Σήμα. Εμπορικό σήμα. Ασφαλιστικά μέτρα. Προστασία σήματος φήμης. Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 1726/2013).
Περίληψη: Σήμα. Ασφαλιστικά μέτρα. Προστασία σήματος φήμης. Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η προσωρινή απαγόρευση της χρήσης του επίδικου σήματος και τα λοιπά ασφαλιστικά μέτρα που ζητούνται στην αίτηση χωρίς να ορίζεται χρονικό σημείο λήξης τους, δεδομένου ότι δεν έχει κατατεθεί κύρια αγωγή για τη ρύθμιση της κατάστασης αυτής θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη πλήρη ικανοποίηση των αξιώσεων των αιτούντων με ανυπολόγιστη ζημία και οικονομική καταστροφή των καθ’ ων. Η χρήση του επίδικου σήματος από τους καθ’ ων στην ελληνική γλώσσα έχει καθιερωθεί κυρίως στο ελληνικό ή σε κάθε περίπτωση στο ελληνόφωνο τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό κοινό, ενώ οι παρεχόμενες από τις αιτούσες υπηρεσίες απευθύνονται στο αγγλόφωνο κοινό με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή ουδεμία σύνδεση ή σύγχυση μεταξύ τους.
[...] Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4§1 εδ.α' βν και γ' 18§1 και 26 του Ν. 2239/1994 συνάγονται τα εξής: α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεικτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, β) Με την καταχώριση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα επ. του ίδιου νόμου, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, όποιος δε χρησιμοποιεί ή παραποιεί ή απομιμείται σήμα που ανήκει σε άλλο μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο. γ) Παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράσταση του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία όμως λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντυπώσεως, που προκαλεί η όλη παράσταση και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη, ως μέτρου, του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρηστού, σύγχυση υπό την έννοια θεωρήσεως, εκ πλάνης, του προϊόντος στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος. Στην περίπτωση δε σύνθετου σήματος, αποτελουμένου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπεράσματος περί υπάρξεως ή μη απομιμήσεώς του, είναι η συνολική εντύπωση που προκαλεί το καθένα από τα παραβαλλόμενα, στο μέσο, μη έμπειρο, άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα ιδιαίτερη σημασία για το σχηματισμό συνολικής εντυπώσεως έχει το λεκτικό μέρος του σήματος, χωρίς όμως να αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαίτερα όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα, ώστε στους καταναλωτές να υφίσταται ο κίνδυνος συνειρμικής συσχετίσεως. Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιερώσεως μιας ενδείξεως στις συναλλαγές τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και επομένως οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποιήσεως ή απομιμήσεως πρέπει να είναι αυστηρότερες, δ) Ιδιαίτερη κατηγορία σημάτων αποτελούν τα "σήματα φήμης", σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1γ του ανωτέρω νόμου.
Στα σήματα αυτά ο νομοθέτης παρέχει διευρυμένη νομική προστασία πέραν της δια τα κοινά διακριτικά γνωρίσματα προβλεπομένης, προς τον σκοπό αφενός της αποτροπής του παρασιτικού ανταγωνισμού από τρίτους, πλην του δικαιούχου, συνισταμένου στην εμπορική αξιοποίηση της φήμης τού σήματος προς ίδιο, αθέμιτο όφελος, και αφετέρου του κινδύνου υπονομεύσεως της ιδιαιτέρας των σημάτων αυτών διακριτικής δυνάμεως. Η έννοια του "σήματος φήμης", μη προσδιοριζόμενη υπό του νομοθέτου, δύναται να καθοριστεί με βάση ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, όπως α) ο αυξημένος βαθμός καθιερώσεως του σήματος στις συναλλαγές, υπό την έννοια ότι η ανταγωνιστική δύναμη της ενδείξεως να εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, να έγινε δηλαδή γνωστή πέραν από τον σχετικό κύκλο των καταναλωτών, β) η μοναδικότητα του σήματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί, χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, γ) η ιδιοτυπία στην εν γένει εμφάνιση και την εκφραστική του δύναμη, δ) η ύπαρξη ιδιαιτέρας θετικής εκτιμήσεως του καταναλωτικού κοινού, αναφορικώς με τα προϊόντα που διακρίνει, ε) το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, η χρονική διάρκεια της χρησιμοποιήσεως του, στ) το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προβολή του, ζ) η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το σήμα χαίρει φήμης (βλ. και ΔΕΚ Υπόθ. G. 375/97). Εάν πρόκειται περί σήματος φήμης η χρησιμοποίηση του μεταγενεστέρου σήματος είναι απαγορευμένη, εάν θα προσπόριζε στον χρήστη αυτού, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος. Επί ενός τέτοιου σήματος δεν είναι απαραίτητο να δημιουργείται κίνδυνος συγχύσεως. Αρκεί ότι η χρήση του θα βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα ή την φήμη του σήματος φήμης ή θα προσπορίσει χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος στον μεταγενέστερο μη δικαιούχο. Ειδικότερα, ενόψει της ανωτέρω διευρυμένης νομικής προστασίας του σήματος φήμης, η προστασία του έναντι του κινδύνου της υποσκάψεως δεν συναρτάται οπωσδήποτε από την διαπίστωση τέτοιου βαθμού ομοιότητος μεταξύ του φημισμένου σήματος και του υπό του μη δικαιούχου χρησιμοποιημένου σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως τους από το ενδιαφερόμενο κοινό. Αρκεί η ύπαρξη για την προστασία του σήματος φήμης κάποιου βαθμού ομοιότητος μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να είναι δυνατή υπό του καταναλωτικού κοινού συνειρμική διασύνδεση του υπό του μη σηματούχου χρησιμοποιουμένου σημείου και του σήματος φήμης. Αθέμιτο δε όφελος προσπορίζεται ο τρίτος, όταν, χρησιμοποιώντας το ξένο σήμα φήμης, μεταφέρει στα προϊόντα που παράγει ή εμπορεύματα ή υπηρεσίες που προσφέρει την καλή εντύπωση που έχουν για το σήμα οι συναλλαγές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο δικαιούχος του σήματος φήμης βρίσκεται σε οικονομικό και εν γένει οργανωτικό δεσμό με τον τρίτο ή ότι επεξέτεινε τη δραστηριότητα του και στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του τρίτου και εφόσον αυτός ο (τρίτος) καρπώνεται χωρίς αντάλλαγμα την προσπάθεια του σηματούχου να καθιερώσει το σήμα του στην αγορά. Βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος φήμης επέρχεται, κυρίως, όταν αυτό χάνει την ελκτική του δύναμη. Το τελευταίο επέρχεται ακόμη και όταν το διακριτικό γνώρισμα του τρίτου χρησιμοποιείται σε ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες. Παρά δε την γραμματική διατύπωση της διατάξεως του εδαφίου γ του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2239/1994, στην οποία γίνεται μνεία περί μη παρομοίων προϊόντων ή υπηρεσιών η διάταξη αυτή, τελολογικώς ερμηνευομένη πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικώς, καταλαμβάνουσα και τις περιπτώσεις που το προγενέστερο σήμα φήμης χρησιμοποιείται από τον μη δικαιούχο προς διάκριση παρομοίων προϊόντων ή υπηρεσιών. Τούτο δε γιατί η ανωτέρω μνεία έχει ως σκοπό μόνο να υπογραμμίσει ότι οι κανόνες αυτοί έχουν εφαρμογή και όταν δεν είναι παρόμοια τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες (βλ. Απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση G-408/01 ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5§2 της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 4§1γ του Ν. 2239/94). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του νόμου 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη.
Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας" και, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ιδίου νόμου, "όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικό γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθή υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμηση των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου που κατά την γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και 2) ότι για την ύπαρξη αθεμίτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει. (Βλ. ΑΠ 1030/2008). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 6, 9 παρ. 1 περ. γ', 2 και 3, 14 παρ. 1, 97 παρ. 1, 98 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 «για το κοινοτικό σήμα» (εφεξής «Κανονισμός», ο οποίος έχει ήδη καταργηθεί από τον κωδικοποιητικό Κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, αλλά εφαρμόζεται στον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, βλ. σχετ. απόφαση Δικαστηρίου -πρώην Δ.Ε.Κ.- της 23ης Μαρτίου 2010, C-236/08 έως C-238/08, Google, ΔΙΜΕΕ 2010.135, σκέψη 11) και 1, 2, 4 παρ. 1 περ. γ', 18 παρ. 1 και 3 και 26 παρ. 1 του Ν. 2239/1994, με τον οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (η οποία έχει επίσης καταργηθεί από την κωδικοποιητική οδηγία 2008/95/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008), συνάγονται τα εξής: α) Στα σήματα που χαίρουν φήμης στην Κοινότητα ή στην Ελλάδα παρέχεται ευρύτερη προστασία από την προβλεπόμενη στις διατάξεις των περ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού ή αντίστοιχα σε εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1 περ. α' και β' Ν. 2239/1994, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 18 παρ. 3 του ίδιου νόμου. Γενικές προϋποθέσεις παροχής της προστασίας ενός φημισμένου σήματος συνιστούν: i) η χρήση του μεταγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με το καταχωρισθέν σήμα σημείου χωρίς την συγκατάθεση του δικαιούχου, ii) η χρήση του σημείου στις συναλλαγές, ήτοι στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας με σκοπό την άντληση οικονομικού οφέλους, και iii) η χρήση του σημείου «για προϊόντα ή υπηρεσίες», δηλαδή η επίθεση του στα προϊόντα που εμπορεύεται ο τρίτος μη δικαιούχος ή η χρήση του κατά τρόπο ώστε να θεμελιώνεται σύνδεσμος μεταξύ του εν λόγω σημείου και των προϊόντων που εμπορεύεται ή των υπηρεσιών που παρέχει ο τρίτος. Ως ειδική προϋπόθεση της προστασίας τίθεται η άνευ εύλογης αιτίας χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σημείου, η οποία επιφέρει ή θα μπορούσε να επιφέρει έστω μία από τις κατωτέρω τρεις διαζευκτικά αναφερόμενες προσβολές του προγενέστερου σήματος: i) βλάβη στον διακριτικό χαρακτήρα του, ii) βλάβη στην φήμη του και iii) άντληση αθέμιτου οφέλους, είτε από τον διακριτικό χαρακτήρα, είτε από την φήμη του (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 18ης Ιουνίου 2009, C-487/07, L'Oreal, ΧρΙΔ 2010.355, σκέψεις 34, 42, της 27ης Νοεμβρίου 2008, C-252/07, Intel, ΧρΙΔ 2010.365, σκέψεις 26-28, της 10ης Απριλίου 2008, C-102/07, Adidas II, ΧρΙΔ 2008.942, σκέψη 40, της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-408/01, Adidas I, ΧρΙΔ 2004.273, σκέψη 27, ΑΠ 1030/2008 ΧρΙΔ 2009.264). β) Οι συμπεριφορές που απαριθμούνται ενδεικτικώς στο άρθρο 9 παρ. 2 του Κανονισμού και 18 παρ. 1 Ν. 2239/1994, μεταξύ των οποίων η προσφορά παροχής υπηρεσιών υπό το σημείο και η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στην διαφήμιση, αποτελούν χρήσεις «για προϊόντα ή υπηρεσίες» (βλ. Google σκέψη 61). γ) Οι διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 περ. γ' του Κανονισμού, 4 παρ. 1 περ. γ' και 26 παρ. 1 εδαφ. β' Ν. 2239/1994, στις οποίες γίνεται μνεία περί ανόμοιων - μη συναφών - προϊόντων ή υπηρεσιών, πρέπει, τεχνολογικώς ερμηνευόμενες και παρά την γραμματική διατύπωσή τους, να ερμηνευθούν διασταλτικά, ώστε να καταλαμβάνουν και τις περιπτώσεις που το προγενέστερο σήμα φήμης χρησιμοποιείται από τον μη δικαιούχο προς διάκριση πανομοιότυπων ή παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών. Τούτο δε γιατί η ανωτέρω μνεία έχει ως σκοπό μόνο να υπογραμμίσει ότι οι κανόνες αυτοί έχουν εφαρμογή και όταν δεν είναι παρόμοια τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-301/07, PAGO σκέψεις 17-19, L' Oreal σκέψη 35, Adidas II σκέψη 37, Adidas I σκέψεις 19-22, απόφαση Δ.Ε.Κ. της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-292/00, Davidoff, ΧρΙΔ 2003.831, σκέψεις 24 επ., ΑΠ 1030/2008 όπ.π.). δ) Για να χαρακτηρισθεί ένα σήμα ως φημισμένο απαιτείται επαρκής βαθμός γνώσεως του από το κοινό, το οποίο αυτό αφορά, δηλαδή, ανάλογα με το διατιθέμενο στο εμπόριο προϊόν ή υπηρεσία, είτε το ευρύ κοινό είτε ένα πλέον εξειδικευμένο κοινό, π.χ. συγκεκριμένος επαγγελματικός κύκλος, χωρίς παράλληλα να απαιτείται όπως είναι γνωστό σε συγκεκριμένο ποσοστό του κατ' αυτόν τον τρόπο προσδιορισμένου κοινού.
Ο απαιτούμενος βαθμός γνώσεως υφίσταται όταν το προγενέστερο σήμα είναι γνωστό σε σημαντικό μέρος του οικείου κοινού (βλ PAGO σκέψεις 22-24, απόφαση Δ.Ε.Κ. της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-375/97, General Motors, ΕΕμπΔ 2000.180, σκέψεις 23-25, 26). Κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής, το δικάζον δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, την ένταση, την γεωγραφική έκταση και την διάρκεια τΠς χρησιμοποιήσεως του, καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει ο σηματούχος για την προβολή του (βλ-PAGO σκέψη 25, General Motors, σκέψη 27). Από άποψη εδαφικής εκτάσεως, δεν απαιτείται η φήμη να υφίσταται «σε ολόκληρο» το έδαφος της Ελλάδας ή της Κοινότητας. Αρκεί να υφίσταται σε σημαντικό τμήμα τους (βλ. PAGO σκέψη 27, General Motors σκέψη 28). Η φήμη ενός κοινοτικού σήματος που εκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος ενός κρότους μέλους, όπως της Ελλάδος, είναι δυνατόν υπό προϋποθέσεις να θεωρηθεί ότι πληροί την εδαφική απαίτηση του άρθρου 9 παρ. 1 περ. γ' του Κανονισμού (βλ. PAGO σκέψεις 28-30 με αναφορά στην Αυστρία), ε) Οι παραπάνω προσβολές του φημισμένου σήματος αποτελούν, την συνέπεια ενός ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ εκείνου και του λοιπού του μη δικαιούχου χρησιμοποιημένου σημείου, λόγω της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει το σημείο με το σήμα, δηλαδή τα συνδέει μεταξύ τους, μολονότι δεν τα συγχέει. Συνεπώς, δεν απαιτείται η ύπαρξη τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του σήματος που χαίρει φήμης και του χρησιμοποιούμενου από τον τρίτο σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερομένου κοινού. Αρκεί για την διάγνωση της ύπαρξης του απαιτούμενου συνδέσμου το γεγονός ότι, όταν ο μέσος καταναλωτής, που έχει την συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, αντικρίζει το μεταγενέστερο σήμα, ανακαλεί συνειρμικό στη μνήμη του το προγενέστερο (βλ. L 'Oreal, σκέψη 36, απόφαση Δ.Ε.Κ. της 12ης Μαρτίου 2009, C-320/07 P. Nasdaq, σκέψη 43, Intel σκέψη 60, Adidas II σκέψη 41, Adidas I σκέψεις 29 και 31, ΑΠ 1030/2008 όπ.π.). στ) Η ύπαρξη τέτοιου συνειρμικού συνδέσμου πρέπει να εκτιμάται συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Nasdaq σκέψη 45, Intel σκέψη 41, Adidas II σκέψη 42, Adidas I σκέψη 30). Μεταξύ των παραγόντων αυτών περιλαμβάνονται: ο βαθμός της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημάτων - η φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί καθένα από τα συγκρουόμενα σήματα, περιλαμβανομένων τόσο του βαθμού εγγύτητας ή ετερότητας των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών όσο και του ενδιαφερόμενου κοινού - το εύρος της φήμης του προγενέστερου σήματος - η ένταση του διακριτικού χαρακτήρα, είτε εγγενούς είτε αποκτηθέντος με τη χρήση, του προγενέστερου σήματος - ο κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού (βλ. Nasdaq σκέψη 45, Intel σκέψεις 42 επ.). Ως προς τον πρώτο ως άνω παράγοντα πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ομοιάζουν τα δύο σήματα τόσο πιο πιθανό είναι το οικείο κοινό να ανακαλέσει συνειρμικά στην μνήμη του το προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που τα σήματα είναι πανομοιότυπα (βλ. Intel σκέψη 44).
Εξάλλου, υπάρχει οπωσδήποτε σύνδεσμος μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων οσάκις συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως (καίτοι αυτός ως προελέχθη δεν συνιστά προϋπόθεση της προστασίας του φημισμένου σήματος), ήτοι όταν το οικείο κοινό πιστεύει ή ενδέχεται να πιστέψει ότι τα προϊόντα ή οι ουσίες που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από το μεταγενέστερο σήμα προέρχονται είτε από την ίδια επιχείρηση είτε από επιχειρήσεις που έχουν οικονομική σχέση (βλ. Intel σκέψη 57). Με άλλη διατύπωση, ο συνειρμικός σύνδεσμος είναι έννοια υπάλληλη του κινδύνου συγχύσεως, ώστε αν διαπιστώνεται η συνδρομή του τελευταίου παρέπεται ότι το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα σήματα, ζ) Αν και ο συνειρμικός σύνδεσμος συνιστά προϋπόθεση της προσβολής του σήματος που χαίρει φήμης Nasdaq σκέψη 44, Intel σκέψη 31), εντούτοις αυτή καθαυτή η ύπαρξη του δεν αρκεί για την κατάφαση της (βλ. L'Oreal σκέψη 37, Intel σκέψη 32). Απαιτείται, επιπλέον, απόδειξη είτε της υπάρξεως πραγματικής και ενεστώσας προσβολής του φημισμένου σήματος, είτε σοβαρού κινδύνου επελεύσεως τέτοιας προσβολής στο μέλλον (βλ. Intel σκέψεις 37-38, General Motors σκέψη 30). Βέβαια, όσο αμεσότερα και εντονότερα συσχετίζει το οικείο κοινό τα συγκρουόμενα σήματα, τόσο σοβαρότερος είναι ο κίνδυνος η ενεστώσα ή μελλοντική χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος να προσπορίσει αθέμιτο όφελος είτε από τον διακριτικό χαρακτήρα είτε από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή να προκαλέσει βλάβη είτε στον διακριτικό χαρακτήρα είτε στη φήμη του προγενέστερου σήματος (βλ. L-Oreal σκέψη 44, Intel σκέψη 67). η) Η έννοια του αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή την φήμη του προγενεστέρου σήματος περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου υφίσταται πρόδηλη εκμετάλλευση και παρασιτισμός εις βάρος φημισμένου σήματος ή προσπάθεια αντλήσεως οφέλους από το καλό του όνομα. Με άλλη διατύπωση, πρόκειται για τον κίνδυνο να μεταφερθεί η εικόνα του φημισμένου σήματος ή τα χαρακτηριστικά που προβάλλει αυτή στα προϊόντα που καλύπτει το μεταγενέστερο σήμα, οπότε η εμπορία τους θα διευκολυνθεί από την σύνδεση αυτή με το φημισμένο προγενέστερο σήμα (βλ. V Oreal σκέψη 41, προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Adidas I σκέψη 39). Τούτο συμβαίνει οσάκις τρίτος επιχειρεί να εκμεταλλευθεί σήμα που χαίρει φήμης, χρησιμοποιώντας σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο του σήματος, προκειμένου να επωφεληθεί από την έλξη που ασκεί το σήμα αυτό, την φήμη και το κύρος του, καθώς και να εκμεταλλευθεί, χωρίς να καταβάλει κανένα χρηματικό αντίτιμο και χωρίς ο ίδιος να μοχθήσει προς τούτο, την εμπορική προσπάθεια που καταβάλλει ο δικαιούχος του σήματος για να οικοδομήσει και να εδραιώσει την φήμη του σήματος αυτού (βλ. Google σκέψη 102, L 'Oreal σκέψη 49). Η άντληση αθέμιτου οφέλους συνιστά ανεξάρτητη μορφή προσβολής του φημισμένου σήματος και συνεπώς είναι νοητή, ακόμα και όταν από την συγκεκριμένη χρήση δεν θίγεται παράλληλα ο διακριτικός χαρακτήρας ή η φήμη του σήματος (βλ. L'Oreal σκέψεις 42-43). θ) Βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα του φημισμένου σήματος, η οποία καλείται επίσης «εξασθένηση» ή «απίσχνανση», επέρχεται όταν η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος συνεπάγεται τον διασκεδασμό τόσο της ταυτότητας του όσο και της επιρροής (αντίκτυπου) του στο κοινό, ώστε να εξασθενεί η ικανότητα του να προσδιορίζει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε και χρησιμοποιείται ως προερχόμενες από τον δικαιούχο. Τέτοια περίπτωση συντρέχει οσάκις το προγενέστερο σήμα παύει πλέον να δημιουργεί άμεση συσχέτιση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί και χρησιμοποιείται (βλ. L' Oreal σκέψη 39, Intel σκέψη 29, προτάσεις, του Γενικού Εισαγγελέα της 10ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση Adidas I σκέψη 37). Για την στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης προσβολής πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων ή αποδέκτη των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος είτε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον (βλ. Intel σκέψη 77). ι) Βλάβη της φήμης του προγενέστερου σήματος, η οποία καλείται επίσης αμαύρωση» ή «απαξίωση», υφίσταται οσάκις τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτει το μεταγενέστερο σήμα γίνονται αντιληπτά από το κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η έλξη που ασκεί το πρώτο. Ο κίνδυνος της ζημίας αυτής ανακύπτει ιδίως όταν τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν κάποιο χαρακτηριστικό που ενδεχομένως επιδρά αρνητικώς στην εικόνα φημισμένου προγενεστέρου σήματος λόγω της ταυτίσεως ή της ομοιότητας του με το μεταγενέστερο (βλ. LOreal σκέψη 40, προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Adidas I σκέψη 38).
Με την οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Απριλίου 2004 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (εφεξής «οδηγία») επιδιώχθηκε η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων των κρατών μελών της Ε.Ε. προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά (βλ. δέκατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας). Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καταλαμβάνει το σύνολο των προβλεπόμενων από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 και την δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας), στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (βλ. άρθρο 1 εδ. β' της οδηγίας). Έτσι, η οδηγία διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων επί καταχωρισθέντων εθνικών και κοινοτικών σημάτων (βλ. την Δήλωση 2005/295/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ, EE L 94 της 13ης Απριλίου 2005 σελ. 37,.τον κατάλογο πράξεων κοινοτικού και ευρωπαϊκού δικαίου στο Παράρτημα της υποβληθείσας από την Επιτροπή προτάσεως οδηγίας, COM(2003) 46 τελικό, βλ. επίσης για την ένταξη των σημάτων στην βιομηχανική ιδιοκτησία το άρθρο 1 παρ. 2 της κυρωθείσας με τον Ν. 213/1975 Διεθνούς Συμβάσεως των Παρισίων του έτους 1883 «περί προστασίας της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας» και το άρθρο 8 παρ. 18 Ν. 2557/1997). Εξάλλου, με το άρθρο 20 παρ. 1 της οδηγίας ορίσθηκε ως ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο η 29η Απριλίου 2006. Με το άρθρο 13 παρ. 1 εδαφ. α' της οδηγίας θεσπίζεται υποχρέωση των κρατών μελών να εισάγουν ρύθμιση σχετική με την αποκατάσταση της πραγματικής ζημίας του δικαιούχου δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας σε προσβολή του τελευταίου από δόλο ή βαριά αμέλεια, ενώ το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου εξειδικεύει την υποχρέωση αυτή, προβλέποντας εναλλακτικώς δυο μεθόδους καθορισμού της αποζημίωσης. Ειδικά ως προς τον δεύτερο τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης (άρθρο 13 παρ. 1 εδαφ. β' περ. β' της οδηγίας), πρέπει να σημειωθεί ότι το ελάχιστο περιεχόμενο του συνίσταται στην πληρωμή των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας (επί λέξει: «κατ' αποκοπή ποσό βάσει στοιχείων όπως τουλάχιστον το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν αν...). Πάντως, τα κράτη-μέλη οφείλουν να μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο αμφότερες τις μεθόδους καθορισμού, η δε επιλογή μίας εξ αυτών καταλείπεται στα δικαστήρια, τα οποία αποφαίνονται λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης και τα αιτήματα των διαδίκων (βλ. Κ. Πολυζωγόπουλο, Οριστική αποκατάσταση και αποζημίωση, στο συλλογικό έργο «Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας - Η νέα κοινοτική οδηγία 2004/48», 2005, σελ. 82). Η υποχρέωση μεταφοράς του συνόλου της ρύθμισης προκύπτει ερμηνευτικά από την διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραπάνω παραγράφου, το οποίο απευθύνεται στα κράτη μέλη (επί λέξει: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε...»). Αντίθετα, το δεύτερο εδάφιο εξειδικεύει, ως προελέχθη, την ανωτέρω υποχρέωση των κρατών μελών και για τον λόγο αυτό απευθύνεται στα δικαστήρια (επί λέξει: «Όταν οι δικαστικές αρχές καθορίζουν την αποζημίωση: ...»). Με το άρθρο 15 της οδηγίας προβλέφθηκε η δυνατότητα δημοσιοποίησης των οικείων αστικών αποφάσεων, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, με ανάρτησή τους, καθώς και με πλήρη ή μερική δημοσίευση τους, ως συμπληρωματικό αποτρεπτικό μέτρο για μελλοντικούς παραβάτες και ως μέσο ευαισθητοποίησης του κοινού (βλ. την εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας). Η οδηγία μεταφέρθηκε μερικώς μόνο στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 2 Ν. 3524/2007, με το οποίο τροποποιήθηκαν και προστέθηκαν διατάξεις στο ενδέκατο κεφάλαιο του Ν. 2121/1993 «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» (σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3524/2007 το άρθρο 2 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, των οποίων η συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει μετά την 16.9.2006). Έτσι, στο Ν. 2239/1994 ελλείπουν διατάξεις σχετικές με την παροχή δικαιώματος στον ζημιωθέντα να αιτηθεί, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του από δόλο ή βαριά αμέλεια, την πληρωμή ποσού ανάλογου προς το αντάλλαγμα άδειας εκμετάλλευσης και την δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων επί αγωγών προσβολής σήματος. Οι προαναφερόμενες στις σκέψεις 13 και 14 διατάξεις της οδηγίας είναι μεν από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, δεν τυγχάνουν, όμως, εφαρμογής, αυτές καθαυτές, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κλπ., σκέψεις 108-109, της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, ΕλλΔνη 36.958, σκέψεις 20-25), στερούνται, δηλαδή, άμεσου αποτελέσματος (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κλπ., Αρμεν 2006.2037, σκέψη 113). Πάντως, και ενόψει της πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας 2004/48/ΕΚ, το δικάζον δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο προς τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ε.Ε. και 288 παρ. 3 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ε.Ε. (πρώην άρθρα 10 παρ. 1 και 249 παρ. 3 ΣυνθΕΚ, βλ. Αδενέλερ σκέψεις 108, 113, Pfeiffer σκέψεις 110-114, Faccini Dori σκέψη 26, απόφαση Δ.Ε.Κ. της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, σκέψη 8).
Μάλιστα, η αρχή της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητα τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη με τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό (βλ. Αδενέλερ σκέψη 111, Pfeiffer σκέψη 115), απαγορευμένης βέβαια της contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου (βλ. Αδενέλερ σκέψη 110). Κατόπιν τούτων, η απουσία διάταξης στο Ν. 2239/1994 σχετικής με την παροχή δικαιώματος στον δικαιούχο να αιτηθεί, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του από δόλο ή βαριά αμέλεια, την πληρωμή ποσού ανάλογου προς το αντάλλαγμα άδειας εκμετάλλευσης, πρέπει να θεωρηθεί ως ακούσιο (γνήσιο) κενό δικαίου που επιτάσσει, σε διαφορές όπου η προσβολή έλαβε χώρα μετά την 29η Απριλίου 2006, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. Αδενέλερ σκέψεις 107 επ., ιδίως 115), την αναλογική εφαρμογή διατάξεων συγγενών νομοθετημάτων που προστατεύουν έτερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, και συγκεκριμένα της τρίτης περίπτωσης των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 2 Ν. 1733/1987 και 17 παρ. 2 Π.Δ/τος 45/1991, λόγω της ταυτότητας νομικής και πραγματικής αιτίας (πρβλ. επίσης θ. Λιακόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ. ε, 2000, σελ. 135 επ., ιδίως 145, Μ.-Θ. Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, 2007, σελ. 333-334, Γ. Πάνου, Η επιδίκαση ποσού ανάλογου προς το τίμημα άδειας εκμετάλλευσης ως αποζημίωση για την προσβολή άυλου αγαθού, ΔΕΕ 1999.1109, 1110, Τ. Φουντεδάκη, Παρατηρήσεις, ΕπισκΕΔ 2003.812 επ., αρ. II 3. Ως προς την πλήρωση των κενών δικαίου βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 3η έκδ., 2002, σελ. 62 επ.). Ως βάση για τον προσδιορισμό του ανάλογου προς το αντάλλαγμα ποσού τίθεται η πλασματική σύμβαση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του άυλου αγαθού μεταξύ του δικαιούχου και του προσβολέα. Εξετάζεται το ερώτημα, τι θα απαιτούσε ως τίμημα ένας συνετός δικαιούχος και τι θα κατέβαλε ένας συνετός αδειούχος εάν είχαν συνάψει την παραπάνω σύμβαση γνωρίζοντας όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Με άλλη διατύπωση, για την εξεύρεση του ανάλογου προς το τίμημα άδειας εκμετάλλευσης ποσού, θα ληφθεί υπόψη το σύνηθες τίμημα, το οποίο ζητείται στο συγκεκριμένο κλάδο για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης του συγκεκριμένου άυλου αγαθού. Σημαντική βοήθεια για τον προσδιορισμό του ανάλογου προς το τίμημα άδειας εκμετάλλευσης ποσού θα παράσχουν στο δικαστήριο οι παλαιότερες συμβάσεις παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του σήματος, τις οποίες ο δικαιούχος ενδεχομένως έχει συνάψει στο παρελθόν -και πριν την πράξη προσβολής - με τρίτους (βλ. Γ. Πάνου, όπ.π., σελ. 1113). Ομοίως, η απουσία διάταξης στον Ν. 2239/1994 σχετικής με την δημοσίευση αστικών αποφάσεων σε υποθέσεις προσβολής του αποκλειστικού δικαιώματος επί σήματος, οι οποίες συζητούνται μετά τις 16-9-2006 (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3524/2007), πρέπει να θεωρηθεί ως ακούσιο (γνήσιο) κενό δικαίου που επιτάσσει την αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του όρθρου 66Γ Ν. 2121/1993, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 Ν. 3524/2007, λόγω της ταυτότητας της νομικής και πραγματικής αιτίας (πρβλ. Μ.-θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 341-342, Χ. Αποστολόπουλο, Η Οδηγία 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και ο νόμος 3524/2007 για την μεταφορά της στο ελληνικό δίκαιο, ΧρΙΔ 2008.179, 180). Αυτονόητο είναι ότι τα προπαρατιθέμενα ισχύουν και επί αγωγών προσβολής κοινοτικού σήματος, καθώς τα ελληνικά δικαστήρια κοινοτικών σημάτων παραπέμπονται όσον αφορά τις κυρώσεις στο εθνικό δίκαιο (βλ. άρθρα 14 παρ. 1 εδαφ. β' και 98 παρ. 2 του Κανονισμού, επίσης Μ.- Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 392, Στ. Κουτσοχήνα, Η προστασία του κοινοτικού σήματος και οι περιορισμοί της, 2004, σελ. 294-295), συνεπώς και στις αναλογικώς εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 Ν. 1733/1987, 17 παρ. 2 Π.Δ/τος 45/1991 και 66Γ Ν. 2121/1993. Το άρθρο 33 Ν. 2239/1994 περί των σημάτων αλλοδαπών επαναλαμβάνει την βασική ρύθμιση του άρθρου 35 Α.Ν. 1998/1939 «περί σημάτων», όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 18 Ν. 3205/1955, η οποία έγκειται στην αυτοτέλεια του καταχωρισμένου «αλλοδαπού» σήματος από το σήμα του κράτους, όπου βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση του δικαιούχου (βλ. άρθρο 35 παρ. 4 Α.Ν. 1998/1939 και 33 παρ. 4 Ν. 2239/1994), και στην προστασία του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία («δύνανται να προστατευθώσι κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου» σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 35 παρ. 1 Α.Ν. 1998/1939 και «δύνανται να προστατευτούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου» κατά την αντίστοιχη του άρθρου 33 παρ. 4 Ν. 2239/1994). Στην ουσία το «αλλοδαπό» καταχωρισμένο στην Ελλάδα σήμα αντιμετωπίζεται από την εθνική νομοθεσία ακριβώς όπως ένα ημεδαπό. Διακριτικός τίτλος ή - σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 13 παρ. 1 Ν. 146/1914- ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης είναι η ένδειξη με την οποία εξατομικεύεται και διακρίνεται ονομαστικά η επιχείρηση, κλάδος ή κατάστημα της στις συναλλαγές. Είναι μη υποχρεωτικό λεκτικό διακριτικό γνώρισμα που επιλέγεται ελεύθερα και επιτελεί ονοματική λειτουργία (βλ. Μ.-θ. Μαρίνο, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, β' έκδ., 2009, σελ. 300 επ.). Εξάλλου, το άυλο και αποκλειστικό δικαίωμα επί του διακριτικού τίτλου κτάται σύμφωνα με το ουσιαστικό σύστημα, ήτοι με την χρησιμοποίηση στις συναλλαγές, η δε καταχώριση σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο-μητρώο έχει δηλωτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 255-256, 302, πρβλ. ΕφΑΘ 5121/2006 ΕλλΔνη 48.522 ως προς την εμπορική επωνυμία). Δεν θεωρείται ως χρήση «για προϊόντα ή υπηρεσίες» του άρθρου 9 παρ. 1 περ. γ' του Κανονισμού ή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 περ. γ' και 18 παρ. 3 Ν. 2239/1994 (βλ. σκέψη 2) η χρήση του διακριτικού τίτλου, όταν αυτή περιορίζεται στην προαναφερόμενη εξατομίκευση στις συναλλαγές της επιχείρησης ή ενός κλάδου ή καταστήματος της (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-17/06, Celine, σκέψη 21). Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συνιστά χρήση «για προϊόντα ή υπηρεσίες» αυτή καθαυτή η αναγραφή λεκτικής ένδειξης ως διακριτικού τίτλου επιχείρησης σε εταιρικό καταστατικό ή στο πρωτόκολλο επωνυμιών των οικείων επιμελητηρίων. Αντίθετα, συνιστά τέτοια χρήση η εκ μέρους του τρίτου επίθεση του αποτελούντος τον διακριτικό του τίτλο σημείου κατά τρόπο ώστε να συσχετίζεται με τα προϊόντα που εμπορεύεται ή τις υπηρεσίες που παρέχει (βλ. Celine σκέψεις 22-23), όπως συμβαίνει με τις προπεριγραφόμενες συμπεριφορές του άρθρου 9 παρ. 2 του Κανονισμού και 18 παρ. 1 Ν. 2239/1994 (βλ. σκέψη 3). Πρόκειται για την λεγόμενη «γνήσια» σύγκρουση μεταξύ σήματος και διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού συστήματος (βλ. Τ. Φουντεδάκη, Η σύγκρουση των διακριτικών γνωρισμάτων, 2003, σελ. 87).
Από την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 Ν. 146/1914 συνάγεται ότι προϋποθέσεις προστασίας του διακριτικού τίτλου είναι: α) η ύπαρξη διακριτικής δύναμης ή χαρακτήρα, η οποία υφίσταται καταρχήν σε ξενόγλωσσες λέξεις, που δεν έχουν καθιερωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο (βλ. Μ.-θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 267-269, 302, Δ. Τζουγανάτο, στο συλλογικό έργο Αθέμιτος Ανταγωνισμός, επιμ. Ν. Ρόκα, 1996, άρθρα 13-15 αρ. 9, 18 επ.), β) χρησιμοποίηση στις ημεδαπές συναλλαγές (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 270, 302, Δ. Τζουγανάτο, όπ.π., αρ. 11 επ.), και γ) πρόκληση κινδύνου σύγχυσης από την χρήση του χρονικά μεταγενέστερου διακριτικού γνωρίσματος, ήτοι ο κίνδυνος να πιστεύσει ο μέσος καταναλωτής του οικείου συναλλακτικού κλάδου, που έχει την συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, ότι πρόκειται για ίδιες επιχειρήσεις ή για επιχειρήσεις που έχουν οικονομική σχέση (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 270, 302, Δ. Τζουγανάτο, όπ.π., αρ. 27 επ.). Η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού ή η συγγένεια εμπορικών κλάδων δεν συνιστά προϋπόθεση για την παροχή της παραπάνω προστασίας (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 253, Δ. Τζουγανάτο, όπ.π., αρ. 30). Στην πράξη συνηθίζεται από τις επιχειρήσεις η καταχώριση του διακριτικού τους τίτλου ως λεκτικό σήμα, ενώ δεν είναι σπάνια και η χρήση στις συναλλαγές ήδη καταχωρισθέντος σήματος ως διακριτικού τίτλου της δικαιούχου επιχείρησης. Η σύγκρουση του ως άνω διακριτικού τίτλου με μεταγενέστερο σημείο, που χρησιμοποιείται εν είδει διακριτικού γνωρίσματος, αντιμετωπίζεται ως σύγκρουση διακριτικών γνωρισμάτων χωρίς αναγωγή στο δίκαιο των σημάτων. Πρόκειται για την λεγόμενη «μη γνήσια» σύγκρουση σήματος με διακριτικό γνώρισμα επιχείρησης (βλ. Τ. Φουντεδάκη, όπ.π., σελ. 88). Ενδέχεται, πάντως, το μεταγενέστερο σημείο που χρησιμοποιείται ως διακριτικός τίτλος να χαρακτηρίζει ταυτόχρονα και τις παρεχόμενες από την επιχείρηση υπηρεσίες (βλ. σκέψεις 3 και 22). Στην περίπτωση αυτή η δικαιούχος επιχείρηση δύναται να στραφεί κατά του υπόχρεου στηριζόμενη τόσο στην νομοθεσία περί σημάτων, («γνήσια σύγκρουση»), όσο και στην διάταξη του άρθρου 13 Ν. 146/1914 («μη γνήσια σύγκρουση», ήτοι σύγκρουση διακριτικών γνωρισμάτων). Η κυρωθείσα με τον Ν. 213/1975 Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων του έτους 1883 «περί προστασίας της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας» (εφεξής «ΔΣ Παρισίων»), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις Η.Π.Α. το έτος 1887, ορίζει τα εξής: «Αρθρο 1 παρ. 2. Η προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας έχει ως αντικείμενο τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα υποδείγματα χρησιμότητος, τα σχέδια ή βιομηχανικά υποδείγματα, τα εμπορικό ή βιομηχανικά σήματα τα σήματα υπηρεσίας, την εμπορικήν επωνυμίαν και τας ενδείξεις προελεύσεως ή τοπωνυμικός τοιαύτας, ως επίσης και την καταστολήν του αθεμίτου ανταγωνισμού. ... Αρθρο 2 παρ. 1. Οι υπήκοοι εκάστης των Χωρών της Ενώσεως θα απολαύωσιν εν πάσαις ταις λοιπαίς Χώραις της Ενώσεως εις ότι αφορά την προστασίαν της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, των πλεονεκτημάτων εκείνων, άτινα οι σχετικοί νόμοι αναγνωρίζουσιν επί του παρόντος ή θέλουσιν αναγνωρίσει μεταγενεστέρως εις τους ημεδαπούς, μη θιγομένων των δικαιωμάτων των ειδικώς προβλεπομένων υπό της παρούσης Συμβάσεως. Κατά συνέπειαν θα τυγχάνωσιν της αυτής προστασίας, οίας και ούτοι και της αυτής νομίμου συνδρομής κατά πάσης προσβολής των δικαιωμάτων των, υπό την επιφύλαξιν της εκπληρώσεως των εις τους ημεδαπούς επιβαλλομένων όρων και διατυπώσεων. ... Αρθρο 8. Η εμπορική επωνυμία θα προοτατεύηται εν πάση χώρα της Ενώσεως, άνευ υποχρεώσεως καταθέσεως ή καταχωρήσεως, είτε αποτελεί ή μη μέρος του βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος. ... Αρθρο 10 δις. 1. Αι Χώραι της Ενώσεως υποχρεούνται να εξασφαλίζωσιν εις τους υπηκόους της Ενώσεως αποτελεσματικήν προστασίαν κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού. 2. Συνιστά αθέμιτον ανταγωνισμόν πάσα πράξις ανταγωνισμού αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη της Βιομηχανίας και του Εμπορίου. 3. Ειδικώς δέον νΛ απαγορευθώσι: 1ον) Πάσαι αι πράξεις αίτινες δύνανται να δημιουργήσωσι καθ' οιονδήποτε τρόπον σύγχυσιν ως προς την επιχείρησιν, τα προϊόντα ή την βιομηχανικήν ή εμπορικήν δραστηριότητα ανταγωνισμού των. 2ον) Οι ψευδείς ισχυρισμοί εν τη ασκήσει του εμπορίου οίτινες δύνανται να δυσφημήσωσι την επιχείρησιν τα προϊόντα ή την βιομηχανικήν ή εμπορικήν δραστηριότητα ανταγωνιστού τίνος. 3ον) Αι ενδείξεις ή οι ψευδείς ισχυρισμοί των οποίων η χρήσις εν τη ασκήσει του εμπορίου δύναται να παραπλάνηση το κοινόν ως προς την φύσιν, την μέθοδον κατασκευής, τα χαρακτηριστικά, τον τρόπον χρήσεως ή την ποσότητα των εμπορευμάτων». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι προϋπόθεση για την προστασία αλλοδαπού διακριτικού τίτλου επιχείρησης συνιστά η χρήση του στις ημεδαπές συναλλαγές, όπως απαιτεί το άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 146/1914, έστω και αν αυτή δεν γίνεται από τον ίδιο τον δικαιούχο, αλλά από διανομέα υπό ευρεία έννοια, π.χ. εμπορικό αντιπρόσωπο, διανομέα αποκλειστικό ή μη. Τούτο απορρέει από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ημεδαπών και αλλοδαπών που καθιερώνει η ΔΣ Παρισίων, το άρθρο 8 της οποίας αποσυνδέει την προστασία της εμπορικής επωνυμίας (κατ' αναλογία και των λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων που επιτελούν ονοματική λειτουργία) μόνο από το τυπικό σύστημα. Κατά τα λοιπά η προστασία των αλλοδαπών διακριτικών τίτλων τελεί υπό τους ίδιους όρους, όπως και για τους ημεδαπούς, άρα με χρήση ή, εφόσον ελλείπει η διακριτική δύναμη, με καθιέρωση στις συναλλαγές (πρβλ. ως προς την επωνυμία Μ.-Θ. Μαρίνο, όπ.π., σελ. 299-300, Δ. Κουτσούκη, στο συλλογικό έργο «Αθέμιτος ανταγωνισμός», 1996, άρθρα 13-15 αρ. 132-134). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 Ν. 2239/1994 και 932 εδ. α' ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής καταχωρισμένου σήματος, ο σηματούχος δικαιούται να απαιτήσει την άρση ή/και παράλειψη της στο μέλλον και, εφόσον αυτή είναι υπαίτια, αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, 2007, σελ. 325 επ.).Η προσβολή του απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος επί καταχωρισμένου σήματος συνιστά πράξη παράνομη και, εφόσον γίνεται υπαιτίως, συνιστά αδικοπραξία, επειδή ενέχει αφΛ εαυτής εναντίωση προς την αποκλειστική εξουσία εκείνου. Δηλαδή, το γεγονός της επέμβασης δημιουργεί και την παράνομη πράξη κατ" όρθρο 914 ΑΚ και την ειδική διάταξη του άρθρου 26 Ν. 2239/1994. Το τελευταίο άρθρο αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ, και ως εκ τούτου τα άρθρα 914 επ. ΑΚ εφαρμόζονται όπου η ειδική διάταξη αφήνει κενά και στον βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστη η συμπληρωματική εφαρμογή με το νομοθετικό πνεύμα που την διέπει. Ετσι, π.χ., εφαρμόζονται συμπληρωματικώς τα άρθρα 922, 926 και 932 ΑΚ (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνο, ό.π. σελ. 324, πρβλ. ως προς την. αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 65 Ν. 2121/1993 ΑΠ 1493/2009 ΔίΜΕΕ 2010 72, ιδίως σελ. 74-75, ΑΠ 872/2009 ΕλλΔνη 50. 1054, Μ.-Θ. Μαρίνο, Η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ΕλλΔνη 35. 1441, 1447, και ως προς εκείνη του άρθρου 17 Ν. 1733/1987, Κ. Παμπούκη, Κανόνες δικαίου, ΕπισκΕΔ 2009, σελ. 721-722 υποσ. 2). Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 26 Ν. 2239/1994 ορίζει: «2. Η αγωγή εγείρεται ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως ποσού, και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία...», ενώ εκείνη της τρίτης παραγράφου του ίδιου άρθρου: «Οι διαφορές της πρώτης παραγράφου, αν ενωθούν με διαφορές εκ του Ν. 146/1914 ή των άρθρων 914 επ. του Αστικού Κώδικα, μπορεί να εισάγονται και στα αρμόδια Πολυμελή Πρωτοδικεία».
Η υπαγωγή των διαφορών περί σημάτων στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού προκρίθηκε από τον νομοθέτη εν όψει της έντονης ανάγκης ταχύτητας στη δικανική κρίση επί διαφορών προσβολής σημάτων (βλ. την εισηγητική έκθεση, επίσης Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, Το σήμα υπηρεσιών, 1995, σελ. 82). 4. Από το προπαρατιθέμενο νομικό πλαίσιο συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αποκλειστικώς καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση αγωγών, που έχων ως ιστορική τους βάση την προσβολή καταχωρισθέντος σήματος κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 18 παρ. 3 και 4 παρ. 1 N. 2239/1994 και αίτημα τους την άρση ή παράλειψη της προσβολής ή/και την καταβολή αποζημίωσης και ηθικής βλάβης, ανεξαρτήτως ποσού. Το πολυμελές πρωτοδικείο καθίσταται καθ' ύλην αρμόδιο μόνο στην περίπτωση της κατ' άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ή βάσεων, όπου εισάγεται έτερο αντικείμενο δίκης ερειδόμενο στην νομοθεσία περί αθέμιτου ανταγωνισμού ή στις διατάξεις των όρθρων 914 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει π.χ. όταν το σήμα χρησιμοποιείται στα πλαίσια των συναλλαγών και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης του ενάγοντος, οπότε με την σωρευόμενη αγωγή ζητείται η προστασία με βάση τον Ν. 146/1914 του διακριτικού γνωρίσματος (που ταυτίζεται με το σήμα) και όχι του ίδιου του σήματος (βλ. για την λεγόμενη «μη γνήσια» σύγκρουση σήματος και διακριτικού γνωρίσματος Τ. Φουντεδάκη, Η σύγκρουση των διακριτικών γνωρισμάτων, 2003, σελ. 88, επίσης ΠολΠρΑΘ 3613/2010 αδημ.), ή όταν πέραν του καταχωρισθέντος σήματος ζητείται η προστασία άλλων ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων προϊόντος (βλ. τα πραγματικά περιστατικά στην ΠολΠρΑΘ 1225/2006 ΕΕμπΔ 2006 466). Αυτονόητο είναι ότι η συμπληρωματική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. α' ΑΚ επί αγωγής προσβολής καταχωρισμένου σήματος (βλ. σκέψη 2) δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης, ήτοι νέα διαφορά, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Τα προαναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη σκέψη ισχύουν και επί προσβολής κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1, 92 περ. α', 97 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 «για το κοινοτικό σήμα» [ο οποίος έχει ήδη καταργηθεί από τον κωδικοποιητικό Κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, αλλά εφαρμόζεται στον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, βλ. σχετ. απόφαση Δικαστηρίου -πρώην Δ.Ε.Κ.- της 23ης Μαρτίου 2010, C-236/08 έως C-238/08, Google, ΔιΜΕΕ 2010 135, σκέψη 11] και 7 παρ. 2 Ν. 2943/2001. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτούσες αλλοδαπές εταιρίες που εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκθέτουν με την υπό κρίση αίτηση τους ότι η πρώτη αιτούσα είναι από το 1989 δικαιούχος του σήματος «SKY» και λειτουργεί το μεγαλύτερο ψηφιακό τηλεοπτικό δίκτυο του Ηνωμένου Βασιλείου, χρησιμοποιώντας διεθνώς λεκτικά και απεικονιστικά σήματα που συνίστανται σε, ή εμπεριέχουν την ένδειξη «SKY», προς διάκριση πλήθους προϊόντων και υπηρεσιών, περιλαμβανομένων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών υπηρεσιών, υπηρεσιών ψυχαγωγίας εν γένει και δορυφορικών τηλεπικοινωνιών με τεράστια φήμη και αναγνωρισιμότητα παγκοσμίως, ενώ η 2η αιτούσα είναι από την 14 Ιουλίου 2010, κατόπιν μεταβιβάσεως από την 1η αιτούσα δικαιούχος περίπου χιλίων (1.000) σημάτων διεθνώς, τα οποία συνίστανται σε ή εμπεριέχουν την ένδειξη «SKY», και της άδειας χρήσης αυτών, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και τα ενδεικτικά αναφερόμενα στην αίτηση καταχωρισμένα Κοινοτικά Σήματα, που προστατεύονται στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ 2007/2009 στου Συμβουλίου «για το κοινοτικό σήμα» και του Νόμου 2239/1994 «Περί Σημάτων». Ότι η 1η καθ' ής προσφέρει υπηρεσίες ραδιοφωνικής μετάδοσης και η 2η καθ' ης υπηρεσίες τηλεοπτικής μετάδοσης ενός Ελλάδας και κατέθεσαν στην Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης αιτήσεις προς καταχώριση στο Ελληνικό Μητρώο Σημάτων διαφόρων σημάτων που συνίσταντο σε, ή εμπεριείχαν τις ενδείξεις «ΣΚΑΪ» και «SKY», προς διάκριση διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών. Ότι ενόψει της προφανούς ηχητικής ομοιότητας των ενδείξεων «ΣΚΑΪ» και «SKY» και του κινδύνου σύγχυσης και συσχέτησης των σημάτων και προς επίλησης αντιδικίας μεταξύ των ενωτέρω εταιριών ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων οι αιτούσες εταιρίες υπέγραψαν με τις καθ' ών εταιρίες στις 13 Ιανουαρίου 2009 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Συμβιβασμού «Σύμβαση» που καθόρισε τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι καθ' ών δύνανται να κάνουν χρήση της ένδειξης «ΣΚΑΪ» στην Ελλάδα, και παραιτήθηκαν από τις αιτήσεις ημεδαπών σημάτων που αναφέρονται στην αίτηση. Ότι παραβιάζοντας την ανωτέρω «Σύμβαση» καθ' ων εταιρίες προβαίνουν επανειλημμένα στην χρήση σύνθετων ενδείξεων, που εμπεριέχουν την ένδειξη «ΣΚΑΪ» κατά κυρίαρχο τρόπο αναφορικά με τηλεοπτικές και /ή ραδιοφωνικές υπηρεσίες, δηλαδή Υπηρεσίες που είναι ταυτόσημες ή παρόμοιες με τις υπηρεσίες που διακρίνουν τα σήματα SKY στις κλάσεις 38 και 41, που ενδέχεται να δημιουργήσουν σύγχυση καθώς επίσης και με την χρήση σειράς ενδείξεων «ΣΚΑΪ» προς διάκριση βιβλίων, χαρτών, εγκυκλοπαιδειών, CD, DVD και σπόρων κηπουρικής και τη χρήση οπτικά παρόμοιων λογοτύπων σε χρωματικό συνδυασμό και διάταξη, τα οποία προσομοιάζουν έντονα στον αντίστοιχο χρωματικό συνδυασμό και στη διάταξη των φημισμένων λογοτύπων των αιτουσών. Ότι οι ανωτέρω ενέργειες συνιστούν αθέτηση της συμβατικής τους υποχρέωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 340, 343 α και 383 ΑΚ, προσβολή σήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 3 και 26 παρ. 1 του Ν. 2239/1994 περί Σημάτων, καθώς και των άρθρων 9, 14, 16 και 96 του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου «για το κοινοτικό σήμα» και αθέμιτο ανταγωνισμό σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 «Περί Αθέμιτου Ανταγωνισμού» και των άρθρων 57-59 ΑΚ. Οτι λόγω της ταυτότητας της κυρίαρχης λεκτικής ένδειξης των σημάτων με το μεταγενέστερο λεκτικό σημείο, αλλά και της ταυτότητας των προϊόντων που διακρίνουν, παράγεται σύγχυση στον μέσο καταναλωτή. Οτι οι καθ' ών αποσκοπούν στην αποκόμιση αθέμιτου οφέλους από την φήμη των σημάτων τους, ενώ παράλληλα βλάπτεται ο διακριτικός χαρακτήρας τους. Ζητούν δε, επικαλούμενες άμεσο κίνδυνο: 1) να απαγορευθεί προσωρινά στις καθ' ών να χρησιμοποιούν την ένδειξη «ΣΚΑΪ» με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, εκτός «για αυστηρά περιγραφικούς σκοπούς» ή «στο άνω ή κάτω τμήμα της οθόνης της τηλεόρασης» αναφορικά με τις τηλεοπτικές υπηρεσίες της 2ης καθ' ης, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 1C της Σύμβασης, Ειδικότερα να απαγορευθεί προσωρινά στις καθ'ών να χρησιμοποιούν οπιαδήποτε σύνθετη λένδειξη που ενσωματώνει την ένδειξη «ΣΚΑΪ», περιλαμβανομένων χωρίς περιορισμό των επίμαχων ενδείξεων «ΣΚΑΪ NEWS», ««ΣΚΑΪ ΤΩΡΑ», «ΣΚΑΪ LIFE», «ΣΚΑΪ PLAYER», «ΣΚΑΪ SHOP», «ΣΚΑΪ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ», «ΣΚΑΪ ΝΕΑ», «ΣΚΑΪ.Γ», «ΣΚΑΪ BLOGS», «ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ», «ΣΚΑΪ ΘΕΜΑ», «ΣΚΑΪ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ», «ΣΚΑΪ ΠΑΙΔΕΙΑ», «ΣΚΑΪ ΚΑΛΗΜΕΡΑ», «ΣΚΑΪ CARTA», «ΣΚΑΪ GOAL». 2) Να διαταχθούν προσωρινά οι καθ'ών να τροποποιήσουν τον χρωματικό συνδυασμό κόκκινου και μπλε και τη διάταξη δυο ορθογωνίων παραλληλογράμμων στα επίμαχα λογότυπα «ΣΚΑΪ Γ», «ΣΚΑΪ 100,3», «ΣΚΑΪ PLAYER», «ΣΚΑΪ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ» και «ΣΚΑΪ ΝΕΑ», ούτως ώστε να μην προσομοιάζουν προς τα λογότυπα «SKY NEWS», «SKY SPORTS», «SKY ΒΕΤ» των αιτουσών και/ή στο κοινοτικό σήμα «SKY SPORTS» υπ' αριθμ. 1178458.3) Να απαγορευθεί προσωρινά στις καθ' ών να εκμεταλλεύονται εμπορικά εν γένει (όπως παράγουν, προσφέρουν προς πώληση, διανέμουν, διαφημίζουν ή προωθούν) οποιοδήποτε προϊόν ή υπηρεσία, πλην των τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων χωρίς περιορισμό, βιβλίων, χαρτών, εγκυκλοπαιδειών, cd,dvd και σπόρων κηπουρικής, υπό οποιαδήποτε ένδειξη συνίσταται σε ή εμπεριέχει τους όρους «SKY» ή «ΣΚΑΪ», περιλαμβανομένων των ενδείξεων «ΣΚΑΪ», «ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ», «ΣΚΑΪ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ», «ΣΚΑΪ ΠΑΙΔΕΙΑ». 4) Να διαταχθεί προσωρινά η καταμέτρηση, περιγραφή, απογραφή και συντηρητική κατάσχεση όλων των υλικών φορέων, περιλαμβανομένων προϊόντων και υλικών συσκευασίας, τα οποία σχετίζονται με την επιχείρηση των καθ'ών και φέρουν οποιαδήποτε ένδειξη συνίσταται σε ή εμπεριέχει τους όρους «SKY» ή «ΣΚΑΪ», περιλαμβανομένων των ενδείξεων «ΣΚΑΪ», «ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ», «ΣΚΑΪ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ», «ΣΚΑΪ ΠΑΙΔΕΙΑ», είτε αυτά βρίσκονται στην κατοχή των καθ'ών ή κατέχονται από τρίτον για λογαριασμό των καθ' ων, 5) Να διαταχθεί η ισχύς των ανωτέρω αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων στην επικράτεια όλων των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 6) Σε περίπτωση παράβασης από οποιονδήποτε εκ των καθ'ών οποιουδήποτε όρου του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης κατ' αποδοχή των αιτημάτων 1-5 της αίτησης, να απειληθεί κατά των καθ'ών χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ υπέρ των αιτουσών καθώς και η προσωπική κράτηση του νομίμου εκπροσώπου εκάστης των καθ'ών διάρκειας ενός χρόνου, 7) να επιτραπεί στις αιτούσες α) να δημοσιεύσουν το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες της Ελλάδας με έξοδα των καθ' ών και β) να αναπαράγουν Αγγλική μετάφραση της ως άνω δημοσίευσης μέσω των μέσων ενημέρωσης των αιτουσών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση και 8) να καταδικαστούν οι καθ' ών στην εν γένει δικαστική δαπάνη των αιτουσών και στην αμοιβή των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση, υπάγεται μεν στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων [βλ. το άρθρο 93 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 90 παρ. 1 και 2 περ. α' του Κανονισμού (ΕΚ) 40/94, 60 παρ. 1 και 68 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 όσον αφορά την στηριζόμενη στην προσβολή των επίδικων κοινοτικών σημάτων βάση, καθώς και τα άρθρα 2 παρ. 1 και 60 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 αναφορικά με την βάση περί προσβολής των ημεδαπών σημάτων], ως στηριζόμενη στα άρθρα 340,343 α' και 383 ΑΚ, προσβολή σήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 3 και26 παρ.1 του Ν2239/1994 περί Σημάτων, καθώς και των άρθρων 9, 14, 16 και 96 του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου « για το κοινοτικό σήμα» και αθέμιτο ανταγωνισμό σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 «Περί Αθέμιτου Ανταγωνισμού» και των όρθρων 57-59 ΑΚ. Όμως κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 682 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι βασικές προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι να υπάρχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος προς αποτροπή του οποίου να κατατείνει το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο και να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος για την προστασία του οποίου επιδιώκεται το ασφαλιστικό μέτρο. Αυτό δε γιατί η δικαστική προστασία που παρέχεται με τη μορφή ασφαλιστικών μέτρων έχει σαν σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση κατά τη δίκη που εκκρεμεί ή πρόκειται να ανοίγει για τη σχετική διαφορά, ως και την αποφυγή βλαβών, οι οποίες ενδέχεται να επέλθουν κατά το χρονικό διάστημα το οποίο απαιτείται να περάσει για τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης ή της αναγκαστικής εκτέλεσης για να διασφαλιστεί έτσι στο μέλλον ο τελικός σκοπός της. Γι' αυτό η αδικαιολόγητη και μακράς διάρκειας καθυστέρηση άσκησης της αίτησης υποδηλώνει έλλειψη της επείγουσας περίπτωσης (βλ. Τζίφρα «Ασφαλιστικά Μέτρα» εκδ. Δ' σελ. 12, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ» άρθρο 682 αρ. 12, Μον.Πρωτ.ΑΘ. 4677/2000 ΕΕμπΔ 2000. 580, Μον.Πρωτ.ΑΘ 12504/1999 ΕΕμπΔ 99. 406. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 731, 732 και 692 παρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο, κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της καταστάσεως υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα τηρηθεί ο κανόνας της τελευταίας διατάξεως του άρθρου 692 παρ. 4, με την οποία ορίζεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, με εξαίρεση μόνο τη διάταξη του άρθρου 728 του ίδιου ως άνω Κώδικα. Σκοπός δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέση και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κυρίας δίκης στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικώς η έννομη σχέση. Έτσι τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να δημιουργούν αμετάκλητες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν, όταν ανακληθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή διαγνωστεί στην κύρια δίκη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μη ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης. Οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις που ρυθμίζεται προσωρινώς η κατάσταση με ασφαλιστικά μέτρα, καθ' όσον το ασφαλιστικό μέτρο της ρυθμίσεως καταστάσεως δεν διαφέρει, κατά το σκοπό του, από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικώς με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινώς για την αποτροπή δημιουργίας, έως την περάτωση της κυρίας διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πρακτικό σκοπό της δίκης αυτής (ΜΠρΑΘ 1377/2004 ΝοΒ 2005. 305, ΜΠρΡοδ 837/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2004. 374150, ΜΠρΠειρ. 2524/1999 ΕλλΔνη 40. 1627, ΜΠρΘεσ 2945/1996 ΕλλΔνη 38. 177, ΜΠρΧαλκ 589/1991 ΕλλΔνη 34. 1396, ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ ΕρμΚΠολΔ τ. 2ος στο άρθρο 692 σελ. 1355). Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, πρέπει η υπό κρίση αίτηση ν' απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως διατυπώνεται (: «τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση»), δεν περιέχει κατευθυντήριες γραμμές ή οδηγίες στον Δικαστή που επιλαμβάνεται της υποθέσεως αφορώσας τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αλλά θεσπίζεται μ' αυτήν απαγορευτικός κανόνας, με την έννοια ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διατάξει τέτοια ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία συνιστούν ικανοποίηση δικαιώματος, εκτός αν περί τούτου υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των άρθρων 728 και 729 ΚΠολΔ περί προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεων (και επί αρμοδιότητος Ειρηνοδικείου του άρθρου 734 ΚΠολΔ, περί προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως της νομής), στις οποίες προδήλως δεν εμπίπτει το, δια της ενδίκου αιτήσεως, αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο. Συνεπώς η «προσωρινή» απαγόρευση της χρήσης του σήματος «ΣΚΑΪ» με οποιοδήποτε τρόπο, και της χρήσης κάθε σύνθετης ένδειξης που ενσωματώνει την ένδειξη «ΣΚΑΪ», η τροποποίηση του χρωματικού συνδυασμού κόκκινου και μπλε και της διάταξης δύο ορθογώνιων παραλληλόγραμμων στα ανωτέρω αναφερόμενα λογότυπα, η απαγόρευση εμπορικής εκμετάλλευσης οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας, πλην των τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών υπηρεσιών, η καταμέτρηση, περιγραφή και συντηρητική κατάσχεση όλων των υλικών φορέων, περιλαμβανομένων προϊόντων και υλικών συσκευασίας τα οποία σχετίζονται με την επιχείρηση των καθ'ών και φέρουν οποιαδήποτε ένδειξη συνίσταται σε ή εμπεριέχει τους όρους «SKY» ή «ΣΚΑΪ», περιλαμβανομένων των ενδείξεων «ΣΚΑΪ», «ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ», «ΣΚΑΪ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ», «ΣΚΑΪ ΠΑΙΔΕΙΑ», είτε αυτά βρίσκονται στην κατοχή των καθ'ών ή κατέχονται από τρίτον για λογαριασμό των καθ' ών, και η επέκταση της ισχύος των ανωτέρω αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων στην επικράτεια όλων των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν ορίζεται το χρονικό σημείο λήξης των ανωτέρω ασφαλιστικών μέτρων δεδομένου ότι δεν έχει κατατεθεί κύρια αγωγή για την ρύθμιση της κατάστασης αυτής, θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη πλήρη ικανοποίηση των αξιώσεων των αιτούντων με ανυπολόγιστη ζημία και οικονομική καταστροφή των καθ' ων, οι οποίες δεν θα δύνανται πλέον και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα να κάνουν χρήση του σήματος «ΣΚΑΪ» του οποίου κάνουν χρήση από το έτος 1989 παρά την έλλειψη δικαιωμάτων κατά το τυπικό σύστημα (καταχωρημένων σημάτων) χωρίς μέχρι σήμερα να έχει ανακύψει ζήτημα αμφισβήτησης των δικαιωμάτων των καθ' ών εταιριών στην χρήση του σήματος «ΣΚΑΪ».
Εξάλλου τόσο η οπτική όσο και η ηχητική του εντύπωση του ελληνικού σήματος «ΣΚΑΪ» ή «SKAI», δεν ταυτίζεται με την οπτική και ηχητική εντύπωση του σήματος «SKY» το οποίο σημαίνει «ουρανός» ενώ το χρησιμοποιούμενο από τις καθ' ών εταιρίες σήμα, «ΣΚΑΪ» στην ελληνική γλώσσα, και «SKAI» όπως χρησιμοποιείται με λατινικούς χαρακτήρες, δεν είναι ταυτόσημο (δεν σημαίνει τίποτε), ούτε γράφεται ή προφέρεται όπως το αγγλικό «SKY» από αγγλόφωνους χρήστες, ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, να είναι δηλαδή δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη ως μέτρου του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια της θεωρήσεως, εκ πλάνης, του προϊόντος το οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχόμενο από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος. Τούτο λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η μακρόχρονη και πάντως πλέον της 20ετίας πλέον αδιάλειπτη χρήση του σήματος «ΣΚΑΪ» στις συναλλαγές, ως διακριτικό γνώρισμα ελληνικού ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, ως επωνυμία και διακριτικός τίτλος των εταιριών του ομίλου «ΣΚΑΪ» και ως domain name και διαδικτυακό διακριτικό γνώρισμα, έχει καθιερωθεί κυρίως στο ελληνικό ή σε κάθε περίπτωση ελληνόφωνο τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό κοινό, καθόσον η μόνη γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αυτές είναι η ελληνική γλώσσα, ενώ οι παρεχόμενες από τις αιτούσες υπηρεσίες, εκτός του ότι πρόκειται για υπηρεσίες συνδρομητικής - επί πληρωμή - τηλεόρασης, οι ελεύθερα παρεχόμενες και προσβάσιμες προς το κοινό άνευ ανταλλάγματος υπηρεσίες, απευθύνονται στο αγγλόφωνο κοινό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή ουδεμία σύνδεση ή σύγχυση μεταξύ τους. Συνεπώς απορριπτέα κρίνεται η παρούσα αίτηση και διότι η αποδοχή της δύναται να δημιουργήσει αμετάκλητη κατάσταση, η οποία δεν θα μπορεί να ανατραπεί αν στο μεταξύ ανακληθεί η σχετική απόφαση που θα διατάζει το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο ή διαγνωστεί στην κύρια δίκη, που ενδεχομένως θ' ακολουθήσει, και δη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος των αιτουσών (πρβλ. σχετ. και ΜΠΕΗ, Τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας σελ. 57), αλλά και εκ του γεγονότος ότι δεν υφίσταται πραγματικά επικείμενος κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχουν οι αιτούσες και οι καθ' ών εταιρίες, λόγω έλλειψης οπτικής και ηχητικής ταυτότητας του χρησιμοποιούμενου σήματος αλλά και ταυτότητας του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα διάδικα μέρη δεδομένου ότι το ελληνόφωνο κοινό δεν ταυτίζεται με το αγγλόφωνο κοινό. Κατ' επέκταση δεν υφίσταται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος σύγχυσης για την αποτροπή του οποίου να επιβάλλεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει, ως αποβλέπουσα στην πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος των αιτουσών, αλλά και λόγω έλλειψης επικείμενου κινδύνου σύγχυσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η δικαστική δαπάνη των καθ' ών θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των αιτουσών λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αιτούσες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των καθ' ών, ποσού 500 ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη – Αθήνα