Σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων - Factoring (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1233/2012).
Περίληψη: Σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων - Factoring. Πότε περιέχει τα στοιχεία της συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού. Διάκριση του factoring με ή χωρίς προεξόφληση, ανάλογα με το χρόνο εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή. Εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα καθώς και επανεκχώρηση όσων απαιτήσεων δεν εισπράχθηκαν από τον πράκτορα. Νόμιμα έγινε επανεκχώρηση των απαιτήσεων από ανείσπρακτα τιμολόγια που είχαν εκχωρηθεί στον πράκτορα με δικαίωμα αναγωγής, όχι όμως για αφερεγγυότητα του οφειλέτη, αλλά για ελάττωμα της απαίτησης που δεν ήρθη από την προμηθεύτρια. Αβάσιμα επιδιώκετο η επιστροφή των τιμολογίων, αφού τα πρωτότυπά τους δεν μεταβιβάσθηκαν στον πράκτορα. Επί εμπορικών συναλλαγών δεν ισχύουν οι απαγορεύσεις λόγω ποσού της μαρτυρικής αποδείξεως. Ως αγωγή, από της επιδόσεως της οποίας οφείλονται νόμιμοι τόκοι, νοείται μόνο η καταψηφιστική και όχι και η απλή αναγνωριστική. Νομική, ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής και λόγοι αναίρεσης που ιδρύονται. Η ένδικη αγωγή ήταν ορισμένη. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 6181/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών).
[...] Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σ` αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ` αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 1905/1990, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2367/1995, "Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ ενός κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών και ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, ο οποίος αναλαμβάνει να παρέχει στον προμηθευτή, για το διάστημα που συμφωνείται, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την παρακολούθηση και είσπραξη μιας ή μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων του προμηθευτή, ιδίως από συμβάσεις πώλησης αγαθών, παροχής υπηρεσιών σε τρίτους ή εκτέλεση έργων. Περιεχόμενο της πρακτορείας αποτελεί ιδίως η εκχώρηση απαιτήσεων στον πράκτορα με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η εξουσιοδότηση για την είσπραξή τους, η χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων, η λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων, η διαχείρισή τους, η ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προμηθευτή. Η σύμβαση πρακτορείας είναι δυνατό να αφορά και σε μη γεννημένες κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης απαιτήσεις, όπως επίσης και στον καθορισμό με μορφή ειδικού ανοικτού λογαριασμού, του ύψους του πιστωτικού κινδύνου, που ο πράκτορας αναλαμβάνει κάθε φορά να καλύψει".
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 669 του Ε.Ν. 361, 874 ΑΚ, 112 Εισ.Α.Κ., η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία μιας διαρκούς έννομης σχέσης μεταξύ δύο προσώπων, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, δυνάμει της οποίας δεν έχουν δικαίωμα να διαθέτουν ή επιδιώκουν μεταξύ τους τις εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά καταχωρίζουν αυτές σε τρέχοντα λογαριασμό με τη μορφή πιστοχρεωλυτικών κονδυλίων, με σκοπό να οφείλεται το από την αντιπαραβολή τους μέλλον να προκύψει, κατά το περιοδικό ανά εξάμηνο ή οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, κατάλοιπο, το οποίο θα φέρει αυτοδικαίως τόκους (ΑΠ 715/2009, 1399/1997, 394/1974), χωρίς να αποβάλλει τον περιουσιακό χαρακτήρα για τους συμβαλλομένους το σε κάθε στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού και να υπολογίζεται στο ενεργητικό ή το παθητικό της περιουσίας τους (Ολ.ΑΠ 31/1997). Κατά την πρώτη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1905/1990) η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων - Factoring είναι μια σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε ανώνυμη εταιρία, και μιας επιχείρησης - εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου, που ασχολείται κατ` επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης είναι ότι η εταιρία factoring (εφεξής πράκτορες ή factor) αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής προμηθευτής), για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής οφειλέτες). Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες. Κατά ρητή δε πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 1§1 του ν. 1905/1990), η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως και το έγγραφο αποτελεί συστατικό τύπο, ενώ η έλλειψή του συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία "σύμβαση πλαίσιο", με την οποία καθορίζονται οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το είδος του factoring (γνήσιο ή μη γνήσιο, εμφανές ή αφανές), το ανώτατο ποσό (πλαφόν) μέχρι το οποίο δέχεται ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει τον προμηθευτή, η αμοιβή και οι προμήθειες του πράκτορα, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκχώρηση των απαιτήσεων. Η λειτουργία της σύμβασης αυτής επιτελείται με τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και τις πιστώσεις από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, αμέσως μετά την εκχώρηση ή μετά την είσπραξη των απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος του factoring, που έχει συμφωνηθεί. Δεδομένου του διαρκούς χαρακτήρα της ενοχής που δημιουργείται με τη σύμβαση factoring, της συνεχούς εκχωρήσεως απαιτήσεων του προμηθευτή στον πράκτορα και της αντίστοιχης πίστωσης του προμηθευτή με τα ποσά που εισπράττονται ή πρόκειται να εισπραχθούν (ανάλογα με το συμφωνηθέν είδος factoring), μείον αμοιβές, προμήθειες, προεξοφλητικούς τόκους, η εξυπηρέτηση της σύμβασης factoring, γίνεται συνήθως με την τήρηση από τον πράκτορα ενός ανοικτού λογαριασμού στο όνομα του προμηθευτή. Κατά κανόνα συμφωνείται όπως ο πράκτορας τηρεί ένα λογαριασμό, στον οποίο πιστώνει τα ποσά των εισπραττόμενων ή εισπραχθησόμενων απαιτήσεων του προμηθευτή και αντίστοιχα χρεώνει τις αναλήψεις, στις οποίες προβαίνει ο τελευταίος, την προμήθειά του, τους τόκους, τα έξοδα κλπ. Η συμφωνία αυτή, η οποία συνήθως είναι ρητή, χωρίς να αποκλείεται και σιωπηρή κατάρτισή της, περιέχει τα στοιχεία της συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού κατά την προεκτεθείσα έννοια. Μεταξύ των συμβαλλομένων υφίστανται εκατέρωθεν απαιτήσεις και καταβολές και για το λόγο αυτό συνήθως συμφωνείται ότι τα υπέρ του προμηθευτή πιστούμενα ποσά θα είναι τοκοφόρα, με επιτόκιο όμως χαμηλότερο από αυτό που χρεώνει ο faktor για τις εκ μέρους του πελάτη προκαταβολικές αναλήψεις.
Επίσης δεσμεύονται να μην επιδιώκουν την ικανοποίηση κάθε μιας απαίτησης ξεχωριστά, αλλά να αναμένουν την περιοδική εκκαθάριση κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Τέλος, η σύμβαση factoring, ως συμβατικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε από την πράξη, εμφανίζεται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι: α) γνήσιο και μη γνήσιο factoring, β) εμφανές και αφανές, γ) factoring με ή χωρίς προεξόφληση και δ) εσωτερικό και διεθνές factoring. Ειδικότερα γνήσιο χαρακτηρίζεται το factoring, όταν ο πράκτορας αγοράζει το σύνολο των υπαρχουσών και μελλουσών απαιτήσεων του προμηθευτή κατά των πελατών του και αναλαμβάνει συγχρόνως τον κίνδυνο μη πληρωμής τους λόγω αφερεγγυότητας των οφειλετών, ενώ για μη γνήσιο factoring γίνεται λόγος, όταν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη δεν αναλαμβάνει ο πράκτορας, αλλά τον διατηρεί ο προμηθευτής. Εξάλλου, η διάκριση του factoring με ή χωρίς προεξόφληση έχει ως κριτήριο το χρόνο εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή. Αν ο πράκτορας εξοφλεί τις απαιτήσεις (πιστώνει με το ποσό τους το λογαριασμό του προμηθευτή), κατά το χρόνο που γίνονται αυτές ληξιπρόθεσμες, δεν υπάρχει προεξόφληση. Αντίθετα, αν η πίστωση του λογαριασμού του προμηθευτή γίνεται αμέσως μετά την εκχώρηση, δηλαδή τη χορήγηση στον πράκτορα αντιγράφων των τιμολογίων ή καταστάσεων με τις εκχωρούμενες αξιώσεις, τότε πρόκειται για σύμβαση factoring με προεξόφληση (ΑΠ 667/2010, 880/2010, ΑΠ 1482/2010, ΑΠ 1136/2000, ΑΠ 1048/1998). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 5-11-2001 αγωγή (αριθ. κατ. 10.176/2001), που απευθύνετο εναντίον των ήδη αναιρεσειόντων, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, ιστορούσε τα εξής: Οτι η εταιρία με την επωνυμία ".................. ........................" και το διακριτικό τίτλο ".................", η οποία απορροφήθηκε με συγχώνευση απ` αυτήν (ενάγουσα),συνήψε την 5-7- 1996 με την πρώτη εναγομένη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τους όρους που αναλυτικά αναφέρονται σ` αυτήν. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε η εκχώρηση - με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής - απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης έναντι των πελατών της, εγχώριων και του εξωτερικού, οι οποίες ενσωματώνονταν σε τιμολόγια και η έναντι αυτών χρηματοδότησή της με τη μορφή προκαταβολών. Από τα ποσά που οι οφειλέτες των τιμολογίων κατέβαλαν στην "...............", σε εξόφληση αυτών, η τελευταία παρακρατούσε το ποσό της χρηματοδότησης, τους επ` αυτής τόκους, την αμοιβή της και τον ανάλογο ΦΠΑ και απέδιδε την διαφορά στην πρώτη εναγομένη. Οτι με την από 5-7-1996 επιστολή προς την τελευταία, η οποία αποτελεί συμβατικό κείμενο που συμπληρώνει την ως άνω σύμβαση, συμφωνήθηκε όριο χρηματοδότησης, έναντι των εκχωρούμενων απαιτήσεων, σε ποσοστό μέχρι του 85% επί της ονομαστικής αξίας των εκχωρουμένων απαιτήσεων εξωτερικού. Οτι, εφόσον γινόταν εκχώρηση τιμολογίων με δικαίωμα αναγωγής, ο κίνδυνος της μη εξόφλησης αυτών παρέμενε στην προμηθεύτρια εταιρία και η "................." υποχρεούτο να της καταβάλει το ποσό των τιμολογίων αυτών μόνο εφόσον της τα εξοφλούσαν οι οφειλέτες, εάν δε τα τιμολόγια δεν εξοφλούντο ακριβόχρονα, η πρώτη εναγομένη υποχρεούτο να επιστρέψει στην "............" το συνολικό ποσό των έναντι των ανεξόφλητων τιμολογίων προκαταβολών. Οτι, εφόσον γινόταν εκχώρηση τιμολογίων χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η "..........." αναλάμβανε έναντι της προμηθεύτριας - πρώτης εναγομένης, τον κίνδυνο της μη εξόφλησης αυτών από τον οφειλέτη λόγω οικονομικής του αδυναμίας, απαλλασσομένης της προμηθεύτριας από τον κίνδυνο αυτό. Στην περίπτωση αυτή η "............." αναλάμβανε την υποχρέωση εξόφλησης του σχετικού ποσού το αργότερο 90 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απαίτηση γινόταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Ότι η πρώτη εναγομένη δεσμεύτηκε ρητά, ότι ο οφειλέτης των εκχωρούμενων απαιτήσεων ουδεμία ένσταση μπορεί να αντιτάξει κατά του κύρους της απαίτησης και του παραστατικού στο οποίο αυτή ενσωματώνεται, ότι τυχόν διαφορές ή αντιδικίες μεταξύ εναγομένης και του πελάτη-οφειλέτη θα επιλύονται μεταξύ τους και ότι τυχόν μη εμπρόθεσμη ή μη ολοσχερής εξόφληση της απαίτησης, οφειλόμενης σε λόγους εκτός της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, υποχρεώνει την προμηθεύτρια να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για την άρση των λόγων αυτών το συντομότερο δυνατόν. Σε περίπτωση μη πλήρωσης των ανωτέρω προϋποθέσεων, συμφωνήθηκε ότι η εκχώρηση της απαίτησης καθίσταται άκυρη και η "............." απαλλάσσεται των αντιστοίχων υποχρεώσεών της από τη σύμβαση, ενώ η προμηθεύτρια-εναγομένη υποχρεούται να επιστρέψει κάθε ποσό που εισέπραξε από την "....... ........." έναντι της άνω απαιτήσεως αμέσως μόλις προσκληθεί, διαφορετικά η πράκτορας δικαιούται να το παρακρατήσει από οποιοδήποτε αποδοτέο στην προμηθεύτρια ποσό. Ιστορείται περαιτέρω στην ένδικη αγωγή, ότι οι εκχωρούμενες απαιτήσεις και οι έναντι αυτών καταβολές συμφωνήθηκε να παρακολουθούνται λογιστικά από την "..............." σε ειδικούς λογαριασμούς, τόσο συγκεντρωτικά, όσο και αναλυτικά, στον οποίο θα καταχωρούνται όλες οι από τη σύμβαση πηγάζουσες χρεώσεις και πιστώσεις. Οτι αντίγραφα των λογαριασμών αυτών, στα οποία θα απεικονίζεται η κατά μήνα κίνηση του λογαριασμού της προμηθεύτριας, κοινοποιούνται σε αυτή, σε δύο αντίτυπα, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου μήνα. Οτι η προμηθεύτρια εφόσον συμφωνεί με τις εμφανιζόμενες στους λογαριασμούς εγγραφές, υπογράφει το ένα από τα αντίτυπα, το οποίο και επιστρέφει στην "...........", ενώ, αν διαφωνεί με αυτές, επιστρέφει στην "..........." το ένα από τα αντίτυπα, στο οποίο πρέπει να επισυνάπτονται οι έγγραφες διαφορές με επαρκή αιτιολόγηση. Οτι αν περάσει ο μήνας, κατά τη διάρκεια του οποίου παραλήφθηκαν από την προμηθεύτρια τα αντίγραφα αυτά άπρακτος, θεωρείται ότι αυτή αποδέχθηκε πλήρως και χωρίς επιφύλαξη το περιεχόμενο των λογαριασμών που δεν επέστρεψε και, τέλος, συμφωνήθηκε ότι τα αντίγραφα αποτελούν ακριβή αντίγραφα των εμπορικών-λογιστικών στοιχείων της "...............", ώστε, με τις αναφερόμενες στη σύμβαση προϋποθέσεις, να αποτελούν πλήρη απόδειξη για ό,τι περιλαμβάνεται σε αυτά. Ότι για την εξυπηρέτηση της άνω σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων ανοίχθηκαν οι παρακάτω λογαριασμοί, δηλαδή: α) Την 9-7-1996 ο αλληλόχρεος λογαριασμός με κωδικό αριθμό ... N.L.G., σε φιορίνια Ολλανδίας, β) την 9-7-1996 ο αλληλόχρεος λογαριασμός, με κωδικό αριθμό ... DEM , σε μάρκα Γερμανίας, γ) την 29-8-1996 ο αλληλόχρεος λογαριασμός, με κωδικό αριθμό ... GBP, σε λίρες Αγγλίας, δ) την 21-3-1997 ο αλληλόχρεος λογαριασμός, με κωδικό αριθμό ... ESP, σε πεσέτες Ισπανίας, ε) την 7-5-1999 ο αλληλόχρεος λογαριασμός ... DSD, σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ ανοίχθηκαν και άλλοι δύο λογαριασμοί προχρηματοδότησης, με την εκχώρηση τιμολογίων από την πρώτη εναγομένη προς την "........." και την ταυτόχρονη χρηματοδότησή της, δηλαδή: 1) ο αλληλόχρεος λογαριασμός ... σε φιορίνια Ολλανδίας, που ανοίχθηκε την 22-11- 1996 και 2) ο αλληλόχρεος λογαριασμός ... σε μάρκα Γερμανίας, που ανοίχθηκε την 5-3-1997. Ότι, την 27-4-1998, η πρώτη εναγομένη ζήτησε να μετατραπεί ο 20110 λογαριασμός της, που ετηρείτο για το εγχώριο faaktoring (σε δραχμές) σε πεσέτες Ισπανίας, οπότε το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού κατά την 30-7-1998, εκ δραχμών 66.465.285, μετατράπηκε σε πεσέτες και μεταφέρθηκε στο λογαριασμό ... ESP σε πεσέτες. Οτι οι άνω λογαριασμοί λειτούργησαν κανονικά από τους ως άνω χρόνους μέχρι την 17-2-2000, οπότε η ενάγουσα, όπως είχε συμβατικό δικαίωμα, κατήγγειλε την από 5-7-1996 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και έκλεισε τους πιο πάνω αλληλόχρεους λογαριασμούς, οι οποίοι κατά την 17-2-2000 παρουσίαζαν σε βάρος της πρώτης εναγομένης τα εξής χρεωστικά υπόλοιπα: Ο λογαριασμός ... N.L.G. 391.262,10 φιορίνια Ολλανδίας και ήδη 173.431,01 ευρώ, ο λογαριασμός ... DEM 305.133,35 μάρκας Γερμανίας και ήδη 152.395,63 ευρώ, ο λογαριασμός ... GBP 44.379,97 λίρες Αγγλίας και ήδη 70.458,33 ευρώ, ο λογαριασμός ... ESP 9.101.387,72 πεσέτες Ισπανίας και ήδη 53.419,73 ευρώ, ο λογαριασμός ... DSD 16.355,79 δολάρια ΗΠΑ και ήδη 16.125,39 ευρώ, ο λογαριασμός ... N.L.G. 263.942,31 φιορίνια Ολλανδίας και ήδη 116.995,15 ευρώ, ο λογαριασμός ... DEM 182.149,19 μάρκα Γερμανίας και ήδη 90.972,49 ευρώ και ο λογαριασμός ... ESP 3.436.673,22 πεσέτες Ισπανίας και ήδη 20.171,22 ευρώ. Δηλαδή, το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο από τους ως άνω λογαριασμούς ανέρχονταν κατά το οριστικό κλείσιμό τους, στο ποσό των 693.969,02 ευρώ. Ότι, ο δεύτερος εναγόμενος στις 2-10-1997 εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα προς την "....... ............" και υπέρ της πρωτοφειλέτιδας "............." την εμπρόθεσμη εξόφληση όλων των ποσών που η ".........." κατέβαλε ή θα καταβάλει στην τελευταία σε εκτέλεση της κύριας σύμβασης και μέχρι του ποσού των 150.000.000 δραχμών, πλέον τόκων και εξόδων, παραιτηθείς του ευεργετήματος της διζήσεως και γενικά κάθε ένστασης, ευθυνόμενος σε ολόκληρο με την πρώτη εναγομένη ως αυτοφειλέτης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, η μεν πρώτη το ποσό των 693.969,02 ευρώ, ο δε δεύτερος, σε ολόκληρο με την πρώτη, το ποσό των 440.205,42 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 18-2-2000 μέχρι την εξόφληση. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημά της περιέχει όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, που θεμελιώνουν τη νομική βασιμότητά της στις διατάξεις του ν. 1905/1990, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2367/1995 και στα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361, 481 επ., 847 επ., 873, 874 ΑΚ, 112 Εισ.Ν.ΑΚ και 64-67 του ν.δ. της 17/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών".
Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, ως προς το παραπάνω αίτημά της, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού δεν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία για τη νομική θεμελίωσή της, από εκείνα που οι εν λόγω διατάξεις απαιτούν. Ούτε όμως παρέλειψε να κηρύξει παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού σαφώς εκτίθενται στην αγωγή τα στοιχεία που απαιτούνται προς θεμελίωση της υποχρέωσης, της μεν πρώτης εναγομένης, από τη σύμβαση πρακτορείας, στα πλαίσια της οποίας είχε συμφωνηθεί να τηρούνται οι προαναφερόμενοι αλληλόχρεοι λογαριασμοί, του δε δεύτερου εναγομένου, από τη σύμβαση εγγυήσεως, βάσει της οποίας εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης μέχρι ορισμένου ποσού, το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος της πρώτης εναγομένης των αλληλόχρεων λογαριασμών που λειτουργούσαν στα πλαίσια της σύμβασης πρακτορείας. Αρκούσαν δε προς τούτο τα όσα αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και συγκεκριμένα, η καταρτισθείσα εγγράφως σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και η ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων σ` αυτήν για την υπαγωγή των εκατέρωθεν χρεωπιστώσεων σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, οι λογαριασμοί που τηρήθηκαν προς τούτο και το κατάλοιπο ενός εκάστου μετά το οριστικό κλείσιμό του. Είναι δε σαφής η αναφορά στην αγωγή, ως προς το ύψος της προμήθειας που εδικαιούτο η "......." για την παροχή των υπηρεσιών της, το ύψος του επιτοκίου χρηματοδότησης και το ποσοστό αυτής, ενώ στα επισυναπτόμενα στην αγωγή αντίγραφα από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πράκτορος απεικονίζεται με λεπτομέρειες το σύνολο των εκατέρωθεν χρεωπιστώσεων, δηλαδή, οι προκαταβολές (χρηματοδότηση τιμολογίων) που δόθηκαν στην πρώτη εναγομένη, η συμφωνημένη προμήθεια, ο ανάλογος ΦΠΑ, οι τόκοι επί του ποσού της προκαταβολής, τα δικαστικά ή άλλα αναγκαία έξοδα για την είσπραξη των απαιτήσεων, οι εισπράξεις των εκχωρουμένων απαιτήσεων και το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο που διαμορφώνονταν μετά από κάθε εγγραφή στους άνω αλληλόχρεους λογαριασμούς. Εξάλλου, στους τηρούμενους λογαριασμούς "ανάλυση λογαριασμού εκχωρήσεων" και "ανάλυση λογαριασμού πελάτη", που παρατίθενται στην αγωγή, απεικονίζονται, στον μεν πρώτο, οι ανά ημέρα εκχωρήσεις, οι εισπράξεις, και τα πιστωτικά σημειώματα, στον δε δεύτερο, η ημερομηνία εκχώρησης του τιμολογίου του συγκεκριμένου πελάτη, τα στοιχεία του τιμολογίου, οι εισπράξεις έναντι τιμολογίων και τα πιστωτικά έναντι τιμολογίων, δεν ήταν δε αναγκαίο πέραν τούτων για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά άλλων στοιχείων. Κατά συνέπεια, οι αντίθετοι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 2 του ν. 1905/1990, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2367/1995 και 455, 456, 460 και 461 ΑΚ προκύπτει, ότι η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, η σύσταση, το περιεχόμενο και η λειτουργία της οποίας αναφέρεται στην προηγούμενη νομική σκέψη, πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση από τον προμηθευτή προς τον πράκτορα των εκκρεμών (ήδη γεννημένων ή μέλλουσών να γεννηθούν) απαιτήσεών του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, με σκοπό, ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης, την είσπραξή τους, την χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων, την λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων και διαχείρισή τους, καθώς και την ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προμηθευτή. Η κατά τα άνω μεταβίβαση συντελείται με συνεχείς εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και την πίστωση από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, η δε πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων αναγγέλλεται εγγράφως από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή, στον οφειλέτη, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου, από της οποίας αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητή. Για κάθε εκχώρηση που πραγματοποιείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ως άνω νόμου, ο προμηθευτής έχει την υποχρέωση να θέσει στη διάθεση του πράκτορα τις σχετικές με τις απαιτήσεις, που αποτελούν αντικείμενο της μεταξύ τους σύμβασης, πληροφορίες και τα παραστατικά, κατά το άρθρο 456 Α.Κ., το αργότερο μέχρι το χρόνο, κατά τον οποίο ο πράκτορας δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Τα ίδια ισχύουν στην περίπτωση επανεκχώρησης των άνω απαιτήσεων από τον πράκτορα στον προμηθευτή, εφόσον ο πρώτος, ανάλογα με το είδος της συμβάσεως, έχει τέτοιο δικαίωμα, οπότε ακολουθείται η ίδια διαδικασία της εκχωρήσεως και ο πράκτορας έχει αντίστοιχη υποχρέωση προς τον προμηθευτή να διαθέσει στον τελευταίο τα παραστατικά της ανείσπρακτης απαίτησης, προκειμένου να επιδιώξει την είσπραξή της ο προμηθευτής, εφόσον τα τελευταία είχαν παραδοθεί στον πράκτορα κατά την εκχώρηση προς αυτόν της απαίτησης. Τέτοιο δικαίωμα επανεκχώρησης της απαίτησης αποκτά ο πράκτορας, όταν πρόκειται για μη γνήσιο factoring, δηλαδή, όταν ο πράκτορας δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη, αλλά τον κίνδυνο αυτό διατηρεί ο προμηθευτής, καθώς επίσης και στην περίπτωση που ο πράκτορας, αναλαμβάνει μεν τον κίνδυνο αυτό (γνήσια σύμβαση factoring), όχι όμως και εκείνο από την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης που δεν οφείλεται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη, την οικονομική δηλαδή αδυναμία αυτού να εξοφλήσει το χρέος του, αλλά στην ανυπαρξία της απαίτησης ή στην προβολή ενστάσεων από την πλευρά του οφειλέτη λόγω ελαττώματος της παροχής του προμηθευτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, μολονότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση factoring, ο προμηθευτής, δεν φέρει μεν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη, ευθύνεται όμως για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης, καθώς και για την ύπαρξη ενστάσεων εναντίον της, που αφορούν την εκχωρούμενη απαίτηση, σε τρόπον ώστε, για τα ανείσπρακτα ποσά απαιτήσεων που είχαν εκχωρηθεί χωρίς δικαίωμα αναγωγής, να αποκτά δικαίωμα επανεκχώρησης ο πράκτορας προς τον προμηθευτή. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, ερευνώντας τις συνεκδικασθείσες πρωτοδίκως αγωγές των διαδίκων, ως προς το ζήτημα της επανεκχώρησης στην προμηθεύτρια από την πράκτορα των εκχωρηθεισών από την πρώτη στη δεύτερη απαιτήσεών της, που δεν εισπράχθηκαν και η πράκτορας δεν είχε αναλάβει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή είχε μεν αναλάβει τον κίνδυνο αυτό αλλά η μη είσπραξη της απαίτησης δεν οφείλετο σε τέτοια αφερεγγυότητα αλλά σε ελάττωμα της απαίτησης, καθώς και το αίτημα της από 27-3-2001 αγωγή της αναιρεσείουσας, με το οποίο επιδιώκετο να υποχρεωθεί η εναγομένη να της επιστρέψει τα ανείσπρακτα τιμολόγια που εξέδωσε η ίδια και εκχώρησε στην "......." προς είσπραξη, δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα ακόλουθα: Η εταιρία με την επωνυμία "......" και το διακριτικό τίτλο "................", η οποία απορροφήθηκε με συγχώνευση από την ήδη αναιρεσίβλητη, συνήψε την 5- 7-1996 με την αναιρεσείουσα σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, βάσει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, για όσο χρόνο διαρκούσε η σύμβαση, να εκχωρεί στην "........." μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της έναντι πελατών της, οι οποίες προέρχονταν από πωλήσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς αυτούς, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται αναλυτικά στην εν λόγω σύμβαση. Η εκχώρηση συμφωνήθηκε να περιλαμβάνει δύο κατηγορίες απαιτήσεων, δηλαδή απαιτήσεις χωρίς δικαίωμα αναγωγής και απαιτήσεις με δικαίωμα αναγωγής, οι οποίες ενσωματώνονταν σε τιμολόγια, καθώς και υποχρέωση της άνω προμηθεύτριας εταιρίας .......... να αναγγείλει την εκχώρηση των απαιτήσεών της προς την "............" στους οφειλέτες της. Εξάλλου, από το εκάστοτε προς καταβολή στην προμηθεύτρια εταιρία ποσό συμφωνήθηκε ότι, η ".................", αφού παρακρατήσει τυχόν τόκους, έξοδα, λοιπές χρεώσεις της προμηθεύτριας ή επιστρεπτέα στην "..........." ποσά, καθώς και την αμοιβή της, να αποδίδει το υπόλοιπο ποσό στην προμηθεύτρια. Στην περίπτωση εκχώρησης απαίτησης χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η ".........." ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην προμηθεύτρια το ποσό της απαίτησης όταν αυτή εξοφληθεί και το αργότερο ενενήντα (90) ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία αυτή έγινε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ενώ ανέλαβε, επίσης, αυτή, έναντι της προμηθεύτριας τον κίνδυνο της μη εξόφλησης των απαιτήσεων αυτών από τον οφειλέτη λόγω οικονομικής αδυναμίας, η δε προμηθεύτρια να απαλλάσσεται από τον κίνδυνο αυτό. Στην περίπτωση εκχώρησης απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής, συμφωνήθηκε ο κίνδυνος της μη εξόφλησης αυτών να παραμένει στην προμηθεύτρια εταιρία και η "........." ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην προμηθεύτρια το ποσό των εκχωρούμενων απαιτήσεων αυτής της κατηγορίας μόνον όταν ο οφειλέτης εξοφλήσει την απαίτηση, αλλιώς μεταβιβάζει αυτή και πάλι στην προμηθεύτρια, παραδίδοντας όλα τα σχετικά με την απαίτηση έγγραφα. Η εκχώρηση συμφωνήθηκε ότι ολοκληρώνεται με την παράδοση από την προμηθεύτρια στην πράκτορα των προς εξόφληση παραστατικών, στα οποία οι εκχωρούμενες απαιτήσεις ενσωματώνονται, όπως και κάθε άλλου αξιογράφου, μέσου πληρωμής ή εγγράφου, που έχει σχέση με την απαίτηση. Επίσης συμφωνήθηκε ότι υπόχρεος σε εξόφληση των εκχωρουμένων απαιτήσεων ουδεμία ένσταση μπορεί να αντιτάξει κατά του κύρους της απαίτησης και του παραστατικού, στο οποίο αυτή ενσωματώνεται, ούτε κατά του ύψους αυτής. Η τυχόν δε διαφορές ή αντιδικίες της προμηθεύτριας και του πελάτη-οφειλέτη της, ανεξαρτήτως της αιτίας αυτών, θα επιλύονται μεταξύ τους, δεδομένου ότι η "..........." ουδέποτε εμπλέκεται ή θα εμπλακεί σε τέτοιες διαφορές. Η μη εμπρόθεσμη ή μη ολοσχερής εξόφληση της απαίτησης, οφειλόμενη σε λόγους εκτός της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, περιλαμβανομένων και των γεγονότων ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του οφειλέτη, υποχρεώνει την προμηθεύτρια να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για την άρση των λόγων αυτών, το συντομότερο δυνατόν, και για τον περιορισμό των εξ αυτών δυσμενών συνεπειών. Σύμφωνα δε με τον όρο 5.2 της σύμβασης, σε οποιαδήποτε περίπτωση, που δεν πληρούνται οι ανωτέρω όροι, η εκχώρηση της απαίτησης καθίσταται άκυρη και η "..........." απαλλάσσεται των αντίστοιχων υποχρεώσεών της από τη σύμβαση, ενώ η προμηθεύτρια υποχρεούται να επιστρέψει κάθε ποσό που εισέπραξε από αυτή έναντι της ως άνω απαίτησης, αμέσως μόλις προσκληθεί σ` αυτό, διαφορετικά η "............" δικαιούται να παρακρατήσει το ποσό αυτό από οποιαδήποτε, κατ` εφαρμογή της σύμβασης, στην προμηθεύτρια ποσό.
Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο, ότι οι αναλυτικά αναφερόμενες στην απόφαση εκχωρήσεις απαιτήσεων πελατών του εξωτερικού της προμηθεύτριας (που δεν ενδιαφέρουν ειδικώς εν προκειμένω αφού δεν προβάλλεται με το αναιρετήριο σχετική αιτίαση), για τις οποίες η ".........." είχε αναλάβει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, δεν εισπράχθηκαν, όχι όμως λόγω οικονομικής αδυναμίας προς τούτο του οφειλέτη, αλλά λόγω ελαττώματος της απαίτησης και των ενστάσεων που προέβαλαν προς τούτο οι οφειλέτες, πελάτες της προμηθεύτριας, για τις οποίες ενημέρωσε την τελευταία, χωρίς όμως να αρθεί το ελάττωμα απ` αυτήν, όπως είχε υποχρέωση από την σύμβαση, ώστε η σχετική εκχώρηση κατά τα συμφωνηθέντα να καθίσταται άκυρη. Κατόπιν δε αυτού η πράκτορας προέβη σε επανεκχώρηση προς την προμηθεύτρια των απαιτήσεων που ενσωματώνονταν στα αντίστοιχα για τον παραπάνω λόγο ανείσπρακτα τιμολόγια, κατ` ανάλογο τρόπο μ` αυτόν που προβλέπεται στην σύμβαση για την εκχώρηση της απαίτησης στην πράκτορα (αποστολή του αντίστοιχου τιμολογίου προς είσπραξη και αναγγελία από την προμηθεύτρια στον οφειλέτη), ήτοι με την γνωστοποίηση των μηνιαίων καταστάσεων που αποστέλλοντο στην προμηθεύτρια προς ενημέρωση, στην οποία αναφέρονταν τα ανείσπρακτα τιμολόγια για την παραπάνω αιτία και η επανεκχώρηση της ενσωματούμενης σ` αυτά αντίστοιχης απαίτησης, την αναγγελία της οποίας στον οφειλέτη, είχε αναλάβει η προμηθεύτρια. Δέχεται τέλος το Εφετείο, σχετικά με το αίτημα της από 27-3-2001 αγωγής της αναιρεσείουσας, που είχε αξιώσει και με το από 8-2-2000 εξώδικό της, για επιστροφή σ` αυτήν από την αναιρεσίβλητη των τιμολογίων που της εκχώρησε με δικαίωμα αναγωγής ή προς είσπραξη, τα οποία έμειναν ανείσπρακτα, προκειμένου να εισπράξει η ίδια τα ποσά που ενσωματώνονταν σε αυτά, ότι η "........." ποτέ δεν παρέδωσε στην "..............." τα πρωτότυπα παραστατικά, αλλά μόνο φωτοαντίγραφα αυτών, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, η οποία στον όρο 2.4 ορίζει, ότι τα παραδιδόμενα παραστατικά πρέπει να είναι θεωρημένα αντίτυπα. Τα πρωτότυπα παραστατικά, όπως μετά λόγου γνώσεως καταθέτει η μάρτυρας ............. , παρέμειναν στα χέρια της "...............", κάθε φορά δε που γινόταν επανεκχώρηση απαίτησης, αυτή γνωστοποιείτο στην προμηθεύτρια με τις μηνιαίες καταστάσεις που τις έστελνε η πράκτορας. Αν, επομένως, επιθυμούσε η "..........." να εισπράξει τις απαιτήσεις με δικαίωμα αναγωγής, που είχε εκχωρήσει και δεν είχαν εισπραχθεί, μπορούσε ευχερώς να το κάνει. Οι επανεκχωρήσεις των τιμολογίων αναφέρονταν λογιστικά με την αιτιολογία "μικροδιαφορές", πλην όμως δίπλα από την αιτιολογία και το ποσό αναγράφονταν ο αριθμός του τιμολογίου και το ποσό για το οποίο έγινε η επανεκχώρηση. Η ".........." γνώριζε την έννοια του συγκεκριμένου κωδικού (μικροδιαφορές), διότι η συνεργασία της με την ".........." ήταν σχεδόν επί καθημερινής βάσεως. Αυτές δε οι εγγραφές δεν εμφανίζονταν στον αλληλόχρεο λογαριασμό (λογαριασμό προμηθευτή), αλλά μόνο στους άλλους δύο λογαριασμούς, και δεν είχαν συνέπεια, ως προς τον πρώτο λογαριασμό.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του δέχθηκε το Εφετείο, ότι νόμιμα έγινε επανεκχώρηση των απαιτήσεων από ανείσπρακτα τιμολόγια που είχαν εκχωρηθεί στην πράκτορα "..........." με δικαίωμα αναγωγής, όχι όμως για αφερεγγυότητα του οφειλέτη, αλλά για ελάττωμα της απαίτησης που δεν ήρθη από την προμηθεύτρια, και ότι αβάσιμα επιδιώκετο η επιστροφή των τιμολογίων αυτών αφού τα πρωτότυπά τους ποτέ δεν μεταβιβάσθηκαν στην πράκτορα, αλλά παρέμεναν και μετά την εκχώρηση στην προμηθεύτρια, που μόνο αντίγραφα των τελευταίων είχε μεταβιβάσει σ` αυτήν, απορρίπτοντας ακολούθως τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 2 του ν. 1905/1990, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2367/1995 και 455, 456, 460 και 461 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε, αφού τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό της νόμιμης επανεκχώρησης των απαιτήσεων της προμηθεύτριας "......." από ανείσπρακτα τιμολόγια που είχε εγχωρήσει στην πράκτορα "................" με δικαίωμα αναγωγής, όχι όμως για αφερεγγυότητα του οφειλέτη, αλλά για ελάττωμα της απαίτησης που δεν ήρθη από την προμηθεύτρια, ενώ δικαιολογείτο η απόρριψη του αιτήματος της αγωγής της τελευταίας για επιστροφή των τιμολογίων αυτών, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ποτέ δεν μεταβιβάσθηκαν τα πρωτότυπα των εν λόγω τιμολογίων στην πράκτορα ("............"). Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Στο άρθρο 393 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι: "1. Συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα 5900 ευρώ. 2. ... 3. Δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες πρόσθετα σύμφωνα προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως, έστω κι αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του εγγράφου".
Επίσης στο άρθρο 394 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: "1. Η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση α) ... β) ... γ) ... δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες. 2. Οταν ο νόμος ή τα μέρη ορίζουν ότι για τη δικαιοπραξία χρειάζεται έγγραφο, είτε ως συστατικός είτε ως αποδεικτικός τύπος, η απόδειξη της δικαιοπραξίας με μάρτυρες επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση της παρ. 1 εδ. γ`". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι επί εμπορικών συναλλαγών δεν ισχύουν οι απαγορεύσεις λόγω ποσού της μαρτυρικής αποδείξεως και συνεπώς στην περίπτωση αυτή επιτρέπονται μάρτυρες και όταν πρόκειται να αποδειχθούν συμβάσεις ή συλλογικές πράξεις και αν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει το ποσόν που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 393 ΚΠολΔ, όπως επίσης και πρόσθετα σύμφωνα τροποποιητικά δικαιοπραξίας που έχουν συνταχθεί εγγράφως (βλ. Ολ.ΑΠ 487/1982). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 27-3-2001 αγωγή της (που συνεκδικάσθηκε με την προρρηθείσα αγωγή της αναιρεσίβλητης), ισχυρίσθηκε ότι, στην Αθήνα στις 5-7-1996, καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία ".........." και το διακριτικό τίτλο "....................."(η οποία απορροφήθηκε με συγχώνευση από την ήδη αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία) και αυτής (ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας), έγγραφη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εγχωρεί προς την "............" μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της έναντι πελατών της, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση. Οτι, λόγω της περιγραφόμενης στην αγωγή αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η "........." υποχρεώθηκε να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων στις 9-2-2000 και ότι από τη λειτουργία της ως άνω σύμβασης έχει από την "..........." τις αναφερόμενες στην αγωγή λεπτομερώς απαιτήσεις σε αλλοδαπό νόμισμα, για τις οποίες ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο της καταβολής των ξένων νομισμάτων που συνιστούσαν την απαίτησή της. Τα περιστατικά που εκτίθενται στην ως άνω αγωγή της αναιρεσείουσας, αλλά και την προπαρατεθείσα τοιαύτη της αναιρεσίβλητης, συνθέτουν το είδος δικαιοπραξίας και περιστάσεις συνάψεώς της, που, εν όψει και του ότι υπό τα περιστατικά αυτά η συναλλαγή ήταν εμπορική για τους διαδίκους (άρθρα 1 του Ε.Ν., 2 εδ. β`, 8 εδ. β` του Β.Δ. της 2/14-5-1835 "περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων"), δικαιολογούν, κατά το άρθρο 394 παρ. 1 περ. δ` του Κ.Πολ.Δ., τη χρήση του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων για την απόδειξη των κρισίμων θεμάτων της υποθέσεως, έστω και αν η αξία του αντικειμένου ένδικης συμβάσεως της πρακτορείας, καθώς και των συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων σε εκτέλεση αυτής, μεταξύ των οποίων και η πρόσθετη τροποποιητική συμφωνία των εκτελεστικών συμβάσεων της κύριας τοιαύτης, υπερέβαινε το ποσόν που ορίζεται στο άρθρο 393 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο τέταρτος, από το άρθρο 559 αριθ. 11 α` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345 Α.Κ. συνάγεται, ότι ο οφειλέτης ληξιπροθέσμου παροχής καθίσταται υπερήμερος εάν χώρησε εξώδικη ή δικαστική όχληση αυτού από τον δανειστή, με αποτέλεσμα να οφείλει τόκους υπερημερίας, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της έκτασης της πραγματικής ζημίας του δανειστού. Αποτελεί δε η όχληση "πρόσκληση του οφειλέτη προς εκπλήρωση της παροχής του", η οποία γίνεται είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς. Δικαστική όχληση συνιστά η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής και όχι απλής αναγνωριστικής τοιαύτης, εφόσον αυτή δεν περιέχει πρόσκληση προς εκπλήρωση της παροχής. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος. Ως αγωγή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, από της επιδόσεως της οποίας οφείλονται νόμιμοι τόκοι, νοείται μόνο η καταψηφιστική αγωγή, η οποία περιέχει πρόσκληση του οφειλέτου προς καταβολή του χρέους του και όχι απλή αναγνωριστική αγωγή (Ολ.ΑΠ 41/2002, Ολ.ΑΠ 7/1997). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα της από 27-3-2001 αγωγής της ενάγουσας και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας εταιρίας να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης να της καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του αιτούμενου με την αγωγή αναγνωριστικώς για την κύρια απαίτηση ποσού, με την αιτιολογία, ότι η αγωγή αυτή ήταν από της ασκήσεως και επιδόσεώς της αναγνωριστική και όχι καταψηφιστική, ώστε να μη συνιστά όχληση και ως εκ τούτου, να μην καταστεί από της επιδόσεώς της υπερήμερη η εναγομένη περί την καταβολή της άνω κύριας απαίτησης, ώστε η τελευταία να οφείλει και τόκους υπερημερίας επί της απαίτησης αυτής. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 340, 345 και 346 ΑΚ και επομένως ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ είναι αβάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 20-09-2007 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 6181/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα