Αθέμιτος ανταγωνισμός - Απόσπαση πελατείας - Ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού (Εφετείο Αθηνών - Αριθμός απόφασης 5131/2011)
Κατά τη γενική ρήτρα που καθιερώνει το άρθρο 1 του Ν 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό τον ανταγωνισμό και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης απαιτείται, αφενός μεν η πράξη να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η έννοια των χρηστών ηθών δεν καθορίζεται από το νόμο, αλλά επαφίεται στο δικαστή να κρίνει μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, αποβλέποντας, κυρίως, στο εάν οι ενέργειες του ανταγωνισμού προσκρούουν στο αίσθημα του μέσου συνετού και σώφρονος κοινωνικού ανθρώπου και στη, βάση αυτού, διαμορφωμένη κοινή συνείδηση, λαμβανομένης υπόψη και της κρατούσας κοινωνικής αντίληψης στις συναλλαγές και στον κύκλο των προσώπων στον οποίο εκδηλώνεται. Η απόσπαση πελατείας από πρώην στελέχη μιας επιχείρησης, τα οποία, μετά την αποχώρησή τους απ΄ αυτήν ασκούν ανταγωνιστική δραστηριότητα και αποσπούν πελάτες της πρώην εργοδότριάς τους επιχείρησης είναι θεμιτή και νόμιμη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπόκεινται σε μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού με ρητή πρόβλεψη και δεν χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτα μέσα ή παραπλανητικές μέθοδοι ή δυσφημιστικοί ή υποτιμητικοί ισχυρισμοί για την πρώην εργοδότριά τους ή δεν αποσπούν τους πελάτες της με αθέμιτα μέσα. Σε διαφορετική περίπτωση η συμπεριφορά τους είναι αθέμιτη, με συνέπεια η βλαπτόμενη πρώην εργοδότριά τους επιχείρηση να διατηρεί σε βάρος τους αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον καθώς και αποζημίωσης. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1Ν 2190/1920 , όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 Ν 3604/2007 , αφορά τους συμμετέχοντες στη διεύθυνση της ανώνυμης εταιρίας, είναι απόρροια της υποχρέωσης πίστης αυτών και έχει διττό περιεχόμενο. Με τη θετική της όψη θεσπίζει ότι υποχρεούνται έναντι του νομικού προσώπου να πράττουν οτιδήποτε συντελεί στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού, ενώ με την αρνητική όψη απαγορεύει να πράττουν ό,τι παρεμποδίζει την υλοποίησή του. Κυριότερη περίπτωση αποτελεί η εκ του νόμου υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού υπό την έννοια ότι, στα πρόσωπα του ανωτέρω άρθρου απαγορεύεται από το νόμο, εφόσον δεν υπάρχει σχετική άδεια της ΓΣ, να ενεργούν κατ΄ επάγγελμα πράξεις που ανάγονται στον εταιρικό σκοπό ή να συμμετέχουν ως ομόρρυθμα μέλη εταιρίας που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με αυτόν της ΑΕ. Έτσι στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την ίδρυση ανταγωνιστικής επιχείρησης, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση. Απαιτείται λοιπόν, όχι μόνο τα πρόσωπα αυτά να προέβησαν σε πράξη ανταγωνισμού, αλλά να στόχευαν στο κέρδος, καθώς επίσης και να προέβησαν σε πράξεις τις οποίες η ΑΕ ήταν σε θέση να τις επιχειρήσει η ίδια και εξαιτίας της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των συμβούλων ή των διευθυντών, η εταιρία στερείται του κέρδους που θα τις απέφεραν οι αντίστοιχες συναλλαγές. Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού, της οποίας η παραβίαση από τα ως άνω πρόσωπα αποτελεί αδικοπραξία, παύει να ισχύει με την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λήξη ή παύση της ιδιότητας του συμβούλου που συμμετέχει στη διεύθυνση της ΑΕ ή του διευθυντή αυτής, χωρίς να αποκλείεται να επεκταθεί χρονικά και μετά την παύση της ιδιότητάς του αυτής ή την αποχώρησή του από την εταιρία, με ρητή συμβατική υποχρέωση η οποία είναι κατ΄ αρχήν έγκυρη, εφόσον δεν περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητά του. Συνεπώς, το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού εξαρτάται από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας. Συνεπώς, η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού είναι έγκυρη και δεσμευτική για τον υπόχρεο, εάν και εφόσον, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης κάθε φορά περιπτώσεως, αφενός δεν καταλύει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης αναπτύξεως της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσεως του υπόχρεου, αφετέρου δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, με την έννοια ότι δεν περιέχει υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του υπόχρεου και γενικά, δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη.
ΠΗΓΗ: ΝΒonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα