Καταγγελία σύμβασης πρακτόρευσης - Ασφαλιστικός πράκτορας (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 6280/2012)
Διατάξεις: άρθρα 1, 4 [παρ. 4] Ν 1569/1985, 14 ΠΔ 298/1986, 700 ΑΚ
Περίληψη: Ασφαλιστικός πράκτορας. Έννοια. Δικαιώματα και υποχρεώσεις. Επί καταγγελίας της σύμβασης πρακτόρευσης χωρίς σπουδαίο λόγο, η εργοδότρια εταιρία οφείλει να καταβάλει την οφειλόμενη αμοιβή για το εκτελεσθέν έργο και προμήθεια. Ρητή ή σιωπηρή καταγγελία. Η σύμβαση πρακτόρευσης δεν γεννά την υποχρέωση του ασφαλιστή, όταν ανανεώνει τη σύμβαση ασφάλισης, να διατηρεί τη διαμεσολάβηση του πράκτορα, που είχε φέρει τον ασφαλισμένο πελάτη. Η συμπεριφορά αυτή του ασφαλιστή δεν συνιστά καταγγελία της σύμβασης πρακτόρευσης, ούτε αδικοπραξία, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ασφαλιστικής παραγωγής που αντιπροσωπεύει για τον πράκτορα η σύμβαση ασφάλισης που ανανεώνεται χωρίς τη μεσολάβησή του.
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων»: «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη, με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών, στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο με το άρθρο 36 παρ. 8 του Ν 2496/1997: «Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτορειακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, για αυτό το διάστημα, να παραμένει στην επιχείρηση στο μέτρο που θα την εδικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση. Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, που συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα».
Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 700 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έννομη σχέση του ασφαλιστικού πράκτορα έχει χαρακτήρα μισθώσεως έργου, παρέχεται δε δικαίωμα στην εργοδότρια ασφαλιστική εταιρία να καταγγείλει τη σύμβαση, καταβάλλοντας την οφειλόμενη για το εκτελεσθέν έργο αμοιβή και την επιπλέον ειδικώς προβλεπόμενη προμήθεια τριών ετών, στο μέτρο που η παραγωγή του ασφαλιστικού πράκτορα παραμένει στην επιχείρηση για το διάστημα αυτό, εκτός αν η καταγγελία της σύμβασης από την εταιρία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του αντισυμβαλλομένου της, συνεπαγόμενο αστική ή ποινική ευθύνη του, δηλαδή έγινε για σπουδαίο λόγο, συνεπεία αθετήσεως τόσο ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων εκείνου, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για την εργοδότρια, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η συνέχιση της συμβάσεως. Η καταγγελία αυτή μπορεί να γίνει ρητώς ή σιωπηρώς. Τέτοια σιωπηρή καταγγελία μπορεί να είναι και η παράλειψη της εργοδότριας ασφαλιστικής εταιρίας να προβεί στην αναγκαία σύμπραξη ώστε ο ασφαλιστικός πράκτορας να εκτελέσει τη σύμβαση πρακτορεύσεως που έχει συνάψει μαζί της, όταν από την όλη συμπεριφορά της συνάγεται ότι δεν επιθυμεί να δεσμεύεται στο μέλλον από αυτήν (πρβλ. ΑΠ 233/2006 ΧρΙΔ 2006,599, ΕφΘεσ 2856/2006 Αρμ 2007,505, ΕφΑθ 9020/1989 ΕλλΔνη 1991,211, Κ. Καυκά, Ενοχικόν Δίκαιον, άρθρο 700 παρ. 2). Η σύμβαση πρακτορεύσεως, όμως, δεν γεννά υποχρέωση του ασφαλιστή, όταν ανανεώνει τη σύμβαση ασφάλισης, να διατηρεί τη διαμεσολάβηση του πράκτορα ο οποίος αρχικά είχε τοποθετήσει στην επιχείρησή του τον ασφαλισμένο πελάτη. Ασφαλιστής και λήπτης της ασφάλισης μπορούν ελευθέρως να ανανεώσουν τη μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα που είχε αρχικά τοποθετήσει τον δεύτερο στην επιχείρηση του πρώτου, είτε επιλέγοντας άλλον πράκτορα είτε συμβαλλόμενοι απευθείας μεταξύ τους. Τούτο προκύπτει και από την κατάργηση, με το άρθρο 14 του ΠΔ 298/1986 «Δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών», στο σύνολό του, του ΒΔ 503/1972 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων γενικών ασφαλιστικών πρακτόρων και ασφαλειομεσιτών» και επομένως και της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 5 αυτού, που όριζε ότι: «Εις ας περιπτώσεις η διάρκεια ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εκδοθέντος υπό ή τη μεσολαβήσει Πράκτορος, ανανεούται υπό της εταιρίας ή του Γενικού Πράκτορος άνευ της μεσολαβήσεως ετέρου προσώπου, ο Πράκτωρ δικαιούται της προμηθείας την οποίαν θα ελάμβανεν εάν προέβαινεν ούτος εις την ανανέωσιν, εκτός αν ο ησφαλισμένος δεν επιθυμή την μέσω του εν λόγω Πράκτορος ανανέωσιν του συμβολαίου του ή εάν έχη μεσολαβήσει καταγγελία της συμβάσεως πρακτορεύσεως». Ζήτημα όμως γεννάται σχετικά με το αν η ανανέωση της συμβάσεως ασφαλίσεως χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα που την είχε αρχικά τοποθετήσει στην επιχείρηση του ασφαλιστή συνιστά μονομερή εκ μέρους του τελευταίου καταγγελία της συμβάσεως πρακτορείας, ώστε να θεμελιώνει το δικαίωμα του πράκτορα να ζητήσει την προαναφερόμενη αποζημίωση του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν 1569/1985. Στο ζήτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση. Διότι η σύμβαση πρακτορείας δεν ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη σύμβαση ασφαλίσεως η οποία ανανεώνεται χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα που την είχε αρχικά τοποθετήσει στην επιχείρηση του πρακτορευόμενου ασφαλιστή ούτε εξαντλείται σε αυτή, αλλά έχει ευρύτερο αντικείμενο. Περιλαμβάνει, δηλαδή, και τις υπάρχουσες κατά την ανανέωση λοιπές συμβάσεις ασφαλίσεως που ο πράκτορας έχει τοποθετήσει στον ασφαλιστή αλλά και όσες αυτός θα τοποθετήσει στο μέλλον για όσο χρόνο η σύμβαση πρακτορεύσεως ήθελε διαρκέσει. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα από το μέγεθος της ασφαλιστικής παραγωγής του πράκτορα που αντιπροσωπεύει η σύμβαση ασφάλισης η οποία ανανεώνεται χωρίς τη μεσολάβησή του, από το αν δηλαδή αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο της ανανέωσης συνιστά μικρό ή μεγάλο ποσοστό της ασφαλιστικής παραγωγής του ή ακόμη και το σύνολό της, ακριβώς επειδή το αντικείμενο της συμβάσεως πρακτορείας είναι ευρύτερο από αυτήν.
Επομένως, ο ασφαλιστής, όταν ανανεώνει τη σύμβαση ασφάλισης χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα ο οποίος αρχικά του είχε φέρει τον πελάτη, ούτε παραβιάζει ούτε καταγγέλλει τη σύμβαση πρακτορείας ούτε, κατά μείζονα λόγο, αδικοπραξία τελεί. Βεβαίως ο πράκτορας, για τον πελάτη που έφερε στον ασφαλιστή, έχει, βάσει της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν 1569/1985, δικαίωμα αποζημιώσεως, το δικαίωμά του όμως αυτό γεννιέται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω, με την κατά τινα νόμιμο τρόπο λύση της συμβάσεως πρακτορείας και όχι με μόνη την, άνευ της διαμεσολαβήσεώς του, ανανέωση μεμονωμένης συμβάσεως ασφαλίσεως που είχε τοποθετήσει στον ασφαλιστή, γιατί αυτή δεν συνιστά καταγγελία της συμβάσεως πρακτορείας και δεν επιφέρει τη λύση της. [...] Η ενάγουσα, εταιρία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, νομίμως λειτουργούσα, κατάρτισε με την εναγομένη, ασφαλιστική εταιρία, την από 19.1.2004 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης αορίστου διαρκείας, με την οποία η εναγομένη ανέθεσε στην ενάγουσα να διαμεσολαβεί μεταξύ αυτής και του κοινού για τη σύναψη, στο όνομα και για λογαριασμό της, συμβάσεων ασφαλίσεως όλων των κλάδων στην περιοχή του Νομού Αττικής, αντί προμηθείας, το ύψος της οποίας συμφωνήθηκε σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων κατά κλάδο ασφαλίσεως, προκειμένου δε για ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων σε ποσοστά 13% για τις σωματικές βλάβες και 13% για τις υλικές ζημίες. Σε εκτέλεση της μεταξύ τους συμβάσεως, η ενάγουσα διαμεσολάβησε μεταξύ της εταιρίας υπό την επωνυμία «... ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΉΣΕΙΣ ΑΕ» και τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ», που ήταν πελάτισσά της και ασκούσε επιχείρηση ενοικιάσεως οχημάτων, και της εναγομένης ώστε να συναφθεί μεταξύ αυτών η από 10.11.2004 έγγραφη σύμβαση ασφάλισης οχημάτων, με την οποίαν η εναγομένη ανέλαβε να ασφαλίζει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία των οχημάτων τα οποία η αντισυμβαλλόμενή της εταιρία, λήπτρια της ασφαλίσεως, στο πλαίσιο της πιο πάνω επιχείρησής της, θα εξεμίσθωνε προς τρίτους. Η διάρκεια της σύμβασης ασφάλισης συμφωνήθηκε αρχικά διετής, με έναρξη την 1.1.2005 και λήξη την 1.1.2007. [...] Επικειμένης της λήξεως της ανανεωθείσης για το έτος 2007 μετά της εναγομένης από 10.11.2004 συμβάσεως ασφαλίσεως των ενοικιαζόμενων οχημάτων της, η εταιρία υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ» ζήτησε από την εναγομένη, προκειμένου να εξακολουθήσει να ασφαλίζει σε αυτήν τα ενοικιαζόμενα οχήματά της, να της προσφέρει χαμηλότερο μικτό ασφάλιστρο, με σκοπό τον περιορισμό της σχετικής δαπάνης της, θέτοντάς της υπόψη προσφορές μειωμένων ασφαλίστρων από άλλες ανταγωνίστριες ασφαλιστικές εταιρίες και συνακόλουθα το ενδεχόμενο να την χάσει από πελάτισσα αν η προσφορά της δεν την ικανοποιούσε. Επακολούθησαν απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ της εναγομένης και της αντισυμβαλλομένης της εταιρίας υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ», οι οποίες κατέληξαν στη σύναψη της από 14.12.2007 συμβάσεως ασφαλίσεως των ενοικιαζόμενων οχημάτων της δεύτερης, διετούς διάρκειας, από 1.1.2008 έως και 1.1.2010, χωρίς πλέον τη διαμεσολάβηση της ενάγουσας, η οποία, προ τριετίας, είχε φέρει την ασφαλιζόμενη στην επιχείρηση της εναγομένης.
[...] Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εναγομένη και η αντισυμβαλλομένη της εταιρία υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ», αφού διατήρησαν επί μία τριετία την πρακτορική διαμεσολάβηση της ενάγουσας στη μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως, σταθμίζοντας τις περιστάσεις, έκριναν ότι δεν έχουν πλέον ανάγκη από αυτήν, δυνάμενες του λοιπού να την διαχειριστούν μόνες τους, και αποφάσισαν να την ανανεώσουν χωρίς αυτήν, επιτυγχάνοντας η μεν πρώτη να κρατήσει στην επιχείρησή της την δεύτερη, η οποία, άλλως, θα αναζητούσε άλλον ασφαλιστή, η δε δεύτερη να συνεχίσει την ασφαλιστική κάλυψη των ενοικιαζόμενων οχημάτων της με ευνοϊκότερο ασφάλιστρο. Αντίθετα, η εναγομένη διατήρησε την πρακτορική διαμεσολάβηση της ενάγουσας στις λοιπές, πλην της μετά της εταιρία υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ», δέκα συμβάσεις ασφαλίσεως τις οποίες η ενάγουσα είχε τοποθετήσει στην επιχείρησή της, και εξακολούθησε, πέραν της 1.1.2008, να της καταβάλλει τις συμφωνημένες κατά περίπτωση προμήθειες. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη η εναγομένη, με το ανανεώσει, την 14.12.2007, για δύο έτη, την μετά της εταιρίας υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ» υφιστάμενη από 10.11.2004 μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως των ενοικιαζόμενων οχημάτων της, χωρίς την πρακτορική διαμεσολάβηση της ενάγουσας, η οποία προ τριετίας την είχε τοποθετήσει στην επιχείρησή της, δεν παραβίασε την μετ' αυτής σύμβαση πρακτορείας, διότι δεν είχε συμβατική υποχρέωση να διατηρήσει τη διαμεσολάβηση αυτή, ούτε σιωπηρώς την κατήγγειλε, διότι το περιεχόμενο της είναι ευρύτερο εκείνου της ανανεωθείσης συμβάσεως ασφαλίσεως και δεν εξαντλείται σε αυτήν, ανεξαρτήτως του ότι η τελευταία, κατά το χρόνο της ανανέωσής της, αντιπροσώπευε, με βάση την αξία του αντικειμένου της, το μεγαλύτερο μέρος της ασφαλιστικής παραγωγής που η ενάγουσα είχε έως τότε τοποθετήσει στην επιχείρησή της, ούτε, τέλος, αδικοπραξία, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, έχει εις βάρος της ενάγουσας τελέσει, διότι η απόφασή της να τερματίσει, μετά τριετία μάλιστα από της ενάρξεώς της, την πρακτορική διαμεσολάβησή της στη μετά της εταιρίας υπό τον διακριτικό τίτλο «... ΕΛΛΑΣ» σύμβαση ασφαλίσεως των ενοικιαζόμενων οχημάτων της, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από αυτήν συναλλακτικές δυνατότητές της, εξυπηρετούσε το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεώς της και δεν ελήφθη με σκοπό να προκληθεί βλάβη στην ενάγουσα (πρβλ. ΑΠ Ολ 13/2004). Συνεπώς, αμφότερες οι διά της υπό κρίση αγωγής ασκούμενες αξιώσεις της ενάγουσας είναι αβάσιμες κατ’ ουσίαν, η μεν αξίωση για την αποζημίωση του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν 1569/1985, διότι δεν απεδείχθη η εκ μέρους της εναγομένης σιωπηρή καταγγελία της συμβάσεως πρακτορίας και συνακόλουθα η λύση της, επί των οποίων η ενάγουσα στηρίζει την αξίωσή της αυτή, η δε αξίωση για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, διότι, με βάση τα πιο πάνω περιστατικά που απεδείχθησαν, δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία της εναγομένης, ικανή να στηρίξει την έναντι αυτής αξίωσή της. Μετά ταύτα, η υπό κρίση αγωγή είναι στο σύνολο της αβάσιμη κατ’ ουσίαν. [...]
(Δέχεται εν μέρει την έφεση.)
Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα