Αδημοσίευτη Ομόρρυθμη Εταιρία που συναλλάχθηκε με τρίτους (Εφετείο Πειραιά - Αριθμός απόφασης 148/2011)
Περίληψη: Ομόρρυθμη εταιρία. Η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία που δεν λειτούργησε ισχύει κατά μετατροπή ως αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Λύση της με καταγγελία και θέση της σε εκκαθάριση. Αξίωση επιστροφής της εισφοράς ασκούμενη κατά των λοιπών εταίρων.
[...] Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 3, 43 και 44 ΕμπΝ προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρία, που είναι προσωπική εταιρία και για τη σύσταση της οποίας δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Αν όμως λειτούργησε, έχοντας συνάψει σημαντικό αριθμό συναλλαγών με τρίτους (βλ. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, δ΄ έκδ., 1996 παρ. 17, σελ. 112, θεωρείται αυτή ως «εν τοις πράγμασι» εταιρία με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, συνεπώς και ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες της λύσεως της εταιρίας (βλ. ΑΠ 794/2008 ΧρΙΔ 2009,75 = Αρμ 2009,1713 = ΕλλΔνη 2010,739 Nomos), ενώ εάν δεν λειτούργησε πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει κατά μετατροπή ως αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα αν συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 182 ΑΚ (βλ. Ρόκα, ό.π., σελ. 114, Αντωνόπουλο, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, τ. Ι, Προσωπικές Εταιρίες, β΄ εκδ., 1908, σελ. 93). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 780 εδ. α΄, β΄ ΑΚ, κατά το στάδιο της εκκαθαρίσεως, το οποίο σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 777 του ίδιου Κώδικα ακολουθεί τη λύση της εταιρίας, πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι στους τρίτους, καθώς και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές. Αν η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η αξία του αντικειμένου της κατά τον χρόνο της πραγματοποιήσεώς της. Κατά την έννοια του ανωτέρου άρθρου (780 ΑΚ), σε περίπτωση λύσεως της άτυπης εμπορικής εταιρίας που στερείται νομικής προσωπικότητας, εάν η εισφορά εταίρου συνίσταται σε χρήμα αποδίδεται ποσότητα χρημάτων έχουσα την αυτή ονομαστική αξία, η αξίωση δε αυτή του εταίρου προς απόδοση της εισφοράς αυτής ασκείται επί εταιρίας στερούμενης νομικής προσωπικότητας κατά πάντων των λοιπών εταίρων (βλ. ΕφΘεσ 1463/1991 Αρμ 1992,235 επ.). Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι ο σημαντικότερος λόγος λύσεως της αστικής εταιρίας είναι η καταγγελία (άρθρα 766 επ. ΑΚ), η οποία είναι μονομερής απευθυντέα προς όλους τους εταίρους δήλωση βουλήσεως, μη υποκείμενη σε τύπο ή δημοσιότητα και η νομότυπη άσκησή της επιφέρει αμέσως και κατά πάντα χρόνο τη λύση της εταιρίας και τη θέση της σε εκκαθάριση. Ωστόσο εάν η εταιρία καταγγελθεί άκαιρα δηλαδή σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η λύση της εταιρίας είναι ιδιαίτερα επιζήμια γι’ αυτή, λύνεται μεν και πάλι η εταιρία αλλά ο καταγγείλας είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τη ζημία που επέφερε η λύση της εταιρίας στους άλλους εταίρους εκτός αν υπήρχε σπουδαίος λόγος (από πλευράς συμφερόντων του καταγγέλοντος), ο οποίος δικαιολογούσε την άκαιρη καταγγελία (άρθρα 767 παρ. 2 ΑΚ) (βλ. Ρόκα, ό.π., παρ. 13, σελ. 84-85). [...] [...] Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Οι διάδικοι μετά από επαφές, που έλαβαν χώρα κατά το αμέσως προ της 17.6.1996 χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο των οποίων ο ενάγων ενημερώθηκε για τη συνολική κατάσταση της ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία «... ΟΕ», της οποίας ο εναγόμενος ήταν διαχειριστής και εκπρόσωπος, αποφάσισαν ατύπως να συμπήξουν νέο εταιρικό σχήμα με μορφή ομόρρυθμης εταιρίας και με την επωνυμία «... ΟΕ» έχουσα ως αντικείμενο την εμπορία ειδών εξοπλισμού για κατάδυση και υποβρύχιο ψάρεμα, την κατασκευή καταδυτικών στολών, την επισκευή καταδυτικού εξοπλισμού κ.