Εμπορικός αντιπρόσωπος - Αποζημίωση πελατείας (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 4436/2011)
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ., 4, 5, 6 και 8 παρ. 1 του ΠΔ 219/1991 , συνάγεται ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται ατύπως, το δε «ενυπόγραφο έγγραφο» που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. β΄ του ΠΔ 219/1991 , δεν συνιστά συστατικό τύπο, αλλά προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως των μερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης. Ο ως άνω άτυπος χαρακτήρας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας συνεπάγεται επομένως, χωρίς αμφιβολία, ότι η μη εγγράφως καταρτισμένη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και έγκυρη είναι και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος ΠΔ 219/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ιδίου ως άνω ΠΔ (219/1991), για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού, σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι εκείνη, με την οποία τρίτος, που αποκαλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει έναντι αμοιβής (προμήθειας), σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο) με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται «αντιπροσωπευόμενος», την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ΄ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης αυτής είναι: α) ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της, β) η σταθερότητα της σχέσης, γ) η διάρκεια της παροχής του τελευταίου (οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, έχει δική του επαγγελματική στέγη) και δ) η ενέργεια του εμπορικού αντιπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, που αποτελεί και το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της εν λόγω σύμβασης, αφού τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν είναι πάντα ούτε σταθερά, ούτε ασφαλή. Εν συνεχεία, από την απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος , σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ (αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων), τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπλάσσουν τις έννομες σχέσεις τους σε μεγάλο μέτρο και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος. Έτσι, δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας, αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δηλαδή η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Και ενώ, κατ΄ αρχήν, σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, τελικά δεν αποκλείεται μια συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) να προσομοιάζει, κατά περιεχόμενο, με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη. Επιπλέον, από το άρθρο 9 του ΠΔ 219/1991 , το οποίο αναφέρεται στην αποζημίωση που δικαιούται υπό προϋποθέσεις ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λύση της σύμβασης, συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης. Το πραγματικό του άρθρου 9 θέτει τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (προκειμένου ο εμπορικός αντιπρόσωπος να δικαιούται, αποζημίωση πελατείας, μετά τη λύση της σύμβασης): α) η εισφορά νέων πελατών ή η προαγωγή, σημαντικά, των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα - αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημιώσεως να είναι «δίκαιη» αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμίας συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.
Σημείωση Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν με αγωγή διεκδικεί αποζημίωση πελατείας σύμφωνα με το άρθρο 9 ΠΔ 219/ 1991 , για να είναι αυτή ορισμένη, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τις ανωτέρω -υπό την απόφαση- τρεις προϋποθέσεις. Τυπική προϋπόθεση -τέταρτη- για τη γέννηση της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας, αποτελεί η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία εάν δεν συντρέχει, δεν είναι καν νοητή η γέννηση της αξίωσης αυτής. Για να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης ο εφαρμοστής του δικαίου θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής: α) την πελατεία που παραμένει μετά τη λύση της σύμβασης στον αντιπροσωπευόμενο, β) αν αυτή η πελατεία δημιουργήθηκε από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, καθώς και γ) το κέρδος που προσδοκούσε ο εμπορικό αντιπρόσωπος, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, προφανώς από τις προμήθειες που θα λάμβανε. Για το ύψος της αποζημίωσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και τυχόν υπάρχουσα ρήτρα μη ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης. Τέλος σημειώνεται ότι το ίδιο άρθρο στην παρ. 2 θεσπίζει το ανώτατο ύψος στο οποίο είναι δυνατό να διαμορφωθεί η αποζημίωση πελατείας Για τα ανωτέρω και για περαιτέρω πληροφορίες βλ. και Μ. Βαρελά, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σε Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου (επιμ. Γ. Τριανταφυλλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 174 επ..
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα