Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Λύση αφανούς εταιρίας και απαιτήσεις προς απόδοση εισφορών (Εφετείο Πειραιά - αριθμός απόφασης 271/2011)

Περίληψη: Αφανής εταιρία. Έννοια. Η εταιρία ρυθμίζεται από τις συμφωνίες των εταίρων και σε περίπτωση ανυπαρξίας τους εφαρμόζονται αναλογικά οι περί εταιριών διατάξεις του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση της. Μετά τη λύση της εταιρίας δεν απαιτείται να ακολουθήσει το στάδιο εκκαθάρισης και ο αφανής εταίρος παραδεκτά ασκεί αγωγή προς απόδοση της μερίδας του επί των εταιρικών κερδών και της εισφοράς του. Αναγκαίο περιεχόμενο αγωγής σε περίπτωση που η χρηματική εισφορά διατέθηκε για την αγορά εξοπλισμού της εταιρίας. Λύση της εταιρίας με άκαιρη καταγγελία. Αποκαταστατέα ζημία. Ως αποκτηθείσα περιουσία νοείται και η υπεραξία της εταιρικής επιχείρησης.

[...] Ο ενάγων και τώρα εκκαλών-εφεσίβλητος Δ.Μ. με την από 28.1.2008 (αριθ.εκθ. κατάθ. .../28.1.2008) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ισχυρίστηκε ότι την άνοιξη του 2000 συνέστησε με τον εναγόμενο αφανή εταιρία με σκοπό την εκμετάλλευση της αναφερόμενης στην αγωγή παραλίας και σνακ μπαρκ-αναψυκτηρίου, ότι η εταιρία αυτή ήταν αορίστου χρόνου και είχε εμφανή εταίρο τον εναγόμενο, ότι το ποσοστό του κάθε συνεταίρου στα κέρδη και τις ζημίες είχε οριστεί στα 50%, ότι η συνεισφορά του καθένα στην εταιρία ανήλθε συνολικά στα 12.000 ευρώ και στην προσφορά της προσωπικής του εργασίας και ότι τον Απρίλιο του 2007, δηλαδή λίγο πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, ο εναγόμενος κατήγγειλε την εταιρία άκαιρα και χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί τη λύση της, σκοπεύοντας με την ενέργειά του αυτή να τον ζημιώσει και να οικειοποιηθεί αθέμιτα τη φήμη και την πελατεία της επιχείρησης και να προσπορίσει στον εαυτό του τα σημαντικά κέρδη που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζαν, έκτοτε δε εκμεταλλεύεται την εταιρική επιχείρηση ως δική του (ατομική) επιχείρηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτέθηκε συνοπτικά, και τους περιεχόμενους στην αγωγή αναλυτικούς υπολογισμούς αναφορικά με τα προσδοκώμενα κέρδη της επιχείρησης, ο ενάγων ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής α) το ποσό των 368.927,01 ευρώ, στο οποίο ανέρχονται τα κέρδη που θα αποκόμιζε από τη λειτουργία της εταιρίας κατά τα έτη 2007-2010, αν δεν είχε ασκηθεί η ως άνω καταγγελία αυτής, β) το ποσό των 14.660 ευρώ, το οποίο αποτελεί το ήμισυ της αξίας των κινητών πραγμάτων που συγκροτούν τον εξοπλισμό της επιχείρησης και τα οποία είχαν αγοράσει από κοινού, γ) το ποσό των 200.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί το ήμισυ της υπεραξίας της επιχείρησης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δ) 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς ανόρθωση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της υπαίτιας και αντίθετης προς τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του αντιδίκου του. Επίσης ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει επιπλέον το συνολικό ποσό των 897.986,48 ευρώ στο οποίο θα ανερχόταν η αναλογία του στα εταιρικά κέρδη τα έτη 2011-2016, και να απαγγελθεί κατ’ αυτού προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης. Η εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες συνολικά 214.153 ευρώ. Κατά της απόφασης λοιπόν αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις τους και το δικόγραφο προσθέτων λόγων για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα στις επόμενες σκέψεις της παρούσας, ζητώντας την εξαφάνισή της και περαιτέρω ο μεν ενάγων την παραδοχή της αγωγής και κατά το μέρος που απορρίφθηκε, ο δε εναγόμενος την απόρριψη αυτής, στο σύνολό της. Από τα άρθρα 47-50 ΕμπΝ προκύπτει ότι συμμετοχική ή αφανής εταιρία είναι εκείνη στην οποία ένας μόνο από τους συνεταίρους, ενεργώντας κατ’ εξουσιοδότηση των λοιπών, οι οποίοι παραμένουν έναντι των τρίτων αφανείς, ασκεί είτε εμπορία είτε μία ή περισσότερες εμπορικές πράξεις στο όνομά του, χωρίς να εμφανίζεται προς τα έξω ως διαχειριστής εταιρίας, η οποία παραμένει επίσης έναντι των τρίτων αφανής. Η εταιρία αυτή συνιστάται και ατύπως από μόνο το γεγονός της συμμετοχής, στερείται δε νομικής προσωπικότητας και αυτόνομης περιουσίας. Ο σχηματισμός της εταιρίας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και τις ζημίες και οι συνθήκες εν γένει της λειτουργίας της εξαρτώνται από τις συμφωνίες των εταίρων, ενώ, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, κατά το άρθρο 18 ΕμπΝ έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί εταιριών διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 741 επ.), οι οποίες αφορούν εταιρίες, που, όπως οι συμμετοχικές, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, και με την προϋπόθεση βέβαια ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας, η οποία όπως ήδη σημειώθηκε, χαρακτηρίζεται κυρίως από την έναντι των τρίτων αφάνειά της (βλ. σχετ. ΑΠ 1324/2007 ΕλλΔνη 48,1414). Έτσι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 758 παρ. 2 και 762 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361 και 719 του ίδιου Κώδικα, καθετί που αποκτά ο «διαχειριστής» εμφανής εταίρος από τη λειτουργία της εταιρίας υποχρεούται να το καταστήσει κοινό όλων των συνεταίρων κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας. Εκκαθάριση πάντως της εταιρίας αυτής με την έννοια που δίνει στον όρο εκκαθάριση το άρθρο 777 ΑΚ δεν νοείται, σε όσες δε περιπτώσεις διενεργείται εκκαθάριση, αποτελεί τρόπο διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων, προκειμένου να προπαρασκευαστεί η διανομή των κερδών. Ως κέρδος δε κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση από τα ακαθάριστα έσοδα των εξόδων. Η ύπαρξη όμως εξόδων δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής απόδοσης των κερδών αλλά μπορεί να προβληθεί κατ’ ένσταση από τον εναγόμενο εμφανή εταίρο (βλ. σχετ. ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43,418). Από τα παραπάνω παρέπεται ότι μετά τη λύση της εταιρίας δεν απαιτείται να επακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης, αφού δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εκτός εάν συμφωνήθηκε το αντίθετο μεταξύ των συνεταίρων ή το δικαστήριο την κρίνει αναγκαία. Επομένως, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικά έναντι των τρίτων, είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής από την πλευρά του αφανούς εταίρου προς απόδοση της ανήκουσης σ’ αυτόν μερίδας επί των εταιρικών κερδών καθώς και της εισφοράς του. Σε περίπτωση που η εισφορά συνίσταται σε αντικαταστατά πράγματα, όπως είναι τα χρήματα, ο «διαχειριστής» εμφανής εταίρος αποκτά μεν την κυριότητα τούτων, δεν καθίσταται όμως οφειλέτης του συνεταίρου που εισέφερε τα χρήματα όσο διαρκεί ο εταιρικός δεσμός. Αφότου όμως η εταιρία λυθεί, ο εταίρος που εισέφερε στην εταιρία τα χρήματα έχει αντίστοιχη αξίωση κατά του «διαχειριστή» απόδοσης αυτών από το προϊόν της εκκαθάρισης των λογαριασμών που τυχόν θα απομείνει, με την προϋπόθεση ότι παρέμεινε αναλλοίωτο στα χέρια του «διαχειριστή». Στην αντίθετη περίπτωση που το χρηματικό ποσό της εισφοράς διατέθηκε για την αγορά περιουσιακών αντικειμένων, τα οποία τέθηκαν στη διαρκή χρήση της εταιρίας, τα περιουσιακά αυτά αντικείμενα αποτελούν πλέον στοιχεία προς διανομή του ενεργητικού της εταιρίας κατά τη λύση της. Τα στοιχεία αυτά, εάν δεν υπάρχουν δαπάνες και χρέη με την έννοια του παθητικού και εφόσον δεν μεσολαβεί αναγκαίο στάδιο εκκαθάρισης κατά την έννοια των άρθρων 777 και 782 ΑΚ, ως αντιστοιχούντα στην αξία της εταιρικής εισφοράς του συνεταίρου αποδίδονται σ’ αυτόν είτε αυτούσια κατ’ αναλογία προς την εταιρική μερίδα συμμετοχής του είτε με την καταβολή ανάλογου μέρους της αξίας τους ή του τιμήματος που επιτεύχθηκε κατά περίπτωση, εφόσον υπάρχει αδυναμία αυτούσιας απόδοσής τους, διότι είτε δεν σώζονται κατά την άσκηση της αγωγής είτε εκποιήθηκαν και ρευστοποιήθηκε η αξία τους είτε ο «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να τα κρατήσει για λογαριασμό του. Στην περίπτωση, συνακόλουθα, που η χρηματική εισφορά διατέθηκε για την αγορά εξοπλισμού της εταιρίας και εφόσον δεν μεσολάβησε εκκαθάριση ούτε υπάρχει παθητικό, για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, με την οποία ζητείται η απόδοση της χρηματικής εισφοράς αυτούσιας ή της αξίας των κινητών που αγοράστηκαν με αυτήν, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 762-763Α, πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής ότι είτε ο εξοπλισμός δεν σώζεται κατά την άσκηση της αγωγής είτε έχει ρευστοποιηθεί είτε ότι ο εναγόμενος «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να κρατήσει για λογαριασμό του τον εξοπλισμό (βλ. σχετ. ΑΠ 362/2008 ΕλλΔνη 50,492). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 765 επ. ΑΚ, συνάγεται περαιτέρω ότι η αφανής εταιρία αορίστου χρόνου λύεται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους λύεται και η αστική εταιρία και συνεπώς και με καταγγελία, η οποία επιφέρει τα αποτέλεσματά της, έστω και αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Εάν όμως η καταγγελία έγινε ακαίρως και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί το άκαιρο αυτής, ο εταίρος που την άσκησε ενέχεται σε αποζημίωση των λοιπών εταίρων (άρθρο 767 ΑΚ). Σπουδαίος λόγος υπάρχει όταν, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, καθίσταται για τον καταγγέλλοντα υπέρμετρα επαχθής η συνέχιση της εταιρίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1466/1992 ΕλλΔνη 35,406), εκτός εάν ο λόγος αυτός ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα των σχέσεων του ίδιου του καταγγέλλοντος (βλ. σχετ. ΑΠ 1836/2007 ΕλλΔνη 50,1410). Θεωρείται δε άκαιρη η καταγγελία, όταν έγινε σε χρόνο που η διατήρηση της εταιρίας έχει ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των εταίρων και ως εκ τούτου η λύση της συνεπάγεται γι’ αυτούς την πρόκληση θετικής ζημίας ή διαφυγόντος κέρδους. Κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 767 του ΑΚ, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (άρθρα 281 και 288 ΑΚ), δεν αποκαθίσταται ζημία που προκλήθηκε στους λοιπούς εταίρους από το γεγονός της λύσης της εταιρίας αλλά μόνο εκείνη που συνάπτεται αιτιωδώς, κατά την έννοια του άρθρου 298 ΑΚ, προς την άκαιρη λύση της, δηλαδή η ζημία που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη επιλογή από τον καταγγείλαντα του χρονικού αυτού σημείου και η οποία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα δεν θα επερχόταν αν ο εταίρος, τηρώντας τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δεν είχε καταγγείλει ακαίρως την εταιρία. Η προκαλούμενη από το απλό γεγονός της καταγγελίας στέρηση των κερδών που ο άλλος εταίρος προσδοκούσε από την εξακολούθηση της λειτουργίας της εταιρίας δεν αποκαθίσταται βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 767 του ΑΚ, αφού, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού η καταγγελία εταιρίας αόριστης διάρκειας είναι δικαίωμα του εταίρου, μόνο δε το άκαιρο της καταγγελίας γεννά ευθύνη του εταίρου που ακαίρως κατήγγειλε. Έτσι, αν κατά ορισμένη χρονική στιγμή ή ορισμένη περίοδο υπήρχε ειδική προσδοκία κερδών ή άλλη ειδική περίσταση και ακριβώς πριν από αυτή τη χρονική στιγμή ή περίοδο καταγγέλθηκε η εταιρία χωρίς σπουδαίο λόγο, αντίθετα προς τις επιταγές της καλής πίστης, η απώλεια κερδών, τα οποία θα αποκόμιζαν οι λοιποί εταίροι κατά τη συγκεκριμένη στιγμή ή περίοδο, συνάπτεται αιτιωδώς με το άκαιρο της καταγγελίας (βλ. σχετ. ΑΠ Ολ 31/1998 ΕλλΔνη 39,1261). Εξάλλου, ως περιουσία που αποκτήθηκε από την εταιρική δραστηριότητα νοείται και η υπεραξία της εταιρικής επιχειρήσεως ως συνόλου, η οποία δημιουργείται επιπλέον της τρέχουσας συναλλακτικής αξίας των επιμέρους υλικών περιουσιακών στοιχείων που τη συγκροτούν και οφείλεται στην καλή φήμη, την πελατεία και εν γένει την καλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων (βλ. σχετ. ΑΠ 5/2002 ΕλλΔνη 44,182, ΑΠ 424/2001 ΕλλΔνη 43,435, ΕφΑθ 5447/2006 ΕπισκΕΔ 2007,135 και Θ. Λιακόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ. Ε΄ σελ. 104). Τέλος, δεν αποκλείεται η καταγγελία της εταιρίας αορίστου διάρκειας, η οποία συνιστά πράξη αναγόμενη στην άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 767 ΑΚ, να οφείλεται σε δόλο του καταγγέλλοντος προς πρόκληση ζημίας στους λοιπούς εταίρους κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Βέβαια, κάθε άκαιρη καταγγελία δεν είναι και καταχρηστική, ενώ κάθε καταχρηστική καταγγελία είναι άκαιρη (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 823/1997 ΔΕΕ 1998,35), μπορεί δε να αποτελεί και αδικοπραξία, αν υπό τις συνθήκες που έγινε και ιδιαίτερα από τον τρόπο της δήλωσης αυτής και το περιεχόμενό της σε συνδυασμό με τον εμπεριεχόμενο σ’ αυτήν σκοπό του καταγγέλλοντος, ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ζημία ή ηθική βλάβη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή έχει μεν η καταγγελία ως αποτέλεσμα τη λύση της εταιρικής συμβάσεως, εκείνος όμως που την άσκησε μπορεί να υποχρεωθεί σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση του αντισυμβαλλομένου (πρβλ. ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 23,505 και βλ. σχετ. ΕφΑθ 119/2002 ΕπισκΕΔ 2002,425). Στην προκείμενη υπόθεση, η κρινόμενη αγωγή, έχοντας το περιεχόμενο που κατά το ουσιώδες μέρος του εκτέθηκε στην προηγούμενη (με στοιχείο ΙΙ) σκέψη, παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (άρθρα 18 αριθ. 1, 22 και 214Α ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην ως άνω νομική σκέψη καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 346, 754 ΑΚ, 70, 176 και 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά το μέρος ωστόσο που ζητείται η επιδίκαση διαφυγόντων κερδών για τα έτη 2008 και εφεξής η αγωγή, όπως ορθά έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη, είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η επικαλούμενη για τα έτη αυτά ζημία δεν συνάπτεται αιτιωδώς προς το άκαιρο της καταγγελίας της αφανούς εταιρίας αλλά προς τη λύση αυτής. Εξάλλου, το αίτημα απόδοσης στον ενάγοντα της εισφοράς του αυτούσιας είναι αόριστο και πρέπει επίσης να απορριφθεί κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα και ενέργεια του Δικαστηρίου, διότι δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως έπρεπε σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν επίσης στην πιο πάνω νομική σκέψη, είτε ότι ο εξοπλισμός που είχε αγοραστεί με τις εισφορές των εταίρων δεν σώζεται είτε ότι ρευστοποιήθηκε είτε ότι ο εναγόμενος εκδήλωσε την πρόθεση να τον κρατήσει για λογαριασμό του. Ενόψει τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ο τελευταίος παραπονείται κατά της εκκαλουμένης για εσφαλμένη απόρριψη του αιτήματος επιδίκασης των κερδών της εταιρίας για τα έτη 2008 και εφεξής, και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή -κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη- ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει τηρηθεί η προδικασία του άρθρου 214Α ΚΠολΔ και έχει καταβληθεί και το προσήκον δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. [...] Από τα περιστατικά που εκτέθηκαν μέχρι τώρα γίνεται φανερό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά καταγγελία από την πλευρά του της αφανούς εταιρίας, που είχε συστήσει με τον ενάγοντα, καταγγελία που έγινε χωρίς να αποδεικνύεται ότι ο ενάγων επέδειξε, όπως ο εναγόμενος διατείνεται, αδιαφορία για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή ότι συνέτρεξε κάποιος άλλος σπουδαίος λόγος κατά την έννοια που αναπτύχθηκε στην τρίτη σκέψη της παρούσας, ο οποίος να δικαιολογεί την άσκησή της και τη λύση της εταιρίας κατά τη χρονική εκείνη στιγμή. Υπήρξε δε η καταγγελία αυτή και άκαιρη, αφού κατά το χρόνο που έγινε, δηλαδή λίγο πριν από την έναρξη της θερινής τουριστικής περιόδου του έτους 2007, υπήρχε ειδική προσδοκία κερδών για τους συνεταίρους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των μέτρων που είχαν ληφθεί και ιδίως της ανοδικής πορείας που παρουσίαζε η επιχείρηση, δεδομένου μάλιστα ότι όλες οι ομοειδείς επιχειρήσεις την τουριστική περίοδο αποκομίζουν τα κέρδη τους. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ακόμη ότι τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης των διαδίκων κατά το έτος 2006 από την εκμετάλλευση της παραλίας, στην οποία παρείχαν στους λουόμενους υπηρεσίες ενοικίασης 60 ομπρελών θαλάσσης και 100 ξαπλωστρών [προς 7 ευρώ την ομπρέλα και 3,50 ευρώ μεμονωμένα την ξαπλώστρα για απεριόριστο χρόνο] ανήλθαν στο ποσό των 61.453 ευρώ. Εξάλλου, κατά το ίδιο έτος τα κέρδη της εταιρίας από την εκμετάλλευση του εστιατορίου ανήλθαν στα 45.040 ευρώ. [...] Από το ποσό όμως τούτο πρέπει να αφαιρεθούν τα πάγια έξοδα της επιχείρησης, τα οποία κατά το εν λόγω έτος ανήλθαν συνολικά σε 50.273,93 ευρώ, ποσό που αναλύεται ως εξής: [...] Επομένως, απομένει καθαρό κέρδος (204.621,06-50.273,93=) 154.347,13 ευρώ, το οποίο, τουλάχιστον, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και λόγω της συνεχούς ανοδικής πορείας της επιχείρησης θα αποκόμιζαν οι διάδικοι και την επόμενη τουριστική (θερινή) περίοδο του έτους 2007. Βάσει δε της μερίδας συμμετοχής του ενάγοντος στα εταιρικά κέρδη (50%), θα αναλογούσε σ’ αυτόν το ήμισυ των κερδών αυτών, δηλαδή (157.347,13:2=) 77.173,57 ευρώ. Πέραν των ανωτέρω, όπως περαιτέρω αποδεικνύεται, κατά το χρόνο καταγγελίας από τον εναγόμενο της αφανούς εταιρίας η επίδικη επιχείρηση, για την οποία υπήρχαν πολλά ευμενή σχόλια σε περιοδικά και ειδικές στήλες των τοπικών εφημερίδων, είχε αποκτήσει σταδιακά μια σταθερή πελατεία και καλή φήμη. Έτσι, ενόψει των ανωτέρω, είχε αποκτήσει υπεραξία, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 200.000 ευρώ, το ήμισυ του οποίου δηλαδή οι 100.000 ευρώ, δικαιούται βάσει της μερίδας του να λάβει ο ενάγων. Τέλος αποδεικνύεται ότι, ενόψει ιδίως του ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε την αφανή εταιρία απροειδοποίητα, άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο, λίγο πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2007, ότι πριν από την καταγγελία απέφευγε αυτός συστηματικά να επικοινωνήσει με τον ενάγοντα, ότι απήντησε στις εξώδικες δηλώσεις του τελευταίου στο μέσον περίπου της ως άνω τουριστικής περιόδου και ότι, όταν ο ενάγων πήγε στο εταιρικό κατάστημα, τον απέπεμψε και τον κατήγγειλε στο οικείο Α/Τα για παρενόχληση, την καταγγελία ατή άσκησε ο εναγόμενος με πρόθεση ιδιοποίησης (και) της αναλογίας του ενάγοντος στα εταιρικά κέρδη και πρόκλησης στον τελευταίο αντίστοιχης ζημίας, η οποία πράγματι και προκλήθηκε, και ότι η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, κατ’ αντικειμενική κρίση, αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή στην κοινωνική ηθική και τις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. σχετ. για την έννοια των χρηστών ηθών ΕφΑθ 5025/1990 ΕλλΔνη 33,193 και Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρο 919 αριθμ. 8 επ.). Η συμπεριφορά δε αυτή του εναγομένου προκάλεσε στον ενάγοντα, με τον οποίο μέχρι τότε συνδεόταν με στενή και μακροχρόνια φιλία και συνεργαζόταν αρμονικά, μεγάλη στεναχώρια, δεδομένου ότι η επιχείρηση αναπτύχθηκε και με τη δική του (του ενάγοντος) συμβολή και από την εκμετάλλευση αυτής αποκόμιζε το εισόδημα που απαιτούνταν για τη διαβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του. Υπέστη, έτσι, ο ενάγων και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτόν εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν και ιδίως της περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου και της οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης των διαδίκων, πρέπει να οριστεί στα 20.000 ευρώ. Ενόψει όλων τούτων, ο ενάγων για όλες τις πιο πάνω αιτίες δικαιούται και ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει συνολικά (77.173,57 + 100.000 + 20.000=) 197.173,57 ευρώ. Μετά λοιπόν τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των διαδίκων, που περιέχονται στις εφέσεις, στο δικόγραφο προσθέτων λόγων και στις προτάσεις τους και στους οποίους δεν έγινε ειδικότερη αναφορά στις προηγούμενες σκέψεις, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το πιο πάνω ποσό των 197.173,57 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του μεγέθους της ζημίας του ενάγοντος και της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγομένου, το μέσο αυτό κρίνεται αναγκαίο για την εκτέλεση της παρούσας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ τους κατά το λόγο της νίκης και της ήττας τους, αφού δε η αγωγή γίνεται εν μέρει δεκτή για το προαναφερόμενο ποσό, να καταδικαστεί εν τέλει ο εναγόμενος σε ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και να συμψηφιστεί αυτή κατά το υπόλοιπο (άρθρα 106, 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα άρθρα 98 επ. του Κωδ. Δικηγόρων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. (Δέχεται εν μέρει την αγωγή.)

ΠΗΓΗ: NBonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.