Αίτηση κήρυξης σε κατάσταση πτώχευσης. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Η αξίωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 485/2010)
Περίληψη: Αίτηση κήρυξης σε κατάσταση πτώχευσης. Ανεπανόρθωτος κλονισμός της εμπορικής πίστης, λόγω μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών εμπορικών χρεών. Η παύση των πληρωμών δεν αναιρείται από μεμονωμένη καταβολή μικρών ποσών σε ορισμένους πιστωτές, όταν σοβαρότερα χρέη παραμένουν ανεξόφλητα. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Η αξίωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία συρρέει με την αξίωση από την επιταγή και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Κάθε μία από τις ανωτέρω αξιώσεις έχει διαφορετική ιστορική και νομική αιτία και αντικείμενο, με αποτέλεσμα κάθε αξίωση να υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή. Απορρίπτει την έφεση.
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλο παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ` αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297,298 και 914 του επ. του ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του ν. 5960/1933 και απόκεινται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΑΠ 45/2009 ΤρΝομΠλ Νόμος). Εξάλλου, κάθε μία από τις ανωτέρω συρρέουσες αξιώσεις, δηλαδή η αξίωση από το άρθρο 914 ΑΚ και η αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), έχει διαφορετική ιστορική και νομική αιτία και διαφορετικό αντικείμενο, με αποτέλεσμα η κάθε αξίωση να υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή και, ειδικότερα, η αξίωση από αδικοπραξία στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και η αξίωση από το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 52 του ίδιου νόμου (ΟλΑΠ 21/2003 ΕλλΔνη 44.946, ΑΠ772/2002 ΕλλΔνη 42.1687).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών-καθού η αίτηση ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμενη απόφαση, ότι η αιτούσα -πρώτη εφεσίβλητη νομιμοποιείται στην άσκηση της αίτησης υπό την ιδιότητα της ως κομίστριας τριών επιταγών, συνολικού ποσού 22.200 ευρώ, γεγονός το οποίο θεώρησε ότι αρκεί για να στηρίξει την ύπαρξη του κατ` άρθρο 68 ΚΠολΔ απαιτουμένου εννόμου συμφέροντος της και να ζητήσει έτσι δικαστική προστασία, καθόσον στην πραγματικότητα η από την πιο πάνω αιτία απαίτηση της σε βάρος του είχε παραγραφεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να είναι πιστώτρια του και συνακόλουθα να έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την κήρυξη του σε πτώχευση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3588/2007. Περαιτέρω εκθέτει ότι τον ως άνω ισχυρισμό του προέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο όμως, κάνοντας εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, τον απέρριψε. Ειδικότερα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο εκκαλών - καθού η αίτηση, με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του, υποστήριξε ότι η μεν υπ` αριθμ. .../2007 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών επιδόθηκε σ` αυτόν στις 12.2.2007, η δε υπ` αριθμ. .../2007 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Σερρών του επιδόθηκε στις 21.3.2007 Οτι αυτός δεν άσκησε ανακοπή εντός 15 εργασίμων ημερών από της επιδόσεως εκάστης και, ως εκ τούτου, μετά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας, άρχισε εκ νέου η διαδρομή νέας εξάμηνης παραγραφής για την απαίτηση από κάθε μία από τις επιταγές, η οποία για μεν την απαίτηση της υπ` αριθμ. .../2007 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών συμπληρώθηκε στις 8.9.2007, για δε της υπ` αριθμ. .../2007 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Σερρών συμπληρώθηκε στις 1710.2007. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντα δεν είναι νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, εκείνος που εν γνώσει του εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, έχει υποχρέωση προς αποζημίωση, ο ζημιωθείς δε έχει αξίωση προς αποζημίωση του τόσο από τα άρθρα 914 και επ. ΑΚ, όσο και από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του ν. 5960/1933, απόκειται δε στην κρίση του να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Κάθε μία από τις ανωτέρω συρρέουσες αξιώσεις (του άρθρου 914 ΑΚ και του άρθρου 40 του νόμου περί επιταγών), υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή και, ειδικότερα, η αξίωση από αδικοπραξία στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και η αξίωση από το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 52 του ίδιου νόμου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η εφεσίβλητη - αιτούσα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι έχει παραγραφεί η αξίωση της, με βάση το άρθρο 52 του ν. 5960/1933, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αίτησης, είχε αγώγιμη αξίωση κατά της εκκαλούσας στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, η οποία δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 937 ΑΚ. Συνεπώς, αυτή κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης είχε την ιδιότητα της πιστώτριας και συνακόλουθα είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την κήρυξη σε πτώχευση του εκκαλούντα - καθού η αίτηση.
Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η παραγραφή της αξίωσης της εφεσίβλητης αποτελεί ισχυρισμό που ανάγεται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαίτησης, ο οποίος όμως μόνο μέσω της κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής κατά της εκτελέσεως μπορεί να προταθεί (ΑΠ 667/2007 ΤρΝομΠληρ Νόμος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμενη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντα, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την πιο πάνω εκτιθέμενη του παρόντος δικαστηρίου, ορθώς κατ` αποτέλεσμα έκρινε και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί Περαιτέρω από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμενη απόφαση πρακτικά, και από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται νομότυπα οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: ο καθού είναι έμπορος, καθώς ασχολείται κατά σύνηθες επάγγελμα με την ανέγερση οικοδομών, καθώς και με την ανάληψη κατασκευής δημοσίων έργων, έχοντας ως σκοπό τον πορισμό κέρδους. Ο καθού από την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας οφείλει στην αιτούσα τα ποσά των 8.700,8.500 και 5.000 ευρώ, τα οποία προέρχονται από τις υπ` αριθμ. ............. επιταγές, αντίστοιχα, της .... Τράπεζας η πρώτη και η τρίτη και της ....... Τράπεζας η δεύτερη, τις οποίες εξέδωσε ο καθού σε διαταγή του Η.Κ., ο οποίος μεταβίβασε αυτές με οπισθογράφηση στην αιτούσα, στη συνέχεια δε αυτή τις μεταβίβασε στη .......Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ. Οταν εμφανίστηκαν οι επιταγές προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, αυτές δεν πληρώθηκαν, οπότε αναγκάστηκε η αιτούσα να καταβάλει την αξία των επιταγών και να καταστεί εκ νέου νόμιμη κομίστρια αυτών.
Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως της εκδόθηκαν για τις ως άνω επιταγές οι υπ` αριθμ. .../2007 και .../2007 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου Σερρών, αντίστοιχα, οι οποίες επιδόθηκαν στον καθού στις 12.2.2007 η πρώτη και στις 21.3.2007 δεύτερη. Ο καθού δεν άσκησε ανακοπή κατά των διαταγών πληρωμής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο καθού οφείλει στον εξετασθέντα ως μάρτυρα Η.Κ. το ποσό των 30.000 ευρώ, στην ......... Τράπεζα το ποσό των 92.555,92 ευρώ, στον Δ.Δ. ποσό 4.110,85 ευρώ, στην εταιρία με την επωνυμία «....» το ποσό 10.643,57 ευρώ, στην ........ Τράπεζα το ποσό των 18.318,85 ευρώ και στην εταιρία με την επωνυμία «....» το ποσό 7399,54 ευρώ. Για τις οφειλές του αυτές, οι οποίες μάλιστα είναι παλαιές, ουδέν ποσό κατέβαλε ο καθού και για τον λόγο αυτόν επιβλήθηκαν κατασχέσεις σε βάρος της περιουσίας του και στη συνέχεια επισπεύστηκαν πλειστηριασμοί Ο καθού ισχυρίζεται, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του, ότι αυτός ουδέποτε σταμάτησε την πληρωμή των χρεών του από την άσκηση της εμπορίας του. Βέβαια όλες αυτές οι καταβολές έχουν διενεργηθεί το έτος 2007 και αφορούν πολύ μικρό μέρος των οφειλών του σε σχέση με αυτές που περιγράφηκαν πιο πάνω. Η μη πληρωμή όλων των παραπάνω χρεών αποδείχθηκε ότι δεν οφείλεται σε πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια ή σε παροδική διαταραχή του ρυθμού των πληρωμών του καθού, αλλά στο γεγονός ότι αυτός έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά του χρέη, με αποτέλεσμα να κλονιστεί ανεπανόρθωτα η εμπορική του πίστη και να υφίσταται πραγματικά αδυναμία του για τη σχετική της εμπορίας του. Το δικαστήριο δεν είναι δυνατό να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση από το γεγονός ότι ο καθού κατέβαλε προς το ΙΚΑ και τη ΔΟΥ τα προαναφερθέντα ποσά και από τον ισχυρισμό του ότι αυτός σκοπεύει να προσέλθει άμεσα σε συμφωνία με τους δανειστές του, για την επίτευξη διακανονισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ενέργεια στην οποία δεν προέβη μέχρι σήμερα παρά το πλήθος των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών που επισπεύστηκαν σε βάρος του. Η μεμονωμένη καταβολή εκ μέρους του καθού μικρών ποσών σε ορισμένους από τους δανειστές του (ΙΚΑ, ΔΟΥ), ενώ τα υπόλοιπα σοβαρότερα χρέη του παραμένουν ανεξόφλητα, δεν αναιρεί την παύση των πληρωμών του κατά την έννοια του νόμου (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3588/2007- Νέου Πτωχευτικού Κώδικα).
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ανωτέρω και κήρυξε με την εκκαλουμένη απόφαση τον εκκαλούντα σε κατάσταση πτώχευσης και όρισε ημέρα παύσης των πληρωμών τη 1.3.2007, ως προς την οποία δεν υπάρχει σχετικό παράπονο, προέβη σε προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων και, ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη.