Επαγγελματική μίσθωση. Σε περίπτωση εκποίησης του μισθίου ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται εκ του νόμου απεριόριστα στην έννομη σχέση της μίσθωσης (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 75/2011)
Περίληψη: Επαγγελματική μίσθωση. Σε περίπτωση εκποίησης του μισθίου ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται εκ του νόμου απεριόριστα στην έννομη σχέση της μίσθωσης. Δεν αποκτά περισσότερα δικαιώματα από εκείνα που είχε ο αρχικός κύριος. Η νομική θέση του μισθωτή δεν πρέπει να καθίσταται χειρότερη από μόνη τη μεταβίβαση του μισθίου. Αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 614 και στη, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, μεταβίβαση της επικαρπίας από τον εκμισθωτή. Δεν μπορούν να απαιτηθούν μελλοντικά μη ληξιπρόθεσμα μισθώματα, πέραν του χρόνου συζήτησης της αγωγής, αφού η καταβολή τους εξαρτάται από την εκπλήρωση της αντιπαροχής, της διάθεσης του μισθίου κατάλληλου προς χρήση. Αναπροσαρμογή του μισθώματος. Προϋποθέσεις αυτής. Απαιτείται η άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος και η έκδοση διαπλαστικής απόφασης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος δεν μπορεί να ασκηθεί κατ` ένσταση σε δίκη περί καταβολής δεδουλευμένων μισθωμάτων. Μπορεί να ασκηθεί μόνο με επιθετική πράξη. Η αναπροσαρμογή δεν μπορεί να εκτείνεται σε δεδουλευμένα μισθώματα, προηγούμενα του χρόνου άσκησης του δικαιώματος αναπροσαρμογής.
[...] 1. Με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 1229/1992 καταργήθηκε ρητά, η διάταξη του άρθρου 7 § 1 του ν. 813/1978 «περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων», η οποία όριζε ότι «αι διατάξεις των άρθρων 614-618,1164 ΑΚ και 1009 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται και επί των υπαγομένων εις τον παρόντα νόμον ρυθμίσεων». Από την ανωτέρω ρητή κατάργηση της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 813/1978, σαφώς προκύπτει η βούληση του νομοθέτη για τη μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ και του ΚΠολΔ, επί των εμπορικών μισθώσεων, με τον πρόδηλο σκοπό, επί εκποιήσεως του μισθίου ακινήτου, ο νέος κτήτορας να υπεισέρχεται, βάσει του νόμου, στην έννομη σχέση της μίσθωσης απεριόριστα και να υπάρχει δυνατότητα απεριόριστης εκχώρησης ή προκαταβολής μισθωμάτων, ώστε να μην έχει περισσότερα δικαιώματα από εκείνα που είχε ο αρχικός κύριος και εκμισθωτής αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται χειρότερη η νομική θέση του μισθωτή με την καθ` οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση του μισθίου ακινήτου (ΟλΑΠ 6/2004 ΕλλΔνη 2004. 702). Ειδικότερα, το άρθρο 614 ΑΚ ορίζει ότι «Στη μίσθωση ακινήτου, που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αν ο εκμισθωτής κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε τρίτον την κυριότητα του μισθίου ή παραχωρήσει άλλο εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο». Οπως, ορθά, γίνεται δεκτό η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται αναλογικά και όταν, στη διάρκεια της μίσθωσης, ο εκμισθωτής - επικαρπωτής μεταβιβάσει, κατά την έννοια του άρθρου 1166 εδ. β` ΑΚ, την άσκηση της επικαρπίας σε άλλον (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος 1,2004, σελ. 368, Κ. Παντελίδου σε Απ. Γεωργιάδη, ΣυντΕρμΑΚ 1,2010,614 - 615 αριθ. 19).
2. Περαιτέρω, κατά γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τα άρθρα 69, 70, 223, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, ως απώτερος χρόνος κατά τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των στοιχείων της κτήσης και του απαιτητού του συγκεκριμένου δικαιώματος του ενάγοντος, είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή εκείνος κατά την οποία εκφωνείται η υπόθεση και αρχίζει η κατ` ουσίαν εκδίκαση της. Κατ` εξαίρεση, και υπό τις περιοριστικές προϋποθέσεις που εισάγονται από το άρθρο 69 ΚΠολΔ, συγχωρείται η έγερση αγωγής για παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και συνδέεται με τη μελλοντική επέλευση χρονικού σημείου ή γεγονότος ή την πλήρωση αίρεσης, οπότε ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή ευθύς ως επέλθουν τα παραπάνω γεγονότα. Παρόμοια προληπτική προστασία παρέχεται από το ίδιο άρθρο (§ 1 εδ. στ`) και σε κάθε άλλη περίπτωση αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής. Σε όλες τις περιπτώσεις της προληπτικής προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 69 ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη έγερση της και θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος. Το άρθρο 69 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στη περίπτωση καταβολής μελλοντικών (μη δεδουλευμένων) μισθωμάτων, για την οποία πρέπει να συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Και τούτο γιατί η οφειλή των μισθωμάτων εξαρτάται από την αντιπαροχή, δηλαδή τη διάθεση του μισθίου κατάλληλου για τη χρήση που συμφωνήθηκε στον αντίστοιχο χρόνο (ΕφΑΘ 7020/2006 ΕΔΠολ 2008. 86, ΕφΑΘ 8195/1996 ΕλλΔνη 1997. 636). Ως εκ τούτου, σε αγωγή με την οποία διώκεται η καταβολή μελλοντικών μισθωμάτων, νομίμως ζητείται η καταδίκη στην πληρωμή των ληξιπρόθεσμων ενδιάμεσων μισθωμάτων μέχρι την πρώτη συζήτηση της, αλλά είναι μη νόμιμο το περαιτέρω αίτημα για καταδίκη από τούδε στην πληρωμή μελλοντικών και μη ληξιπρόθεσμων κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής μισθωμάτων (ΕφΑΘ 8195/1996 ό.π, έτσι κατ` αποτέλεσμα και ΕφΑΘ 7020/2006 ό.π.).
3. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες, με την υπό κρίση αγωγή τους, ισχυρίζονται ότι με το από 1.11.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ, ο πατέρας τους εκμίσθωσε στον εναγόμενο το εκεί περιγραφόμενο ακίνητο προκειμένου ο τελευταίος να το εκμεταλλευτεί ως αρτοποιείο, γαλακτοπωλείο και ζαχαροπλαστείο. Ότι με το αναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής του έτους 2008 μεταβιβάστηκε σε αυτές κατ` ισομοιρία από τον πατέρα τους η ενάσκηση της επικαρπίας του μισθίου ακινήτου. Ότι ο εναγόμενος, παρά την ακώλυτη χρήση του μισθίου, δεν τους έχει καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, συνολικού ποσού 2.120,00 ευρώ. Οτι με δεδομένη την ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου παρίσταται βέβαια ότι αυτός δεν θα καταβάλει και τα μέχρι τη συζήτηση της αγωγής μισθώματα της χρονικής περιόδου Απριλίου 2010 - Οκτωβρίου 2010, συνολικού ποσού 3.710,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην καθεμία από αυτές το συνολικό ποσό των 2.915,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη δήλη ημέρα που κάθε μηνιαίο μίσθωμα κατέστη ή θα καταστεί ληξιπρόθεσμο μέχρι την εξόφληση.
4. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 14 § 1 περ. β` σε συνδ. με 16 § 1,29,647 ΚΠολΔ, 48 ΠΔ 34/1995), και παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εναγόμενος, ασκείται παραδεκτά, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 και 44 ΠΔ 34/1995,480,574,595, 341, 345 ΑΚ, 69 § 1 περ. α` και στ`, 907 και 910 περ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη υπ` αριθ. 1 ανωτέρω της παρούσας, στην αγωγή εκτίθενται πλήρως και όχι αόριστα όλα εκείνα τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της από τις ενάγουσες, καθόσον, ενόψει της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 614 ΑΚ σε περίπτωση μεταβίβασης της ενάσκησης της επικαρπίας και της ευρύτερης και όχι στενότερης ερμηνείας, που γίνεται δεκτή επί διαδοχής στη μίσθωση σε περιπτώσεις νέου «κτήτορα» επί εμπορικών μισθώσεων, για την ενεργητική νομιμοποίηση των εναγουσών στην έγερση της ένδικης αγωγής αρκεί η συγκεκριμένη επίκληση ότι μεταβιβάστηκε σε αυτές η ενάσκηση της επικαρπίας του εκμισθωτή πατέρα τους με το επικαλούμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, δεν υπόκειται σε μεταγραφή, καθώς αφορά σε ενοχική και όχι εμπράγματη σύμβαση (ΑΠ 1522/2006 ΕλλΔνη 2006.1393). Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπ` αριθ. 2 ανωτέρω της παρούσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου περί απαραδέκτου εναγωγής του για μελλοντικά μισθώματα, δεδομένου ότι οι ενάγουσες επιδιώκουν την καταβολή τέτοιων μισθωμάτων για χρονικό διάστημα που δεν εκτείνεται πέραν της συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, επικαλούμενες, σε κάθε περίπτωση, βεβαιότητα για μη πληρωμή των μισθωμάτων ενόψει της ήδη επί σημαντικό χρονικό διάστημα αιτιώμενης δυστροπίας του εναγομένου (πρβλ. ΕφΑΘ 161/2010 ΕλλΔνη 2010.784 για την περίπτωση μη επίκλησης συγκεκριμένου λόγου προς δικαιολόγηση της πρόωρης έγερσης μιας αγωγής). Επομένως, αφού έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις επ` αυτού νόμιμες επιβαρύνσεις υπέρ του Τ.Ν. και του ΤΑΧ.ΔΙ.Κ. (βλ. τα 433132 και 125631 αγωγόσημα σειράς Α, με επισήματα Τ.Ν. και με προσαύξηση αξίας λόγω εισφοράς υπέρ ΤΑΧ.ΔΙ.Κ.), η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
5. Από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ προβλέπεται η δυνατότητα διαμόρφωσης της έννομης σχέσης, όταν αυτό επιβάλλεται από την καλή πίστη. Η καλή πίστη επιβάλλει είτε την επιχείρηση θετικών πράξεων, είτε την απαγόρευση ενεργειών τόσο στον οφειλέτη σε συναίνεση για την τροποποίηση της συμβάσεως, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και συντρέχουν αντικειμενικά κριτήρια αντλούμενα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Περαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Εφόσον δεν συντρέχει, από τις, ως άνω, προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή, η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού (ΑΠ 893/2010 ΝοΒ 2011.933).Όταν, λοιπόν, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ, είναι δυνατή η αλλαγή του περιεχομένου της σύμβασης, η οποία, όμως, δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά μετά από πρωτοβουλία του δανειστή και με επέμβαση του δικαστηρίου, με έκδοση διαπλαστικής απόφασης που ισχύει για το μέλλον και δεν ανατρέχει στο χρόνο συνδρομής των περιστατικών. Ο δανειστής αποκτά, δηλαδή, διαπλαστικό δικαίωμα με το οποίο μπορεί να ζητήσει τη δικαστική λύση ή αναπροσαρμογή της σύμβασης, το οποίο ασκείται με αγωγή ή ανταγωγή ή και κατ` ένσταση (Απ. Χελιδόνης σε Απ. Γεωργιάδη, ΣυντΕρμΑΚ Ι, 2010, 388 αριθ. 27 και 30). Ωστόσο, δεδομένου ότι η διάπλαση που γίνεται με την αγωγή ή ανταγωγή δεν έχει αναδρομική δύναμη, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αναπτύξει τέτοια ενέργεια η ένσταση και συνεπώς δεν δύναται να επιτευχθεί με μια ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 388 ή 288 ΑΚ απόσβεση δεδουλευμένων μισθωμάτων, δεν μπορεί, δηλαδή, η άσκηση του δικαιώματος αναπροσαρμογής του μισθώματος, κατά τις παραπάνω διατάξεις, να γίνει με αμυντική πράξη, αλλά απαιτείται επιθετική πράξη, ήτοι αγωγή ή ανταγωγή (ΑΠ 1035/2001 ΕλλΔνη 2003. 477), καθόσον μια τέτοια ένσταση αναπροσαρμογής (μείωσης) δεν επιτρέπεται να αναφέρεται σε προγενέστερη από την άσκηση της παροχή (ΑΠ 66/2008 ΤΝΠ Νόμος).
6. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος, με συνοπτικές δηλώσεις του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και αναλυτικά με τις έγγραφες προτάσεις που παράλληλα κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ισχυρίζεται ότι: α) Ενόψει των αναφερόμενων οικονομικών περιστάσεων που συνέτρεξαν μετά τη σύναψη της μίσθωσης, επήλθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στηρίχθηκε η κατάρτιση της σύμβασης αυτής, και δη στην εκτίμηση του τζίρου ιδίως από τις δραστηριότητες του γαλακτοπωλείου και του ζαχαροπλαστείου, τέτοια που δικαιολογεί μείωση του μισθώματος κατά ποσοστό τουλάχιστον 40%. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω σκέψη (υπ` αριθ. 5 της παρούσας), η ένσταση αυτή την οποία ο εναγόμενος επιχειρεί να στηρίξει στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού δεν επιτρέπεται να ζητηθεί αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος με προβολή τέτοιας ένστασης, η οποία θα μπορούσε να αναπτύξει την ενέργεια της μόνο στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι επιτρέπεται η δικαστική επιδίωξη μελλοντικών μισθωμάτων, για χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης της αγωγής. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπιεικής, δεδομένου ότι ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την επιθυμητή αναπροσαρμογή του μισθώματος με δική του πρωτοβουλία, από το χρόνο που έκρινε ότι είχε χωρήσει απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, ήτοι από το Δεκέμβριο του έτους 2009, και να μην αναμείνει τη συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (12.5.2011) της ένδικης από 17-3-2010 αγωγής, ευχέρεια την οποία μπορούσε να ασκήσει ακόμα και με ανταγωγή, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της επιδικίας και για μελλοντικά, κατά την έγερση της αγωγής, μισθώματα, β) Επικαλούμενος το ίδιο με την ανωτέρω ένσταση ιστορικό, όπου μεταξύ άλλων εκθέτει ότι είχε ζητήσει την προσωρινή μείωση του μισθώματος, πρόταση που απορρίφθηκε από την αντίδικο πλευρά, ισχυρίζεται ότι συντρέχει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Και η ένσταση αυτή, όμως, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι ακόμα και αν είναι αληθινά τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν ένσταση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, μη νομίμως προτεινόμενο ισχυρισμό κατά το άρθρο 388 ΑΚ. Η δε αιτίαση ότι απορρίφθηκε πρόταση του για μείωση του μισθώματος δεν καθιστά τη συμπεριφορά των εναγομένων προφανώς υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον τέτοια προφανής υπέρβαση θα συνέτρεχε στην περίπτωση που, ενώ αρχικά οι ενάγουσες με τη συμπεριφορά τους είχαν εύλογα δημιουργήσει στον εναγόμενο την εντύπωση ότι θα αποδέχονταν μια τέτοια πρόταση του, στη συνέχεια την απέρριπταν. Ως εκ τούτου καμία από τις ενστάσεις του εναγομένου δεν μπορεί να εξεταστεί κατ` ουσίαν.
7. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στα οποία καταλέγονται, κατ` άρθρο 444 περ. 3 ΚΠολΔ, και οι προσκομιζόμενες με επίκληση από τις ενάγουσες φωτογραφίες, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια χωρίς να έχει παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1.11.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης καταστήματος, αντίγραφο του οποίου παραλήφθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αλμυρού στις 8.11.2007 με αριθμό θεώρησης 635/2007, ο πατέρας των εναγουσών Κ. Μ. εκμίσθωσε στον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 136 τ.μ. σε οικοδομή που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών .... και... στον Αλμυρό, για πέντε (5) έτη με χρόνο έναρξης της μίσθωσης την 1.12.2007 και λήξης τις 30.11.2012 έναντι μηνιαίου μισθώματος 500,00 ευρώ μέχρι τις 30.11.2009 και έκτοτε αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 4% ετησίως επί του μισθώματος του προηγουμένου μισθωτικού έτους, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, και προσαυξανόμενο με ποσοστό 2% από το προβλεπόμενο τέλος χαρτοσήμου (ποσοστού 1,6% από το ίδιο τέλος συμφωνήθηκε ότι θα βάρυνε τον εκμισθωτή), προκειμένου να το χρησιμοποιήσει (ο εναγόμενος) ως αρτοποιείο, ζαχαροπλαστείο και γαλακτοπωλείο. Με το .../29.9.2008 συμβόλαιο γονικής παροχής δικαιώματος ενάσκησης επικαρπίας της Συμβολαιογράφου Νέας Σμύρνης Ε. Μ. - Μπον, ο πατέρας των εναγουσών μεταβίβασε σε αυτές κατ` ισομοιρίαν τις εξουσίες άσκησης της επικαρπίας επί του ανωτέρω μισθίου καταστήματος για μία εξαετία, με τη ρητή μνεία ότι αυτές θα ήταν οι δικαιούμενες στην είσπραξη των μισθωμάτων. Ωστόσο, μετά τη συμπλήρωση διετίας, ο εναγόμενος, αν και έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, μέχρι τις 29.9.2010, οπότε επέδωσε στις ενάγουσες, όπως και στον πατέρα τους, την από 13.9.2010 καταγγελία μίσθωσης (βλ. τις 5.982, 5.983 και 5.984δ`/29.9.2010 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Λ.) δεν κατέβαλλε σε αυτές το από 1.12.2009 αναπροσαρμοσμένο μηνιαίο μίσθωμα ποσού 520,00 ευρώ, πλέον της συμφωνημένης αναλογίας 2% του τέλους χαρτοσήμου, ήτοι μηνιαία το συνολικό ποσό των 530,00 ευρώ. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η ανωτέρω καταγγελία, που έγινε μετά τη συμπλήρωση διετίας από την έναρξη της μίσθωσης και δεν συνοδεύτηκε από εκούσια παραλαβή των κλειδιών του μισθίου από τις ενάγουσες, δεν επέφερε, κατ άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, τη λήξη της μίσθωσης εντός της εκτεινόμενης μέχρι τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2010 επίδικης χρονικής περιόδου (βλ. ΑΠ 246/2011 ΤΝΠ Νόμος), ΑΠ 1745/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5501/2007 ΕλλΔνη 2008. 594), ο εναγόμενος οφείλει το καταβλητέο μίσθωμα και για το λοιπό της χρονικής αυτής περιόδου, ήτοι και από τις 29-9-2010 μέχρι τις 31.10.2010. Συνολικά δε για ολόκληρη την επίδικη χρονική περίοδο των μηνών Δεκεμβρίου 2009 -Οκτωβρίου 2010 (ήτοι για το τετράμηνο μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, αλλά και για τους επόμενους επτά μήνες, οι οποίοι παρήλθαν πριν από την πρώτη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου), ο εναγόμενος οφείλει το ποσό των (530,00 ευρώ/μηνιαίως Χ11 μήνες =) 5.830,00 ευρώ, από το οποίο αναλογεί ποσό 2.915,00 ευρώ στην κάθε ενάγουσα. [...]
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα