Κοινός τραπεζικός λογαριασμός (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 378/2011)
Περίληψη: Φύση και λειτουργία του κοινού λογαριασμού. Μεταξύ των καταθετών και της τράπεζας δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, η δε ανάληψη του ποσού της κατάθεσης από έναν εκ των συνδικαιούχων επιφέρει απόσβεση της απαίτησης καθενός από τους πλείονες καταθέτες έναντι της τράπεζας. Αν τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ` αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη, από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακατάθεσης, παραμένει άθικτη, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της, κατά το άρθρο 3 του ΝΔ 17.7/13.8.1923. Η συναίνεση και εντολή, άλλως η εκ των υστέρων έγκριση των αναλήψεων από τον ενάγοντα, άγει στην απαλλαγή της ευθύνης της εναγομένης τράπεζας από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, που την συνδέει με τον ενάγοντα-πελάτη της, εφόσον αυτός ήταν ενήμερος και όλες οι αναλήψεις έγιναν προς δική του εξυπηρέτηση και διευκόλυνση, κατά τα μεταξύ τους συμφωνημένα.
[…] Εξάλλου, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας όταν κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε να προκύπτει από αυτήν έμμεσα όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπιστώσεώς της, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Μόνη η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της συμβάσεως τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτή. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα «συναλλακτικά ήθη (ΑΠ Ολ 26/2004, ΑΠ 1183/2007). Αντίθετα, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το ουσιαστικό δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής χωρίς κενά. […]. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν 5368/1932: «Περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται ότι «χρηματική κατάθεσις παρά Τράπεζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ`ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (...... .....) είναι, εν τη έννοια του παρόντος η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν εν όλω ή μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ`ιδίαν οι δικαιούχοι (παρ. 1). Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγούμενη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν (παρ. 2)». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 στοιχ. α ΝΔ 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση κατάθεσης επ`ονόματι δύο ή περισσοτέρων καταθετών σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του σε ποίον από τους καταθέτες ανήκουν τα χρήματα, παράγεται μεταξύ των καταθετών και της Τράπεζας ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη της κατάθεσης στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος από τον ένα εκ των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαιώματος χωρίς την ανάγκη συναίνεσης ή έγκρισης των άλλων με συνέπεια, εάν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, να επέρχεται ολοσχερής απόσβεση της απαίτησης καθενός από τους πλείονες καταθέτες έναντι της Τράπεζας, ενώ ο καταθέτης, που δεν έκανε την ανάληψη, έχει δικαίωμα αναγωγής κατ` εκείνου που ανέλαβε όλα τα χρήματα, βάσει της τυχόν υφισταμένης μεταξύ τους εσωτερικής σχέσεως, που μπορεί να είναι συμβατική ή μη π.χ. η εντολή και σε περίπτωση έλλειψης τέτοιας σχέσης, μέχρι του μισού των πιο πάνω χρημάτων, εάν πρόκειται περί δύο καταθετών, ή μέχρι του ποσού της κατ` ίσα μέρη αναλογίας του, εάν πρόκειται για περισσότερους καταθέτες (ΑΠ 1550/2007). Περαιτέρω, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία, που ορίστηκε για τη φύλαξή του. Επομένως, αν τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ` αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη, από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακατάθεσης, παραμένει άθικτη, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της, κατά το άρθρο 3 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών». Ενόψει δε και της φύσης του χρήματος ως πράγματος αντικαταστατού και κατά γένος ορισμένου, εξαιτίας της οποίας δεν νοείται αδυναμία απόδοσης αυτού, λόγω φθοράς, κλοπής ή υπεξαίρεσης, η ευθύνη της Τράπεζας παραμένει πάντοτε συμβατική (ΑΠ 1122/2005, 830/2003). Εξάλλου κατά το άρθρο 416 του ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή, τέτοια δε καταβολή συνιστά και η εκ μέρους της Τράπεζας, (με την ιδιότητα του θεματοφύλακα που προαναφέρθηκε) απόδοση στον παρακαταθέτη του προϊόντος τραπεζικής κατάθεσης, που μπορεί να είναι και «εις κοινό λογαριασμό» κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 1 του ΝΔ 951/1971. Η καταβολή αυτή ως υλική πράξη με έννομες συνέπειες ώστε να καθίσταται νομική πράξη, όχι όμως με την έννοια της σύμβασης ή μονομερούς δικαιοπραξίας, για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής, πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 907/2005). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 417 του ΑΚ συνάγεται ότι η καταβολή για να έχει ως συνέπεια την απόσβεση της οφειλής πρέπει να γίνει στον δανειστή (και στην προκειμένη περίπτωση στον καταθέτη - πελάτη) ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή δε που έγινε σε τρίτο ισχύει αν ο δανειστής την έχει εγκρίνει (άρθρ. 238 ΑΚ) ή εφόσον ωφελείται από αυτήν (ΑΠ 751/1988). Από δε το άρθρο 238 του ΑΚ με το οποίο ορίζεται ότι η συγκατάθεση παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (και κατ` αναλογία και στη νομική πράξη της καταβολής), εφόσον δεν ορίζει ρητά το αντίθετο, ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας, προκύπτει ότι η έγκριση, ως άτυπη κατ` αρχήν δικαιοπραξία, μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 2166/2007). Επί σιωπηρής όμως έγκρισης, πρέπει τα περιστατικά, που επικαλείται εκείνος που προβάλλει την έγκριση να μην αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η από αυτά συναγόμενη βούληση του άλλου επέχει την έγκριση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1514/2006). Αντίθετα, όταν για την κατάρτιση της κύριας δικαιοπραξίας τίθεται από το νόμο η τήρηση ορισμένου τύπου, τότε κατά τις διατάξεις των άρθρων 159 και 239 του ΑΚ στον ίδιο τύπο υποβάλλεται και η μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας παρεχόμενη έγκριση (ΑΠ Ολ 16/2006). Τέλος, για τη σύμβαση της εντολής ισχύει ο κανόνας του άτυπου της κατάρτισής της κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 158 του ΑΚ και σαν τέτοια μπορεί να καταρτισθεί είτε εγγράφως (με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο) είτε προφορικώς (ρητώς ή σιωπηρώς), διατηρεί δε την αυτοτέλειά της ως προς το άτυπο η εντολή, έστω και αν σε αυτή στηρίζεται και σχέση πληρεξουσιότητας μεταξύ των μερών (ΑΠ 1614/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 6466/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: «Στις 11.3.1997, ο ενάγων άνοιξε στην Τράπεζα ***, δικαιοπάροχος της οποίας είναι η εναγομένη Τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία ***, τον υπ’αρ. *** επενδυτικό κοινό τραπεζικό λογαριασμό ***, στο κατάστημα *** της εναγομένης με συνδικαιούχο την ***. Ο λογαριασμός αυτός τροφοδοτήθηκε με το ποσό των 299.401.167 δραχμών, όπως ίσχυε τότε το εθνικό μας νόμισμα, το οποίο συνιστούσε χρηματικό κεφάλαιο του γιου του ενάγοντα, ***. Το παραπάνω ποσό κατατέθηκε, στις 5.3.1997, στην εναγομένη τράπεζα, με τη μορφή τριών τραπεζικών επιταγών, προκειμένου να ανοίξει ο επίδικος κοινός λογαριασμός ***. Οι ως άνω επιταγές της εναγομένης τράπεζας, που είχαν εκδοθεί σε διαταγή του *** είναι α) η υπ` αρ.*** τραπεζική επιταγή, ποσού 142.055.365 δραχμών, β) η υπ`αρ. *** τραπεζική επιταγή, ποσού 30.600.000 δραχμών και γ) η υπ`αρ. *** τραπεζική επιταγή, ποσού 126.745.802 δραχμών και συνολικά 299.401.167 δραχμές. Μετά την είσπραξη των ως άνω επιταγών το ποσό τους κατατέθηκε στον παραπάνω κοινό λογαριασμό του ενάγοντα, όπως ειδικότερα προκύπτει από το από 11.3.1997 δελτίο κατάθεσης της εναγομένης. Εξάλλου, στο κατάστημα *** της εναγομένης, κατά την ως άνω χρονική περίοδο, υπηρετούσε ο υπάλληλος αυτής, ***, με τον οποίο ο ενάγων και ο γιος του διατηρούσαν στενό φιλικό δεσμό. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, η φιλική αυτή σχέση υπήρχε από την περίοδο που ο παραπάνω υπάλληλος εργαζόταν στο κατάστημα *** και όταν μετατέθηκε στο κατάστημα ***, μετέφερε σ`αυτό τον ενάγοντα και το γιο του, ως πελάτες του και συνήθιζε να τους διευκολύνει και να τους εξυπηρετεί στις συναλλαγές τους με την τράπεζα, επειδή λόγω των υψηλών τους καταθέσεων εθεωρούντο ως «καλοί πελάτες» της τράπεζας. Από τα ίδια στοιχεία αποδείχθηκε ότι, μετά το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού ***, ο ενάγων με προφορική εντολή προς τα στελέχη της τράπεζας, διευθύντρια της οποίας ήταν στο κατάστημα ***, κατά την περίοδο εκείνη, η ***, την οποία επίσης γνώριζε ο ενάγων, όπως καταθέτει η μάρτυς, ***, συμφώνησε να κινείται ο επίδικος λογαριασμός και από το γιό του ***, αν και δεν ήταν συνδικαιούχος, διότι ουσιαστικά το κεφάλαιο ήταν δικό του. Τα στελέχη της τράπεζας δέχτηκαν, κατ` εξαίρεση, να εξυπηρετήσουν και να διευκολύνουν τον ενάγοντα και το γιο του, τους οποίους όπως έχει εκτεθεί, θεωρούσαν καλούς πελάτες, αλλά συμφώνησαν με τον ενάγοντα, ότι αυτός θα έπρεπε εντός τριών ημερών από κάθε ανάληψη, να προσέρχεται στο κατάστημα και να προσυπογράφει τα σχετικά παραστατικά ανάληψης, διότι μετά την πάροδο του τριημέρου, για λόγους εσωτερικής διαδικασίας της τράπεζας, τα παραστατικά μεταφέρονταν υποχρεωτικά στο Αρχείο της, στο *** (βλ. την ένορκη κατάθεση του ***, ο οποίος την επίδικη περίοδο υπηρετούσε στο κατάστημα ***, ως Προϊστάμενος Καταθέσεων). Η παράτυπη αυτή κίνηση του επίδικου λογαριασμού συνεχιζόταν και με την σιωπηρή συναίνεση των στελεχών της τράπεζας. Στις 9.4.1997, ***, ανέλαβε το ποσό των *** δραχμών, χωρίς όμως, ο ενάγων να προσέλθει να προσυπογράψει το αναληπτήριο. Ο προαναφερόμενος *** Προϊστάμενος Καταθέσεων, κατά τον έλεγχο των παραστατικών, διαπίστωσε την παρατυπία και αμέσως ζήτησε από τον ενάγοντα να τακτοποιήσει την παράλειψη. Πράγματι, ο ενάγων προσήλθε στην τράπεζα και προσυπέγραψε το δελτίο ανάληψης, το οποίο προσκομίζεται νόμιμα από την εναγομένη και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από τον ενάγοντα. Το ως άνω από 9.4.1997 δελτίο ανάληψης, δεν είναι σήμερα επίδικο, αλλά αποδεικνύει έμμεσα, πλην με σαφήνεια, ότι ο ενάγων γνώριζε και συναινούσε στην παράτυπη τακτική ανάληψης χρηματικών ποσών του επίδικου λογαριασμού από τον γιο του, άλλως εκ των υστέρων παρείχε την έγκρισή του. Αποδείχθηκε επίσης, ότι μετά το περιστατικό αυτό, ο ως άνω Προϊστάμενος Καταθέσεων της εναγομένης δήλωσε στον ενάγοντα, ότι εφόσον επιθυμούσε να εξακολουθεί να αναλαμβάνει χρηματικά ποσά και ο γιος του από τον επίδικο λογαριασμό, θα έπρεπε να τον κλείσει και να μεταφέρει το υπόλοιπό του σε νέο λογαριασμό, στον οποίο θα συμμετείχε, ως συνδικαιούχος και ο γιος του ενάγοντα, έτσι ώστε να παύσει, πλέον, η ως άνω παράτυπη κίνηση του επίδικου λογαριασμού. Πράγματι, μετά την ως άνω υπόδειξη της εναγομένης τράπεζας, διά του ως άνω αρμοδίου υπαλλήλου της, ο επίδικος λογαριασμός *** κλείστηκε στις 25.6.1997, με υπόλοιπο 285.257.720 δραχμές και την ίδια ημέρα ανοίχτηκε νέος κοινός τραπεζικός επενδυτικός λογαριασμός με αρ. ***, στον οποίο ο ενάγων κατέθεσε ολόκληρο το παραπάνω κεφάλαιο χωρίς να αμφισβητήσει το ποσό του κλεισίματος. Ο νέος αυτός λογαριασμός ήταν κοινός στο όνομα του ενάγοντα και στα ονόματα της συζύγου του ***, του γιου του *** και της ***, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο της εναγομένης, που συντάχθηκε για τα δείγματα των υπογραφών των συνδικαιούχων. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το κλείσιμο του επίδικου λογαριασμού και το άνοιγμα του νέου, αν και μπορούσε να γίνει με λογιστικές εγγραφές, δηλαδή συμψηφιστικά, εντούτοις έγινε με πραγματική ανάληψη από τον επίδικο λογαριασμό και πραγματική κατάθεση στον νέο κοινό λογαριασμό, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία δελτίο ανάληψης και δελτίο κατάθεσης, που έχει υπογραφεί από τον ενάγοντα. Από τα παραπάνω παραστατικά προκύπτει επομένως, ότι ο ενάγων έλαβε γνώση του υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού, το αναγνώρισε και το κατέθεσε ανεπιφύλακτα στο νέο λογαριασμό, εγκρίνοντας το κεφάλαιο της κατάθεσης, ύψους 285.257.720 δραχμών. Ήδη ο ενάγων αμφισβητεί με την αγωγή, 15 αναλήψεις του επίδικου λογαριασμού ***, οι οποίες έγιναν από 15.4.1997, (όπως επιτρεπτά διορθώθηκε με τις προτάσεις του η ημερομηνία, αντί της εσφαλμένης χρονολογίας του έτους 1998, που αναγράφεται στην αγωγή), έως και 24.6.1997, δηλαδή την προηγούμενη ημέρα του κλεισίματος του λογαριασμού. […] Σύμφωνα όμως, με όσα έχουν αναπτυχθεί προηγουμένως αποδείχθηκε, ότι (όλες) οι ως άνω επίδικες αναλήψεις πλην των με στοιχείο (11 και 13), οι οποίες θα σχολιαστούν ειδικότερα παρακάτω έγιναν από το γιο του ενάγοντα, *** και για δικό του λογαριασμό, κατόπιν συναίνεσης, άλλως έγκρισης του ενάγοντα (άρθρ. 236 και 238 ΑΚ), στα πλαίσια της ρητής εντολής του προς την εναγομένη τράπεζα. Πέραν των όσων έχουν κατατεθεί η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ο ενάγων, κατά το ως άνω επίδικο διάστημα, προέβη επίσης, ο ίδιος σε αναλήψεις, χωρίς να αμφισβητεί το ποσό του λογαριασμού του, όπως αυτό διαμορφωνόταν μετά από κάθε ανάληψη. Συγκεκριμένα ανέλαβε το ποσό των 1.800.000 δραχμών, στις 21.4.1997, το ποσό των 500.000 δραχμών, στις 15.5.1997 και το ποσό των 4.000.000 δραχμών, στις 19.6.1997, όπως προκύπτει από τα με ίδια ημερομηνία δελτία ανάληψης, που προσκομίζει νόμιμα η εναγομένη, τα οποία φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από αυτόν. Εξάλλου, η μάρτυς ***, η οποία είναι ορκωτή λογίστρια και με την ιδιότητα αυτή διενήργησε τον έλεγχο των παραστατικών, βεβαίωσε ενώπιον του ακροατηρίου, ότι ο ενάγων ενημερωνόταν κάθε μήνα για την κίνηση του λογαριασμού του με ειδικές καταστάσεις κίνησης λογαριασμού, τα γνωστά statements, οι οποίες αποστέλλονταν ταχυδρομικά στην κατοικία του. Η κατάθεση αυτή επιβεβαιώνεται επίσης, 1) από την από 18.7.1997 σύμβαση παροχής υπηρεσιών, που έχει συναφθεί μεταξύ της εναγομένης και της εταιρίας με την επωνυμία ***, η οποία ανέλαβε συμβατικά την αποστολή των statements στους πελάτες της τράπεζας (βλ. όρο 1.5 της σύμβασης) και 2) από την από 7.5.2007 βεβαίωση του ***, Διευθυντή Διοίκησης Δικτύου των καταστημάτων της εναγομένης, κατά τον επίδικο χρόνο, ο οποίος βεβαιώνει, με την πιο πάνω ιδιότητά του, την μηνιαία ταχυδρομική ενημέρωση των πελατών της τράπεζας. Εκτός, όμως, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία από τα με αριθμό 1, 2, 4, 6, 14 και 15 δελτία ανάληψης προκύπτει, ότι επ` αυτών υπάρχει η έντυπη ένδειξη γνωστός εκ συναλλαγής. Η ένδειξη αυτή υπογράφεται από τα στελέχη της τράπεζας, που διενήργησαν τη συναλλαγή ανάληψης και επιβεβαιώνει το συμπέρασμα του ελέγχου της συναλλαγής, σύμφωνα με τον οποίο εκείνος, που εισέπραξε ήταν γνωστός στην τράπεζα. Είναι επίσης βέβαιο, ότι δεν ήταν ο ενάγων, γιατί στην περίπτωση αυτή θα αναγραφόταν το όνομά του. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο γιος του ενάγοντα τον οποίο οι υπάλληλοι της τράπεζας γνώριζαν, ενόψει της πρακτικής ανάληψης, που συνηθιζόταν, κατόπιν της ρητής εντολής του πατέρα του. Ο μάρτυς,*** κατέθεσε, επίσης, ότι ο γιος του ενάγοντα συνήθιζε να επισκέπτεται το κατάστημα κάθε εβδομάδα. Επισημαίνεται επίσης, ότι από τις συναλλαγές-αναλήψεις με στοιχείο 11 και 13, ποσού 1.500.000 δραχμών καθεμιά, προκύπτει ότι αυτά τα χρηματικά ποσά, μετά την ανάληψή τους, κατατέθηκαν αυθημερόν, δηλαδή στις 4.6.1997 και 9.6.1997, σε λογαριασμό του γιου του ενάγοντα, τον οποίον αυτός τηρούσε στην *** Τράπεζα, όπως τούτο ειδικότερα προκύπτει από τα αντίγραφα γραμματίων είσπραξης της *** Τράπεζας, που έχουν επισυναφθεί στα επίδικα ως άνω δελτία ανάληψης. Παρά το γεγονός τούτο, ο ενάγων και ο γιος του, ως μάρτυρας, αρνήθηκαν τις ως άνω δύο αναλήψεις, χωρίς όμως να δίνουν πειστική εξήγηση για την αυθημερόν μεταφορά των χρημάτων στην *** Τράπεζα. Τέλος, πρέπει να τονιστεί, ότι από το από 11.8.1997 δελτίο ανάληψης (που δεν είναι από τα επίδικα) με τη συνημμένη σ` αυτό εξουσιοδότηση του ***, προς την εναγομένη, με την οποία αυτός ως συνδικαιούχος του νέου κοινού λογαριασμού, ζητεί να γίνει ανάληψη από τον ως άνω λογαριασμό, του ποσού των 5.850.000 δραχμών, μέσω του υπαλλήλου, ***, αποδεικνύεται η στενή προσωπική σχέση του γιου του ενάγοντα με τον παραπάνω υπάλληλο της εναγομένης, με τον οποίο διατηρούσε επίσης, οικονομικές συναλλαγές (χορήγηση δανείων). Τονίζεται επίσης, ότι ο παραπάνω υπάλληλος, υπέβαλε μήνυση για τοκογλυφία σε βάρος του γιου του ενάγοντα, όπως άλλωστε ο τελευταίος μνημονεύει στις προτάσεις του, με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του μηνυομένου ποινική δίωξη για το ως άνω ποινικό αδίκημα. Το υπ` αρ. 5635/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του ***, όπως επίσης, αναφέρει ο ενάγων στις προτάσεις του, γεγονός που δεν αμφισβήτησε η εναγομένη τράπεζα. Ας σημειωθεί, ότι ο ως άνω υπάλληλος ενεπλάκη σε ποινικά κολάσιμες πράξεις σε βάρος άλλων πελατών της εναγομένης, όπως π.χ. οι αδελφοί *** και έχει διωχθεί για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, ενώ έχει αποπεμφθεί από την εναγομένη. Ομως η μάρτυρας, ***, βεβαίωσε, ότι οι παραπάνω κολάσιμες πράξεις δεν συνδέονται με την ένδικη υπόθεση και ότι οι πελάτες της τράπεζας έχουν αποζημιωθεί. Άλλωστε, ο ενάγων δεν έχει στραφεί ποινικά εναντίον του ως άνω υπαλλήλου και, όπως βεβαίωσε ο μάρτυρας, ***, ο γιος του ενάγοντα το έτος 2003, κατέθεσε στην εναγομένη το ποσό των 200.000 ευρώ, γεγονός που αποδεικνύει, ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται την εναγομένη τραπεζική εταιρία για τη φύλαξη των χρημάτων του. Τέλος και το γεγονός ότι ορισμένες από τις επίδικες αναλήψεις έγιναν μετά το πέρας του ωραρίου της εναγομένης και ειδικότερα, οι υπό στοιχείο 8, 10 και 12 αναλήψεις, δεν αποδεικνύουν ύποπτες συναλλαγές, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων, εφόσον, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν ασύνηθες να εξυπηρετούνται οι πελάτες και μετά το πέρας του ωραρίου. Πιο συγκεκριμένα από τον από 4.5.2007 πίνακα, με αριθμό 3, που έχει συντάξει η μάρτυς ορκωτή λογίστρια προκύπτει, ότι παρόμοιες συναλλαγές διενεργήθηκαν μετά το πέρας του ωραρίου στα καταστήματα της εναγομένης, στο ***, στην οδό ***, στη Γλυφάδα *** και στον Πειραιά ***. Συμπερασματικά από όλα τα παραπάνω στοιχεία αποδείχθηκε, ότι οι επίδικες 15 συναλλαγές-αναλήψεις από τον κοινό επίδικο λογαριασμό του ενάγοντα έγιναν από το γιο του και για λογαριασμό αυτού, κατόπιν ρητής εντολής του ενάγοντα με τη συναίνεσή του, άλλως με τη μεταγενέστερη έγκριση αυτού και, σε κάθε περίπτωση, με την εκ των υστέρων έγκριση του ενάγοντα, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, στις 25.6.1997. Η παραπάνω συναίνεση και εντολή, άλλως η εκ των υστέρων έγκριση των αναλήψεων από τον ενάγοντα, άγει στην απαλλαγή της ευθύνης της εναγομένης Τράπεζας από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, που την συνδέει με τον ενάγοντα-πελάτη της, εφόσον αυτός ήταν ενήμερος και όλες οι αναλήψεις έγιναν προς δική του εξυπηρέτηση και διευκόλυνση, κατά τα μεταξύ τους συμφωνημένα. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη». Το Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις την αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων για την καταβολή αποζημίωσης σ` αυτόν εκ μέρους της αναιρεσίβλητης Τράπεζας με την ιδιότητα του θεματοφύλακα χρηματικής κατάθεσης, από το γεγονός ότι με τη μεσολάβηση παρανόμων αναλήψεων απωλέσθηκε εκ μέρους της ένδικης κατάθεσής του (αναιρεσείοντος) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 236, 238, 713, 416, 417 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι ο αναιρεσείων εκ των υστέρων, κατά το κλείσιμο του ένδικου λογαριασμού στις 25.6.1997 ενέκρινε τις επίδικες 15 συναλλαγές-αναλήψεις που έγιναν από το γιο του κατόπιν ρητής άτυπης εντολής του γιατί έλαβε γνώση του υπολοίπου του λογαριασμού 285.257.729 δρχ., το αναγνώρισε και το κατέθεσε ανεπιφύλακτα σε νέο λογαριασμό, .... πληρούν το πραγματικό της έννοιας της άτυπης έγκρισης των αναλήψεων εκ μέρους τρίτου και δικαιολογούν την παραδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης και την απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος. Εξ άλλου το Εφετείο με τις πιο πάνω επί της ουσίας παραδοχές του δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις του ΝΔ 17.7/13.8.1923, του άρθρου 2 του ΝΔ 5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. 1α του ΝΔ 116/1973, 216, 217 του ΑΚ, με το να δεχθεί ως έγκυρη την άτυπη εκ των υστέρων έγκριση εκ μέρους του αναιρεσείοντος των ενδίκων 15 συναλλαγών - αναλήψεων, που έγιναν εκ μέρους του γιου του ως τρίτου, κατόπιν ρητής - άτυπης εντολής του πατέρα του (αναιρεσείοντος) εφόσον: α) από καμία από τις πιο πάνω διατάξεις δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας, όπως η εκ των υστέρων παρεχόμενη έγκριση για τις ίδιες αναλήψεις είναι έγγραφη, β) το δικαίωμα ανάληψης από τον ένδικο κοινό λογαριασμό για κάθε δικαιούχο, ήταν ανεξάρτητο είτε επρόκειτο για αναλήψεις ατομικά από τον καθένα, είτε μέσω τρίτου προσώπου, ώστε και η εκ των υστέρων έγκριση των ίδιων αναλήψεων στη δεύτερη περίπτωση, δεν είχε ανάγκη της συναίνεσης και της άλλης συνδικαιούχου του ίδιου λογαριασμού και γ) η ύπαρξη της άτυπης εντολής ήταν ανεξάρτητη της ύπαρξης ή όχι ρητής τυπικής πληρεξουσιότητας. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον όγδοο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Χ. Κανόνα ουσιαστικού δικαίου αποτελεί και το έθιμο, το οποίο είναι δίκαιο που έχει δημιουργηθεί με τη μακρά άσκηση που γίνεται με την κοινή συνείδηση ότι το ασκούμενο επικρατεί ως δίκαιο. Το άρθρο 1 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «οι κανόνες του Δικαίου περιλαμβάνονται στους νόμους και τα έθιμα». Το έθιμα, στα οποία αναφέρεται ο Αστικός Κώδικας, είναι εκείνα που διαμορφώνονται υπό το κράτος της ισχύος του για τις μελλοντικές σχέσεις, διότι τα έθιμα που υπήρχαν πριν από την έναρξη της ισχύος του καταργήθηκαν με το άρθρο 1 ΕισΝΑΚ. Εξάλλου, το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ρητά ορίζει ότι το έθιμο είναι κανόνας ουσιαστικού δικαίου - «Αναίρεση επιτρέπεται μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου...». Από τη διάταξη του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η παράβαση του εθίμου εξομοιώνεται με την παράβαση του νόμου και για το λόγο αυτό συνιστά λόγο αναίρεσης (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1). Η παραβίαση του εθίμου μπορεί να συμβεί με ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή του, όπως και σε κάθε άλλο κανόνα δικαίου. Τέτοια παράβαση υπάρχει, όταν π.χ. ο δικαστής δέχεται την ύπαρξη του εθίμου, αλλά δεν το εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως, δεχόμενος ότι είναι αντίθετο με το νόμο ή όταν εφαρμόζει ανύπαρκτο έθιμο ή δεν το ερμηνεύει ή όταν εφαρμόζει αυτό, ενώ είναι αντίθετο με νόμο δημόσιας τάξεως, την ηθική και τον ορθό λόγο ή δεν το εφαρμόζει ορθά. Περαιτέρω παραβίαση του εθίμου υπάρχει όταν ο δικαστής εσφαλμένα τα δεκτά γενόμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά υπαγάγει στο περιεχόμενο του εθίμου που δέχθηκε (εκ πλαγίου παραβίαση), το έθιμο δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Και ναι μεν η διάταξη του 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζει ότι «είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας...», εκτός των αναφερόμενων στη διάταξη αυτή εξαιρέσεων και ότι επομένως αυτή αφορά μόνο ισχυρισμούς και όχι κανόνες δικαίου. Όμως καίτοι το έθιμο είναι κανόνας δικαίου, δεν είναι όμως υποχρεωμένος να γνωρίζει ο δικαστής, αφού αν το αγνοεί, μπορεί να διατάξει απόδειξη κατ` άρθρ. 337 ΚΠολΔ ή να χρησιμοποιήσει κατά την κρίση του κάθε πρόσφορο μέσο για τη διαπίστωση της υπάρξεως και του περιεχομένου του εθίμου, χωρίς να περιορίζεται από τις προσαγόμενες από τους διαδίκους αποδείξεις. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη και με το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο ο Άρειος Πάγος δεν αποτελεί τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας δικαστήριο, και επομένως δεν μπορεί να διατάξει απόδειξη για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του προβαλλόμενου για πρώτη φορά ενώπιον του εθίμου. Επομένως, ο έβδομος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 περ. α` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που αφορά την παραβίαση με εσφαλμένη εφαρμογή των εθίμων στις τραπεζικές συναλλαγές, που ταυτίζονται κατά το περιεχόμενό τους με τα περιγραφόμενα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται απαράδεκτος, αφού δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε στο Εφετείο παρόμοιος ισχυρισμός για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των πιο πάνω εθίμων. [Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της απόφασης ΕφΑθ 6487/2006.]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα