Κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων του οφειλέτη (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 1004/2010)
Περίληψη: Αναγκαστική εκτέλεση. Κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Αρνητική δήλωση του τρίτου. Ανακοπή κατ΄ αυτής. Τράπεζες. Κατάσχεση στα χέρια της Τράπεζας. Αρκεί να γίνεται στο υποκατάστημα που διατηρεί λογαριασμό ο καθού. Αν δεν γίνει στο υποκατάστημα αλλά στο κεντρικό κατάστημα αυτής τότε η κατάσχεση είναι ανυπόστατη. Καταχρηστική αρνητική δήλωση. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 23/2006 ΠΠρΑγρ).
[…] Οι λόγοι αναιρέσεως απορρίπτονται με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ` αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο (Α.Π.1104/2006). Οπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης η ανακοπή έγινε δεκτή κατά το σχετικό της λόγο, διότι κρίθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο ότι η καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσα κατά κατάχρηση δικαιώματος υπέβαλε αρνητική δήλωση επικαλούμενη το ανυπόστατο της κατάσχεσης που έγινε εις χείρας της ως τρίτης, ως αντίθετης με τη διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το αρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε λόγω σιωπηρής κατάργησής της τη διάταξη του άρθρου 90 του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος είναι αβάσιμος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 § 1 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" το οποίο κατ` άρθρο52 παρ.3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εφαρμογή του Κ.Πολ.Δ., και σύμφωνα με το άρθρο 26 § 9 του ν. 2076/1992, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 § 3 του ν. 2601/1998, εφαρμόζεται και επί Τραπεζών, εάν η εταιρεία έχει και υποκαταστήματα στην Ελλάδα, κατάσχεση εις χείρας αυτής ως τρίτης, επιτρέπεται μόνον στο κατάστημα ή υποκατάστημα, όπου υφίσταται η κατάθεση ή άλλη οφειλή προς τον καθού η κατάσχεση. Από τη διάταξη αυτή η οποία είναι ουσιαστικού δικαίου προκύπτει ότι είναι ανυπόστατη η κατάσχεση που γίνεται όχι στο υποκατάστημα της τράπεζας όπου υφίσταται η κατάθεση του καθού η κατάσχεση αλλά στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας. Η υποβολή δε αρνητικής δήλωσης εκ μέρους της Τράπεζας ως τρίτης υπό την επίκληση του από τη διάταξη αυτή ανυπόστατου της κατάσχεσης δεν μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ. διότι η ανυπόστατη κατάσχεση δεν καθίσταται υποστατή έστω και αν η πρόταση της είναι καταχρηστική. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αυτού κρίση σε σχέση με τον ερευνώμενο λόγο τα εξής : "Στη ΔΟΥ ...βεβαιώθηκε σε βάρος του ... συνολικό του χρέος προς το Ελληνικό Δημόσιο - ανακόπτον ύψους 3.187,74 €. Για την εξασφάλιση της απαίτησης αυτής του Δημοσίου, ο Προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ με το με αρ. πρωτ. ... κατασχετήριο έγγραφο, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της καθ` ης η Ανακοπή ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα ..........." με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, ως τρίτης, όλων όσων οφείλει ή θα οφείλει στο μέλλον από καταθέσεις και άλλες αιτίες o προαναφερόμενος οφειλέτης και μέχρι του, ως άνω ποσού των 3.187,74 €. Το προαναφερόμενο κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε στην καθ` ης η ανακοπή την 9.12.2003, με συνημμένο πίνακα χρεών του ως άνω οφειλέτη του ανακόπτοντος. Την 15.12.2003 η καθ` ης η ανακοπή κοινοποίησε στο ανακόπτον την από 10.12.2003 εξώδικη αρνητική δήλωσή της με την οποία ισχυρίστηκε ότι η επιβληθείσα ως άνω κατάσχεση είναι ανυπόστατη διότι στο ως άνω κατασχετήριο έγγραφο δεν εξειδικεύεται το υποκατάστημα στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός του οφειλέτη αυτού (ανακόπτοντος) κατά παράβαση του άρθρου 90 του ν.δ της 17ης Ιουλίου 1923. Θεμέλιο, ωστόσο, της ως άνω διατάξεως, όπως ήδη ειπώθηκε στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, ήταν η δυσχέρεια ταχείας επικοινωνίας των καταστημάτων μιας τράπεζας μεταξύ τους και με την έδρα της διοίκησής της και η εντεύθεν ανάγκη προστασίας των συμφερόντων της, που σήμερα δεν υφίσταται, δεδομένου ότι σήμερα οι Τράπεζες διενεργούν τραπεζικές εργασίες και συναλλαγές μέσω οργανωμένου συστήματος μηχανογράφησης και ενός διατραπεζικού δικτύου συναλλαγών και πληροφοριών. Ειδικότερα, η κεντρική υπηρεσία της καθ` ης η ανακοπή δύναται άμεσα και με ευχέρεια να αποστείλει αιτήματα έρευνας στα υποκαταστήματά της περί υπάρξεως ή μη λογαριασμών ή λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων στο όνομα του οφειλέτη του ανακόπτοντος, είτε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συνηθέστερα, μέσω εσωτερικού δικτύου το οποίο παρέχει εχέγγυα μεγαλύτερης ασφάλειας, διότι, δεν είναι εκτεθειμένο σε παρεμβάσεις τρίτων χρηστών. Επομένως, η ως άνω δήλωση της καθ` ης η ανακοπή αντίκειται στη διάταξη τον άρθρου 281 του AK και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής σύμφωνα με τον οποίο η καθ` ης η ανακοπή άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της να υποβάλει αρνητική δήλωση με την αιτιολογία ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι ανυπόστατη ως αντίθετη στο άρθρο 90 του ν.δ της 17ης Ιουλίου 1923. Ετσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο και δέχθηκε ότι η καθής η ανακοπή - αναιρεσείουσα κατά κατάχρηση δικαιώματος υπέβαλε αρνητική δήλωση επικαλούμενη το ανυπόστατο της κατάσχεσης ως αντίθετης με τη διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ καθόσον εφάρμοσε τη διάταξη αυτή χωρίς να έχει εφαρμογή στη προκείμενη περίπτωση. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθ.1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ είναι βάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το πρώτο μέρος που προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ δια της εφαρμογής της, χωρίς να έχει εφαρμογή εν προκειμένω, λόγω του ότι πρόκειται για άσκηση εκ μέρους της αναιρεσείουσας δικονομικής φύσεως δικαιώματος που πηγάζει από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 που είναι δικονομικού δικαίου, είναι αβάσιμος προεχόντως διότι η τελευταία αυτή διάταξη είναι ουσιαστικού δικαίου. Με το τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αναιρεσείουσα με την από 10-12-2003 δήλωσή της ώφειλε να ανακοινώσει τον αριθμό και το υποκατάστημα του λογαριασμού του καθού η εκτέλεση παραβιάζοντας έτσι ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 του ν,δ, 1059/ 1971 και του άρθρου 24 του ν,2915/2001. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής διότι η σχετική παραδοχή δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 23/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
πηγή: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα