Ευθύνη αποκτώντος την επιχείρηση για χρέη που ανήκουν σε αυτήν (Εφετείο Αθηνών - αριθμός απόφσαης 711/2011)
Περίληψη: Μεταβίβαση επιχείρησης. Ευθύνη αποκτώντος την επιχείρηση για χρέη που ανήκουν σ’ αυτήν και μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Έννοια επιχείρησης κατά το άρθρο 479 ΑΚ. Πότε υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης. Γνώση αποκτώντος ότι του μεταβιβάζεται το σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της επιχείρησης. Δεν απαιτείται η γνώση του αποκτώντος για την ύπαρξη των χρεών, τα οποία πρέπει να εντάσσονται στην επιχείρηση και να έχουν γεννηθεί πριν τη μεταβίβαση.
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Ειδικότερα δε ως «επιχείρηση» κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, εννόμων σχέσεων, πραγμάτων και άυλων αγαθών, ή πραγματικών καταστάσεων (πελατεία, τεχνογνωσία, οργάνωση, πίστη, φήμη, διακριτικά γνωρίσματα κ.λπ.), που έχουν οργανωθεί από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (επιχειρηματία) σε οικονομική ενότητα για την επίτευξη ενός απώτερου οικονομικού σκοπού κατά κανόνα οικονομικού-κερδοσκοπικού (ΑΠ 400/1978 ΝοΒ 27,182). Έτσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα (ΑΠ Ολ 7/2009 ). Βασικό δε κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητάς της. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο και αναλαμβάνει να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης νοούμενης ως ενιαίας οικονομικής μονάδας, διατηρούσας την ταυτότητά της με τον νέο επιχειρηματικό φορέα με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή (ΑΠ 842/1983 ΕΕργΔ 43,268). Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία όμως συνθέτουν τον πυρήνα που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 1039/2010). Επιπλέον, πρέπει να τελούσε εν γνώσει ο αποκτών, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη επιχείρηση ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η παραπάνω, απαραίτητη, γνώση εκείνου που αποκτά είναι φανερή, όταν ρητά μεταβιβάζεται ολόκληρη η ενεργητική περιουσία. Επίσης, η γνώση αυτή του αποκτώντος θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο αποκτών μπορούσε εύκολα να γνωρίζει ότι του μεταβιβάζεται η επιχείρηση ως σύνολο ή κατά το σημαντικό μέρος της, εφόσον από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν μπορούσε να αντιληφθεί ότι αυτό που μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικό μέρος της επιχείρησης του μεταβιβάσαντος (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32,667, ΕφΑθ 2803/2008 ΔΕΕ 2009,222, ΕφΠατρ 1009/2008 , ΕφΑθ 1647/2002 , ΕφΠατρ 573/2002 ΑχΝομ 2003,68). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνωρίζει αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 61/2010, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010). Ως χρέη που εντάσσονται στην επιχείρηση νοούνται μόνον εκείνα που προκύπτουν από την άσκηση της επιχείρησης και γενικά τη δραστηριότητα αυτής προς επίτευξη του σκοπού της (βλ. ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 2004,590, ΕφΑιγ 116/1974 ΝοΒ 23,363). Το χρέος πρέπει να υπήρχε κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως της επιχείρησης και να μη γεννήθηκε αργότερα, εκτός αν αυτό προέρχεται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής που υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως (βλ. ΑΠ 377/1987 ΕΕΝ 1988,115, ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 45,590, ΕφΑθ 6246/1998 ΕλλΔνη 40,1143). Θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά το χρόνο αυτόν, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (βλ. ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39,1572, ΕφΘεσ 1831/2008). [...] Με βάση το .../4.9.1986 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Τ. ο τρίτος εναγόμενος, η τέταρτη εναγομένη και η Ν.Φ. συνέστησαν ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «D. ΑΕ Ανώνυμη Τεχνική Τουριστική Εμπορική Βιομηχανική Εταιρία Συστημάτων Ασφαλείας» και διακριτικό τίτλο «D. ΑΕ», η οποία είχε, ως σκοπό, την πώληση και τοποθέτηση συστημάτων ασφαλείας, την παροχή υπηρεσιών φύλαξης με εκπαιδευμένους υπαλλήλους (φύλακες) αναλαμβάνοντας την κάλυψη των ζημιών των πελατών της σε περίπτωση κλοπής. Ως έδρα της εταιρίας ορίσθηκε το ευρισκόμενο κατάστημα στην οδό ... αρ. ... στην Αθήνα. Με βάση την από 12.11.1987 σύμβαση, που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, η τελευταία ανέλαβε τη φύλαξη του καταστήματος χρυσοχοΐας και κοσμημάτων, που ο ενάγων διατηρεί στην οδό ... στην Αθήνα. Συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση κλοπής του καταστήματος που οφείλεται σε ελλιπή ή κακή φύλαξή του ή σε παραβίαση του συστήματος ασφαλείας (συναγερμού), που είχε τοποθετήσει η εταιρία και είχε συνδεθεί για όλο το 24ωρο με ηλεκτρονικό πίνακα αυτής, η τελευταία αναλαμβάνει την ευθύνη αποκατάστασης των προερχόμενων από την κλοπή ζημιών μέχρι του ποσού των 15.000.000 δρχ. για τα εντός του καταστήματος αντικείμενα και μέχρι του ποσού των 5.000.000 δρχ. για τα εκτός του χώρου αυτού. Στις 3.8.1992 και περί ώρα 3:00 έγινε διάρρηξη στο κατάστημα του ενάγοντος από αγνώστους, οι οποίοι, αφού πρώτα έσπασαν τα λουκέτα της κυρίας εισόδου, την κρυστάλλινη κύρια είσοδο, τη βιτρίνα κι άλλους χώρους, αφαίρεσαν χρυσαφικά και κοσμήματα συνολικής αξίας 14.500.000 δρχ. Η ζημία που προκλήθηκε στον ενάγοντα ανερχόταν στο πιο πάνω ποσό καθώς και στο ποσό των 300.000 δρχ., που δαπανήθηκε για την αποκατάσταση των εξωτερικών μερών του καταστήματος. Ο ενάγων άσκησε σε βάρος της πιο πάνω εταιρίας την από 21.9.1992 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει τα αναφερόμενα σ’ αυτή ποσά. [...] Μετά την εξέταση των μαρτύρων εκδόθηκε η 9766/1999 αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση της εναγόμενης εταιρίας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της αγωγής, την οποία δέχθηκε εν μέρει και υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.800.000 δρχ. (ή 43.433,60 ευρώ), κατά το οποίο ζημιώθηκε από τη μη φύλαξη κατά το χρόνο της κλοπής από τους υπαλλήλους (φύλακες) της εταιρίας. [...] Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με την 2318/1996 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών ανακλήθηκε .../26.9.1989 απόφαση χορήγησης άδειας σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «D. Συστήματα Ασφαλείας» για το λόγο ότι δεν είχε καταθέσει στη Νομαρχία δικαιολογητικά αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου (βλ. ΦΕΚ με αρ. φύλλου .../6.2.1996 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Με την από 31.1.1996 απόφαση των μετόχων της εν λόγω εταιρίας, που καταχωρήθηκε και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αρ. φυλ. .../21.11.2000 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η δεύτερη εναγομένη τέθηκε σε εκκαθάριση και ορίστηκαν εκκαθαριστές ο Μ.Β. και η τέταρτη εναγόμενη Ν.Γ., μητέρα της πρώτης εναγομένης. Με απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, που καταχωρήθηκε και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ .../28.2.2006 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η δεύτερη εναγομένη εταιρία διεγράφη οριστικά από το μητρώο ανωνύμων εταιριών, καθότι δεν είχε περατώσει τις εργασίες εκκαθάρισής της εντός δεκαετίας από την ανάκληση της σύστασής της (άρθρο 46 παρ. 6 του Ν 2190/1920 ). Και ενώ η πιο πάνω ανώνυμη εταιρία βρισκόταν τυπικά σε κατάσταση εκκαθάρισης, η πρώτη εναγομένη, θυγατέρα των νομίμων εκπροσώπων (των τρίτου και τέταρτης εναγομένων) της δεύτερης εναγομένης σύστησε ατομική εταιρία με διακριτικό τίτλο «D. Συστήματα Ασφαλείας» και προέβη στις 26.11.2001 σε έναρξη ατομικής επιχείρησης δηλώνοντας ως διεύθυνση άσκησης δραστηριότητας την οδό ... αρ. ... στην Αθήνα, δηλαδή τον ίδιο ακριβώς τόπο που είχε την έδρα της η ανώνυμη εταιρία (βλ. την με αρ. 493/27.11.2001 δήλωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία), με αντικείμενο εργασιών το ίδιο ακριβώς με αυτό της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή παροχή υπηρεσιών παρακολούθησης και συντήρησης συστημάτων ασφαλείας, χοντρικό εμπόριο ηλεκτρονικών συναγερμών, υπηρεσίες θωρακισμένων οχημάτων (χρηματαποστολές κ.λπ.) και υπηρεσίες φύλαξης. Η πρώτη εναγομένη απέκτησε άδεια λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας στις 24.10.2002, όπως προκύπτει από το αριθ. πρωτ. .../39/60/848/β/της 24.10.2002 έγγραφο του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Από την 653/13.5.2003 βεβαίωση εγκαταστάσεων εσωτερικού προς την ΙΕ΄ ΔΟΥ Αθηνών προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη δηλώνοντας την ίδια πιο πάνω ημερομηνία έναρξης και την ίδια διεύθυνση άσκησης δραστηριότητας (οδός ... αρ. ... Αθήνα), δήλωσε με έναρξη την 13.5.2003 ως διεύθυνση εγκατάστασης τη λεωφόρο ..., δηλαδή τον ίδιο ακριβώς τόπο που είχε την έδρα το υποκατάστημα της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας. [...] Επίσης, η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, διά των εκκαθαριστών της, μεταβίβασε στην πρώτη εναγομένη, Μ.Γ., και το διακριτικό γνώρισμα των υπηρεσιών της, ήτοι το «D.» που υπήρχε τόσο στην επωνυμία της ανώνυμης εταιρίας όσο και ως λογότυπο στα οχήματα και στις προειδοποιητικές πινακίδες φύλαξης, το οποίο στη συνέχεια η Μ.Γ. κατοχύρωσε ως σήμα στο Υπουργείο Ανάπτυξης (με αριθμό .../17.10.2005). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η Μ.Γ. απέκτησε και τον εξοπλισμό που διέθετε η εταιρία στο σύνολό του. [...] Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης Μ.Γ. είναι ταυτόσημη με την επιχείρηση που ασκούσε η πιο πάνω ανώνυμη εταιρία, αφού υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αντικείμενο όσο και ως προς τον τόπο της δραστηριότητάς τους, ενώ και η οικονομική ενότητα της ατομικής επιχείρησης είναι η ίδια με αυτήν που διέθετε η ανώνυμη εταιρία (πελατεία, σήμα, εξοπλισμός). Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της ανωνύμου εταιρίας προς την πρώτη εναγομένη, η οποία κατά το χρόνο της μεταβίβασης ήταν μόλις 20 ετών και δεν είχε τη σχετική τεχνογνωσία για τέτοιας φύσης επιχείρηση. Η πρώτη εναγομένη, εξάλλου, λόγω του ότι ήταν θυγατέρα του τρίτου εναγομένου (πρώην νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας) και της τέταρτης εναγομένης (μετέπειτα εκκαθαρίστριας της εταιρίας), γνώριζε κατά το χρόνο της προς αυτήν μεταβίβασης ότι της μεταβιβάζεται το σύνολο της επιχείρησης της ανώνυμης εταιρίας. [...] Ενόψει των πιο πάνω αποδειχθέντων περιστατικών, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 479, γεννήθηκε ευθύνη της πρώτης εναγομένης μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων σ’ αυτήν στοιχείων της επιχείρησης που απέκτησε, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου ανέρχεται μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, για εξόφληση των χρεών που προέκυψαν από την άσκησή της. Επομένως, η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων σαράντα επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (45.047,69 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επομένως, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. [...] (Απορρίπτει την έφεση.)
ΠΗΓΗ: NBonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα