Για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει. Περιστατικά μπισκότων με διακριτικά γνωρίσματα «ΜΙΡΑΝΤΑ» και «ΜΑΡΙΕΤΤΑ» (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1123/2002).
Περίληψη: Ανταγωνισμός. Για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού απαιτείται η πράξη να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. Για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει. Περιστατικά μπισκότων με διακριτικά γνωρίσματα «ΜΙΡΑΝΤΑ» και «ΜΑΡΙΕΤΤΑ».
[...] Κατά το άρθρο 1 του νόμου 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας» και κατά το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματός τινος, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινος κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμηση των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύματος αυτών εφ' όσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινος». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η ενάγουσα, ήδη αναιρεσίβλητη, παράγει και διαθέτει συνεχώς στην ελληνική αγορά επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πενήντα (50) ετών μπισκότα με την ονομασία «Μιράντα Παπαδόπουλου» και από το έτος 1984 είναι κάτοχος σήματος με τις ίδιες ενδείξεις. Τα μπισκότα έχουν σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου μήκους 67 και πλάτους 25 χιλιοστών και στην επιφάνειά τους φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις λουλουδιών. Στη μέση της εμπρόσθιας επιφάνειας κάθε μπισκότου υπάρχει μικρό πλαίσιο και μέσα σ' αυτό αναγράφεται με κεφαλαία στοιχεία η λέξη ΜΙΡΑΝΤΑ. Το προϊόν αυτό διατίθεται στην αγορά μέσα σε πλαστικό ημιδιαφανές κυτίο που περιέχει πενήντα (50) μπισκότα διατεταγμένα καθ' ύψος σε δυο σειρές των είκοσι πέντε (25) μπισκότων η κάθε μια. Το κυτίο περικαλύπτεται από διαφανή ζελατίνη στην οποία υπάρχει συνδυασμός λεκτικών και εικαστικών απεικονίσεων. Συγκεκριμένα στην επάνω επιφάνεια της συσκευασίας και στη μέση της απεικονίζεται γυναικείο κεφάλι άσπρου χρώματος σε μπλε φόντο ωοειδούς μορφής ο οποίος περικλείεται από διακοσμητικά σχέδια κόκκινου χρώματος σε λευκό φόντο εκατέρωθεν δε του εν λόγω πλαισίου υπάρχουν ελικοειδείς παραστάσεις μπλε χρώματος σε λευκό περίγραμμα. Κάτω από την παράσταση αυτή αναγράφονται με κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα σε λευκό περίγραμμα οι λέξεις Μπισκότα Μιράντα. Επάνω από την ίδια παράσταση και αριστερά αναγράφεται με κεφαλαία λευκά στοιχεία σε κόκκινο φόντο το όνομα ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ παραπλεύρως δε του ονόματος αυτού το κεφαλαίο γράμμα Π (αρχικό της λέξεως ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ και ταυτοχρόνως δηλωτικό της ομώνυμης εμπορικής φίρμας) στην κεφαλή του οποίου είναι σχεδιασμένο βασιλικό στέμμα και κάτω από το αριστερό σκέλος του αναγράφεται ο αριθμός 1922, χρόνος έναρξης λειτουργίας της ενάγουσας. Τέλος στη μέση των πλάγιων επιφανειών του κυτίου αυτού αναγράφονται με μπλε στοιχεία σε λευκό φόντο οι λέξεις «Μπισκότα Μιράντα» στη μια και «Biscuits Miranda» στην άλλη και επάνω αριστερά αναγράφονται με λευκά κεφαλαία στοιχεία σε κόκκινο φόντο οι λέξεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ και PAPADOPOULOS. Τα πιο πάνω στοιχεία (σχήμα και μέγεθος των μπισκότων, περικάλυμα, συσκευασία, λογότυποι, εικαστικές παραστάσεις, χρωματικοί συνδυασμοί) συνιστούν ιδιαίτερο διασχηματισμό και συνεπώς προστατεύονται ως διακριτικό γνώρισμα του προϊόντος αυτού της ενάγουσας κατά το άρθρο 13 εδ. γ' του Ν. 146/1914 ενόψει του ότι ο διασχηματισμός αυτός έχει διακριτική δύναμη ικανή να τον ξεχωρίζει από άλλον ομοειδή και έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές δηλαδή έχει καταστεί γνωστό στους συναλλακτικούς κύκλους (μεταπωλητές και καταναλωτές) ότι διακρίνει το εν λόγω προϊόν ως προερχόμενο αποκλειστικά από την επιχείρηση της ενάγουσας. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε ότι η εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, εταιρία παραγωγής μπισκότων και άλλων ειδών διατροφής, κατά μήνα Ιούλιο του έτους 1998 άρχισε και αυτή να διαθέτει στην αγορά μπισκότα με την ονομασία ΜΑΡΙΕΤΤΑ, η οποία έχει καταχωρηθεί από το έτος 1966 ως σήμα ενδεικτικό και μπισκότων, των ίδιων διαστάσεων και της ίδιας εξωτερικής εμφάνισης με αυτά της ενάγουσας και συγκεκριμένα μπισκότα που φέρουν στην εμπρόσθια επιφάνειά τους ανάγλυφες παραστάσεις ανθέων και στο μέσο αυτής μικρό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι γραμμένη με κεφαλαία στοιχεία η λέξη ΑΛΑΤΙΝΗ και έχουν σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, μήκος 67 χιλιοστών, πλάτος 25 χιλιοστών και πάχος 4 χιλιοστών. Τα μπισκότα αυτά είναι συσκευασμένα σε πλαστικό ημιδιαφανές κυτίο, όμοιο με εκείνο της ενάγουσας, και έχουν τοποθετηθεί στο κυτίο αυτό με την ίδια ακριβώς διάταξη με την οποία είναι τοποθετημένα και τα μπισκότα της ενάγουσας δηλαδή το ένα όπισθεν του άλλου σε διπλή καθ' ύψος σειρά. Εξάλλου το περικάλυμα της συσκευασίας προσομοιάζει προς το αντίστοιχο της ενάγουσας δηλαδή αποτελείται και αυτό από διαφανές σελοφάν επί του οποίου υπάρχει συνδυασμός λεκτικών και εικαστικών στοιχείων χρώματος μπλε, κόκκινου και λευκού, ακριβώς όπως και στο προϊόν της ενάγουσας, προστίθεται δε και το κίτρινο χρώμα.
Ειδικότερα στο μέσο της επάνω πλευράς της συσκευασίας καθώς και στις δυο κύριες πλάγιες όψεις της αναγράφεται με μικρά καλλιγραφικά στοιχεία η λέξη «Μαριέττα» με μπλε χρώμα και με κίτρινο περίγραμμα υπογραμμισμένη με κυματοειδή γραμμή κίτρινου χρώματος με λευκό περίγραμμα σε κάθε δε πλευρά της συσκευασίας και στο άκρο αυτής αναγράφεται με καλλιγραφικά κεφαλαία λευκά στοιχεία σε κόκκινο φόντο και λευκό περίγραμμα υπογραμμισμένη δε με γραμμή κίτρινου χρώματος η λέξη «ΑΛΛΑΤΙΝΗ» και με λατινική γραφή «ALLATINI» επάνω δε από τη λέξη αυτή υπάρχει το καλλιγραφικό «α» (αρχικό γράμμα της λέξης ΑΛΛΑΤΙΝΗ) λευκού χρώματος σε μπλε φόντο ορθογωνίου παραλληλογράμμου σχήματος με λευκό περίγραμμα. Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε ότι από τη σύγκριση των χαρακτηριστικών της συσκευασίας των προϊόντων των διαδίκων προκύπτει ότι τα μπισκότα που παράγει και διαθέτει στην κατανάλωση η εναγομένη 1) έχουν το ίδιο σχήμα και μέγεθος και φέρουν τις ίδιες σχεδόν ανάγλυφες παραστάσεις με τα μπισκότα που παράγει και εμπορεύεται η ενάγουσα 2) τα μπισκότα αυτά είναι συσκευασμένα σε ημιδιαφανή πλαστικά κυτία όμοια με τα κυτία στα οποία η ενάγουσα συσκευάζει τα δικά της μπισκότα και με την ίδια ακριβώς διάταξη και 3) τα περικάλυμα της συσκευασίας τους από διαφανές σελοφάν έχει την ίδια διάταξη του λεκτικού κυρίου στοιχείου του (Μαριέττα) με το αντίστοιχο της συσκευασίας του προϊόντος της ενάγουσας στις διάφορες πλευρές της επιφάνειάς του και μάλιστα με το ίδιο (μπλε σκούρο) χρώμα και φέρει την εναλλαγή των τριών χρωμάτων της συσκευασίας των μπισκότων της ενάγουσας (λευκό, μπλε, κόκκινο) με την προσθήκη μεν του κίτρινου χρώματος αλλά σε ποσότητα και σε θέσεις οι οποίες δεν αναιρούν την όλη οπτική χρωματική εντύπωση από τα τρία άλλα χρώματα. Πέραν όμως από την πρόδηλη οπτική ομοιότητα υπάρχει και εμφανέστατη ηχητική ομοιότητα διότι οι χαρακτηριστικές λέξεις «Μιράντα» και «Μαριέττα» που αναγράφονται στα περικαλύμματα έχουν - με εξαίρεση τους φθόγγους «ε» και «ν» - ταυτότητα φθόγγων διατεταγμένων σχεδόν στην ίδια σειρά, είναι και οι δυο θηλυκού γένους και παροξύτονες. Μεταξύ των δυο τούτων διακριτικών γνωρισμάτων υπερισχύει και προστατεύεται κατά νόμο αυτό της ενάγουσας που καθιερώθηκε πρώτο στις συναλλαγές. Ο διασχηματισμός της εναγομένης, ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό. Ο κίνδυνος αυτός συνίσταται στο ότι ο μέσος καταναλωτής έχει τη σφαλερή εντύπωση είτε ότι το προϊόν της εναγομένης είναι αυτό της ενάγουσας, είτε ότι το προϊόν αυτό είναι νεότερη παραλλαγή του όμοιου προϊόντος της τελευταίας είτε ότι πρόκειται μεν για προϊόν που παράγει άλλη επιχείρηση πλην οι δυο επιχειρήσεις έχουν οικονομικό ή οργανωτικό σύνδεσμο. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, και ακολούθως δέχθηκε την αγωγή και απαγόρευσε στην αναιρεσείουσα την εμπορία του προϊόντος της «Μπισκότα Μαριέττα» υπό τον συγκεκριμένο διασχηματισμό που αναφέρεται στην απόφαση, την υποχρέωσε δε να το αποσύρει από την αγορά. Δεν αναφέρει όμως το Εφετείο στην απόφασή του τις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) καθεμιάς από τις δυο συσκευασίες, ούτε το πάχος των μπισκότων Μιράντα (έναντι των 4 χιλιοστών των μπισκότων Μαριέττα) ούτε τον αριθμό των μπισκότων Μαριέτα (έναντι των 50 των μπισκότων Μιράντα). Περαιτέρω, ενώ παραθέτει τις πιο κάτω διαφορές στις δυο συσκευασίες, ήτοι 1) ότι στις τρεις από τις τέσσερις μεγάλες πλευρές της συσκευασίας αναγράφονται οι λέξεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ και PAPADOPOULOS και παραπλεύρως του ονόματος το κεφαλαίο στοιχείο Π, στην κεφαλή του οποίου είναι σχεδιασμένο βασιλικό στέμμα, και κάτω από το αριστερό σκέλος το έτος 1922 έναντι ΑΛΛΑΤΙΝΗ και ALLATINI και επάνω από τη λέξη αυτή το καλλιγραφικό γράμμα «α», 2) ότι στις ίδιες τρεις πλευρές αναγράφονται οι λέξεις Μπισκότα Μιράντα και Biscuits Miranda έναντι Μαριέττα, 3) ότι στη συσκευασία Παπαδοπούλου απεικονίζεται γυναικείο κεφάλι ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχο στη συσκευασία Αλλατίνη, 4) ότι στη συσκευασία Παπαδοπούλου υπάρχουν τρία χρώματα ενώ στη συσκευασία Αλλατίνη τέσσερα, αξιολογεί τις διαφοροποιήσεις αυτές ως αμελητέες με την ανεπαρκή και ασαφή αιτιολογία ότι για τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου της σύγχυσης βαρύνουσα σημασία δεν έχουν οι διαφορές των υπό σύγκριση διακριτικών γνωρισμάτων αλλά οι ομοιότητες αυτών διότι αυτές δημιουργούν τη συνολική εντύπωση υπό την οποία εμφανίζεται το προϊόν στην κατανάλωση και ότι ο μέσης παρατηρητικότητας καταναλωτής, εξοικειωμένος με την οπτική εντύπωση από τη συσκευασία του προϊόντος της ενάγουσας, δεν θα προσέξει τα λεκτικά στοιχεία της συσκευασίας του προϊόντος της εναγομένης αλλά θα βασισθεί στην εξωτερική εικόνα της την οποία αναπαράγει η εναγομένη.
Τέλος το Εφετείο θεμελιώνει σωρευτικά την αξιολόγησή του για τον κίνδυνο σύγχυσης και στην προαναφερθείσα και ανεξάρτητη της οπτικής και χρωματικής ομοιότητας των δυο διασχηματισμών «εμφανέστατη ηχητική ομοιότητα των χαρακτηριστικών λέξεων Μιράντα και Μαριέττα μολονότι το πλουσιότατο λεξιλόγιο της Ελληνικής γλώσσας έδιδε στην εναγομένη τη δυνατότητα να επιλέξει, ευχερέστατα, λεκτικό συνδυασμό ονομασίας του προϊόντος της πλήρως διαφορετικό εκείνου της ενάγουσας». Δέχεται όμως το Εφετείο ότι η λέξη Μαριέττα έχει κατατεθεί ως σήμα διακριτικό των μπισκότων της εναγομένης, από το έτος 1966 ήτοι δέκα οκτώ περίπου έτη νωρίτερα από τότε που η ενάγουσα κατέθεσε τη λέξη Μιράντα ως σήμα διακριτικό των μπισκότων της (1966) ενώ δεν δέχετα9ι ευθέως ότι η εναγομένη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει στο διασχηματισμό της τη λέξη Μαριέττα ούτε ότι η χρησιμοποίηση από την ενάγουσα στο διασχηματισμό της της λέξης Μιράντα από το έτος 1950 κατέλυσε κατά οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα της πρώτης να χρησιμοποιεί τη λέξη - σήμα Μαριέττα στο διασχηματισμό του δικού της προϊόντος ενόψει των διατάξεων των άρθρων 2 του Α.Ν. 1998/1939 και 2 του Ν. 2239/1994 περί σημάτων. Η αιτιολογία ότι «το σήμα αυτό χρησιμοποιείται κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης με το όμοιο προϊόν της ενάγουσας λόγω της γενικότερης εντύπωσης που προκαλείται στον καταναλωτή από την πρόσθετη απομίμηση στοιχείων διασχηματισμού ξένου προϊόντος» δεν είναι, ενόψει αυτών που προαναφέρθηκαν, επαρκής. Επομένως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τους βάσιμους από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο όμως από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (ΚΠολΔ 580 παρ. 3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την απόφαση 3746/2001 του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια πενήντα (1350) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα