Σύσταση της ανώνυμης εταιρίας - Σύνταξη και περιεχόμενο του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας - Για τη σύσταση της αε απαιτείται η σύνταξη καταστατικού, και που έχει ορισμένο περιεχόμενο και υποβάλλεται σε ορισμένο τύπο, η ανάληψη των μετοχών, η έγκριση του καταστατικού από τη Διοίκηση και η παραχώρηση άδειας ίδρυσης της εταιρίας και τέλος, η τήρηση ορισμένης δημοσιότητας
Το καταστατικό, ως το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζει τη λειτουργία της εταιρίας, δηλαδή ως κανονιστική πράξη ιδιωτικού δικαίου, μαζί με τη συμφωνία ίδρυσής της, «ιδρυτική πράξη» κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 63 και 73 εδ. 2) αποτελούν την εταιρική σύμβαση, δηλ. τη σύμβαση με την οποία ιδρύεται και ρυθμίζεται η εταιρία. Έτσι, μιλώντας για καταστατικό εννοούμε κατά συνεκδοχή την εταιρική σύμβαση. Εξάλλου, λόγω της κανονιστικής του φύσης, το καταστατικό ερμηνεύεται αντικειμενικά.
Το καταστατικό συντάσσεται με συμβόλαιο γραφικό έγγραφο, (άρθρα 40 ΕΝ, 4 § 1 ν. 2190/1920, 61 και 63 ΑΚ) μεταξύ δύο φυσικών ή νομικών προσώπων, των ιδρυτών (άρθρο 8 § 1 εδ. 1). Τα φυσικά πρόσωπα πρέπει να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, μπορούν δε να είναι ημεδαπά ή αλλοδαπά. Το καταστατικό ερμηνεύεται αντικειμενικά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 ΑΚ.
Η αε ως μονοπρόσωπη μπορεί να ιδρυθεί μόνο κατά το άρθρο 1 ν.δ. 4014/1959, που προβλέπει την ίδρυση μονοπρόσωπης εταιρίας με μοναδικό μέτοχο το κράτος. Η χώρα μας δεν έκανε μέχρι σήμερα χρήση της ευχέρειας που τις δίδει το άρθρο 6 της 12ης Οδηγίας 89/667/ΕΟΚ να εισαγάγει τη μονοπρόσωπη αε.
Το καταστατικό περιέχει τα παρακάτω στοιχεία που εξατομικεύουν την εταιρία:
α. Την επωνυμία της εταιρίας. Αυτή σχηματίζεται από το είδος της εταιρικής επιχείρησης ως υποχρεωτικού στοιχείου (άρθρο 5 § 1). Προαιρετικά στοιχεία επιτρέπονται, στο μέτρο που δεν καθιστούν την επωνυμία παραπλανητική και γενικότερα στο μέτρο που δεν προσβάλλουν τις αρχές που διέπουν την επωνυμία. Τέτοια επιτρεπόμενα προαιρετικά στοιχεία είναι κυρίως το ονοματεπώνυμο των ιδρυτών της ή άλλου φυσικού προσώπου είτε η επωνυμία άλλης εμπορικής εταιρίας (άρθρο 5 § 2). Παραπέρα, στην επωνυμία προστίθενται ως υποχρεωτικά στοιχεία και οι λέξεις «ανώνυμη εταιρία» (άρθρο 5 § 3) που μπορεί να τίθεται και στη σύντμησή της, δηλ. ως «αε» ή «ΑΕ». Πάντως, όπως θα σημειωθεί και παρακάτω, σε ακυρότητα της αε δεν οδηγεί η παράνομη συγκρότηση της επωνυμίας, αλλά η παντελής έλλειψή της. Αν η εταιρία έχει περισσότερα αντικείμενα, στην επωνυμία μπορεί να εμφανίζεται το κυριότερο ή τα κυριότερα από αυτά (άρθρο 5 § 4). Αν η εταιρία αργότερα επεκταθεί και σε άλλα αντικείμενα που αναγράφονται στο καταστατικό, δεν είναι απαραίτητα με μεταβληθεί και η επωνυμία με την οποία η εταιρία έχει γίνει γνωστή στις συναλλαγές (άρθρο 5 § 5). Εξάλλου, σκοπός της επωνυμίας δεν είναι να πληροφορεί τους τρίτους για το ακριβές αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά να εξατομικεύει την εταιρία. Γι’ αυτό, μπορεί να διαμορφωθεί και από γενικόλογες μόνο εκφράσεις ή από λέξεις φανταστικές. Αρκεί αυτές να παραπέμπουν έστω συνειρμικά, στο αντικείμενο της εταιρικής επιχείρηση. Η επωνυμία για τις διεθνείς συναλλαγές μπορεί να εκφράζεται σε ξένη γλώσσα σε πιστή μετάφραση ή και με λατινικά στοιχεία (άρθρο 5 § 6).
β. Το σκοπό της εταιρίας. Το καταστατικό πρέπει να ορίζει, το σκοπό της εταιρίας τόσο ως κατεύθυνση (σκοπός κερδοσκοπικός, συνεταιριστικός, ιδανικός)όσο και ως αντικείμενο της εταιρικής επιχείρησης (ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, εμπορία αυτοκινήτων, κινηματογραφική επιχείρηση κλπ.). Ο σκοπός με τη δεύτερη έννοια προσδιορίζει τα όρια της εξουσία του διοικητικού συμβουλίου, πρέπει να είναι σύννομος και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη (άρθρο 4α § 1γ). Ο σκοπός με την έννοια της κατεύθυνσης συνήθως προσδιορίζεται έμμεσα, μέσω του αντικειμένου της εταιρικής επιχείρησης. Ενώ η γενική περιγραφή της εταιρικής δραστηριότητας, όπως «γενικό εμπόριο» «βιομηχανική επιχείρηση» δεν αρκεί. Πρέπει το αντικείμενο της εταιρικής επιχείρησης να προσδιορίζετε με κάποια έστω ακρίβεια.
γ. Την έδρα της εταιρίας. Ως έδρα νοείται ο τόπος όπου ασκείται η διοίκηση της εταιρίας. Κάθε εταιρία έχει μία μόνο έδρα (επιχ. από άρθρο 51 εδ. 2ΑΚ) και ως τέτοια ορίζεται ένας δήμος ή μία κοινότητα της ελληνικής επικράτειας (άρθρο 6). Αν η έδρα βρίσκεται έξω από την ελληνική επικράτεια, θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 10 ΑΚ). Η εταιρία εκτός από την έδρα διοίκησης διαθέτει και την έδρα ή έδρες εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον τόπο όπου η εταιρία ασκεί τη δραστηριότητά της, όπου έχει το κύριο κατάστημα ή το υποκατάστημά της (άρθρο 51 εδ. 3 ΑΚ). Η επαγγελματική έδρα μπορεί να συμπίπτει ή να είναι διαφορετική από την έδρα διοίκησης. Συνήθως η κεντρική «επαγγελματική» έδρα συμπίπτει με την έδρα διοίκησης, αλλά διαφέρει η έδρα του υποκαταστήματος. Το υποκατάστημα, πάντως, δεν είναι υποκείμενο δικαίου ούτε έχει ικανότητα να παρίσταται σε δίκη. Έτσι, για διαφορές που δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του η εταιρία διάδικος είναι η εταιρία και κατ’ αρχή ισχύει η δωσιδικία της έδρας της. Όμως, για τις διαφορές αυτές δημιουργείται και δωσιδικία ειδικής κατοικίας. Εκείνης του τόπου όπου βρίσκεται το υποκατάστημα (άρθρο 23 § 2 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση αυτή ενάγει και ενάγεται ο διευθυντής του υποκαταστήματος ως αντιπρόσωπος της εταιρίας. Αν το καταστατικό σωπαίνει η εταιρία έχει έδρα τον τόπου όπου λειτουργεί η διοίκησή της (άρθρο 64ΑΚ, όπως έχει ερμηνευθεί. Ζήτημα, όμως, δημιουργείται αν η διοίκηση της εταιρίας λειτουργεί σε τόπο διαφορετικό από την καταστατική της έδρα. Σύμφωνα με την ορθή άποψη σε μια τέτοια περίπτωση θα αποβλέπουμε στην πραγματική έδρα. Αυτό κυρίως όταν ο προσδιορισμός τη έδρα στο καταστατικό εμποδίζει την εφαρμογή διατάξεων αναγκαστικού δικαίου. Πάντως, η κατά τόπο αρμοδιότητα του Νομάρχη για έγκριση τόσο του αρχικού καταστατικού όσο και κάθε τροποποίησής του θα κρίνεται από την καταστατική έδρα. Ειδικότερα, τη νομολογία απασχόλησε το ζήτημα αν θεωρείται ημεδαπό νομικό πρόσωπο που έχει την καταστατική του έδρα εκτός Ελλάδας και τη πραγματική του στην Ελλάδα. Από τον Άρειο Πάγο δόθηκε η απάντηση ότι σημασία έχει ο τόπος όπου ασκείται πράγματι η διοίκηση της εταιρίας. Κατά συνέπεια υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Πάντως, με βάση το ν. 791/1978 η σύσταση και η ικανότητα δικαίου ορισμένων ναυτιλιακών εταιριών διέπεται από το δίκαιο της καταστατική έδρας, έστω και αν η διοίκησή τους ασκείται σε άλλη πολιτεία.
δ. Τη διάρκεια της εταιρίας (άρθρο 2 § 1 γ΄). Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, που προβάλει επιχείρημα και από το άρθρο 47 α § 1 παρ. α΄, η διάρκεια της αε πρέπει πάντοτε να είναι ορισμένου χρόνου. Πρόκειται για άποψη που ούτε από το νόμο συνάγεται ούτε κάποιο σκοπό υπηρετεί. Για άποψη που περιορίζει χωρίς λόγο την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Πάντως, αν το καταστατικό σωπαίνει παρόλα αυτά εγκρίθηκε από τη Διοίκηση, η εταιρία θα λειτουργήσει ως αόριστου χρόνου.
ε. Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου (άρθρο 2 1 δ΄). Το κεφάλαιο αναγράφεται μόνο σε χρήμα, ακόμη και αν καλύπτεται με εισφορές σε είδος. Ως τρόπος καταβολής νοείται η εφάπαξ ή η τμηματική καταβολή. Ως τρόπος κάλυψης, στην οποία μάλλον αναφέρεται η διάταξη, νοείται η ιδιωτική ή η κάλυψη με δημόσια εγγραφή.
στ. Το είδος των μετοχών, τον αριθμό, την ονομαστική αξία και την έκδοσή τους. Οι ιδρυτές αποφασίζουν κατ’ αρχή ελεύθερα το είδος των μετοχών. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος επιβάλλει υποχρεωτικά την έκδοση ονομαστικών μετοχών. Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών πρέπει στο καταστατικό να αναγράφεται ο αριθμός των μετοχών κάθε κατηγορίας(άρθρο 2 § 1 στ΄).
ζ. Τα ατομικά στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που υπέγραψαν το καταστατικό της εταιρίας ή στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων έχει υπογραφεί το καταστατικό (άρθρο 2 § 2 α΄).
η. Από το ΣτΕ φαίνεται να θεωρείται ως αναγκαίο στοιχείο του καταστατικού ο αριθμός των μελών του δσ της εταιρίας. Η άποψη αυτή δεν βρίσκει θεμελίωση στο νόμο μας. Εξάλλου, η παράλειψη του καταστατικού σχετικά με τον αριθμό των μελών του δσ δεν οδηγεί σε ακυρότητα της εταιρίας, ακριβώς γιατί αναπληρώνεται (άρθρο 4α). Ορθότερο είναι να λεχθεί ότι αν στο καταστατικό δεν υπάρχει πρόβλεψη, ο αριθμός των μελών του δσ είναι ο ελάχιστος προβλεπόμενος από το νόμο. Δηλαδή τρία μέλη. Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 ως υποχρεωτικά θεωρούνται και τα στοιχεία των περιπτώσεων ζ – ιγ΄ της παραγράφου αυτής και το στοιχείο β΄ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.