Συναλλαγματική - Λευκή αποδοχή συναλλαγματικής (Μονομελές Εφετείο Λάρισας, αριθμός απόφασης 62/2013)
Διατάξεις: άρθρα 10, 13 Ν 5325/1932
Αντισυμβατική συμπλήρωση ατελούς κατά την έκδοσή της συναλλαγματικής. Κατά ποίων προβάλλεται η σχετική ένσταση. Βάρος απόδειξης. Διαφορές ένστασης αντισυμβατικής συμπλήρωσης από την ένσταση της πλαστότητας.
[...] Με τα άρθρα 10 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγή» και 13 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» ορίζεται ότι εάν συναλλαγματική ή επιταγή, αντίστοιχα, ατελής κατά την έκδοση συμπληρώθηκε εναντίον των γενομένων συμφωνιών, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, μόνον, εάν αυτός απέκτησε την συναλλαγματική ή επιταγή με κακή πίστη ή εάν κατά την κτήση αυτής διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από τις ανωτέρω – ταυτόσημες κατά περιεχόμενο – διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι είναι δυνατόν να υπάρξει θελημένη έλλειψη ενός ή περισσότερων τυπικών στοιχείων της επιταγής, προκειμένου να συμπληρωθούν αυτά μεταγενέστερα από τον λήπτη, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ αυτού και του εκδότη, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση στον πρώτο να συμπληρωθούν τα στοιχεία αυτά κατά τα συμφωνημένα, Τα ασυμπλήρωτα στοιχεία είναι συνήθως το ποσό της επιταγής ή η χρονολογία εκδόσεώς της. Στην περίπτωση, όμως, που ο λήπτης της επιταγής δεν τηρήσει τη συμφωνία κατά τη συμπλήρωση των στοιχείων της, ο εκδότης δικαιούται να προβάλει την ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης τόσο κατά του λήπτη όσο και κατά των μεταγενέστερων κομιστών, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι κομιστές αυτοί, κατά τον χρόνο που απέκτησαν την επιταγή, βρίσκονταν σε κακή πίστη ή διέπραξαν βαρύ πταίσμα. Το βάρος δε της επίκλησης και απόδειξης του ισχυρισμού ότι η συναλλαγματική ή η επιταγή ήταν ατελής κατά την έκδοσή της, καθώς και ότι συμπληρώθηκε αντίθετα προς τις συμφωνίες μεταξύ αυτού που έδωσε και αυτού που πήρε τη λευκή συναλλαγματική ή επιταγή, φέρει ο εκδότης της επιταγής (ΑΠ 1268/1989 ΕλλΔνη 1991,797, ΑΠ 1193/1983 ΕΕμπΔ ΛΕ΄,619). Εξάλλου, η αντισυμβατική συμπλήρωση της επιταγής ή συναλλαγματικής δεν συνιστά πλαστογράφηση του τίτλου διότι νόθευση της επιταγής ή συναλλαγματικής έχομε μόνο όταν δεν υπάρχει καθόλου συμφωνία για τη συμπλήρωσή τους (ΑΠ 923/2002 ΕλλΔνη 2003,1319, ΑΠ 839/1994 ΕλλΔνη 1996,150). Γι’ αυτό η ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης μίας συναλλαγματικής ή επιταγής, στηριζόμενη στην ειδική ρύθμιση των άρθρων 10 του Ν 5325/1932 και 13 Ν 5960/1933, διαφέρει από την ένσταση πλαστότητας της επιταγής (ΑΠ 839/1994 ΔΕΕ 1995,71). Ειδικότερα, η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης συναλλαγματικής προβάλλεται όταν το κενό ή τα κενά στοιχεία της λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής δεν συμπληρώθηκαν από τον εξουσιοδοτηθέντα κομιστή, αλλά από τρίτον, ή όταν συμπληρώθηκαν μεν από τον εξουσιοδοτηθέντα, αλλά καθ’ υπέρβαση των γενομένων συμφωνιών μεταξύ των αρχικά συμβαλλομένων.
Περαιτέρω, η ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής διαφέρει από την ένσταση της πλαστότητας ή της νόθευσης του τίτλου, επί της οποίας δεν υπάρχει βούληση του οφειλέτη για την ανάληψη υποχρέωσης από τον τίτλο ή υπάρχει μεν δήλωση βούλησης, αλλά με άλλο περιεχόμενο, ενώ στην αντισυμβατική συμπλήρωση της λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής υπάρχει πάντοτε βούληση του οφειλέτη για ανάληψη υποχρέωσης από συναλλαγματική, όμως η βούληση αυτή έχει άλλο περιεχόμενο από το αναγραφόμενο στον τίτλο (ΕφΘεσ 2545/2000 ΕπισκΕΔ 2001,185, ΕφΔωδ 142/2006 ΕΕργΔ 2006,973). Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι ένδικες συναλλαγματικές, που εκδόθηκαν από το τον καθ’ ου η ανακοπή και τις αποδέχθηκε ο ίδιος ήταν ατελείς διότι έφεραν μόνο την υπογραφή του ιδίου (αποδέκτη τους), ο δε καθού εκδότης τους, τον οποίο κατονομάζει ως πλαστογράφο, συμπλήρωσε τα υπόλοιπα στοιχεία τους (ποσό, τόπο και ημερομηνία εκδόσεως και λήξεως) παρά τα συμφωνηθέντα. Ωστόσο, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, αφού κατά τα ιστορούμενα στην ανακοπή οι ένδικες συναλλαγματικές παραδόθηκαν από τον ανακόπτοντα στον καθού η ανακοπή ηθελημένα ασυμπλήρωτες ως προς το ποσό και το χρόνο εκδόσεως κ.λπ., αλλά με την εξουσία συμπληρώσεως αυτών μέσα στα συμφωνημένα όρια, και προϋποθέσεις, οπότε υπήρχε βούληση του ανακόπτοντος για την ανάληψη υποχρέωσης από τους τίτλους, καθώς και εξουσία συμπληρώσεως αυτών από τον καθού η ανακοπή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για νόθευση των τίτλων. Αν τα κενά στοιχεία των ατελών συναλλαγματικών συμπληρώθηκαν μεν από τον εξουσιοδοτηθέντα (τον καθού η ανακοπή), αλλά καθ’ υπέρβαση των γενομένων συμφωνιών μεταξύ των μερών, γεννάται ένσταση περί αντισυμβατικής συμπληρώσεως. Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί ότι τέτοιο χαρακτήρα έχει ο πρώτος λόγος της ανακοπής. [...]
(Δέχεται την έφεση.)
Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα