Ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 47/2010)
Περίληψη: Ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Αποτελεί ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης. Γενική υποχρέωση πρόνοιας. Περιλαμβάνει την ειδικότερη υποχρέωση για έλεγχο της ελαττωματικότητας των προϊόντων που τίθενται σε κυκλοφορία. Ο καταναλωτής έχει το βάρος επίκλησης και απόδειξης μόνον του αντικειμενικού γεγονότος της ελαττωματικότητας και της ζημίας. Η υπαιτιότητα δεν αποτελεί στοιχείο της νομικής βάσης της αγωγής. Ο παραγωγός, για να απαλλαγεί πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού μέχρι την έξοδο του από την επιχείρηση του, ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησης δεν οφείλεται σε πταίσμα δικό του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Σκοπό της ειδικής ρύθμισης αποτελεί η διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών. Ελαττωματικό είναι το επικίνδυνο προϊόν που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές. Παραγωγή τουρτών που είχαν μολυνθεί με το μικρόβιο της σαλμονέλας, καταναλώθηκαν και προκάλεσαν συμπτώματα οξείας γαστρεντερίτιδας. Επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
[...] Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από το άρθρο 6 του ν. 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ` αριθμ. 85/374/257.1985 οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαπωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικο-πρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαπωματικών προϊόντων (ΕφΑθ 442/1993 ΕλλΔνη 1993.409, ΕφΑΘ 647/1994 ΝοΒ 43.395), ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνον αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 § 5 ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Ετσι, στη διάταξη του άρθρου 6 §7 του παραπάνω νόμου, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3587/207, οριζόταν ρητώς ότι «η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχική οδύνη λόγω θανάτου». Επομένως, ειδικά οι αξιώσεις καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης για ζημία που προκλήθηκε από ελαττωματικό προϊόν κατά του παραγωγού αυτού, δεν περιλαμβάνονται στο προστατευτικό πεδίο των ρυθμίσεων του νόμου αυτού. Αυτές μπορούν να θεμελιωθούν μόνο στα πλαίσια του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου (άρθρα 914, 932 ΑΚ) ή του διαμορφωθέντος νομολογιακού αδικοπρακτικού δικαίου της ευθύνης του παραγωγού που στηρίζεται στην ως άνω γενική υποχρέωση του για πρόνοια (άρθρα 914,281,288,925 ΑΚ και 932 ΑΚ και ανάλογη εφαρμογή), στην οποία περιλαμβάνεται η ειδικότερη υποχρέωση του για έλεγχο της ελαπωματικότητας των παραγομένων που τίθενται σε κυκλοφορία. Κατά την άποψη δε που κρατεί στη θεωρία και νομολογία, την οποία και υιοθετεί το παρόν δικαστήριο, ο καταναλωτής, που υπέστη ζημία από κάποιο ελαττωματικό προϊόν, επειδή είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαπωματικού προϊόντος, που δεν είναι προσιτή σε αυτόν, και για το λόγο αυτό δεν είναι σε θέση να αποδείξει την αιτία του ελαπώματος του προϊόντος, που εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο παραγωγής ή διοχετεύσεως αυτού στην αγορά, η οποία εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης του παραγωγού (έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ, μόνον την αντικειμενική βλαπτική ελαπωματικότητα του προϊόντος κατά τον χρόνο της κατά τον προορισμό χρήσεως αυτού και τη ζημία που επήλθε εξαιτίας της, ο δε παραγωγός έχει το βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει ότι η κατά τον παραπάνω χρόνο ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού μέχρι την έξοδο του από την επιχείρηση του ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντηρήσεως δεν οφείλεται σε δικό του πταίσμα ή πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται σε όλα τα στάδια της κατασκευής.
Επομένως, η υπαιτιότητα (πταίσμα) του παραγωγού δεν αποτελεί` σύμφωνα με το νόμο (δηλαδή τις διατάξεις του ν. 2251/1994, που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ) στοιχείο της νομικής βάσης της αγωγής (βλ ΑΠ 1051/2005 ΔΕΕ 2005.467, Εφθεσ 1215/2008 δημοσίευση Νόμος, ΕφΑΘ 7878/2005 ΕλλΔνη 2006.1492, Εφθεσ 3141/2002 ΕΕμπΔ ΝΔ` 819, ΕφΠειρ 301/2001 ΕΕμπΔ ΝΒ` 495 επ, Καράκωστας Ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, σελ 92-93). Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαπωματικών προϊόντων (πρβλ Πουλιάδης, Ευθύνη του παραγωγού και κατανομή του βάρους απόδειξης, ΝοΒ 35.474-475). Σε αντιστοιχία προς το σκοπόν αυτό ορίζεται, με το άρθρο 6 §5 εδ. α` του ν. 2251/1994, ως ελαπωματικό το προϊόν που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεως του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαπωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές (Κορ- νηλάκης, Η ευθύνη του παραγωγού ελαπωματικών προϊόντων Αρμ 1990.201) και με την έννοια αυτή η ελαπωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού (Ι. Καράκωστας, ό.π. σελ 150-152,154-155). Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιονδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαπωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ` αρχήν και υπαίτια (άρθρο 330 εδ. β` ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρα- κτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημίες και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Ι. Καράκωστας, ό.π, σελ 53-56, 59-64, ΕφΑΘ 47/2006 δημοσίευση Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της δεύτερης έφεσης, από τους οποίους οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομη, όγδοη, δέκατος, ενδέκατη και δέκατος τρίτος, που είναι ανήλικοι εκπροσωπούνται νόμιμα από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτών γονείς τους, με την υπ αριθμ. κατάθεσης 34082/1772007 αγωγή τους που απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, εξέθεσαν ότι, μετά από την κατανάλωση στις 10.8.2006 και 11.8.2006 δύο τουρτών που είχαν μολυνθεί από το μικρόβιο της σαλμονέλας, οι οποίες αγοράστηκαν από την πρώτη εναγομένη εταιρία, που διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης ζαχαροπλαστείου και τις παρασκεύασε στο εργαστήριο της, προσβλήθηκαν και οι ίδιοι από το ως άνω μικρόβιο και εμφάνισαν συμπτώματα οξείας γαστρεντερίτιδας. Ότι τα ανωτέρω προϊόντα, από τη βρώση των οποίων νόσησαν οι ενάγοντες, δεν παρείχαν ασφάλεια στο καταναλωτικό κοινό από υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, δευτέρου και τρίτου των εναγομένων και των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, που δεν τηρούσαν τους κανόνες υγιεινής για την παρασκευή αυτών. Ότι εξαιτίας της βλάβης της υγείας τους αυτοί υπέστησαν τις αναφερόμενες θετικές ζημίες (λόγω μίσθωσης ταξί και λήψης βελτιωμένης διατροφής) καθώς και ηθική βλάβη.
Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, επιφυλασσόμενοι καθένας από αυτούς, με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, να επιδιώξουν ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου την ικανοποίηση μέρους της χρηματικής τους ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 10 ευρώ, να τους καταβαλουν, εις ολοκληρον ο καθένας, το ποσό των 40.235 ευρώ, 20.252,40 ευρώ, 7.570 ευρώ, 35485,50 ευρώ, 10.235,20 ευρώ, 12.236 ευρώ, 12.236 ευρώ, 12.236 ευρώ, 7.570 ευρώ, 20.239,50 ευρώ, 18.239,50 ευρώ αντίστοιχα, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, με το νόμιμο τόκο από 10.8.2006, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησαν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και την απέρριψε mi ουσία όσον αφορά τους τρίτο, ένατη και δωδέκατη των εναγόντων. Ακολούθως, δέχθηκε αυτήν ως προς τους λοιπούς ενάγοντες εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβαλουν σ` αυτούς, εις ολοκληρον ο καθένας, το ποσό των 5.000 ευρώ στην πρώτη, το ποσό των 4.000 ευρώ στο δεύτερο, το ποσό των 3.500 ευρώ στον τέταρτο, το ποσό των 2.000 ευρώ σε καθένα από τους πέμπτη, έκτο, έβδομη, όγδοη, ενδέκατη, το ποσό των 2.500 ευρώ στο δέκατο και το ποσό των 1.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, ενώ απέρριψε τα κονδύλια αποζημίωσης καθώς και το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι, για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου, σύμφωνα με το αίτημα των εκκαλούντων - εναγομένων να απορριφθεί καθ ολοκληρίαν η αγωγή, ενώ σύμφωνα με το αίτημα των εκκαλούντων - εναγόντων να γίνει δεκτή αυτή στο σύνολο της, ως προς όλους τους ενάγοντες. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ` αριθμ. 626/26.2.2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη θεσσαλονίκης των μαρτύρων των εκκαλουντων - εναγόντων Τ.Κ, 0. Ζ. και ΝΑ, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εφεσίβλητων - εναγομένων (βλ τις υπ` αριθμ. 249 Δ`, 250 Δ` και 248 Δ`/21.2.2008 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης Δ.Μ.) και την υπ` αριθμ. 607/25.2.2008 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων των εκκαλουντων - εναγομένων Γ.Β., Α.Τ. και Φ.Μ., που λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση των εφεσίβλητων -εναγόντων (βλ 7186Β`/19.2.2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης Ι.Μ.) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠοΔ), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές είναι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, διατηρεί ενταύθα και επί της οδού (...) επιχείρηση εκμετάλλευσης ζαχαροπλαστείου, με το διακριτικό τίτλο (...) όπου παρασκευάζει είδη ζαχαροπλαστικής και γλυκισμάτων, τα οποία πωλεί σε τρίτους με κέρδος όπως και άλλα συναφή είδη. Στις 8.8.2006 η πρώτη ενάγουσα μετέβη στο ως άνω κατάστημα - ζαχαροπλαστείο της πρώτης εναγομένης και παρήγγειλε δύο τούρτες, ενόψει του εορτασμού των γενεθλίων των ανηλίκων τέκνων της Ε. και Χ. (πέμπτης και τρίτου των εναγόντων) στις 10.8.2006 και 11.8.2005 αντίστοιχα, τις οποίες συμφωνήθηκε να παραλάβει στις 10.8.2006.
Πράγματι η ανωτέρω ενάγουσα παρέλαβε τις τούρτες από το ως άνω ζαχαροπλαστείο, περί ώρα 16.00 περίπου της 10.8.2006, αφού εξόφλησε το οφειλόμενο τίμημα τους και τις τοποθέτησε στο ψυγείο της οικίας της. Περί ώρα 17.00 περίπου της ίδιας ημέρας κόπηκε η πρώτη τούρτα για τον εορτασμό των γενεθλίων της ανήλικης Ε. και καταναλώθηκε από τους παρευρισκόμενους ανηλίκους τέταρτο, πέμπτο, όγδοη, δέκατο και ενδέκατη των εναγόντων, καθώς και από τον δέκατο τρίτο ενάγοντα ηλικίας τότε 10 μηνών. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας 11.8.2006 κόπηκε και η δεύτερη τούρτα στον ίδιο χώρο, δηλαδή στην οικία των δύο πρώτων εναγόντων, για τα γενέθλια του ανηλίκου τρίτου ενάγοντος υιού τους Χ. και καταναλώθηκε από τους παρευρισκόμενους, δύο πρώτους ενάγοντες, τα ανήλικα τέκνα τους τέταρτο και πέμπτη ενάγοντες καθώς και τους επισκέπτες έκτο και έβδομη ανήλικους ενάγοντες. Μετά την κατανάλωση τμήματος από τις δύο τούρτες από τον καθένα από τους δέκα ως άνω ενάγοντες, σταδιακά αυτοί άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και συγκεκριμένα κοιλιακό άλγος, διάρροια, υψηλό πυρετό, έμετο, ζάλη και αδυναμία. Λόγω της μη υποχώρησης αλλά αντίθετα της όξυνσης των συμπτωμάτων εισήχθησαν κατά το χρονικό διάστημα από 11.8.2006 έως 13.8.2006 και νοσηλεύτηκαν στο ενταύθα Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων όπου διαπιστώθηκε, μετά από σχετικές εξετάσεις, ότι όλοι είχαν μολυνθεί από το παθογόνο μικρόβιο σαλμονέλα και συγκεκριμένα από το βακτήριο salmonella enteritidis. Σχετικά με τα βακτήρια της σαλμονέλας, πρέπει να αναφερθεί ότι βρίσκονται αρκετά συχνά στο έδαφος, στο έντερο του ανθρώπου και των ζώων, στα κόπρανα των ποντικών και σε νερά που μολύνθηκαν από τέτοια κόπρανα. Επίσης, από σαλμονέλα μπορεί να είναι μολυσμένα τα αυγά που προέρχονται από κότες με χρόνια σαλμονέλωση. Οι μύγες παίζουν το ρόλο του μηχανικού φορέα. Τα συμπτώματα δε της λοίμωξης αυτής εμφανίζονται συνήθως μέσα σε 12 - 24 ώρες από τη λήψη της υπεύθυνης τροφής. Για την πρόληψη της μόλυνσης από σαλμονέλα πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα ακόλουθα όλα τα τρόφιμα να παρασκευάζονται καθαρά, να εξετάζονται οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα τρόφιμα (κρεοπώλες, εστιάτορες, ζαχαροπλάστες κλπ.) μη τυχόν είναι φορείς σαλμονελων, τα τρόφιμα να μην πιάνονται με τα χέρια, το πλύσιμο των σκευών να γίνεται με ζεστό νερό και να γίνεται θανάτωση ποντικών και εντόμων (βλ οδηγό αγοράς και υγιεινής συντήρησης των τροφίμων ζωικής προέλευσης του Κέντρου Ελέγχου Τροφίμων). Στις 12.8.2006 η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε στους ιατρούς του ανωτέρω νοσοκομείου ένα κομμάτι της δεύτερης τούρτας που δεν είχε καταναλωθεί και, μετά από εξέταση αυτού για εντεροπαθογόνα μικρόβια, απομονώθηκε το ίδιο βακτήριο από το οποίο προσβλήθηκαν οι δέκα ενάγοντες, δηλαδή salmonella enteritids (βλ υπ` αριθμ. 3914/24.8.2006 βεβαίωση του ανωτέρω νοσοκομείου και από 21.8.2006 έγγραφο του κέντρου αναφοράς σαλμονελλών Μακεδονίας - Θράκης). Ενόψει της εμφάνισης στους δέκα ενάγοντες των ίδιων συμπτωμάτων, μέσα στο ίδιο διάστημα, αφού αυτοί εισήχθησαν στο νοσοκομείο κατά τη χρονική περίοδο από 11.8.2006 έως 13.8.2006 και το μόνο κοινό είδος που είχαν καταναλώσει ήταν οι δύο τούρτες, η επιμελήτρια της Β` Παιδιατρικής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου Ειδικών Παθήσεων, πιθανολογώντας ότι η μόλυνση των δέκα εναγόντων προκλήθηκε από τις τούρτες προέβη στην από 178.2006 καταγγελία του περιστατικού αυτού προς τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ). Την επομένη ημέρα 18.8.2006 κλιμάκιο επιθεωρητών της υπηρεσίας αυτής μετέβη στο κατάστημα της επιχείρησης που διατηρεί η πρώτη εναγομένη, οι οποίοι (επιθεωρητές), μετά από σχετικό έλεγχο, διαπίστωσαν τα ακόλουθα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υπ αριθμ. 7058/18.8.2006 έκθεση τους και ειδικότερα: «7... Τα αυγά που χρησιμοποιούνται διατηρούνται σε ψυγείο σε θερμοκρασία +6 C (εντός των ορίων της νομοθεσίας). Στον ίδιο χώρο του ψυγείου υπήρχαν συσκευασίες σοκολάτας σε άμεση επαφή με τις καρτέλες των αυγών, ενώ βρέθηκε και ένα τεμάχιο σοκολάτας (κουβερτούρα) εκτός συσκευασίας και εντελώς ακάλυπτο, επάνω στις σφραγισμένες συσκευασίες. Επίσης υπήρχε ακάλυπτο ταψί με τριμμένη σοκολάτα επάνω στις καρτέλες των αυγών. Στο χώρο του εργαστηρίου υπήρχε μια συσκευή σύλληψης ιπτάμενων εντόμων παλαιού τύπου που θα πρέπει να αντικατασταθεί με άλλη καταλληλότερη, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος ρύπανσης των παραγομένων προϊόντων. Στο δάπεδο, κάτω και πίσω από ψυγεία και πάγκους εργασίας, υπήρχαν σκόνες, ψίχουλα και άλλων ειδών ρύποι. 8. Δεν τηρούνταν αρχεία για το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα καθαρισμού - απολύμανσης, ελέγχου και καταπολέμησης τρωκτικών - εντόμων και εκπαίδευσης προσωπικού. 10. Διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση δεν λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή επιμόλυνσης των παραγομένων προϊόντων από μικροβιακούς και άλλους κινδύνους. Τέλος συνεστήθη στην πρώτη εναγομένη «11. ιδιαίτερη προσοχή στην αποθήκευση και το χειρισμό των αυγών τα οποία αποτελούν γνωστή πηγή σαλμονέλας».
Από τη συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι τα δύο προϊόντα (τούρτες) που είχαν παραχθεί στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής της πρώτης εναγομένης προκάλεσαν στους νοσήσαντες ενάγοντες τη μετάδοση του μικροβίου της σαλμονέλας, εφόσον ο ίδιος ακριβώς ορότυπος σαλμονέλας εντοπίστηκε τόσο στους ίδιους όσο και στο τεμάχιο της δεύτερης τούρτας που υποβλήθηκε σε μικροβιολογική εξέταση. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες που προσβλήθηκαν είχαν καταναλώσει άλλο κοινό είδος τροφίμου πλην των δύο προϊόντων της πρώτης εναγομένης και μάλιστα ορισμένοι κατανάλωσαν μόνο μέρος της πρώτης τούρτας, πράγμα που ενισχύει το γεγονός ότι η μόλυνση προκλήθηκε από τις τούρτες. Αναφέρεται βέβαια στο από 23.8.2006 έγγραφο που απηύθυνε ο διευθυντής του ΕΦΕΤ προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών θεσσαλονίκης σχετικά με το γεγονός της μόλυνσης των εναγόντων ότι «κλιμάκιο επιθεωρητών της υπηρεσίας μας στις 18.8.2006 προέβη σε επιθεώρηση της επιχείρησης πώλησης όπου διαπιστώθηκαν δύο παραβάσεις της ΥΔ Αιβ/8577/1983, οι οποίες όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι συνδέονται άμεσα με το περιστατικό». Περαιτέρω, επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο ότι «θα πρέπει να σημειωθεί σε σχέση με τα παραπάνω ότι σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα τα στελέχη του παθογόνου βακτηριδίου salmonella εντοπίζονται τόσο στην εξωτερική επιφάνεια (κέλυφος) των αυγών όσο και στο εσωτερικό τους (εδώδιμο τμήμα). Στην περίπτωση που βρίσκονται στο εξωτερικό μέρος η μετάδοση τους στα τρόφιμα μπορεί να προληφθεί με εφαρμογή των πρακτικών υγιεινής. Στην περίπτωση όμως που βρίσκονται στο εσωτερικό μέρος, μπορούν να εξουδετερωθούν μόνο με θερμική επεξεργασία (βράσιμο), πρακτική που δυστυχώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί πάντα στη ζαχαροπλαστική». Το ότι η σύνδεση του περιστατικού της μόλυνσης του οργανισμού των ως άνω εναγόντων με τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν δεν γίνεται κατά τρόπο άμεσο στο παραπάνω έγγραφο του ΕΦΕΤ, δεν μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε διαφορετική από την ανωτέρω κρίση, δεδομένου ότι η επιθεώρηση του εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής της πρώτης εναγομένης εκ μέρους των αρμοδίων επιθεωρητών του ΕΦΕΤ έλαβε χώρα στις 18.8.2006, δηλαδή σε ημερομηνία που απείχε από την ημερομηνία παρασκευής των τουρτών και συνεπώς δεν μπορούσε να διατυπωθεί στο ενλόγω έγγραφο κατά τρόπο απόλυτα θετικό η σύνδεση του περιστατικού με τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο παρασκευής των επίμαχων προϊόντων οι συνθήκες που επικρατούσαν στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής της πρώτης εναγομένης εταιρίας, σε σχέση με αυτές που διαπιστώθηκαν κατά την ημέρα ελέγχου από τα αρμόδια όργανα του ΕΦΕΤ ήταν καλύτερες, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι δεν τηρούνταν αρχεία σχετικά με το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα καθαρισμού, απολύμανσης, καταπολέμησης τρωκτικών και εντόμων και εκπαίδευσης προσωπικού, όπως αναφέρεται στην υπ` αριθμ. 7058/18.8.2006 έκθεση ελέγχου. Ενόψει αυτών, οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν από τον αρμόδιο φορέα, σε συνδυασμό αφενός με το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην ως άνω έκθεση ελέγχου και τις συστάσεις προς την επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, όπως εκτίθενται ανωτέρω, αφετέρου με τα όσα αναφέρονται στο ανωτέρω υπ` αριθμ. 7145/23.8.2006 έγγραφο του ΕΦΕΤ σχετικά με τα στελέχη της σαλμονέλας, αποδεικνύουν ότι τα αρμόδια όργανα της πρώτης εναγομένης (δεύτερος και τρίτος των εναγόντων), δεν λάμβαναν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή μόλυνσης των παραγομένων από αυτήν προϊόντων από μικροβιακούς παράγοντες, με συνέπεια να επικρατούν συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του βακτηριδίου της σαλμονέλας. Ο αυτοτελής ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με το σχετικό λόγο της έφεσης τους, ότι η εμφάνιση του μικροβίου της σαλμονέλας δεν συνδέεται με την παρασκευή και συντήρηση των προϊόντων της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης αλλά οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες που είχαν άμεση σχέση με το περιβάλλον όπου αναλώθηκαν, δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο και πρέπει να απορριφθεί Αντίθετα, το γεγονός ότι η πρώτη τούρτα καταναλώθηκε μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος που δεν υπερέβαινε τη μια ώρα από την παραλαβή της από το χώρο της επιχείρησης ζαχαροπλαστείου της πρώτης εναγομένης ενισχύει τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Εξάλλου, η επίκληση εκ μέρους των εναγομένων ότι δεν εμφανίστηκε άλλο περιστατικό μόλυνσης από σαλμονέλα, αν και πωλήθηκαν την ίδια ημέρα και άλλες τούρτες αλλά και πάστες που παρασκευάστηκαν στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης αλλά και οι τρεις ενάγοντες, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή, αν και κατανάλωσαν ποσότητες από τις (μολυσμένες) τούρτες, δεν ασθένησαν, δε οδηγεί και ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η πηγή προέλευσης του μικροβίου της σαλμονέλας ήταν εκτός του περιβάλλοντος της επιχείρησης ζαχαροπλαστείου, δεδομένου ότι για την εκδήλωση της νόσου χρειάζεται μεγάλος αριθμός μικροοργανισμών (10 και άνω ανά γρ. του τροφίμου, βλ προσκομιζόμενο απόσπασμα από ιατρικό σύγγραμμα που προσκόμισαν οι εναγόμενοι) και συνεπώς η εκδήλωση της νόσου εξαρτάται από την ποσότητα των μικροοργανισμών που υπήρχαν στο τρόφιμο που καταναλώθηκε αλλά και τη γενικότερη κατάσταση του κάθε οργανισμού. Επομένως, η μόλυνση των τουρτών που αγόρασε η πρώτη ενάγουσα οφείλεται σε αμέλεια των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης εταιρίας, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν και δεν τήρησαν τους αναγκαίους όρους υγιεινής, ώστε να μη διαμορφωθούν συνθήκες κατάλληλες για την ανάπτυξη μικροβίων σαλμονέλας κατά την παρασκευή και συντήρηση των τουρτών, με αποτέλεσμα να μολυνθούν τα ενλόγω τρόφιμα από το ανωτέρω μικρόβιο. Τα ίδια κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δύο λόγοι της έφεσης των εναγομένων, με τους οποίους υποστηρίζουν τα αντίθετα καθώς και η ίδια η έφεση. Οι εκκαλούντες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες οι οποίοι μολύνθηκαν από σαλμονέλα, νοσηλεύτηκαν όλοι στο νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων θεσσαλονίκης κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: Η πρώτη από 12.8.2006 έως 178.2006, ο δεύτερος από 14.8.2006 έως 19.8.2006, ο τέταρτος από 13.8.2006 έως 18.8.2006, η πέμπτη από 13.8.2006 έως 15.8.2006, ο έκτος από 15.8.2006 έως 18.8.2006, η έβδομη από 13.8.2006 έως 18.8.2006, η όγδοη από 13.8.2006 έως 16.8.2006, ο δέκατος από 11.8.2006 έως 24.8.2006, η ενδέκατη από 11.8.2006 έως 18.8.2006 και ο δέκατος τρίτος από 12.8.2006 έως 22.8.2006.
Επιπλέον η πρώτη ενάγουσα, η οποία έπασχε από σιδηροπενική αναιμία και ήδη από τις αρχές του έτους 2006, είχε τεθεί σε παρεντερική αγωγή σιδήρου, λόγω της λοίμωξης από το μικρόβιο της σαλμονέλας, εμφάνισε επιδείνωση της αναιμίας. Ακόμη ο δεύτερος ενάγων, λόγω του πεπτικού έλκους από το οποίο έπασχε, μετά την προσβολή του από το ίδιο μικρόβιο, εμφάνισε επίμονο κοιλιακό άλγος στο επιγάστριο και ναυτία, ενώ αδυνατούσε να λάβει τροφή, με συνέπεια να νοσηλευτεί` μετά την έξοδο του από το Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων, στο Νοσοκομείο θεσσαλονίκης «Γ. Παπανικολάου» κατά το χρονικό διάστημα από 19.8.2006 έως 21.8.2006, όπου του χορηγήθηκε ειδική φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Εξάλλου, ο τέταρτος ενάγων νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων και κατά το χρονικό διάστημα από 21.8.2006 έως 30.8.2006 και από 31.8.2006 έως 49.2006 δεδομένου ότι η υγεία του δεν αποκαταστάθηκε μετά την πρώτη νοσηλεία του. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι τρίτος, ένατη και δωδέκατη των εναγόντων προσβλήθηκαν από το μικρόβιο της σαλμονέλας, όπως ισχυρίζονται. Ειδικότερα, δεν βεβαιώνεται τέτοιο γεγονός από σχετική ιατρική γνωμάτευση καθόσον αφορά τους τρίτο και ένατη ενάγοντες, ενώ αναφορικά με τη δωδέκατη ενάγουσα προσκομίζεται η από 1.9.2006 ιατρική γνωμάτευση του παθολόγου - γαστρεντερολόγου AM, ο οποίος αναφέρει πιθανή σαλμονέλωση προ 15 ημερών, προσδιορίζοντας όμως το διάστημα των διαρροϊκών κενώσεων, την εμφάνιση πυρετού και άλγη κωλικοειδή κοιλίας σε 48 ώρες πριν από την εξέταση της ασθενούς. Επίσης, προσκομίζεται από την ίδια διάδικο η από 13.9.2006 ιατρική βεβαίωση του Νοσοκομείου Ειδικών Παθήσεων, στην οποία βεβαιώνεται ότι διαπιστώθηκε κατά την εξέταση της στα εξωτερικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου ότι έπασχε από οξεία εμπύρετο γαστρεντερίτιδα με έκδηλη καταβολή. Από τα αναφερόμενα στα ανωτέρω έγγραφα δεν προκύπτει ότι η δωδέκατη ενάγουσα προσβλήθηκε από το συγκεκριμένο τύπο των βακτηριδίων της σαλμονέλας από τον οποίο προσβλήθηκαν οι προαναφερόμενοι δέκα ενάγοντες ιδίως λόγω του χρονικού σημείου που εκδηλώθηκαν τα συμπτώματα που αναφέρονται στις γνωματεύσεις, που δεν μπορούν να συνδεθούν με την κατανάλωση μέρους από τις τούρτες που κατανάλωσαν οι υπόλοιποι ενάγοντες που νόσησαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε mi ουσία την αγωγή με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους ως άνω τρίτο, ένατη και δωδέκατη των εναγόντων, ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε υπόψη του, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο αυτοί υποστηρίζουν τα αντίθετα και της ίδιας της έφεσης κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους ανωτέρω εκκαλούντες - ενάγοντες. Οι ενλόγω εκκαλούντες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες που νόσησαν υποβλήθηκαν σε οποιαδήποτε δαπάνη για μίσθωση ταξί για τη μετάβαση τους στο νοσοκομείο και την επιστροφή τους από αυτό, εφόσον ούτε προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις ούτε κατατέθηκε τέτοιο γεγονός από το μάρτυρα απόδειξης Μόνες οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται δεν είναι στοιχεία ικανά να οδηγήσουν το δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση περί της βασιμότητας του κονδυλίου για τη μίσθωση ταξί. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται από την προσκομιδή σχετικών ιατρικών γνωματεύσεων ότι οι ενάγοντες αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε ειδική διατροφή, αποτελούμενη σε καθημερινή βάση από κρέας, ψάρια κλπ, όπως ισχυρίζονται, για την οποία δαπάνησαν επιπλέον αυτών που θα δαπανούσαν για τη συνήθη διατροφή τους. Αντίθετα, από τα πληροφοριακά σημειώματα του Νοσοκομείου Ειδικών Παθήσεων, που αφορούν την πρώτη και το δεύτερο των εναγόντων, αποδεικνύεται ότι τους συνεστήθη δίαιτα γαστρεντερίτιδας, δηλαδή η λήψη τροφών που δεν επιβαρύνουν το πεπτικό σύστημα, οι οποίες δεν συνεπάγονται επιπλέον δαπάνες από αυτές που απαιτούνται για τη συνήθη διατροφή. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αγωγικά κονδύλια για μίσθωση ταξί και λήψη βελτιωμένης τροφής, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης που άσκησαν οι ενάγοντες. Ακόμη αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες εξαιτίας της βλάβης της υγείας τους, μέχρι την αποκατάσταση της, υπέστησαν σοβαρή σωματική αλλά και ψυχική ταλαιπωρία, ενώ η ανάμνηση και η εμπειρία της κατανάλωσης εκ μέρους αυτών των μολυσμένων τουρτών δεν τους επιτρέπει μέχρι τώρα, λόγω της έντονης αποστροφής και του φόβου που νιώθουν να καταναλώσουν ίδια ή παρόμοια προϊόντα Συνεπώς αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της ανωτέρω αδικοπραξίας το είδος και οι συνέπειες της βλάβης της υγείας των εναγόντων η στενοχώρια και η ψυχική ταλαιπωρία που αυτοί υπέστησαν και ο βαθμός του πταίσματος των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης πρέπει να τους επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης τους από την τέλεση σε βάρος τους της αδικοπραξίας, που ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, 7.000 ευρώ για το δεύτερο ενάγοντα, 6.000 για τον τέταρτο ενάγοντα, 4.500 ευρώ για καθένα από τους πέμπτη, έκτο, έβδομη, όγδοη, δέκατο και ενδέκατη και 3.500 ευρώ για το δέκατο τρίτο. Επομένως η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη για τα ανωτέρω ποσά.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε στους ενάγοντες μικρότερα των ανωτέρω ποσών, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ως mi ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό κρίση έφεσης και αυτή στο σύνολο της, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους ως άνω δέκα ενάγοντες να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που αφορά τους ενλόγω ενάγοντες και μόνον ως προς το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως mi ουσία βάσιμη καθόσον αφορά τους ενάγοντες αυτούς και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Καθόσον αφορά το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης (δευτέρου και τρίτου των εναγόντων), πρέπει να απορριφθεί αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο, εφόσον δεν αποδείχθηκε κακή πίστη ή αφερεγγυότητα των ανωτέρω. [...]