λπ. Σε εκτέλεση της συμφωνίας που προαναφέρθηκε στις 17.6.1996 στον Πειραιά Ν. Αττικής ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο με την ιδιότητά του ως διαχειριστή και διευθυντή της προαναφερόμενης μέλλουσας να ιδρυθεί ομόρρυθμης εταιρίας το ποσό των 3.500.000 δρχ. και ήδη 10.271,46 ευρώ ως πρώτη εταιρική εισφορά για την κάλυψη του αναγκαίου «κεφαλαίου κίνησης» αυτής (ιδρυθησόμενης εταιρίας) προφανώς δηλαδή για την κάλυψη των αναγκών της ιδρυτικής διαδικασίας της εταιρίας. Ωστόσο πολύ γρήγορα και συγκεκριμένα στις 11.7.1996 ο ενάγων μεταμεληθείς επειδή η πρόοδος της διαδικασίας ιδρύσεως της ανωτέρω εταιρίας υπήρξε πενιχρή και οι πάσης φύσεως οικονομικές υποχρεώσεις της προϋφιστάμενης εταιρίας του εναγόμενου ήσαν μεγάλες, θέτουσες σε κίνδυνο την εταιρική του εισφορά κατήγγειλε την καταρτισθείσα σύμβαση εταιρίας και, εφόσον δεν υπήρχε αντικείμενο εκκαθαρίσεως, ζήτησε την απόδοση της εισφοράς του. Αρχικά ο εναγόμενος δεν αρνήθηκε την υποχρέωση αποδόσεως της εισφοράς του ενάγοντος, πλην όμως μετά από αλλεπάλληλες μεταθέσεις του χρονικού σημείου πραγματοποιήσεώς της, ολιγώρησε σχετικά ιδιοποιηθείς το ανωτέρω χρηματικό ποσό. [...] Τέλος, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εναγόμενος στις 26.8.1996 κατήρτισε με τρίτο πρόσωπο σύμβαση μισθώσεως ακινήτου (οικοπεδικής εκτάσεως με διώροφο κτίσμα) κείμενο στην ... στο όνομά του δηλαδή με μισθωτή τον ίδιο (εναγόμενο) όμως στη σχετική σύμβαση προβλέφθηκε να υπάρχει δυνατότητα διαδοχής αυτού από την ιδρυθησόμενη, κατά τα ανωτέρω, ομόρρυθμη εταιρία. Επομένως, ενόψει των αποδειχθέντων ανωτέρω πραγματικών περιστατικών συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος μετά την καταγγελία του εταιρικού τους, στο πλαίσιο αστικής εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα, δεσμού από τον ενάγοντα και τη χωρίς άλλο λύση αυτού είχε υποχρέωση να αποδώσει την καταβληθείσα εισφορά του ενάγοντος μη δικαιούμενος σε παρακράτησή της με την επίκληση της καταρτίσεως της ανωτέρω συμβάσεως μισθώσεως και τούτο διότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίσθηκε στο όνομά του με δυνατότητα διαδοχής του στη θέση του μισθωτή από την ιδρυθησόμενη ομόρρυθμη εταιρία και προσπόρισε στην περιουσία του όφελος λόγω της οικονομικής της αξίας. Συνεπώς ο ενάγων διατηρούσε έναντι του εναγομένου αξίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του της προελθούσης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτού (εναγομένου) η οποία (αξίωση), εφόσον υπέκυψε σε παραγραφή, κατά τον παραδεκτό, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό του εναγομένου, υποκαταστάθηκε από την αξίωση για την απόδοση του περιέλθοντος σε αυτόν πλουτισμού ποσού ύψους 10.271,46 ευρώ. Μετά από αυτά κρίνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε την αγωγή κατά την επικουρική της νομική βάση και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό νομιμοτόκως, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και, για τον λόγο αυτό πρέπει, αφού αντικατασταθεί εν μέρει η αιτιολογία της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας (άρθρο 539 ΚΠολΔ), η γενομένη τυπικά δεκτή έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. [...] (Απορρίπτει την έφεση κατά της απόφασης ΜΠρΠειρ 4354/2008.)
ΠΗΓΉ: ΝΒonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα