Επικουρικό Κεφάλαιο. Έκταση ευθύνης και υποκατάστασης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή. Παραγραφή αξιώσεων του ασφαλισμένου οδηγού κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1221/2011)
Περίληψη: Επικουρικό Κεφάλαιο. Εκταση ευθύνης και υποκατάσταση στα διακιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή. Παραγραφή αξιώσεων του ασφαλισμένου οδηγού κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Διακοπή παραγραφής. Παραγραφή εν επιδικία. Απόρριψη αγωγής για τυπικό λόγο. Εναρξη νέας παραγραφής μετά την τελεσιδικία της προηγούμενης απορριπτικής απόφασης. Διακοπή της παραγραφής με την άσκηση προσεπίκλησης με σώρευση παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου που απορρίφθηκε ως αόριστη. Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 396/2009 απόφαση ΕφΘράκης.
[...] Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 25 του Ν 489/1976 «Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικό Κεφάλαιο». Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 19 του ίδιου νόμου «Το Επικουρικό Κεφάλαιο με την καταβολή της αποζημίωσης, υποκαθίσταται σε όλα τα εξ αιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε, έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση ή του ασφαλιστή αυτού. Κατ` εξαίρεση στην περίπτωση δ` της παραγράφου 1 το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξαιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υπόχρεου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως στο κατά το άρθρο 10 του ΝΔ 400/1970 "περί ιδιωτικής επιχείρησης ασφάλισης» προνόμιο του ασφαλισμένου". Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Ν 489/1976 «Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα όταν: α).., β).., γ).., δ) ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο αποτελεί οργανισμό που προεχόντως ιδρύθηκε από το νόμο χάριν του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του θανόντος δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίηση τους κατά του υπόχρεου ή υπεύθυνου για το ατύχημα. Τούτο σαφώς καταφαίνεται από το μηχανισμό της υποκατάστασης που καθιερώνεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 19 του ν 489/1976, μέσω του οποίου το Επικουρικό Κεφάλαιο μετακυλίει την υποχρέωση προς αποζημίωση στον υπόχρεο για το ατύχημα. Τέτοια όμως δυνατότητα δεν ισχύει όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν πράγματι ασφαλισμένο, αλλά ο ασφαλιστής πτώχευσε, ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν το Επικουρικό Κεφάλαιο ικανοποιήσει τον παθόντα δεν έχει δικαίωμα υποκατάστασης κατά του ασφαλισμένου κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών στο ατύχημα τρίτος επιδιώξει και επιτύχει την ικανοποίηση του από τον κύριο του αυτοκινήτου, ο ασφαλιστής του οποίου εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του εδ, δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν 489/1976, ο κύριος του ζημιογόνου αυτοκινήτου μπορεί να αναζητήσει το καταβληθέν στον τρίτο ποσό από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο κατά νόμο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του ασφαλιστή όπως θα μπορούσε να πράξει το ίδιο ασκώντας την αξίωση ελευθέρωσης κατά του ασφαλιστή του. Η αξίωση αυτή του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και {μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του} κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου υπόκειται στην οριζόμενη από το άρθρο 10 του Ν 2496/1997, που ισχύει από 17-11-1997 και καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση, τετραετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, πράγμα που συμβαίνει από την επίδοση στον ασφαλισμένο της αγωγής αποζημίωσης του παθόντος τρίτου. Η παραγραφή αυτή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπονται στον ΑΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση (260 ΑΚ, ΑΠ 232/2010) και η άσκηση της αγωγής του ασφαλισμένου κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου με την οποία ζητεί να του καταβάλει όσα κατέβαλε στον παθόντα τρίτο (261 ΑΚ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Για να ισχύσει η τελευταία αυτή διάταξη προϋποτίθεται ότι η δεύτερη, ομοίου περιεχομένου κατά την ιστορική και νομική βάση προς την προηγούμενη απορριφθείσα, αγωγή πρέπει να εγερθεί το αργότερο μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, χωρίς πάντως να θεωρείται ανεπίτρεπτη η άσκηση της νέας αγωγής πριν από την τελεσιδικία, που αρχίζει από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης και όχι απλώς από τη δημοσίευση της απορριπτικής οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εξάλλου, η για τυπικούς λόγους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, απορρίπτουσα την αγωγή οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη ενόψει της διάταξης του άρθρου 321 ΚΠολΔ, αν δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση.
Ειδικότερα η αντιμωλία εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης της προς έφεση προθεσμίας,ή αποδοχής της,ή παραίτησης από την έφεση (ΑΠ 1258/2001). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα, της παραγραφής ή όχι της αξίωσης κατά του αναιρεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Το ζημιογόνο με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου ενάγοντος, ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος (9-4-1998) ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες στην ανώνυμη εταιρεία γενικών ασφαλειών με την επωνυμία «.....» για το χρονικό διάστημα από την 27-1-1998 έως 27-1-1999, δυνάμει του υπ` αριθμ. .... ασφαλιστηρίου συμβολαίου της το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του δευτέρου ενάγοντος. Με την υπ` αριθμ ΚΕ-876/28-1-2000 απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης, ήτοι σε χρόνο μετά το ατύχημα, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας, και υπεισήλθε στη θέση Της, ήτοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, το εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο», δεδομένου ότι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι του ασφαλισμένου, διότι σ` αυτό μεταβιβάζεται ex lege η υποχρέωση του ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 4 Ν 489/1976.
Εξάλλου, η υπό κρίση αγωγή, επιδόθηκε στο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο στις 14-3-2006 όπως αποδεικνύεται από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ευθυμίου Πρεκετέ στο ακριβές μετ` επικλήσεως προσκομιζόμενο από αυτό ακριβές αντίγραφο της. Περαιτέρω, η με αριθμό κατάθεσης 29/2/8-1-2001 αγωγή του ζημιωθέντα από το άνω ατύχημα κατά των υπόχρεων σε αποζημίωση, και εναγόντων στη δίκη αυτή και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου επιδόθηκε εντός του έτους 2001, αφού από την 14/29/2-641/35/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας, που προσκομίζεται σε νόμιμο αντίγραφο, αποδεικνύεται ότι η αγωγή αυτή κατατέθηκε στις 8-1-2001 και η συζήτηση της έλαβε χώρα στις 21-11-2001. Κατ` ακολουθία, από το τέλος του έτους (2001), μέσα στο οποίο επιδόθηκε, κατά τα ανωτέρω, από τον ζημιωθέντα ....... η αγωγή του στον ασφαλισμένο ιδιοκτήτη οχήματος, μέχρι το χρόνο επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής (14-3-2006) του ασφαλισμένου προς το Επικουρικό Κεφάλαιο παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας. Επομένως, η αγωγική αξίωση, η οποία στηρίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, και αφορά τόσο τα κονδύλια πληρωμής των αποζημιώσεων και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που οι ως άνω ενάγοντες καταδικάσθηκαν να καταβάλουν στον προαναφερθέντα ζημιωθέντα, όσο και τους τόκους και τα επιδικασθέντα σ` αυτόν δικαστικά έξοδα, έχει παραγραφεί, κατά τον βάσιμο περί τούτου δεύτερο λόγο της εφέσεως. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν πρότειναν κατ` αντένσταση κανένα διακοπτικό γεγονός της παραγραφής, άλλωστε τέτοιο γεγονός δεν προέκυψε ότι υπήρχε, ώστε να ερευνηθεί το ζήτημα της τυχόν διακοπής της παραγραφής επί της οποίας, όπως προαναφέρθηκε ισχύουν οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ΑΚ. Εσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη, η οποία, μολονότι δέχθηκε ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 10 Ν 2496/1997, και η ένδικη αξίωση υπόκειται σε τετραετή παραγραφή, κρίνε ότι η αξίωση αυτή δεν υπέπεσε σε παραγραφή». Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλητου Επικουρικού Κεφαλαίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί τα αντίθετα και απέρριψε την αγωγή με τις ανωτέρω αιτιολογίες. Με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η προαναφερόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον επικουρικώς υποβληθέντα ισχυρισμό των αναιρεσειόντων-εναγόντων ότι είχε επέλθει διακοπή του χρόνου παραγραφής με την άσκηση κατά του αναιρεσιβλήτου-εναγομένου προσεπίκλησης με σώρευση σ` αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, η οποία εκδικάστηκε με την αγωγή του τρίτου παθόντος και απορρίφθηκε ως αόριστη, καθώς και με αναγνώριση της αξίωσης με τη συμμετοχή του αναιρεσιβλητου στην ανωτέρω δίκη επί της αγωγής του τρίτου παθόντος. Από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειόντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ιδιαίτερα από την προσθήκη αυτών, όπου αναπτύχθηκε η άμυνα κατά της υποβληθείσας ένστασης παραγραφής, όσο και αυτών που υποβλήθηκαν ενώπιον του εφετείου για άμυνα κατά της έφεσης προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες-ενάγοντες είχαν προτείνει παραδεκτώς τους ανωτέρω λόγους διακοπής της παραγραφής, τους οποίους το εφετείο δεν εξέτασε, υποπίπτοντας έτσι στην προαναφερόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Θράκης, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ηττηθέν, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την 396/2009 απόφαση του Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Θράκης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) ευρώ.