Ζημία ΑΕ από αδικοπραξία μελών του ΔΣ - έμμεση ζημία των μετόχων - ευθύνη των υπαιτίων και των συνεργών τους - συντηρητική κατάσχεση περιουσίας των, προς εξασφάλιση των προς αποζημίωση απαιτήσεων των μετόχων (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 12468/2012)
Περίληψη: Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής ευθύνης. Ανώνυμες εταιρείες (ΑΕ). Ευθύνη των μελών του ΔΣ της ΑΕ έναντι του νομικού προσώπου για τη ζημία που προξένησαν από πταίσμα τους στην εταιρεία. Δικαιούχοι αξίωσης προς αποζημίωση. Αυτοτελής αξίωση προς αποζημίωση και των μετόχων της ΑΕ έναντι των μελών του ΔΣ όταν η ζημιογόνος πράξη αυτών συνιστά και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση. Απάτη. Στοιχειοθέτηση του σχετικού αδικήματος. Μετοχές. Αποτελούν περιουσιακό αγαθό της εταιρείας. Ονομαστική και πραγματική ή εσωτερική αξία αυτών.
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, ενώ και το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον σε ολόκληρο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αρ. 914 ΑΚ, για να γεννηθεί ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται: α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας (ΑΠ 1486/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει, ότι η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Είναι, επομένως, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δε ίδια περιουσία ανεξάρτητη από αυτή των μετόχων της. Οι τελευταίοι έχουν, ως μέτοχοι, μόνο τα παρεχόμενα σ` αυτούς, από το νόμο, δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης εταιρίας. Περιουσιακό αγαθό θεωρείται και η μετοχή, ως αξιόγραφο, η οποία, εκτός της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή (Ολ.ΑΠ 14/99, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 18, 22 του πιο πάνω ν. 2190/1920, 31, 32 ΕμπΝ, 68, 714, 297, 298 ΑΚ προκύπτει, ότι τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ευθύνονται έναντι του νομικού αυτού προσώπου, για τη ζημία που, από πταίσμα τους, προξένησαν στην εταιρία, η ευθύνη τους δε αυτή υφίσταται και κατά τα αρ. 914, 919 ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη τους, στρεφόμενη κατά της εταιρίας, αποτελεί και αδικοπραξία με την έννοια των διατάξεων των εν λόγω άρθρων.
Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρίας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, κατά τους όρους του αρ. 22β του ν. 2190/1920 και όχι και οι κατ` ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρίας που υφίστανται έμμεση ζημία. Ωστόσο, κατά λογική ακολουθία των προεκτεθέντων, έχουν και οι μέτοχοι αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης κατά των μελών της διοίκησης της εταιρίας/ όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει /άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση. Περαιτέρω, από τη διάταξη ι του αρ. 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η σε γνώση του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη (ΑΠ 1639/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος», ΑΠ 5/2001 ΠΧρ ΝΑ` 591, ΑΠ 1625/1999 ΠΧρ Ν` 725). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Οταν, όμως, η ψευδής υπόσχεση για την οποία προϋπήρχε απόφαση μη εκπλήρωσης της ή γενικά τα ψευδώς βεβαιούμενα μελλοντικά πραγματικά περιστατικά συνδέονται, ταυτόχρονα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 64/2004, ΠοινΛογ 2004, 94, ΑΠ 5/2001 ΠΧρ ΝΑ` 591).
Απάτη δε, κατά την έννοια του αρ. 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντα και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντα, η οποία και προκλήθηκε, πράγματι, από την απάτη (ΑΠ 373/2008 ΧρΙΔ 2008, 781, ΑΠ 384/2003, ΕφΛαρ 137/2006 Δικογραφία 2006, 306). Επί πλέον, κατά τη διάταξη του αρ. 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του αρ. 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαίτιου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του, εκάστοτε, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστά και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Οσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη του αρ. 919 ΑΚ, είναι και εκείνη κατά την οποία κάποιος, μέ πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού. Τέλος, δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την «από πρόθεση» ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Επομένως, και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας μπορούν να στραφούν, υπό τις προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διάταξης, κατά των οργάνων της εταιρίας, όταν δηλαδή η συμπεριφορά των τελευταίων, έναντι ακριβώς αυτών, αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΠ 1298/2006, ΕλλΔ 1298/2006, 2006, 1410, ΕφΑΘ 4457/09 ΕλλΔ 2010, 207). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των αρ. 682 και 688 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται στην περίπτωση υπάρξεως επικείμενου κίνδυνου που απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή αυτού ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη ασφαλιστικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής δίκης. Ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση πως επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αιτών (δανειστής) θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΧαλκ 686/91 Δ 23, 262, Μπέης, ΠολΔ 682 παρ. 5 σελ. 32, Κεραμεύς - Πολυζογόπουλος, Τα ασφαλιστικά μέτρα στο αστικό δικονομικό δίκαιο, στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης», παρ. 3.4, σελ. 260). Στην υπό κρίση αίτηση τους, οι αιτούσες εκθέτουν ότι τυγχάνουν μέτοχοι της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία *, η οποία από τις 9.10.2011, μετά από απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της, έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση. Οτι, ταυτοχρόνως, με την υπ` αριθμ. */9.10.2011 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, συνεστήθη μεταβατικό Πιστωτικό Ιδρυμα με την επωνυμία * και ότι με την απόφαση αυτή στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της παλαιάς τράπεζας έναντι των μετόχων της, κάποια περιουσιακά στοιχεία και συμβατικές σχέσεις, μεταβιβάστηκε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της παλαιάς τράπεζας. Οτι, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Τράπεζας οφείλεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των καθών, οι οποίοι εντάσσονται σε δύο κατηγορίες, στους εκπροσώπους και τα στελέχη της * που, κατά παράβαση των θεσπισμένων πιστοδοτικών διαδικασιών, χορηγούσαν με αδιαφανή τρόπο δάνεια σε συνδεδεμένες εταιρίες συμφερόντων του πρώτου των καθών (επτά πρώτοι των καθών) και σ` αυτούς που ελάμβαναν τις ανωτέρω παράνομες πιστοδοτήσεις, είτε ευθέως οι ίδιοι (όγδοος έως και εικοστός τρίτος των καθών), είτε τρίτοι για λογαριασμό άλλων φερόμενων πιστούχων (εικοστός τέταρτος έως και τριακοστός πρώτος των καθών), με σκοπό τον πορισμό οφέλους είτε των ιδίων, είτε τρίτων. Οτι, η παραπάνω συμπεριφορά των καθών, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού τους δικαιώματος, ενώ ταυτόχρονα συντρέχουν και οι όροι της απάτης, καθόσον τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας με την τήρηση αναληθών ισολογισμών τους απέκρυπταν την πραγματική πορεία της, επιπλέον δε παρασιώπησαν τον ενιαίο πιστωτικό κίνδυνο αυτών των πιστοδοτήσεων. Οτι, οι ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες ενέργειες τους είχαν ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της επένδυσης που είχαν πραγματοποιήσει με την αγορά των μετοχών της Τράπεζας, όχι μόνο διότι εξέλιπε κάθε προοπτική λειτουργίας της, αλλά και διότι κατά το χρόνο έναρξης της εκκαθάρισης, το παθητικό υπερέβαινε κατά πολύ το ενεργητικό της (κατά τα ιστορούμενα στην αίτηση η διαφορά ανέρχεται σε 862.000.000 ευρώ), έτσι ώστε να καθίσταται βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει προϊόν εκκαθάρισης προς διανομή. Οτι, η ζημία τους ανέρχεται, για μεν την πρώτη, στο ποσό των 3.984.495,36 ευρώ, για δε τη δεύτερη στο ποσό των 4.330.619,11 ευρώ, που αντιστοιχεί στα ποσά που δαπάνησαν για την απόκτηση των μετοχών τους. Οτι, πιθανολογείται ότι, μέχρι την τελεσιδικία της ασκηθείσης αγωγής τους, η παραπάνω ζημία τους θα αυξηθεί και θα ανέλθει στο ποσό των 6.050.000 και 6.400,000 ευρώ για την πρώτη και τη δεύτερη αντίστοιχα. Οτι, ενόψει τούτων και για την εξασφάλιση της άνω απαίτησης τους, συντρέχει επείγουσα περίπτωση και για το λόγο αυτό θα πρέπει να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθών μέχρι του ποσού των 12.450.000 ευρώ και ειδικότερα μέχρι του ποσού των 6.050.000 ευρώ για την πρώτη και μέχρι του ποσού των 6.400.000 ευρώ για τη δεύτερη (των αιτουσών), καθώς και να καταδικαστούν άπαντες οι καθών στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των αιτουσών στο ακροατήριο (αρ. 224 ΚΠολΔ), αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αρ. 683 παρ. 1, 22 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρ. 686 επ. ΚΠολΔ).
Επιπλέον, παραδεκτά ασκείται από τις αιτούσες με την ιδιότητα τους ως μετόχων της υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία * και κρίνεται επαρκώς ορισμένη, αφού στο δικόγραφο της, όπως αυτό εκτιμάται από το δικαστήριο, περιέχονται με επαρκή σαφήνεια και πληρότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής τους νομιμοποίησης ως αμέσως ζημιωθεισών, αλλά και της επικαλούμενης αδικοπρακτικής (απατηλής και αντίθετης προς τα χρηστά ήθη) συμπεριφοράς των καθών. Ειδικότερα, αναφέρεται, ότι οι επτά πρώτοι των καθών, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω Τράπεζας, με τη σύμπραξη και των λοιπών, με μια σειρά μεθοδευμένων, απατηλών και αντίθετων προς τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη ενεργειών, που λεπτομερώς περιγράφονται, προκάλεσαν την επικαλούμενη ζημία των αιτουσών μετόχων της, με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια, κατά κύριο λόγο του πρώτου των καθών και δευτερευόντως και των υπολοίπων. Επιπλέον δε, ως προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τ. (επτά πρώτοι των καθών), η αδικοπρακτική συμπεριφορά θεμελιώνεται και στο ότι με τις παραπάνω αποφάσεις τους (παράνομες πιστοδοτήσεις τεράστιων ποσών της Τράπεζας προς τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις του πρώτου των καθών, χωρίς εγγυήσεις) έθιξαν τον πυρήνα των μετοχικών τους δικαιωμάτων, καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης και ως τέτοιες θα έπρεπε να λαμβάνονται ή έστω τουλάχιστον να τελούν σε γνώση των μετόχων. Επίσης, η υπό κρίση αίτηση είναι ορισμένη και ως προς την οριοθέτηση των συνεπειών που είχαν στο μετοχικό τους δικαίωμα οι ανωτέρω ενέργειες των καθών, καθώς αναφέρεται ότι με την πλήρη κατάρρευση της * εκμηδενίστηκε και η αξία των μετοχών τους, καθώς ματαιώθηκε κάθε ελπίδα ή πιθανότητα για την απόκτηση απ` αυτές οιουδήποτε κέρδους από τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους, η ζημία τους δε συνίσταται στην αξία τούτων που υπολογίζεται με βάση το χρόνο κτήσης τους και με την παραδοχή ότι παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την έναρξη της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των καθών. Ενόψει τούτων, όλοι οι ισχυρισμοί των καθών περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης των αιτουσών και αοριστίας της αίτησης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η άνω αίτηση είναι και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των αρ. 71, 914, 919, 147, 926 ΑΚ, 386 ΠΚ και 682, 688 και 707 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τα μετ` επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, όχι όμως και από την υπ` αριθμ. */1.11.2012 ένορκη ενώπιον της συμβολαιογράφου κατάθεση της μάρτυρος Κ.Π., την οποία προσκομίζει ο 23ος των καθών εντός της προθεσμίας προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων που τάχθηκε από το Δικαστήριο στους διαδίκους μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και λήφθηκε ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη -με προφορική στο ακροατήριο δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του- κλήτευση των αιτουσών, η οποία δεν θα ληφθεί υπόψη, καθόσον δεν αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο, αφού δεν προβάλλεται ότι προσκομίζεται προς αντίκρουση συγκεκριμένου ισχυρισμού που προτάθηκε το πρώτο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από τις αιτούσες (ΑΠ 66/07 ΔΕΕ 2007, 1230, ΑΠ 659/07 ΝοΒ 2007, 1823, ΕφΘεσσ 2067/11 Αρμ 2012, 592, ΕφΑθ 3121/09 ΕλλΔ 50, 1450), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Οι αιτούσες, υπό αρχική επωνυμία * η πρώτη και * η δεύτερη, κατά το χρονικό διάστημα από 5.9.2011 έως 4.10.2002, απέκτησαν την κυριότητα μετοχών της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία *, η οποία το Δεκέμβριο του έτους 2005, μετά από απόφαση της Γενικής της Συνέλευσης της μετόχων της, συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την τραπεζική εταιρία ..., με το διακριτικό τίτλο ... Από την ανταλλαγή των μετοχών που επακολούθησε, αλλά και από τη συμμετοχή τους στη δημόσια εγγραφή της Τράπεζας στο Χρηματιστήριο, στις 22.12.2005, η μεν πρώτη αιτούσα, απέκτησε συνολικά 1.153.011 μετοχές, που αντιπροσώπευαν το 2,55% του συνόλου των μετοχών της Τράπεζας, συνολικής αξίας 4.160.288,52 ευρώ, η δε δεύτερη αιτούσα 1.091.518 μετοχές, που αντιπροσώπευαν το 2,42% του συνόλου των μετοχών της Τράπεζας, συνολικής αξίας 4.556,371,39 ευρώ, (4,49 ευρώ ανά μετοχή).
Στη συνέχεια, αμφότερες οι αιτούσες πώλησαν μέρος των μετοχών τους, οπότε τους απέμειναν, στη μεν πρώτη 1.136,000 μετοχές, στη δε δεύτερη 1.068.847 μετοχές. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι στις 9.10.2011, μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, η Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ιδίας Τράπεζας αποφάσισε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ... και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τα αρ. 68 του ν. 3601/07. Συγχρόνως, με την υπ` αριθμ. "79.10.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατ` εφαρμογή του αρ. 63Ε του ν. 3601/07, συστήθηκε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία *, στο οποίο μεταβιβάστηκαν όλες οι συμβατικές προς τρίτους υποχρεώσεις της παλαιάς τράπεζας, ενώ στην τελευταία παρέμειναν οι έναντι των μετόχων σχέσεις που απορρέουν από τη μετοχική τους ιδιότητα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από δάνεια χαμηλής εξασφάλισης που είχε χορηγήσει, συμβατικές σχέσεις από χορήγηση δανείων και πιστώσεων υψηλού κινδύνου, ύψους * ευρώ, οι αξιώσεις αποζημίωσης και αδικαιολόγητου πλουτισμού που συνδέονται στενά με περιουσιακά στοιχεία που δεν μεταβιβάστηκαν στη νέα τράπεζα, οι υποχρεώσεις που κατά νόμο ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, οι συμβατικές της σχέσεις από συμβάσεις με τρίτους που αφορούν μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτων και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις της έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώθηκε ότι η αξία του παθητικού της τράπεζας *, που μεταβιβάστηκε στη νέα τράπεζα υπερβαίνει την αξία του μεταβιβαζόμενου ενεργητικού κατά το ποσό των 862.000.000 ευρώ και για την κάλυψη του παραπάνω ανοίγματος υπόχρεο ορίστηκε το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ). Η ανωτέρω ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Τράπεζας * αποφασίστηκε μετά την έκδοση του πορίσματος ελέγχου που διενήργησε κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.2011 έως 6.6.2011 Κλιμάκιο Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε σειρά παρανομιών που είχαν καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας της τράπεζας λόγω ανεπάρκειας ιδίων κεφαλαίων και συνακόλουθης έλλειψης ρευστότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άνω πόρισμα διαπιστώθηκε ότι από τις αρχές του 2010, μετά δηλαδή της απόκτηση ποσοστού 31,30% του μετοχικού κεφαλαίου της * από τον πρώτο των ` καθών, πραγματοποιήθηκε σημαντική πιστωτική επέκταση στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και ο πιστωτικός κίνδυνος της Τράπεζας αυξήθηκε ιδιαίτερα, καθώς διαπιστώθηκε α) χορήγηση μεγάλων ποσών δανείων σε πιστούχους συνδεδεμένους πελάτες κατά παράβαση της ΠΔΤΕ 2635/ 29.10.2010, β) σημαντική απόκλιση στην εφαρμογή της καταγεγραμμένης και θεσμοθετημένης Πιστοδοτικής Πολιτικής (παραβίαση των αρχών αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου και εγκριτικών διαδικασιών, έλλειψη εξασφαλίσεων πιστοδοτήσεων, ελλιπής παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου), γ) αποδυνάμωση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, δ) επιδείνωση της ποιότητας του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ε) πλήθος συναλλαγών μεγάλου ύψους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ασυνήθεις συναλλαγές», βάσει των Αποφάσεων της ΕΤΠΘ 281/5/ 17.3.2009 και 285/6/9.7.2009, στ) έμμεση καταστρατήγηση του αρ. 40 του ν. 1806/88, ζ) ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έγκριση των χρηματοδοτήσεων κατά παράβαση της ΠΔΤΕ 2577/9.3.2006 και του ν. 3691/2008. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι, μετά την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών της τράπεζας από τον πρώτο των καθών Λ.Λ. το Δεκέμβριο του 2009, ο τελευταίος με την ιδιότητα του μεγαλύτερου μετόχου και Προέδρου του Δ.Σ., ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της Τράπεζας και προώθησε α) την αποδυνάμωση της εγκριτικής διαδικασίας των πιστώσεων και β) την έγκριση πιστοδοτήσεων υπέρογκου ύψους προς επιχειρήσεις που συνδέονταν μεταξύ τους και με αυτόν τον ίδιο. Η αποδυνάμωση της εγκριτικής διαδικασίας επετεύχθη με αλλαγές στην Ανώτερη Επιτροπή Χορηγήσεων, όπου έπαυσαν να συμμετέχουν σ` αυτή η Διευθύντρια Διαχείρισης Κινδύνων, ο Διευθυντής Πίστης και ο Διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζιτικής και τοποθετήθηκε ως μέλος με δικαίωμα ψήφου η πέμπτη των καθών Σ.Λ., η οποία υπήρξε στέλεχος του * από το 1988 έως τέλη του 2010, παρότι κατά την εκτίμηση των ελεγκτών της Τράπεζας της Ελλάδος στερείτο βασικών γνώσεων σε τραπεζικά θέματα, καθώς και σε θέματα πιστωτικού κινδύνου και του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Επίσης, η αποδυνάμωση της εγκριτικής διαδικασίας των πιστώσεων συνοδεύθηκε με χρηματοδοτήσεις υψηλού κινδύνου. Χορηγήθηκαν δάνεια 713.114.000 ευρώ σε εταιρίες άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από τον Λ.Λ. Τα δάνεια αυτά αποτελούσαν ενιαίο πιστωτικό κίνδυνο κατά παράβαση της νομοθεσίας, διότι χορηγήθηκαν προς εταιρίες που αποτελούσαν ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Τα περισσότερα αφορούσαν πιστοδοτήσεις προς τις εταιρίες Α. και Ε., καθώς και σε αποσχιζόμενες και θυγατρικές εταιρίες αυτών (spin offs). Επρόκειτο για νεοσύστατες εταιρίες με μη ηλεγμένα και αδύναμα οικονομικά στοιχεία, με μετόχους πρώην στελέχη του * ή πρώην συνεργάτες του, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις ήταν άγνωστοι στην Τράπεζα και δεν είχαν σχετική επιχειρηματική εμπειρία. Οι χρηματοδοτήσεις ενεκρίθησαν με ελάχιστες εξασφαλίσεις ουσίας, ενώ ακόμα και μερικές από τις προβλεπόμενες εξασφαλίσεις ελήφθησαν και μετά τις αντίστοιχες εκταμιεύσεις. Ο δανεισμός στις παραπάνω εταιρίες, δεδομένων των ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων που εισέφεραν οι νέοι μέτοχοι, ήταν υπέρογκος και οδήγησε σε απαράδεκτα υψηλούς δείκτες χρηματοοικονομικής μόχλευσης.
Στην παραπάνω διαδικασία πιθανολογείται ότι συμμετείχαν ενεργά άπαντες οι καθών, ως εξής: α) οι επτά πρώτοι, που διετέλεσαν εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας και μέλη της Επιτροπής Πιστοδοτήσεων, ήταν εκείνοι που χορηγούσαν τις πιστώσεις κατά το χρονικό διάστημα από 4.1.2010 έως 31.1.2011, β) οι από τον όγδοο έως και τον εικοστό τρίτο, ήταν εκείνοι που εκπροσωπούσαν τις εταιρίες που λάμβαναν τις παράνομες πιστοδοτήσεις και γ) οι από τον εικοστό τέταρτο έως και τον τριακοστό πρώτο, ήταν εκείνοι που εισέπρατταν τις παράνομες πιστοδοτήσεις για λογαριασμό των εταιριών που τις είχαν λάβει. Ειδικότερα, από τον ανωτέρω έλεγχο διαπιστώθηκαν οι παρακάτω παράνομες συναλλαγές μεταξύ των καθών, συνολικού ύψους 701.220.000 ευρώ: 1) Οι *, τέταρτος, πέμπτη και έκτος των καθών αντίστοιχα α) στις 29.3.2010 ενέκριναν την αύξηση κατά 10.000.000 ευρώ και την 27.4.2010 κατά 7.000.000 ευρώ υφισταμένων ορίων προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Π.Κ. (όγδοος των καθών), β) στις 29.4.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 18.160.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν επίσης ο Π.Κ. (όγδοος των καθών), θυγατρική της *, γ) στις 8.6.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 15.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Π.Ν. (ένατος των καθών), μητρική της ..., δ) στις 8.6.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 72.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Ι.Μ. (δέκατος των καθών), μητρικής της *, μετονομασθείσα σε *, ε) στις 9.6.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 57.600.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Σ.Ρ. (ενδέκατος των καθών), μητρική της * και *, στ) στις 8.6.2010 ενέκριναν δάνειο 72.700.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Κ.Μ. (δωδέκατος των καθών), μητρική των *, μετονομασθείσα σε * και *, ζ) στις 8.6.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 54.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Α.Ρ. (δέκατος τρίτος των καθών), μητρική της *, η) στις 8.6.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 65.200.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήτανη Ι.Τ. (δέκατη τέταρτη των καθών), 2) οι *, δεύτερος, Πέμπτη και έκτος των καθών αντίστοιχα, στις 3.8.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 12.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Ν.Κ. (δέκατος πέμπτος των καθών), θυγατρική της *, 3) οι * δεύτερος, τέταρτος και πέμπτη των καθών αντίστοιχα, α) στις 27.8.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 41.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Η.Μ. (δέκατος έκτος των καθών), θυγατρική της *, β) στις 19.9.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 54.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Κ.Μ. (δέκατος έβδομος των καθών), μητρική της * και 19.500.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν Γ.Γ. (δέκατος όγδοος των καθών), γ) στις 10.9.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 70.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Κ.Χ. (δέκατος ένατος των καθών), δ) στις 2.11.2010 ενέκριναν δάνειο ποσού 5.060.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν η Α.Π. (εικοστή των καθών), μητρική της *, ε) στις 5.11.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 29.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Ν.Λ. (εικοστός πρώτος των καθών), μητρική της * και 30.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν επίσης ο Ν.Λ. (εικοστός πρώτος των καθών), στ) στις 9.12.2010 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 29.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Β.Γ. (εικοστός δεύτερος των καθών), ζ) στις 24.1.2011 ενέκριναν πιστοδοτικό όριο 40.000.000 ευρώ προς την εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Σ.Κ. (εικοστός τρίτος των καθών), 4) οι καθών εικοστός τέταρτος έως και τριακοστός πρώτος, σε συνεργεία με τους υπόλοιπους καθών, εισέπρατταν οι ίδιοι τις παράνομες πιστοδοτήσεις για λογαριασμό των εταιριών που τις είχαν λάβει. Ειδικότερα, α) κατά το διάστημα από 17.11.2010 μέχρι 23.12.2010, ποσό 550.000 ευρώ από το λογαριασμό της *, θυγατρική της εταιρίας * (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Κ.Μ., δωδέκατος των καθών) ανέλαβε ο υπάλληλος της * (τριακοστός πρώτος των καθών), σε μετρητά χωρίς αιτιολόγηση. Το ποσό αυτό προήλθε από διαθέσιμα των εταιριών του Ομίλου και κατέληξε στη *, χωρίς να διακανονισθούν συναλλαγές μεταξύ των εταιριών. Οι αναλήψεις έγιναν με την έκδοση εννέα (9) επιταγών που εισπράχθηκαν μετρητοίς. Κατά την είσπραξη τέθηκε επί του σώματος των επιταγών η υπογραφή του υπαλλήλου Δ.Μ. και σφραγίδα στην οποία αναφερόταν ως διεύθυνση του η οδός * Αθήνα, όπου βρίσκεται η έδρα της *, β) συνολικό ποσό 4.850.000 ευρώ από το δάνειο που χορηγήθηκε στην εταιρία ..., Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Κ.Χ. (δέκατος ένατος των καθών) αναλήφθηκε από τους υπαλλήλους της * Από το παραπάνω ποσό, ποσό 2.950.000 ευρώ, το οποίο προήλθε είτε από τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στους πιστούχους της *, είτε από λοιπά διαθέσιμα των πιστούχων που κατατέθηκαν στο λογαριασμό 136663 που τηρεί η * στην * ανέλαβε σε μετρητά κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2010 έως 24.3.2011 ο υπάλληλος Δ.Μ. (τριακοστός πρώτος των καθών), χωρίς αιτιολόγηση, με την έκδοση τριάντα οκτώ (38) επιταγών που εισπράχθηκαν μετρητοίς. Κατά την είσπραξη τέθηκε επί του σώματος των επιταγών η υπογραφή του υπαλλήλου Δ.Μ. και σφραγίδα στην οποία αναφερόταν ως διεύθυνση του η οδός *, όπου βρίσκεται η έδρα της *, γ) ποσό 1.550.000,ευρώ, το οποίο προήλθε είτε από τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στους πιστούχους της *, είτε από λοιπά διαθέσιμα των πιστούχων που κατατέθηκαν στο λογαριασμό 136663 που τηρεί η * στην άνω Τράπεζα, ανέλαβε σε μετρητά κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2010 έως 24.3.2011 ο υπάλληλος Δ.Β. (εικοστός έβδομος των καθών), χωρίς αιτιολόγηση, με την έκδοση δέκα εννέα (19) επιταγών που εισπράχθηκαν μετρητοίς. Κατά την είσπραξη τέθηκε επί του σώματος των επιταγών η υπογραφή του υπαλλήλου Δ.Β. και σφραγίδα στην οποία αναφερόταν ως διεύθυνση του η ... όπου βρίσκεται η έδρα της *, δ) ποσό 35.000 ευρώ, το οποίο προήλθε είτε από τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στους πιστούχους της ..., είτε από λοιπά διαθέσιμα των πιστούχων που κατατέθηκαν στο λογαριασμό 136663 που τηρεί η * στην άνω Τράπεζα, ανέλαβε σε μετρητά κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2010 έως 24.3.2011 ο υπάλληλος A.M. (εικοστός όγδοος των καθών), χωρίς αιτιολόγηση, με την έκδοση τριών (3) επιταγών που εισπράχθηκαν μετρητοίς. Κατά την είσπραξη τέθηκε επί του σώματος των επιταγών η υπογραφή του υπαλλήλου Δ.Β. και σφραγίδα στην οποία αναφερόταν ως διεύθυνση του η οδός *, όπου βρίσκεται η έδρα της *, ε) στις 30.11.2010, η εταιρία *, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο Α.Β. (εικοστός ένατος των καθών) έλαβε δάνειο ύψους 3.600.000 ευρώ για επενδυτικούς σκοπούς. Από το ποσό αυτό μόνο 700.000 ευρώ χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των εταιριών του ομίλου Β. Το υπόλοιπο ποσό των 2.150.000 ευρώ χρησιμοποιήθηκε από τον Κ.Μ. (δωδέκατο των καθών) και την Α.Π. (τριακοστή των καθών), οι οποίοι το κατέβαλαν για να μειωθεί το δανειακό τους υπόλοιπο λογαριασμού χρηματοδοτήσεων που έλαβαν με τη μορφή Μ., με σκοπό να αγοράσουν μετοχές της Α. Από το υπόλοιπο ποσό του δανείου των 750.000 ευρώ, ποσό 350.000 ευρώ χρησιμοποίησε ο Ν.Λ. (εικοστός τέταρτος των καθών), ποσό 100.000 ευρώ χρησιμοποίησε ο A.M. (εικοστός πέμπτος των καθών) και ποσό 300.000 ευρώ χρησιμοποίησε η Α.Π. (εικοστή έκτη των καθών), προκειμένου να μειωθεί το δανειακό τους υπόλοιπο λογαριασμού χρηματοδοτήσεων που έλαβαν με τη μορφή Margin, με σκοπό να αγοράσουν μετοχές της εταιρίας Α.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται, τόσο από τον πορισματικό έλεγχο της ανωτέρω Αρχής, όσο από την υπ` αριθμ. 76/27.7.2011 Απόφαση της Αρχής Καταπολέμησης και Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, αλλά και από το υπ` αριθμ. 3680/11 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στο πλαίσιο της διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης για την τέλεση των αδικημάτων του αρ. 187 παρ. 3 και 386 παρ. 1 ΠΚ, του αρ. 1 παρ. 1 εδ. α` του ν. 1608/1950 (καταχραστές του Δημοσίου), των αρ. 2 παρ. 1, 2 στοιχ. δ`, περ. ιθ`, 45 παρ. 1 στοιχ. α` του ν. 3691/08. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι, για να πετύχουν τις παραπάνω πιστοδοτήσεις, οι επτά πρώτοι των καθών παρασιώπησαν από τις εποπτικές Αρχές και τους μετόχους της Τράπεζας, μεταξύ των οποίων είναι και οι αιτούσες, ότι τα χορηγούμενα δάνεια δίνονταν σε εταιρίες που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τον πρώτο εξ αυτών και αποτελούσαν ομάδα συνδεδεμένων πελατών, παρασιώπησαν δηλαδή τον ενιαίο πιστωτικό κίνδυνο. Επιπλέον όμως τούτου, απέκρυπταν την πραγματική εικόνα των ιδίων κεφαλαίων της Τράπεζας και την εσωτερική αξία της μετοχής της, εμφανίζοντας αναληθείς ισολογισμούς. Χαρακτηριστικά, στον ισολογισμό της 31.12.2010 (πρώτη χρήση της διοίκησης Λ.) εμφανίζονταν μετοχικό κεφάλαιο 361.000.450 ευρώ με ονομαστική αξία 4,49 ευρώ και ίδια κεφάλαια της Τράπεζας 279.833.000 ευρώ, έναντι 321.271.000 ευρώ που ήταν στις 31.12.2009, όταν ανέλαβε τον έλεγχο της Τράπεζας ο πρώτος των καθών. Ολα τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατόπιν σχεδίου που εκπονήθηκε από τον πρώτο των καθών και εκτελέστηκε από τον ίδιο και τους υπόλοιπους εξ αυτών (πλην του εικοστού τετάρτου των καθών για τον οποίο θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω), «κατασκευάστηκαν» εταιρίες, για να δεχθούν, χωρίς εξασφαλίσεις και προσωπικές εγγυήσεις δάνεια από την παθούσα εταιρία ... με εξαπάτηση των εποπτικών αρχών, αλλά και των μετόχων της Τράπεζας, τα οποία στη συνέχεια ακολούθησαν μια διαδρομή πολυδαίδαλη μέσα από τη μεταφορά τους από εταιρία σε εταιρία, ώστε να είναι απολύτως δυσχερής η παρακολούθηση τους από τις εποπτικές αρχές και ένα μεγάλο μέρος τους εκταμιεύθηκε από πρόσωπα που εργάζονταν στις επιχειρήσεις Λ. ή χρησιμοποιήθηκαν για εντελώς άλλους σκοπούς από αυτούς που δήθεν χορηγήθηκαν, δια του χρηματοπιστωτικού τομέα, έχοντας αποκτήσει νομιμοφάνεια. Η συμπεριφορά αυτή των καθών, και ιδίως των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, στρέφεται όχι μόνο σε βάρος της Τράπεζας, αλλά και σε βάρος των μετόχων της και πληροί τους όρους της αδικοπραξίας, τόσο με τη μορφή των αρ. 914 ΑΚ σε συνδ. με 386 ΠΚ, όσο και με τη μορφή της αντίθεσης στα χρηστά ήθη 919 ΑΚ, καθόσον εκφεύγει των ορίων της παρασχεθείσης σ` αυτούς από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και το νόμο ορίων συνετούς διοίκησης και θίγει καίρια την απόσταση του μετοχικού δικαιώματος, που κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί περιουσιακό τους στοιχείο προστατευόμενο από τη διάταξη του αρ. 17 του Σ σε συνδυασμό με το αρ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Vander Male, απόφαση της 26.6.96, Α αρ. 101, παρ. 41, ΑΠ 86/98 Δ 1998, ΟλΣτΕ 542/99 ΔτΑ 1999, 956). Η τυχόν δε εγκυρότητα κάποιων από τις παραπάνω περιουσιακές διαθέσεις προς τρίτους δεν καλύπτει και τις δεσμεύσεις τις οποίες το διοικητικό συμβούλιο έχει, τόσο έναντι της Τράπεζας, όσο και έναντι των μετόχων της, προς επιμελή άσκηση των καθηκόντων και τακτική διαχείριση της εταιρικής περιουσίας (αρ. 22α παρ. 2 α` ν. 2190/20) και οι οποίες απορρέουν από τη βασική υποχρέωση της διοίκησης να αποφεύγει κάθε είδους ενέργειες, που πλήττουν ή διακινδυνεύουν αναιτίως την υπόσταση (τον πυρήνα) των μετοχικών τους δικαιωμάτων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πιθανολογείται, επομένως, ότι οι αιτούσες μέτοχοι έχουν ίδια αξίωση έναντι των καθών (πλην του εικοστού τετάρτου) για τη ζημία που υπέστησαν από την προδιαληφθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, χωρίς να απαιτείται οι τελευταίοι να σκοπεύουν ευθέως στην πρόκληση ζημία των πρώτων, αρκούσης της γενικής κατεύθυνσης ότι εξαιτίας των ενεργειών τους θίγονται τα συμφέροντα των μετόχων γενικά (βλ. Κόκκινη, ΔΕΕ 2002, 583 με τις εκεί παραπομπές). Αποζημιωτέα αξία των μετοχών δεν είναι η χρηματιστηριακή, αλλά η πραγματική ή εσωτερική τους αξία, η οποία προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας (ίδια κεφάλαια εμφαινόμενα στον ισολογισμό) με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη χρονική στιγμή (ΟλΑΠ 14/99, ΑΠ 795/00 ΕλλΔ 2001, 132). Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τον τελευταίο ειλικρινή ισολογισμό της Τράπεζας στις 31.12.2009 (πριν δηλαδή της ανάληψη της διοίκησης της Τράπεζας από τον Α.), τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε 321.271.000 ευρώ και το σύνολο των μετοχών της σε 80.501.193, συμπεραίνεται ότι η εσωτερική αξία της κάθε μετοχής πριν από την έναρξη της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των καθών ανερχόταν σε 3,99 ευρώ. Επίσης, ενόψει του προεκτεθέντος διαχωρισμού της Τράπεζας σε παλαιά ... και νέα ..., όπου στην παλαιά παρέμειναν οι επισφαλείς απαιτήσεις της Τράπεζας έναντι τρίτων, οι απαιτήσεις των μετόχων από τη μετοχική τους σχέση και η απαίτηση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, το οποίο ορίστηκε να καλύψει με ποσό 862.000.000 ευρώ το παθητικό της νέας Τράπεζας, εκτιμάται ότι η αξία των μετοχών των αιτουσών είναι σήμερα μηδενική, καθόσον δεν είναι πλέον εμπορεύσιμη, ούτε αναμένεται ότι μέρος της αυτής θα καλυφθεί από το προϊόν της εκκαθάρισης. Επομένως, βάσιμα πιθανολογείται ότι οι αιτούσες, κατά το χρόνο συζητήσεως της ασκηθείσης αγωγής αποζημίωσης, συνεπεία των ανωτέρω ενεργειών των καθών, θα έχουν απωλέσει το σύνολο της αξίας των μετοχών που κατέχουν και η ζημία τους ανέρχεται σε 4.532.640 ευρώ για την πρώτη (1.136.000 μετοχές Χ 3,99 ευρώ ανά μετοχή) και σε 4.264.700 ευρώ για τη δεύτερη (1.068.847 μετοχές Χ 3,99 ευρώ ανά μετοχή). Υπόχρεοι προς αποκατάσταση της ανωτέρω ζημίας είναι όλοι οι καθών ως εις ολόκληρον υπόχρεοι, καθότι επήλθε από την κοινή δράση απάντων, που λειτουργούσαν στα πλαίσια οργανωμένης ομάδας με συγκεκριμένους ρόλους (926 ΑΚ), ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός απ` αυτούς δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών, κατ` αρ. 927 ΑΚ. Η απαίτηση αυτή των αιτουσών είναι ασφαλιστέα, έστω και αν η ζημία δεν έχει απολύτως οριστικοποιηθεί, καθώς έχουν συμβεί όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις προϋποθέσεις γεννήσεως της κατά τους επικαλούμενους κανόνες δικαίου (βλ. ΜΠΑ 29036/95 Αρμ 1997, 110, 112, Μπέης ΠολΔ Ασφ Μέτρα, τεύχος 14, αρ. 682, αριθ. 10, σελ. 44), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού ορισμένων από τους καθών. Ακόμα, μερικοί των καθών ισχυρίζονται ότι ελλείπει το έννομο συμφέρον των αιτουσών για την επιδίωξη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος τους, καθόσον, δυνάμει του προαναφερθέντος υπ` αριθμ. 3680/11 βουλεύματος του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχει απαγορευθεί σε όλους των καθών την κίνηση όλων των τηρούμενων στα τραπεζικά ιδρύματα λογαριασμών, μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών - επενδυτικών προϊόντων, καθώς και του ανοίγματος τυχόν τηρούμενης θυρίδας θησαυροφυλακίου με δικαιούχο ή συνδικαιούχο τους.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθώς η παραπάνω διάταξη του βουλεύματος, που επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, δεν καθιστά άνευ αντικειμένου την παρούσα αίτηση, καθόσον δεν πρόκειται για τις ίδιες απαιτήσεις, η επιβολή δε αναγκαστικής κατάσχεσης δεν εμποδίζει τη συντηρητική κατάσχεση του ιδίου αντικειμένου για άλλη απαίτηση (βλ. Κεραμεύς/Κονδϋλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, αρ. 721 αρ. 1 και 3). Επίσης, ορισμένοι των καθών υποστηρίζουν ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται καταχρηστικά, καθώς η απαίτηση των αιτουσών είναι καλυμένη, διότι διαθέτουν αξίωσης αποζημίωσης, κατ` αρ. 63Ζ του ν. 3601/07 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά το άρθρο αυτό, το οποίο προστέθηκε με το αρ. 4 του ν. 4021/11 αναφέρεται ότι «Αν κάποιος μέτοχος ή πιστωτής πιστωτικού ιδρύματος θεωρήσει ότι, ως συνέπεια της εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στα αρ. 63Β έως 63Ε, η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν το πιστωτικό ίδρυμα ετίθετο άμεσα σε ειδική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ο εν λόγω μέτοχος ή πιστωτής δικαιούται να ζητήσει Αποζημίωση από το Δημόσιο ύψους τέτοιου που να τον αποκαθιστά στη θέση που θα είχε αν γινόταν απευθείας ειδική εκκαθάριση». Ο παραπάνω ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος, αφενός μεν διότι η αξίωση αποζημίωσης των αιτουσών σε βάρος των καθών δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος τρίτος έχει υποχρέωση προς αποζημίωση (αρ. 930 παρ. 3 ΑΚ), αφετέρου δε διότι δεν πρόκειται για την ίδια αξίωση με την επίδικη, καθόσον στηρίζεται σε άλλες προϋποθέσεις και αφορά τη ζημία που υφίστανται οι μέτοχοι ή πιστωτές συνεπεία της εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στον άνω νόμο. Επίσης, οι ίδιοι καθών προβάλλουν τον ίδιο ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας της άσκησης της απαίτησης των αιτουσών, και για το λόγο ότι αυτές (αιτούσες) τυγχάνουν «επαγγελματίες πελάτες», κατά την έννοια του αρ. 6 του ν. 3606/07 και ως εκ τούτου δεν απολαμβάνουν μέτρα αυξημένης προστασίας, σαν να ήταν ιδιώτες πελάτες - μέτοχοι της Τράπεζας. Και ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον η κρινόμενη αίτηση δεν εδράζεται στη ζημία μετόχων από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών της Τράπεζας ..., αλλά στην αδικοπρακτική συμπεριφορά των καθών. Πιθανολογούμενης περαιτέρω της ελαττωμένης περιουσιακής κατάστασης των καθών η αίτηση, και λαμβανομένων υπόψη του ύψους της οφειλής τους, της προδιαληφθείσας έκνομης συμπεριφοράς τους και κυρίως των μεθόδων που χρησιμοποίησαν, αφενός, για να αποκρύψουν από τους μετόχους και τις ελεγκτικές αρχές τα ποσά που υπεξήρεσαν από την Τράπεζα ..........., και αφετέρου, για να νομιμοποιήσουν τα παράνομα έσοδα τους μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα (πλην του εικοστού τετάρτου τούτων), καθίσταται προφανές ότι συντρέχει άμεσος κίνδυνος να αποξενωθούν οι εν λόγω καθών από την κατασχετή τους περιουσία, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον τους αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε οι αιτούσες αποκτήσουν εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε ακίνητης και κινητής περιουσίας των καθών (πλην του εικοστού τετάρτου), μέχρι του ποσού των 4.5000.000 ευρώ για την πρώτη αιτούσα και 4.300.000 ευρώ για τη δεύτερη αιτούσα, προς εξασφάλιση των ανωτέρω απαιτήσεων τους, τις οποίες οι ίδιες οι αιτούσες εκτιμούν σε 3.984.495,36 ευρώ για την πρώτη και 4.330.619,11 ευρώ για τη δεύτερη. Οσον αφορά δε τον εικοστό τέταρτο των καθών Ν.Λ., ο οποίος, όπως ελέχθη, έλαβε ποσό 350.000 ευρώ από το ποσό που χορηγήθηκε ως δάνειο στον ... και χρησιμοποιήθηκε, για να μειωθεί το δανειακό του υπόλοιπο λογαριασμού χρηματοδότησης που έλαβε για αγορά μετοχών της εταιρίας ..., δεν πιθανολογείται ότι με την πράξη του αυτή συμμετείχε στο προαναφερθέν σχέδιο εξαπάτησης των αιτουσών - μετόχων της Τράπεζας ..., καθόσον, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα Πινακιδίων μετοχών, τυγχάνει και ο ίδιος μέχρι σήμερα μέτοχος 210.000 κοινών ονομαστικών μετοχών της ίδιας Τράπεζας και θα ήταν επομένως οξύμωρο να θεωρηθεί ότι, παρότι τα συμφέροντα του συνέπιπταν με αυτά των αιτουσών, με την παραπάνω ενέργεια του ήθελε να στραφεί και κατά των δικών του συμφερόντων. Πέραν δε τούτου, χαρακτηριστικό της έλλειψης πρόθεσης από τον εν λόγω καθού να προκαλέσει βλάβη στις αιτούσες μετόχους είναι και το γεγονός ότι την τελευταία συναλλαγή αγοράς μετοχών της Τράπεζας την πραγματοποίησε στις 22.8.2011, ενόσω δηλαδή ήταν σε εξέλιξη ο έλεγχος της από το προαναφερθέν κλιμάκιο των Επιθεωρητών της Τράπεζας της Ελλάδος και ενάμιση μήνα πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Πρέπει, επομένως, ως προς τον παραπάνω καθού, η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη.
Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα