δ.Δ.Πευκοχωρίου του Δήμου Παλλήνης Ν.Χαλκιδικής στη θέση « » της περιοχής « », και ενός διαμερίσματος (κατοικία), με το διακριτικό στοιχείο V.3, συνολικού εμβαδού μετά των υπογείων 41,11 τ.μ., στο οποίο (διαμέρισμα) αναλογεί ποσοστό 105,85/1000 εξ αδιαιρέτου επί αγροτεμαχίου έκτασης 4.384,44 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή « ,» της κτηματικής περιοχής Δ.Δ. Πευκοχωρίου του Δήμου Παλλήνης Ν.Χαλκιδικής, η οποία εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας στον τόμο , με αριθμό , ήτοι ενέγραψε προσημειώσεις σε ακίνητα του δεύτερου αιτούντος για το συνολικό ποσό των 810.000 ευρώ. Κατά το χρόνο έκδοσης της υπαριθμ.742/11-1-2011 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αποτέλεσε τον τίτλο για την εγγραφή των ανωτέρω προσημειώσεων, είχε ήδη εκδοθεί και παρέμενε σε ισχύ η από 29-12-2010 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύθηκε οποιαδήποτε ατομική δίωξη και κάθε πράξη εκτέλεσης και λήψης ασφαλιστικού σε βάρος της πρώτης αιτούσας ανώνυμης εταιρίας, πλην όμως η απαγόρευση αυτή δεν καταλάμβανε τις ατομικές διώξεις και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των εγγυητών υπέρ αυτής, καθόσον είχε ρητά απορριφθεί ως προς αυτούς. Ως εκ τούτου, η έκδοση της διαταγής πληρωμής σε βάρος του δεύτερου αιτούντος και η εγγραφή των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης στα προπεριγραφόμενα ακίνητα του δεν αντίκειται στην ταχθείσα με την προσωρινή διαταγή απαγόρευση και δεν πιθανολογείται ότι πάσχουν από ακυρότητα και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να διαταχθεί η εξάλειψή τους, απορριπτομένης της υπό κρίσης αίτησης, κατά το κύριο αίτημά της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, δεν πιθανολογήθηκε η εξόφληση από το δεύτερο των αιτούντων του ποσού που αφορά η διαταγή πληρωμή ή η απαρχής ανυπαρξία της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε αυτή, ενώ μόνο η άσκηση της με αριθμό κατάθ.4561/14-2-2011 ανακοπής και των από 30-9-2011 πρόσθετων λόγων επαυτής δεν δικαιολογεί την ανάκληση των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι η καθης η αίτηση διατηρεί απαίτηση σε βάρος του δεύτερου των αιτούντων ύψους 508.857,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της πρώτης αιτούσας ως άνω σύμβασης χορήγησης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, υπέρ της εκτέλεσης των όρων της οποίας εγγυήθηκε ο δεύτερος. Ενόψει του ύψους της απαίτησης της καθης η αίτηση, δεν πιθανολογήθηκε ότι ο περιορισμός των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης επί ποσοστού 27,50% εξ αδιαιρέτου της προπεριγραφόμενης με αριθμό 7 ιδιοκτησίας, εμβαδού 2.945,06 τ.μ., ελάχιστης εμπορικής αξίας 600.000 ευρώ, και μόνο μέχρι το ποσό των 510.000 ευρώ, επαρκεί για την εξασφάλισή της, απορριπτομένης της υπό κρίσης αίτησης, και κατά το επικουρικό αίτημά της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθης η αίτηση, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων, που χάνουν τη δίκη (άρθρ.176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα της καθ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr - Ισοκράτης
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.