Άκυρη η πρόσθετη πράξη ρύθμισης τραπεζικής οφειλής από αλληλόχρεο λογαριασμό πέραν του διπλάσιου του αθροίσματος του ληφθέντος κεφαλαίου (Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου - αριθμός απόφασης 104/2011)
Περίληψη: Τράπεζες - πανωτόκια - ανώτατο ποσό οφειλών - άκυρη η πρόσθετη πράξη με την οποία έγινε ρύθμιση της συνολικής οφειλής αγρότη πέραν του διπλάσιου του αθροίσματος του ληφθέντος κεφαλαίου και λοιπών οφειλών από αλληλόχρεο λογαριασμό.
[...] 1. Το άρθρο 39 "Οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα" του ν.3259/2004 ορίζει ότι: "-1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. -2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. ... -4. Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α' εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. ... -5. Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου, η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Και ως προς τις οφειλές αυτές ισχύουν οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου. ... -7. Εάν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου διαγραφούν από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά τόκων ή κεφαλαιοποιημένα ποσά τόκων: α) αυτό δεν θα επιφέρει επιβολή προστίμων, προσαυξήσεων ή τελών, που προβλέπονται με διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, β) τα ποσά αυτά δύνανται να έρχονται σε μείωση της καθαρής θέσης ή να αποσβεσθούν σε διάρκεια πέντε (5) ετών. -8. Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος. ... -12. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει...το παραπάνω άρθρο, που αντικατέστησε προηγούμενες ρυθμίσεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 (όπως αυτό ίσχυε μετά τις τροποποιήσεις που είχε επιφέρει το άρθρο 42 του ν. 2912/2001), θεσπίζεται υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που είχαν συνομολογηθεί έως την έναρξη ισχύος του ν. 3259/2004, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο νόμος, προς αντιμετώπιση του φαινόμενου της υπέρμετρης και επικίνδυνης, για τις επιχειρήσεις, διόγκωσης των οφειλών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Κατά δε το ποσό που η οφειλή υπερβαίνει τα πολλαπλάσια αυτά, θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα (ΑΠ 1127/2005 ΕλλΔνη 2007.860). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 30 του ν. 2789/2000 και 42 του ν. 2912/2001, προκύπτουν και τα ακόλουθα: 1) Με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 περιορίσθηκε το οριζόμενο με το άρθρο 30 § 1 του ν. 2789/2000 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 του ν. 2912/2001, ως ανώτατο όριο του τετραπλασίου της απαίτησης από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής και δεν καταργήθηκαν οι διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού, ούτε αποκλείσθηκαν από τη ρύθμιση εκείνες οι οφειλές που δεν υπερέβαιναν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου. 2) Εάν πρόκειται για περισσότερα δάνεια ή πιστώσεις, το τριπλάσιο υπολογίζεται επί του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων ή, προκειμένου για αλληλόχρεους λογαριασμούς, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού. 3) Προκειμένου για οφειλές κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, οι οποίες είναι σχετικές με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 30 ν. 2789/2000, τότε το συνολικό ύψος τους υπολογίζεται στο διπλάσιο του συνολικού κεφαλαίου που έχει ληφθεί με ένα ή περισσότερα δάνεια, τα οποία συνυπολογίζεται και δεν γίνεται ιδιαίτερος υπολογισμός της οφειλής για το καθένα χωριστά. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, παρά τη διφορούμενη διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 39 ν. 3259/2004, όπου δεν επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό η διατύπωση της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, για συνυπολογισμό όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, προκύπτει από τα εξής: α) Με την παράγραφο 1 γίνεται ρητή μνεία ότι το οριζόμενο με αυτή ανώτατο όριο (τριπλάσιο) της οφειλής αναφέρεται στο σύνολο των ληφθέντων δανείων και διατυπώνεται στο τέλος επιφύλαξη για τους ορισμούς των παραγράφων 4, και 5 του ίδιου άρθρου 39, που αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις. β) Η παράγραφος 4, όπως συμπληρώθηκε με την ερμηνευτική διάταξη του εδ. Β', που προστέθηκε με το άρθρο 39 ν. 3723/2008, αφορά ρύθμιση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων υπό την ισχύ του ν. 2789/2000, με ύψος άνω των 2.201.000 ευρώ (για κεφάλαιο και συμβατικούς τόκους) και αρχικό κεφάλαιο άνω των 400.000 ευρώ, όπου τα δύο αυτά μεγέθη αποτελούν άθροισμα οφειλών από περισσότερα δάνεια ή πιστώσεις και λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά. γ) Με την παράγραφο 5 μειώνεται, ως προς μία ειδική κατηγορία πολιτών, (των αγροτών), για λόγους δημόσιου συμφέροντος, το οριζόμενο στην παράγραφο 1 ανώτατο όριο οφειλών, από πιστώσεις και δάνεια για την επαγγελματική τους δραστηριότητα, από τριπλάσιο σε διπλάσιο του κεφαλαίου και δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι το όριο αυτό δεν θελήθηκε από το νομοθέτη να ισχύει στο σύνολο των οφειλών, όπως κατ΄ αναλογία έχει ρητώς ορισθεί για τις οφειλές της παρ. 1. Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί, από τη διατύπωση της παρ. 4 που δεν έχει ομοιότητα (ως ρύθμιση) με την παρ. 1, ούτε από την τελευταία, η οποία, λόγω της ομοιότητάς της με την παρ. 5, πρέπει να δεχθούμε ότι είναι αναλογικά εφαρμοστέα για τη συμπλήρωση του ερμηνευτικού προβλήματος που δημιουργεί η σχετικώς ασαφής διατύπωση της παρ. 5, ενόψει του ότι, κατά τα λοιπά, αποτελεί επανάληψη της παρ. 1 με ηθελημένο νομοθετικό σκοπό μόνον να μειωθεί το ανώτατο όριο των οφειλών των αγροτών στο διπλάσιο του κεφαλαίου ή των κεφαλαίων (ΑΠ 26/2010 ΤΝΠ nomos). Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις ανωτέρω διατάξεις, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου, ο υπολογισμός της συνιστά ζήτημα αριθμητικών πράξεων, δεν προβλέπεται συμφωνία των μερών ή παρεμβολή του Δικαστηρίου ως προς τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλής, ενδεχόμενη δε προσφυγή στο Δικαστήριο έχει ως προς το ύψος της οφειλής κατ' ανάγκην αναγνωριστικό χαρακτήρα ΕφΑθ 97/2009 ΔΕΕ 2009.704). ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την πρόβλεψη της παραγράφου 12 του άρθρου 39 του παραπάνω νόμου, διατηρεί την ισχύ της και η διάταξη του άρθρου 30 § 2 εδ. Γ΄ ν. 2789/2000, κατά την οποία: "Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασία ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία". Η διάταξη αυτή, με την οποία αποκλείεται η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για τις αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του...της...Α. και τα άρθρα 2 § 1 και 17 § 2 του Συντάγματος, διότι τα καταβληθέντα αυτά ποσά, κατά τη δημοσίευση του νόμου, είχαν εξέλθει νομίμως της περιουσίας του καταβαλλόντος και δεν αποτελούσαν πλέον περιουσιακό του στοιχείο ή κεκτημένο "οικονομικό συμφέρον" αυτού και συνεπώς ο νομοθέτης αποκλείοντας την αναζήτησή τους, δεν παραβιάζει τους προαναφερθέντες υπέρτερης αξίας κανόνες (ΑΠ 478/2006, ΧρηΔικ 2007.270,ΤΠΝ nomos, ΑΠ 222/2006 ΕλλΔνη 2007. 1117, ΑΠ 1780/2005 ΕλλΔνη 2006.526, ΑΠ 1284/2005 ΕλλΔνη 2007.1098). Παρά, όμως, τη γενικότητα της διατύπωσής της η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει την έννοια ότι οι δανειολήπτες δεν δικαιούνται να αναζητήσουν από τα πιστωτικά ιδρύματα χρηματικά ποσά που κατέβαλαν σε αυτά καθ' υπέρβαση του θεσπιζόμενου με την παράγραφο 1, κατά περίπτωση, ανώτερου ορίου (πολλαπλάσια του κεφαλαίου) και μέχρι τη συμπλήρωση του πράγματι οφειλομένου κατά νόμο ποσού, αν αυτό δεν είχε μειωθεί κατ' εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 1, όχι όμως και ότι καταργούνται απαιτήσεις δανειοληπτών, τις οποίες αυτοί θα είχαν και αν δεν είχε εισαχθεί καθόλου η ευνοϊκή γι' αυτούς ρύθμιση του άρθρου 30 του ν. 2789/2000. Τούτο προκύπτει αφενός από τη συστηματική θέση της διάταξης του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2, το οποίο εντάχθηκε στην ειδική ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου, αμέσως μετά την προβλέπουσα του πέραν του εκεί διαγραφομένου ορίου περιορισμό των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, και αφετέρου από τη νομοθετική σκοπιμότητα της όλης ρύθμισης, που αποβλέπει στην ευεργετική εισαγωγή ορίου στην επιβάρυνση των δανειοληπτών με κάθε είδους τόκους από νόμιμη αιτία, οι οποίοι μέχρι την εισαγωγή του νόμου είχαν επαυξήσει το χρέος τους, και όχι στην περιαγωγή αυτών (δανειοληπτών) σε δυσμενέστερη θέση, με την κατάργηση αξιώσεών τους προς αναζήτηση ποσών εισπραχθέντων από τα πιστωτικά ιδρύματα αδικαιολογήτως, ήτοι καθ' υπέρβαση των αρχήθεν, ανεξαρτήτως της εφαρμογής του άρθρου 30 ν.2789/2000 οφειλομένων. Ήτοι, νομίμως μπορεί να αναζητηθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν εκείνο το ποσό που καταβλήθηκε στην τράπεζα από το δανειολήπτη λόγω ανατοκισμού μη νομίμου, ως μη στηριζομένοι στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση (ΑΠ 702/2009, ΤΝΠ Νomos). ΙΙI. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, ισχυρίζεται ότι σε απάντηση της από 12-10-2004 αίτησης προς την εναγόμενη για επανακαθορισμό της οφειλής του κατά το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 έλαβε το 1054/22-10-2004 έγγραφο της τελευταίας κατά το οποίο η συνολική οφειλή του προς αυτήν ήταν ποσού 96.231,39 ευρώ, αναλυόμενη κατά τον ειδικά αναφερόμενο στην αγωγή, κατά δανειακή σύμβαση και ποσό, τρόπο. Ότι ακολούθως με την 41/21-3-2005 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών συμφώνησε με την εναγόμενη για την πληρωμή της άνω οφειλής. Ότι από τις καρτέλες της εναγόμενης προκύπτει ότι συνολικά κατέβαλε σε αυτή το ποσό των 261.880,41 ευρώ, όπως αναλυτικά κατά ημερομηνία και ποσό αναφέρεται στην αγωγή, και συνακόλουθα, αφού το σύνολο της οφειλής του είναι πσού 209.077,01 ευρώ, ως το διπλάσιο του υπολοίπου της τελευταίας εκταμίευσης και του συνολικά εκταμιευθέντος κεφαλαίου, ενώ το σύνολο των καταγραφόμενων στις καρτέλες πιστώσεων είναι ποσού 262.672,78 ευρώ, αληθώς υφίσταται υπέρ αυτού πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 52.803,99 ευρώ. Ότι, κατά τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή γραμμάτια είσπραξης της εναγομένης, έχει καταβάλει σε αυτήν συνολικό ποσό 309.978,59 ευρώ και συνακόλουθα, αφού το σύνολο της οφειλής του είναι κατά τα προαναφερόμενα ποσού 209.077,01 ευρώ, προκύπτει υπέρ αυτού πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 100.901,58 ευρώ. Ότι κατόπιν αυτών η 41/2005 πρόσθετη πράξη θα πρέπει να κριθεί άκυρη, ως αντιβαίνουσα στο σκοπό του νόμου. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητεί να ακυρωθεί η 41/21-3-2005 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 39 του ν. 3259/2004, να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει τίποτα στην εναγόμενη από τις αναφερόμενες δανειακές συμβάσεις, να αναγνωριστεί ότι αυτή του οφείλει το ποσό των 53.595,77 ευρώ κατά την πρώτη ιστορική βάση που στηρίζεται στις εγγραφές των καρτελών της εναγομένης και επικουρικά το ποσό των 100.901,58 ευρώ κατά τη δεύτερη ιστορική βάση που στηρίζεται στα γραμμάτια είσπραξης. ΙV. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπο φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 18, 33 ΚΠολΔ), και, κατά το μέρος που ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της 41/21-3-2005 πρόσθετης πράξης (όπως δεόντως εκτιμάται το πρώτο κύριο αίτημά της) και της ανυπαρξίας της οφειλής του προς την εναγόμενη από τις μεταξύ τους δανειακές συμβάσεις, είναι επαρκώς ορισμένη, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγόμενη είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 180 ΑΚ, 39 ν. 3259/2004 και 70 ΚΠολΔ, ενώ κατά τα λοιπά αιτήματά της, κύριο και επικουρικό, περί αναγνώρισης οφειλών της εναγόμενης προς τον ίδιο είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή είναι συνολικά απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρονται οι ειδικότεροι όροι και συμφωνίες των δανείων, το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, οι αναλογούντες συμβατικοί τόκοι, ούτε η κίνηση των σχετικών λογαριασμών, γίνεται αόριστη επίκληση παραβάσεων της κείμενης νομοθεσίας χωρίς να αναφέρεται ποιο ακριβώς ποσό προέρχεται από εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ποιο ποσό του λογιστικού υπολοίπου προκύπτει από ανατοκισμούς, ποια είναι η βάση υπολογισμού των οφειλών που δήθεν εσφαλμένα υπολογίζονται, ποια έξοδα καταλογίζονται παράνομα, δεν αναλύονται τα ποσά που καταβλήθηκαν ούτε προσδιορίζεται έστω υποτυπωδώς ποια συγκεκριμένη σύμβαση αφορούν, ποια δάνεια εξυπηρέτησαν, ποια ήταν τα εξοφληθέντα κεφάλαια και οι αναλογούντες τόκοι. Ωστόσο, από την ανάγνωση του αγωγικού δικογράφου ευχερώς συνάγεται ότι ο ενάγων δεν αμφισβητεί τον τρόπο που η εναγόμενη υπολογίζει κατ' άρθρο 39 του ν. 3259/2004 τα πολλαπλάσια των ληφθέντων κεφαλαίων, καθόσον παραθέτει ότι για τις συμβάσεις 6/91 και 10/97 το υπολογιζόμενο πολλαπλάσιο είναι ποσού 31.397.668,28 δραχμών, για τη σύμβαση 77/94 το υπολογιζόμενο πολλαπλάσιο είναι ποσού 34.945.324 δραχμών, για τη σύμβαση 61/81 1990 το υπολογιζόμενο πολλαπλάσιο είναι ποσού 2.900.000 δραχμών και για τη σύμβαση 85/91 το υπολογιζόμενο πολλαπλάσιο είναι ποσού 2.000.000 δραχμών, ήτοι το άθροισμα των ανωτέρω πολλαπλασίων είναι ποσού (31.397.668,28 + 34.945.324,00 + 2.900.000,00 + 2.000.000,00 =) 71.242.992,28 δραχμών και ως εκ τούτου 209,077,01 ευρώ, και ακολούθως ο ίδιος θέτει ως βάση υπολογισμού του υπέρ αυτού πιστωτικού υπολοίπου το αμέσως προαναφερόμενο ποσό των 209.077,01 ευρώ. Αυτό, δηλαδή, που αμφισβητεί είναι το συνολικό ποσό των καταβολών του, ενώ μόλις χρειάζεται να σημειωθεί ότι η διαφορά στην επίκληση του συνολικού ποσού των πιστωτικών χρεώσεων των καρτελών του το μεν ως "261.880,41" το δε ως "262.762,78" ευρώ αποδίδεται σε προφανή παραδρομή στην άθροιση των αναλυτικά αναφερόμενων κατά ημερομηνία και ποσό πιστωτικών χρεώσεων και είναι όλως επουσιώδης, ώστε να μη δύναται να θεωρηθεί αόριστη η σχετική αγωγική βάση εξ αυτού του λόγου. Περαιτέρω, αφού το άνω συνολικό ποσό που έχει υπολογιστεί κατά τους παρατιθέμενους στην αγωγή υπολογισμούς της εναγόμενης με "πολλαπλασιαστή 2" (περίσταση από την οποία εμμέσως συνάγεται ότι ο ενάγων έχει την ιδιότητα του αγρότη), προέρχεται από κεφάλαια συνολικού ποσού 104.538,51 ευρώ, το οποίο υπολείπεται του ποσού των 400.000,00 ευρώ, ανεξάρτητα αν ο ενάγων έχει την ιδιότητα του αγρότη ή όχι, είναι αδιάφορη για το ορισμένο της αγωγής του όχι μόνο η μη ρητή επίκληση της ιδιότητας του αγρότη αλλά και η ανάλυση της αιτίας της κάθε επιμέρους καταβολής και της μνείας σε εξυπηρέτηση ποιου λογαριασμού - δανείου καταβλήθηκε, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπό στοιχείο Ι ανωτέρω, κρίσιμο είναι μόνο το άθροισμα των καταβολών, αφού ο ενάγων δεν αμφισβητεί τον υπολογισμό πολλαπλασίων που έγινε από την πλευρά της εναγόμενης. Συναφώς δεν επηρεάζουν το ορισμένο της αγωγής οι ειδικότεροι όροι και συμφωνίες των δανείων, το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, οι αναλογούντες συμβατικοί τόκοι, η κίνηση των λογαριασμών. Κατά τα λοιπά, δεδομένου αφενός ότι η διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ επιφέρει ακυρότητα συνδυαζόμενη με άλλη απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη νόμου και μια δικαιοπραξία αντιβαίνει σε μια τέτοια διάταξη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, όταν η απαγόρευση προκύπτει από την έννοια και το σκοπό της διάταξης (Π.Νικολακόπουλος σε Απ. Γεωργιάδη,ΣυντΕρμΑΚ, 2010, 174 αριθ. 1 και 4) και αφετέρου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη υπό στοιχείο Ι ανωτέρω και ιδίως στο τέλος αυτής, η κατ' άρθρο 39 του ν. 3259/2004 ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου, νομίμως ο ενάγων διώκει την αναγνώριση της ακυρότητας της 41/21-3-2005 πρόσθετης πράξης ρύθμισης οφειλών ως αντικείμενη στην επιτακτική διάταξη του άρθρου 39 ν. 3259/2004, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 174 ΑΚ. Γίνεται δε λόγος περί δέουσας εκτίμησης του σχετικού αγωγικού αιτήματος, διότι μπορεί αυτό να διατυπώνεται πανηγυρικά στο αιτητικό ως αίτημα "ακυρώσεως", ωστόσο στο ιστορικό γίνεται μνεία περί του ότι θα πρέπει η εν λόγω πρόσθετη πράξη να κριθεί "άκυρη" και, σε κάθε περίπτωση, σε ένα αίτημα διάπλασης ("ακυρωθεί") αναγκαία περιέχεται ένα αίτημα αναγνώρισης, ενώ, βέβαια, δεν μπορεί να θεωρηθεί το αντίθετο (δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν για μια ακυρώσιμη δικαιοπραξία να υποβληθεί αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας και αυτό να αξιολογηθεί ως το απαιτούμενο για μια τέτοια περίπτωση διαπλαστικό αίτημα). Αντίθετα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπό στοιχείο II ανωτέρω, τα αγωγικά αιτήματα, κύριο και επικουρικό, περί αναγνώρισης οφειλής της εναγόμενης προς τον ενάγοντα είναι αόριστα, διότι, μολονότι αναφέρονται σε αναζήτηση ποσών που καταβλήθηκαν πέραν εκείνων που προβλέπονται από το άρθρο 39 του ν. 3259/2004, η οποία (αναζήτηση), ενόψει της διάταξης του άρθρου 30 του ν.2789/2000, είναι νόμιμη μόνο εφόσον αφορά σε ποσά που καταβλήθηκαν λόγω μη νομίμων ανατοκισμών, ως μη στηριζόμενων στις μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, ο ενάγων περιορίζεται σε απλή επίκληση καταβολής μεγαλύτερων ποσών, χωρίς την οποιαδήποτε εξειδίκευση περί του τρόπου ανατοκισμού αυτών. Η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον, είναι δυνατή, υπό προϋποθέσεις, η θεραπεία της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, αλλά δεν μπορεί να αναπληρωθεί η νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 273/2009...2010. 964), ήτοι στην προκείμενη περίπτωση του παράνομου ανατοκισμού, όπως το στοιχείο αυτό απαιτείται για τη θεμελίωση τόσο της ανωτέρω κύριας όσο και της ανωτέρω επικουρικής ιστορικής βάσης, κατά το συνδυασμό των άρθρων 30 του ν. 2789/2000 και 904 επ. ..., αφού για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ διαδικασία εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (σχετ. Το από 15-12-2008 πρακτικό αποτυχίας απόπειρας συμβιβασμού που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ο δικηγόρος που υπέγραψε το αγωγικό δικόγραφο και η 5.673γ'/2- 10-2008 έκθεση επίδοσης του......για την κλήση στην ανωτέρω απόπειρα της εναγομένης), η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν για το μέρος που κρίθηκε νόμιμη. V.Η εναγόμενη, με τις έγγραφες προτάσεις της, πέραν της άρνησης της αγωγής, προβάλλει ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά κατ' άρθρο 281 ΑΚ, ως μέσο παρέλκυσης του ενάγοντος στην αποπληρωμή των οφειλομένων ποσών, επιδή αυτός που είναι αγρότης και είχε λάβει πλήρη γνώση της θέσης του ως οφειλέτη έναντι της εναγόμενης τράπεζας (με χορήγηση αντιγράφων των δανειστικών συμβάσεων και καρτελών, παραστατικών στοιχείων πληρωμής), μετ΄ αποδοχή της θέσης αυτής, υπέγραψε την κρίσιμη 41/21-3-2005 σύμβαση - πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, ενώ περαιτέρω η επιλεκτική και αόριστη παράθεση ορισμένων δανειστικών συμβάσεων και η άθροιση διαφόρων κονδυλίων στην αγωγή, ακόμα και αν δεν επιχειρεί να δημιουργήσει σύγχυση, είναι αντίθετη με την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον ακόμα και αν είναι αληθινά τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν καταχρηστική της άσκησης της ένδικης αγωγής, διότι ακριβώς ενόψει της κατ' άρθρο 174 ΑΚ σιωπηρά επικαλούμενης αγωγικής βάσης και του υπολογιστικά περίπλοκου των διατάξεων που ρυθμίζουν το ζήτημα των "πανωτοκίων", όπως είναι γνωστή στις συναλλαγές μια περίπτωση όπως η ένδικη, δεν μπορεί από μόνη της μια μεταστροφή θέσης ενός αγρότη δανειολήπτη που ενώ αρχικά αποδέχεται να καταβάλει ποσό 96.231,39 ευρώ ακολούθως διώκει την αναζήτηση 53.595,77 ευρώ ή 100.901,58 ευρώ, να θεωρηθεί ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, δεδομένου αφενός ότι ρητά ο νομοθέτης ευνόησε ειδικότερα τους αγρότες δανειολήπτες και αφετέρου ότι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 μια τέτοια μεταστροφή δεν μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες για την εναγόμενη, υπό την έννοια ότι αυτή δεν μπορεί να καταστεί υπόχρεη σε απόδοση ποσών που έχει νομίμως εισπράξει κατά το προϊσχύσαν του ν. 3259/2004 δίκαιο. ΑΠό την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης (ο ενάγων δεν εξέτασαν μάρτυρα) και την κατ' άρθρο 415 ΚΠολΔ χωρίς όρκο εξέταση ως διαδίκου του ενάγοντος, που αμφότεροι εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες (κατάθεση και εξέταση) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και από όλα τα έγγραγα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις της η εναγόμενη, χρηματοδοτήθηκε από την τελευταία, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημά της στο..., είτε ατομικά είτε μέσω του... Φερών, ως εξής: Α) Με την 61/13- 7-1990 (αναφερόμενη και ως 81/13-7-1990) σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό χορηγήθηκε ατομικά σε αυτόν και το..., εις ολόκληρον ευθυνόμενους, πίστωση μέχρι του ποσού των 1.450.000 δραχμών (ήτοι 4.255,32 ευρώ) ως δάνειο μέσης και μακράς προθεσμίας για την πραγματοποίηση γεωργικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Β) Με την 6/23-1-1991 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό χορηγήθηκε στον... Φερών πίστωση μέχρι του ποσού των 280.000.000 δραχμών, μέρος του οποίου αρχικά μέχρι του ποσού των ποσού 1.500.000 δραχμών (ήτοι 4.402,05 ευρώ) κατανεμήθηκε για δανειοδότησή του (ενάγοντος). Γ) Με την 85/21-8-1991 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό χορηγήθηκε ατομικά σε αυτόν και το..., εις ολόκληρον ευθυνόμενους, πίστωση μέχρι του των 3.000.000 δραχμών (ήτοι 8.804,10 ευρώ) ως δάνειο μέσης και μακράς προθεσμίας για την πραγματοποίηση γεωργικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Δ) Με την 77/9-6-1994 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό χορηγήθηκε ατομικά σε αυτόν και το..., εις ολόκληρον ευθυνόμενους, πίστωση μέχρι του ποσού των 28.524.000 δραχμών (ήτοι 83.709,46 ευρώ) ως δάνειο μέσης και μακράς προθεσμίας για την πραγματοποίηση γεωργικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Ε) Με την 10/22-1-1997 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό χορηγήθηκε στον... Φερών δάνειο ποσού 1.000.000.000 δραχμών, μέρος του οποίου ποσού 20.000.000 δραχμών (ήτοι 58.694,06 ευρώ) κατανεμήθηκε για δανειοδότηση του (ενάγοντος). Κατόπιν της υπογραφής των άνω συμβάσεων ο ενάγων έλαβε: 1) σε εκτέλεση της πρώτης (α') δανειστικής σύμβασης κεφάλαιο ποσού 1.450.000 δραχμών, ήτοι 4.255,32 ευρώ, 2) σε εκτέλεση της τρίτης (γ΄) δανειστικής σύμβασης κεφάλαιο ποσού (μόνο) 1.000.000 δραχμών, ήτοι 2.934,70 ευρώ, 3) σε εκτέλεση της τέταρτης (δ') δανειστικής σύμβασης αφενός: α) κεφάλαιο ποσού (μόνο 6.302.000 δραχμών, ήτοι 18.494,50 ευρώ, β) κεφάλαιο ποσού (μόνο) 13.124.000 δραχμών, ήτοι 38.515,04 ευρώ, το οποίο αναπροσαρμόστηκε σε κεφάλαιο ποσού 11.170.662 δραχμών, ήτοι 32.782,57 ευρώ, μετά την "ακύρωση υπ. προϊόντος" (κατά σχετική εγγραφή στην οικεία καρτέλα), 4) σε εκτέλεση της δεύτερης (β΄) και της πέμπτης (ε΄) δανειστικής σύμβασης, έλαβε πολλαπλή δανειοδότηση, στα μεν πλαίσια της δεύτερης (υπό στοιχείο β΄ ανωτέρω), μεταξύ άλλων, με ποσά 3.500.000 δραχμών στις 9-4-1996, 1.500.000 δραχμών στις 18-4-1996, 578.880 δραχμών στις 17-6-1996, 32.154 δραχμών στις 26-9-1996 και 167.400 δραχμών στις 30-9-1996, στα δε πλαίσια της πέμπτης (υπό στοιχεία ε' ανωτέρω), μεταξύ άλλων, με ποσά 504.553 δραχμών στις 17-4-1997, 1.101.350 δραχμών στις 15-5-1997, 157.237 δραχμών στις 20-6-1997, 226.152 δραχμών στις 27-6-1997 και 138.115 δραχμών την 1-8-1997, συνολικά δε για αμφότερες τις συμβάσεις με ποσό 15.698.834,14 δραχμών. Ενόψει των ανωτέρω, όταν στις 12-10-2004 κατέθεσε στο άνω υποκατάστημα της εναγόμενης αίτηση για υπαγωγή του στη ρύθμιση του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, αναπροσαρμογή του ύψους των οφειλών και ρύθμισης της αποπληρωμής, η τελευταία, με το 1.054/22-10-2004 έγγραφό της γνώρισε σε αυτόν ότι, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη νόμου, οι οφειλές του ανέρχονται στο ποσό των 96.231,39 ευρώ, διότι, κατά τα εκεί παρατιθέμενα στοιχεία: 1) για τις συμβάσεις 6/91 και 10/97 το υπόλοιπο της τελευταίας εκταμίευσης ποσού 15.698.834,14 δραχμών,πολλαπλασιαζόμενο με το συντελεστή "2", έδινε γινόμενο 31.397.668,28 δραχμών και μετά την αφαίρεση καταβολών συνολικού ποσού 14.347.761,00 δραχμών, παρέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 17.049.907,28 δραχμών ή 50.036,41 ευρώ, 2) για τη σύμβαση 77/94 το μεν δάνειο κεφαλαίου ποσού 11.170.662 δραχμών, πολλαπλασιαζόμενο με το συντελεστή "2", έδινε γινόμενο 22.341.324 δραχμών, το δε δάνειο κεφαλαίου ποσού 6.302.000 δραχμών, έδινε γινόμενο 12.604.000 δραχμών, από το άθροισμα των οποίων ποσού 34.945.324 δραχμών, μετά την αφαίρεση καταβολών συνολικού ποσού 19.204.384 δραχμών, παρέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 15.740.940 δραχμών ή 46.194,99 ευρώ, 3) για τη σύμβαση 61/81 του 1990 το δάνειο κεφαλαίου ποσού 1.450.000 δραχμών, πολλαπλασιαζόμενο με το συντελεστή "2", είχε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή συνολικού ποσού 2.900.000 δραχμών, 4) για τη σύμβαση 85/91 το δάνειο κεφαλαίου ποσού 2.000.000 δραχμών, πολλαπλασιαζόμενο με το συντελεστή "2", είχε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή συνολικού ποσού 2.000.000 δραχμών. Ακολούθως, με την 41/21-3-2005 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, ο ενάγων προέβη σε ρύθμιση της συνολικής οφειλής από τα ανωτέρω δάνεια και πιστώσεις ποσού υπολογιζόμενου σε 96.231,39 ευρώ, με λογιστικό 4-8-2004, για αποπληρωμή εντός δεκαετίας, σε οκτώ (8) ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με διετή περίοδο χάριτος στην οποία θα ήταν καταβλητέοι μόνο απλοί τόκοι, με την πρώτη δόση καταβλητέα στις 31- 12-2007 και την τελευταία δόση καταβλητέα στις 31-12-2004. Από δε τις καταχωρήσεις στις χειρόγραφα τηρούμενες καρτέλες εξυπηρέτησης των ανωτέρω δανείων, προκύπτει ότι ο ενάγων κατέβαλε: 1) για την εξυπηρέτηση του υπό στοιχείο α' από τα ανωτέρω δάνεια (61/81 του 1990): i) 83.987 δραχμές στις 4-12-1990, ii) 138.610 δραχμές στις 18-9-1991, iii) 243.597 δραχμές στις 14-11-1991, iv) 285.373 δραχμές στις 19-3-1993, v) 102.262 δραχμές στις 31-3-1993, vi) 387.635 δραχμές στις 25-11-1993, vii) 387.635 δραχμές στις 2-12- 1994, viii) 387.635 δραχμές στις 9-11-1995, ix) 380.109 δραχμές στις 27-5-1999, ήτοι συνολικό ποσό 2.396.843 δραχμών, 2) για την εξυπηρέτηση του υπό στοιχείο γ' από τα ανωτέρω δάνεια (85/91): i) 329.360 δραχμές στις 23-12-1992, ii) 300.939 δραχμές στις 25- 11-1993, iii) 300.939 δραχμές στις 2-12-1994, iv) 300.939 δραχμές στις 9-11-1995, v) 281.288 δραχμές στις 2-12-1996, vi) 10 δραχμές στις 25-2-2000, ήτοι συνολικό ποσό 1.513.475 δραχμών, 3) για την εξυπηρέτηση του υπό στοιχείο δ' από τα ανωτέρω δάνεια (77/94): α) αφενός: i) 999.756 δραχμές στις 28-12-1994, ii) 1.781.715 δραχμές στις 9-11- 1995, iii) 28.567 δραχμές στις 10-11-1995, iv) 2 δραχμές στις 25-2-2000, ήτοι συνολικό ποσό 2.810.040 δραχμών, και β) αφετέρου: i) 1.083.480 δραχμές στις 28-12-1994, ii) 998.525 δραχμές στις 10-5-1995, iii) 3.234.047 δραχμές στις 10-11-1995, iv) 3.527.299 δραχμές στις 18-12-1995, ήτοι συνολικό ποσό 8.843.351 δραχμών, ενώ από τις προσκομιζόμενες και χειρόγραφα τηρούμενες καρτέλες δεν προκύπτει η καταβολή κάποιου ποσού σε μερική εξόφληση των οφειλών του από τις άλλες δύο συμβάσεις (6/91 και 10/97). Από τις καταχωρήσεις, λοιπόν, των καρτελών αυτών αποδεικνύεται η καταβολή συνολικού ποσού (2.396.843 + 1.513.475 + 2.810.040 + 8.843.351=) 15.563.709 δραχμών, καθόσον ως πραγματικές καταβολές λαμβάνονται υπόψη μόνο εκείνες οι καταχωρήσεις πιστώσεων με ένδειξη "εξόφλησης" και όχι οποιαδήποτε άλλη, όπως "ακύρωση τόκων" (που σημαίνει λογιστική διαγραφή τόκων χωρίς την πραγματική καταβολή οποιουδήποτε ποσού) ή "μεταφορά σε άλλο λογαριασμό" ή "απογραφή" (λογιστική ενέργεια με την οποία το ποσό της απογραφής αφετηρίαζε την τήρηση νέας επιμέρους καρτέλας) ή "ρύθμιση" (που ισοδυναμεί με μεταφορά του ποσού σε άλλη καρτέλα για εξυπηρέτηση του λογαριασμού της ρύθμισης) κ.ο.κ.. Ωστόσο, ιδίως από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες για την κρίσιμη χρονική περίοδο από τη σύναψη της πρώτης από τις ανωτέρω συμβάσεις μέχρι και τις 21-3-2005 (που καταρτίστηκε η ανωτέρω πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών) εντολές είσπραξης της εναγόμενης, που όλες φέρουν ένδειξη ότι αφορούν σε αποπληρωμή δανείου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατέβαλε: i) ποσό 738.500 δραχμών με την από 4-12-1990 εντολή είσπραξης, ii) ποσό 400.000 δραχμών με την από 18-9-1991 εντολή είσπραξης, iii) ποσό 296.553 δραχμών με την από 14-11-1991 εντολή είσπραξης, iv) ποσό 496.165 δραχμών με την από 2-12-1991 εντολή είσπραξης, v) ποσό 863.500 δραχμών με την από 23-12-1992, vi) ποσό 3.934.368 δραχμών με την από 25-10- 1994 εντολή είσπραξης, vii) ποσό 189.000 δραχμών με την από 10-2-1995 εντολή είσπραξης, viii) ποσό 3.142.950 δραχμών με την από 9-11-1995 εντολή είσπραξης, ix) ποσό 3.085.084 δραχμών με την από 10-11-1995 εντολή είσπραξης, x) ποσό 1.000.334 δραχμών με την από 1- 12-1995 εντολή είσπραξης, xi) ποσό 2.003.227 δραχμών με την από 4-3-1996 εντολή είσπραξης, xii) ποσό 3.000.000 δραχμών με την 5/9-4-1996 εντολή είσπραξης, xiii) ποσό 3.243.500 δραχμών με την 10/9-4-1996 εντολή είσπραξης, xiv) ποσό 5.017.178 δραχμών με την από 17-12-1997 εντολή είσπραξης, xv) ποσό 304.488 δραχμών με την από 23-1-1998 εντολή είσπραξης, xvi) ποσό 41.700 δραχμών με την από 5-6-1998 εντολή είσπραξης, xvii) ποσό 4.389.300 δραχμών με την από 20-1-1999 εντολή είσπραξης, xviii) ποσό 7.136.687 δραχμών με την 6/29-11-1999 εντολή είσπραξης, xix) ποσό 11.865.415 δραχμών με την 7/29- 11-1999 εντολή είσπραξης, xx) ποσό 189.000 δραχμών με την από 21-12-1999 εντολή είσπραξης, xxi) ποσό 28.000 δραχμών με την 104/3-12-2001 εντολή είσπραξης, xxii) ποσό 108.000 δραχμών με την 105/3-12-2001 εντολή είσπραξης, xxiii) ποσό 2.124.000 δραχμών με την 106/3-12-2001 εντολή είσπραξης, xxiv) ποσό 92,98 ευρώ, ήτοι 31.682,94 δραχμών, με την 91/23-5-2002 εντολή είσπραξης, xxv) ποσό 5.772,02 ευρώ, ήτοι 1.968.519,57 δραχμών, με την 92/23-5-2002 εντολή είσπραξης, xxvi) ποσό 1.000,00 ευρώ, ήτοι 340.750 δραχμών, με την από 4-9-2002 εντολή είσπραξης, xxvii) ποσό 3.000 ευρώ, ήτοι 1.022.250 δραχμών, με την από 30-10-2002 εντολή είσπραξης, xxviii) ποσό 700 ευρώ, ήτοι 238.525 δραχμών, με την από 13-12-2002 εντολή είσπραξης ήτοι συνολικά ποσό 57.198.676,51 δραχμών. Το ποσό αυτό πρέπει να προσαυξηθεί κατά τα ποσά των 900.235 δραχμών και των 1.500.000 δραχμών που ο ενάγων κατέθεσε στην εναγόμενη στις 10-4-1995 και στις 20-12-1996 (βλ. αντίστοιχες επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εντολές είσπραξης), καθόσον μπορεί στις σχετικές εντολές είσπραξης να μην αναγράφεται κάποια ρητή ένδειξη ότι η καταβολή αφορά σε εξυπηρέτηση δανείου, ωστόσο παρά την αγωγική επίκληση ότι οι καταθέσεις αυτές έγιναν για τέτοια αιτία, η εναγόμενη δεν ισχυρίζεται ειδικά ότι οι εν λόγω καταβολές έγιναν για άλλη αιτία (πρβλ. ΑΠ 1927/2008...2009, 502). Συνακόλουθα, ιδίως από τις ανωτέρω εντολές είσπραξης, που όλες φέρουν τα ονοματικά στοιχεία του ενάγοντος, αποδεικνύεται η καταβολή από αυτόν συνολικού ποσού (57.198.676,51 + 900.235,00 + 1.500.000,00 =) 59.598.911,51 δραχμών, ήτοι 174.905,10 ευρώ, σε αποπληρωμή των ανωτέρω δανείων και πιστώσεων, ενώ στο συνολικό αυτό ποσό δεν μπορούν να συνυπολογιστούν, παρά τις περί του αντιθέτου αγωγικές αιτιάσεις: α) οι από 24-8-1987, 17-8-1988 και 15-3-1990 εντολές είσπραξης ποσών 140.080 δραχμών, 250.990 δραχμών και 154.500 δραχμών αντίστοιχα, καθόσον αφορούν σε χρονική περίοδο προγενέστερη της σύναψης του πρώτου από τα επίδικα δάνεια στις 13-7-1990, β) οι από 5-4-1994, 16-9-1994, 53/21-11-1994, 54/21-11-1994 και 27-6-1996 εντολές είσπραξης ποσών 400.000 δραχμών, 500.200 δραχμών, 369.236 δραχμών, 643.913 δραχμών και 700.000 δραχμών αντίστοιχα, στο όνομα...η πρώτη από αυτές, "Α........ ΑΒΕΕ" η δεύτερη από αυτές, ... Γεωργίου" η τρίτη και η τέταρτη από αυτές και...η πέμπτη από αυτές, αφού από κανένα έγγραφο δεν ενισχύονται όσα περί αυτών κατέθεσε εξεταζόμενος ως διάδικος ο ενάγων, αιτιώμενος ότι τα άνω ποσά αφορούν πραγματικά σε καταβολές για δικό του λογαριασμό προς εξόφληση των άνω δανείων, γ) οι από 27-6-1996 και από 4-10-1996 "εντολές πληρωμής" (όχι δε όπως ανακριβώς αναφέρονται στην ένδικη αγωγή "εντολές είσπραξης") ποσών 898.800 δραχμών και 564.880 δραχμών, δεδομένου ότι αφορούν σε ανάληψη και όχι κατάθεση χρημάτων και δη στο όνομα του ... Γεωργίου", δ) τα 26, 27, 28 και 29/21-3-2005 γραμμάτια είσπραξης 66.907,55 ευρώ, 14.800,01 ευρώ, 18.270,12 ευρώ και 19.029,86 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία δεν αφορούν σε πραγματική είσπραξη μετρητών, αλλά σε συμψηφιστική - λογιστική καταβολή προκειμένου να εξυπηρετηθεί λογιστικά η τότε γενόμενη ρύθμιση, ε) τα από 14-4- 2006 και από 6-2-2007 γραμμάτια είσπραξης ποσών 1.500,00 ευρώ και 1.000,00 ευρώ αντίστοιχα, διότι αφορούν σε χρονική περίοδο επιγενόμενη της επίδικης από 21-3-2005 ρύθμισης. Η απόκλιση ανάμεσα στο συνολικό ποσό καταβολών που προκύπτει από τις προσκομιζόμενες χειρόγραφες καρτέλες (15.563.709 δραχμές) και εκείνο που προκύπτει από τις ανωτέρω εντολές πληρωμής (59.598.911,51 δραχμές), είναι μεγάλη, ωστόσο εξηγείται από τον πλημμελή τρόπο τήρησης των καρτελών, καθόσον, ενώ ακόμα και η εναγόμενη σε συγκεντρωτικές καρτέλες μηχανογραφικού τύπου αποτυπώνει καταβολές μεταγενέστερες του έτους 2000, ακόμα και για το έτος 2002, δεν προσκομίζει ουδεμία αναλυτική κίνηση λογαριασμού που να καλύπτει πλήρως την κρίσιμη χρονική περίοδο από τη σύναψη των κρίσιμων συμβάσεων μέχρι και την κατάρτιση της ανωτέρω από 21-3-2005 ρύθμισης, ενώ χαρακτηριστικό της πλημμελούς τήρησης των καρτελών είναι το γεγονός της έλλειψης αναλυτικών στοιχείων χρεοπιστώσεων για τους λογαριαμσούς που εξυπηρέτησαν τις 6/91 και 10/97 συμβάσεις. Η δε προσπάθεια του μάρτυρα της εναγόμενης, υπαλλήλου αυτής,...για την ορθότητα του τρόπου υπολογισμού από την τελευταία των καταβολών του ενάγοντος δεν κρίνεται πειστική, αφού αυτός ρητά υποστήριξε το μη συνυπολογισμό των καταβολών σε εξόφληση τόκων, μολονότι η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 δεν κάνει καμία τέτοια διάκριση, αλλά επιτάσσει το συνυπολογισμό όλων των καταβολών (βλ. σκέψη υπό στοιχείο I της παρούσας). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επωφελέστερος για τον ενάγοντα είναι ο τρόπος υπολογισμού των καταβολών του με βάση όχι τις τηρούμενες καρτέλες (α΄ ιστορική βάση αγωγής), αλλά τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εντολές πληρωμής (β΄ ιστορική βάση αγωγής), σύμφωνα με τον οποίο και, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη υπό στοιχείο I της παρούσας, δεδομένου ότι χωρεί συνυπολογισμός των καταβολών που έγιναν για όλα τα ανωτέρω δάνεια και αλληλόχρεους λογαριασμούς, χωρίς να απαιτείται διαχωρισμός - καταλογισμός των επιμέρους καταβολών σε καθέναν από τους τηρούμενους για την εξυπηρέτηση αυτών (δανείων και πιστώσεων) λογαριασμών, προκύπτει ότι ο ενάγων έχει καταβάλει σε αποπληρωμή ληφθέντος κεφαλαίου και οφειλών από αλληλόχρεους λογαριασμούς το συνολικό ποσό των 59.598.911,51 δραχμών, ήτοι 174.905,10 ευρώ. Το ποσό αυτό μπορεί να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του αθροίσματος του ληφθέντος από αυτόν κεφαλαίου και οφειλών από αλληλόχρεους λογαριασμούς, ήτοι το συνομολογούμενο από τον ίδιο ποσό των (31.397.668,28 δραχμές μέγιστο οφειλής από 6/91 και 10/97 συμβάσεις + 34.945.324,00 δραχμές μέγιστο οφειλής από δάνειο ληφθέντα κατά την 77/94 σύμβαση + 2.900.000 δραχμές μέγιστο οφειλής από 61/81 του 1990 δάνειο + 2.000.000 δραχμές μέγιστο οφειλής από 85/91 δάνειο =) 71.242.992,28 δραχμών ή 209.077,01 ευρώ, ωστόσο υπολείπεται αυτού κατά ποσό (71.242.992,28 - 59.598.911,51 =) 11.644.080,77 δραχμών ή 34.171,92 ευρώ. Μπορεί, λοιπόν, αναπόδεικτα να αιτιάται ο ενάγων ότι έχει πλήρως εξοφλήσει τις σε βάρος του απαιτήσεις της εναγόμενης υπολογιζόμενες ευεργετικά κατά το άρθρο 39 του ν. 3259/2004, ωστόσο προκύπτει ότι αυτές εσφαλμένα υπολογίστηκαν από την εναγόμενη στο ποσό των 96.231,99 ευρώ, αντί του ποσού των 34.171,92 ευρώ. Αυτό έχει ως επακόλουθο αφενός μεν η διαφορά μεταξύ των ποσών αυτών κατ΄ εφαρμογή της αμέσως προαναφερόμενης διάταξης να θεωρείται ότι έχει αυτοδικαίως αποσβεσθεί αφετέρου δε η επίδικη 41/21-3-2005 "πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 3259/2004", κατά το μέρος που αντίκειται στον επιτακτικό αυτό κανόνα δικαίου να είναι άκυρη. Σύμφωνα δε με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 181 ΑΚ, από τον οποίο συνάγεται ότι δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη της δικαιοπραξία (βλ. ΑΠ 1194/2000...2000, 1600,...σε Απ. Γεωργιάδη,...ΑΚ, 2010, 181 αριθ. 1), η οποία θέληση των μερών εξακριβώνεται με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με κριτήριο αντικειμενικό τον επιδιωκόμενο σκοπό της δικαιοπραξίας και υποκειμενικό τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων (βλ...., ό.π., 181 αριθ. 4), λαμβάνοντας υπόψη ότι στην ένδικη περίπτωση αντικειμενικά ο σκοπός της ανωτέρω σύμβασης ταυτίζεται με το νομοθετικά επιδιωκόμενο σκοπό της θέσπισης του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 και υποκειμενικά ότι συμφέρον αμφοτέρων των διαδίκων μερών είναι η διάσωση της επίδικης ρύθμισης κατά το λοιπό μέρος της (ήτοι έως του ποσού των 34.171,92 ευρώ), καθόσον ο μεν ενάγων δεν θα επιθυμούσε: απλά να περιοριστεί η οφειλή του αλλά να διασωθεί ο συμφωνημένος με τη ρύθμιση αυτή τρόπος αποπληρωμής η δε εναγόμενη θα αποδεχόταν να εισπράξει έστω και το μέρος αυτό των οφειλομένων, κρίνεται ότι η επίδικη πρόσθετη πράξη ρύθμισης παραμένει ισχυρή, κατά το μέρος που με αυτή γίνεται ρύθμιση συνολικής οφειλής του ενάγοντος για ποσό 34.171,92 ευρώ (βλ. σχ. και...14/2000 Αρμ 2001. 645 ότι μια πιστωτική σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκαν υπέρμετροι τόκοι είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο τόκων μέρος). Εξάλλου, η αναγνώριση της ακυρότητας μέρους της επίδικης σύμβασης, καλύπτεται από το μείζον αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της όλης σύμβασης. Κατ' ακολουθία των προαναφερομένων, αφού απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα περί αναγνώρισης μηδενικής οφειλής του ενάγοντος προς την εναγόμενη, τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά την επικουρική αυτού βάση, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η μεταξύ των διαδίκων 41/21-3-2005 "πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 3259/2004" είναι άκυρη κατά το μέρος που με αυτή γίνεται ρύθμιση συνολικής οφειλής του ενάγοντος για ποσό μεγαλύτερο των 34.171,92 ευρώ. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 § 2 ΚΠολΔ, λόγω της μερικής νίκης και ήττας, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που υπέβαλε σχετικό παρεπόμενο αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζοντας κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Αναγνωρίζει ότι η μεταξύ των διαδίκων 41/21-3-2005 "πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 3259/2004" είναι άκυρη κατά το μέρος που με αυτή γίνεται ρύθμιση συνολικής οφειλής του ενάγοντος για ποσό μεγαλύτερο των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ενός ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (34.171,92 Ευρώ). Καταδικάζει την εναγόμενη να πληρώσει στον ενάγοντα μέρος από τα δικαστικά του έξοδα, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΠΗΓΗ: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα