Άρση απορρήτου τραπεζικών καταθέσεων και κατάσχεση των καταθέσεων του οφειλέτη για την ικανοποίηση του δανειστή
Το άρθρο 24 του νόμου 2915/2001, το οποίο ισχύει από 29.05.2001, επιτρέπει την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων του οφειλέτη από τους δανειστές του, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οι οποίοι βέβαια διαθέτουν εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη. Το εν λόγω άρθρο 24 του ν. 2915/2001 ορίζει τα εξής: Άρθρο 24 Άρση απορρήτου τραπεζικών καταθέσεων και μετοχών επί κατασχέσεως. Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Το δικηγορικό μας γραφείο αναλαμβάνει έρευνες για την πλήρη εξακρίβωση της ακίνητης (κατοικίες, οικόπεδα κ.λπ.) και κινητής (τραπεζικές καταθέσεις, οχήματα κ.λπ.) περιουσίας κάθε οφειλέτη προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών. Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.
Σχετική Νομολογία: Αριθμός απόφασης 38/2002, Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων.
Περίληψη: Τραπεζικό απόρρητο. Αρση αυτού για ικανοποίηση ιδιωτικής αξίωσης. Δικαίωμα δανειστή να ζητήσει πληροφορίες από τράπεζα για την ύπαρξη καταθέσεων οφειλέτη του, προκειμένου να προβεί σε κατάσχεση στα χέρια της. Καταδολίευση δανειστών. Καταδολιευτική μεταβίβαση χρηματικών ποσών σε τρίτα πρόσωπα. Δεν είναι δυνατή ως προς αυτούς η άρση του απορρήτου.
[...] Κατ` αρχήν, πέραν του γενικού τραπεζικού απορρήτου, που αφορά σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές και συνίσταται στην αυτοτελή παρεπόμενη υποχρέωση της τράπεζας, έναντι του πελάτη της, να τηρεί εχεμύθεια ως προς τις συναλλαγές του (π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελ., εκδ. 2001, παρ. 64, σελ. 883, Φοίβου Χριστοδούλου, Η έννοια της καταθέσεως κ.λπ. ΔΕΕ 1998,232), οι διατάξεις του ΝΔ 1059/1971 (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με τα άρθρα 27 παρ. 1 Ν 1868/1989 και 10 παρ. 1 του Ν 1858/1989) καθιερώνουν ειδικότερα το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες (άρθρα 1, 2 και 3 του ΝΔ 1059/1971). Αλλά οι παραπάνω διατάξεις, και πριν την ισχύ του άρθρου 24 του Ν 2915/2001, δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων που δεν απαγορεύουν την κατά το άρθρο 985 του ΚΠολΔ δήλωση της τράπεζας στα χέρια της οποίας ως τρίτης επιβλήθηκε κατάσχεση, ότι υπάρχει η χρηματική κατάθεση που κατασχέθηκε. Στην τελευταία περίπτωση, η δήλωση της τράπεζας αποτελεί δικονομική υποχρέωση, και με αυτή δεν παραβιάζεται η ως άνω αρχή του απόρρητου των εν γένει καταθέσεων, γιατί το απόρρητο δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης, αφού το δικαίωμα αυτό κατισχύει (ΑΠ Ολ 19/2001 ΔΕΕ 2002,190, βλ. για την μέχρι τότε θέση (αντίθετη) της νομολογίας (ΑΠ Ολ 1224/1975, 3/1993), και την κριτική αντιμετώπιση της θεωρίας: Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. παρ. 64, σελ. 884 επ., αριθμ. 332 επ., όπου και παραπομπές). `Ηδη, με το άρθρο 24 του Ν 2915/2001, του οποίου η ισχύς άρχισε κατ` άρθρο 38 παρ. 1 αυτού, από 29.5.2001, ορίζεται ότι "Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων τίτλων (ΣΑΤ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή". Από τη διάταξη αυτής σαφώς ορίζεται ότι πλέον από 29.5.2001 αίρεται το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αποτελούν και όλες οι τράπεζες (άρθρο 2 Ν 2076/1992). Με τη νέα αυτή ρύθμιση το τραπεζικό απόρρητο δεν διασπάται μόνο προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος (στις περιπτώσεις των άρθρων 13 του ΝΔ 1059/1971), αλλά και για την ικανοποίηση ιδιωτικών αξιώσεων. Η άρση, όμως, του απορρήτου είναι περιορισμένης έκτασης καθόσον η ισχύς της ως άνω διατάξεως εκτείνεται μόνο έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης και μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Από τη διάταξη δεν καταλαμβάνεται μόνο η περίπτωση που ο δανειστής έχει εκτελεστό τίτλο και προβαίνει σε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας (ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος), αλλά, της διάταξης μη διακρίνουσας, και η συντηρητική κατάσχεση (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, έκδ. 2001, άρθρο 712, αριθμ. 2, άρθρο 982, αριθμ. 4-7). Η ως άνω άρση του απορρήτου συνεπάγεται αναμφισβήτητα και αυτοδίκαιη άρση της απαγόρευσης της κατάσχεσης του κάθε μορφής καταθέσεων. Η κατάσχεση, αναγκαστική ή συντηρητική, πρέπει να γίνεται κατά τη διαγραφόμενη στα άρθρα 982 επ. διαδικασία, με την επίδοση στην τράπεζα κατασχετήριου (του άρθρου 983 ΚΠολΔ). Στο κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχονται τα αναφερόμενα στα άρθρα 118 και 983 του ΚΠολΔ στοιχεία. Απαιτείται να μνημονεύεται, εκτός των άλλων, το αντικείμενο της κατάσχεσης, δηλαδή η χρηματική απαίτηση και η αιτία της οφειλής της τράπεζας, δηλαδή ότι πρόκειται για κατάθεση. Δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά της μορφής της κατάθεσης ούτε του αριθμού του λογαριασμού, του οποίου η ανεύρεση είναι ευχερής εφόσον αναφέρονται στο κατασχετήριο τα στοιχεία του οφειλέτη-καταθέτη, οπότε η τράπεζα βάσει αυτών ανευρίσκει ευχερώς τον αριθμό του λογαριασμού, ούτε και του υποκαταστήματος στο οποίο υπάρχει η κατάθεση, το οποίο, επίσης, ευχερώς ανευρίσκεται μετά τον προσδιορισμό τον αριθμό του λογαριασμού (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλης, ό.π. άρθρο 982, αριθμ. 5). Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να προβεί κατά τα οριζόμενα παραπάνω, σε δήλωση του άρθρου 985 του ΚΠολΔ με πληροφόρηση σαφή και συγκεκριμένη για την έννομη σχέση αυτού και του καταθέτη. `Ομως, συνήθως, ο δανειστής δεν γνωρίζει την ύπαρξη ή μη κατάθεσης σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα του οφειλέτη του. Από το νόμο δεν προβλέπεται κάποια διαδικασία για τη διερεύνηση με πρωτοβουλία των τραπεζών της ύπαρξης καταθέσεων σε αυτές. Μόνο με επιμέλεια του δανειστή μπορεί να εντοπισθεί η τράπεζα στις οποίες ο οφειλέτης έχει καταθέσεις. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 24 του Ν 2915/2001 δεν τροποποιεί ειδικότερα το προηγούμενο καθεστώς της απαγόρευσης παροχής πληροφοριών περί των απορρήτων τραπεζικών καταθέσεων (Γ. Τριανταφυλλάκης και Γ. Γραμματίκας, Συνήγορος 2001, τεύχος 26, σελ. 263-264) `Ετσι ο δανειστής, εφόσον έχει δικαίωμα κατάσχεσης, δικαιούται είτε να προβεί άμεσα στην επιβολή της κατάσχεσης είτε να ζητήσει πληροφορίες από την τράπεζα που (υποθέτει ότι) υπάρχει η κατάθεση, προκειμένου να προβεί, στη συνέχεια, στην κατάσχεση στα χέρια του πιστωτικού ιδρύματος (Δ. Κουτσούκης, ό.π. σελ. 264). Η πληροφόρηση αυτή από το πιστωτικό ίδρυμα ειναι υποχρεωτική εφόσον επιδίδεται σ` αυτό αντίγραφο του εκτελεστοί τίτλου, αφού η άρση του απορρήτου έναντι του δανειστή του καταθέτη του ιδρύματος περιλαμβάνει και το δικαίωμα πληροφόρησής του για την ύπαρξη κατάθεσης προς σκοπό επιβολής κατάσχεσης και την αντίστοιχη του ιδρύματος υποχρέωση προς τούτο. Η υποχρέωση του ιδρύματος δεν περιορίζεται μόνο στη δήλωση του άρθρου 985 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η πληροφόρηση αυτή αποτελεί έκφανση της δήλωσης του άρθρου 985 και κατατείνει στη διευκόλυνση επιβολής κατάσχεσης (Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρο 982, αριθμ. 67). Επομένως, εφόσον κριθεί, μετά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων (δηλαδή μεταξύ του συμφέροντος του καταθέτη και της υποχρέωσης της τράπεζας για τήρηση εχεμύθειας κα των συμφερόντων τρίτων (Δημοσίου, ιδιωτών) για παροχή πληροφοριών), ότι πρέπει να αρθεί το απόρρητο, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποκαλύψει και παράσχει στον τρίτο τόσες πληροφορίες όσες είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση του δικαιώματος του (βλ. σχόλιο Δ. Κουτσούκη κάτω από την ΑΠ Ολ 19/2001 ό.π.). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. γ του άρθρου 953 του ΚΠολΔ, στη διαδικασία κατάσχεσης κινητών στα χέρια του οφειλέτη υπόκεινται και τα κινητά που είχαν μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, αλλά μόνο από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης ως καταδολιευτικής κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ. Βάσει της διάταξης αυτής ο δανειστής του οφειλέτη, υπέρ του οποίου διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική (939 επ. ΑΚ) η μεταβίβαση κινητών πραγμάτων του οφειλέτη προς τρίτο, με τελεσίδικη, βεβαίως, απόφαση, δικαιούται να προβεί σε κατάσχεση αυτών στην περιουσία του οφειλέτη, της οποίας αντικείμενα αποτελούν μετά τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής. Συνεπώς, πριν από την έκδοση απόφασης για τη διάρρηξη ο δανειστής του οφειλέτη δεν μπορεί να κατάσχει στην περιουσία του οφειλέτη το αντικείμενο, που αυτός έχει απαλλοτριώσει καταδολιευτικά (Στ. Ματθίας, τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση με το Ν 2298/1995, ΕλΔ/νη 1995,1453 επ., 1456 1457, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, εκδ. 97, άρθρο 953, αριθμ. 7). Επειδή, έτσι υπάρχει κινδυνος περαιτέρω μεταβίβασης του απαλλοτριωθέντος, μπορεί, μέχρι τη διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης, ο δανειστής να προστατευθεί επαρκώς με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (βλ. Δέσπ. Κλαβανίδου, Η καταδολίευση δανειστών μετά το Ν 2298/1995, ΕλΔ/νη 95,1463 επ., 1470, προβλ. επί ακινήτου την επιβολή προσημείωσης υποθήκης: Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, εκδ. 97, άρθρο 706, αριθμ. 11, σελ. 186, ΠΠρΘεσ 32604/1999 Αρμ 2000,927, ΜΠρΤρικ 862/2000 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση εκτίθενται ότι στις 13.7.2001 ο τρίτος των καθών με πρόθεση αφ` ενός σκότωσε τη Σ., σύζυγο του πρώτου αιτούντος, μητέρα του δεύτερου, τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των αιτούντων και πεθεράς της έκτης, έβδομης και όγδοου των αιτούντων και αφ` ετέρου αποπειράθηκε να σκοτώσει τον πρώτο και την πέμπτη των αιτούντων. Οτι από την ως άνω άδικη πράξη του τρίτου καθού όλοι οι αιτούντες έχουν απαίτηση εναντίον του συνολικού ποσού 440.205,42 Ευρώ (ή 150.000.000 δρχ.) ως αποζημίωσή τους και χρηματική ικανοποίησή τους. Οτι, με την από 23.7.2001 αίτησή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αιτούντες ζήτησαν να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου (κινητού, ακινήτου, απαιτήσεών του) του τρίτου καθ` ου μέχρι το παραπάνω ποσό των 440.205,42 Ευρώ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προαναφερόμενη απαίτησή τους, ενώ την ίδια ημέρα με προσωρινή διαταγή του Προέδρου Πρωτοδικών Τρικάλων απαγορεύθηκε κάθε πραγματική και νομική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του καθού αυτού. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, στις 12.10.2001, η 1145/2001 απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου του τρίτου καθού μέχρι το παραπάνω συνολικό ποσό των 440.205,42 Ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αυτής ποσά για κάθε αιτούντα. Οι αιτούντες, με την προηγούμενη απόφαση, στις 18.1.2002, νόμιμα κατέσχεσαν συντηρητικά στα χέρια της πρώτης καθής τράπεζας οποιαδήποτε κατάθεση του τρίτου καθού μέχρι τα παραπάνω ποσά, για το λόγο ότι κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία ο ως άνω καθού είχε καταθέσεις, σε διάφορους λογαριασμούς (ατομικούς, κοινούς, αποταμίευσης, όψεως). Η πρώτη καθής εμπρόθεσμα υπέβαλε την, κατ` άρθρο 985 του ΚΠολΔ δήλωση, η οποία, όμως, είναι ανακριβής (δήλωσε την ύπαρξη μόνο ενός λογαριασμού του τρίτου καθ` ου, ύψους 2.135,34 Ευρώ). Οι αιτούντες κατά της ανακριβούς αυτής δήλωσης άσκησαν την από 21.2.2002 ανακοπή τους (του άρθρου 986 ΚΠολΔ) ενώπιον του αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τις 29.9.2002. Ισχυρίζονται δε ότι η παραπάνω ανακριβής δήλωση της πρώτης καθής τράπεζας δε είναι ειλικρινής, ότι υπάρχουν καταθέσεις του τρίτου καθού (οφειλέτη) και ότι αυτοί δεν μπορούν να γνωρίζουν επακριβώς τις συγκεκριμένες καταθέσεις του, τους λογαριασμούς του και την κίνηση αυτών από τις 13.7.2001, που γεννήθηκε η εναντίον του απαίτησή τους. Παρά την υποχρέωση της καθής τράπεζας, η τελευταία αρνείται να πληροφορήσει τους αιτούντες για την ύπαρξη ή μη των ως άνω καταθέσεων και να τους χορηγήσει, με δαπάνες τους, αντίγραφο της κίνησης των λογαριασμών του τρίτου καθού οφειλέτη από 13.7.2001. Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο τρίτος καθού οφειλέτης εναντίον του οποίου κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα από τις 13.7.2001 διατηρούν απαίτηση συνολικού ποσού 440.205,42 Ευρώ απαλλοτρίωσε τα μοναδικά του περιουσιακά στοιχεία, δεδομένου ότ ανέλαβε όλα τα ποσά των καταθέσεων του και τα μεταβίβασε στους υπόλοιπους των καθών, από τέταρτη έως και ένατο των καθών (σύζυγό του, αδέλφια του, ανίψια) κατά τα προσδιοριζόμενα ειδικότερα. Οτι οι απαλλοτριώσεις αυτές έγιναν προς βλάβη της περιουσίας του πρόθεση την οποία γνώριζαν και οι αποκτώντες, με αποτέλεσμα vc ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους, αφού δεν υπάρχε άλλη περιουσία. Για τους λόγους αυτούς προτίθενται να ασκήσουν αγωγή εναντίον του οφειλέτη και των ως άνω τρίτων, και να ζητήσουν τη διάρρηξη των προαναφερόμενων καταδολιευτικών συμβάσεων. Ακόμη, ισχυρίζονται ότι οι παραπάνω καθών η αίτηση σκοπεύουν να μεταβιβάσουν τα ως άνω κινητά (χρήματα) σε τρίτους. Μετά απ` αυτά οι αιτούντες, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση και ότι έχουν, κατά τα εκτιθέμενα, έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση των αντιγράφων κίνησης των λογαριασμών καταθέσεων που διατηρούσαν ή διατηρούν οι τρίτος έως και 9ος των καθών στην πρώτη καθής τράπεζα, ζητούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και: Α) να υποχρεωθεί η πρώτη καθής τράπεζα να χορηγήσει σ` αυτούς, με δαπάνες τους, αντίγραφα κίνησης κάθε λογαριασμού κάθε μορφής κατάθεσης τόσο του τρίτου καθού οφειλέτη όσο και της τέταρτης καθής και του καθένα από τους υπόλοιπους πέμπτης έως και ένατου των καθών σε οποιοδήποτε κατάστημά της (της καθής τράπεζας) και ιδίως σε εκείνη της Καλαμπάκας και των Τρικάλων, για το χρονικό διάστημα από 13.7.2001 και μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, Β) να υποχρεωθεί η πρώτη καθής να τους χορηγήσει αναλυτική κατάσταση των περιουσιακών εν γένει στοιχείων και τρίτου έως και ένατου των καθών (απαιτήσεων τους από Ρέπος, περιεχόμενο τραπεζικών θυρίδων) που βρίσκονται στα καταστήματά της (της πρώτης καθής) με την απειλή, και στις δύο περιπτώσεις, χρηματικής ποινής σε βάρος της πρώτης καθής τράπεζας και επί πλέον προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου καθού, διευθυντή του υποκαταστήματος της πρώτης στην Καλαμπάκα, για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί, και Γ) να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου της τέταρτης έως και του ένα του των καθών, είτε στα χέρια αυτών είτε στα χέρια κάθε τρίτου, μέχρι το συνολικό ποσό των 440.205 Ευρώ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παραπάνω (κατά τις αναφερόμενες για τον καθένα τους διακρίσεις) απαίτησής τους, γιατί οι τελευταίοι έχουν πρόθεση να μεταβιβάσουν περαιτέρω την περιουσία τους. Η αίτηση, με αυτό το περιεχόμενο, αρμόδια φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 683 παρ. 1,22,25 παρ. 2, 37 του ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. του ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης καθής τράπεζας και του τρίτου καθού οφειλέτη και κατά το αίτημα της παροχής πληροφοριών για την ύπαρξη εν γένει καταθέσεων, με την όλη κίνηση των τυχόν λογαριασμών και τη χορήγηση αντιγράφων κίνησής του, που ο ως άνω καθού οφειλέτης διατηρεί στα καταστήματα της πρώτης καθής, για το χρονικό διάστημα από 13.7.2001 και μέχρι τη συζήτηση. Το αίτημα αυτό, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη είναι, κατ` άρθρο 24 του Ν 2915/2001, επιτρεπτό γιατί οι αιτούντες είναι δανειστές του τρίτου καθού οφειλέτη-καταθέτη και εναντίον τους έχει εκδοθεί η επικαλούμενη 1145/2001 απόφαση συντηρητικής κατάσχεσης. Είναι νόμιμο και στηρίζεται στις διατάξες των άρθρων που αναφέρθηκαν και ιδίως του άρθρου 985 του ΚΠολΔ, γιατί η αιτούμενη πληροφόρηση αποτελεί έκφανση της δήλωσης του άρθρου 985 του ΚΠολΔ και κατατείνει στη διευκόλυνση της κατάσχεσης, αλλά και στην απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ανακοπής του άρθρου 986 του ίδιου Κώδικα, που, οι αιτούντες κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, άσκησαν κατά της αρνητικής δήλωσης της πρώτης καθής τράπεζας. Η άρση του ως άνω απορρήτου και η χορήγηση των αιτούμενων πληροφοριών αφορά το χρονικό διάστημα από τις 13.7.2001, δηλαδή από τότε που γεννήθηκε η επικαλούμενη απαίτηση των αιτούντων κατά του τρίτου καθού οφειλέτη, ανεξάρτητα του χρόνου εκδόσεως (10/2001) της ως άνω απόφασης συντηρητικής κατάσχεσης ή της επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου (Ιανουάριος 2002), γιατί, ενόψει και της επικαλούμενης καταδολιευτικής μεταβίβασης εκ μέρους του καθού οφειλέτη, με κριτήριο τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων αυτών, οι ως άνω πληροφορίες από τότε (13.7.2001) είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση του δικαιώματος των αιτούντων. Αντίθετα, το ίδιο αίτημα της επίδειξης των εγγράφων κίνησης λογαριασμών κάθε μορφής κατάθεσης του τρίτου καθού οφειλέτη στην πρώτη καθής τράπεζας και της χορήγησης αντιγράφων αυτών ή και κάθε περιουσιακού γενικά, στοιχείου, δεν μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στις διατάξεις των άρθρων 902 και 903 του ΑΚ, σε συνδυασμό με 232, 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παρότι πράγματι, κατά τα εκτιθέμενα υπάρχει εκκρεμής δίκη μετά την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 986 του ΚΠολΔ. Και τούτο γιατί για την επίδειξη των εγγράφων κατά τις παραπάνω διατάξεις πρέπει να προσδιορίζονται στην αίτηση τα έγγραφα λεπτομερώς και ειδικώς, να καθορίζεται συγχρόνως το περιεχόμενό τους και να εκτίθεται ότι ο αντιδικος κατείχε και κατέχει αυτά (ΑΠ 291/1993 ΕλΔ/νη 35,1299, ΑΠ 1023/1992 ΔΕΝ 49,82, ΑΠ 448/1975 ΑρχΝ 27,25, ΕφΑθ 1939/1998 ΕλΔ/νη 48,382, ΕφΠειρ 1157/1996 ΔΕΕ 3,273, ΠΠρΠειρ 136/1997 ΔΕΕ 6,573). Στην προκειμένη περίπτωση δεν προσδιορίζονται τα έγγραφα λεπτομερώς και ειδικώς και δεν καθορίζεται το περιεχόμενό τους, χωρίς να αρκεί ν` αφορά για χορήγηση αντιγράφου κά θε λογαριασμού κατάθεσης. `Ετσι, δημιουργείται αδυναμία στην εκτέλεση της αποφάσεως, ενώ και η ίδια η πρώτη καθής δεν μπορεί να αμυνθεί προσδιορίζοντας, ποια απ` αυτά κατέχει ή όχι. Επομένως, το αίτημα της επίδειξης κατά την παραπάνω βάση είναι αόριστο και πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη, οι αιτούμενες ποινές έμμεσες εκτέλεσης είναι νόμιμες μόνο ως προς την πρώτη καθής (άρθρο 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενώ ως προς τον δεύτερο καθού, διευθυντή του υποκατ/τος της πρώτης καθής στην Καλαμπάκα, πρέπει να απορριφθεί για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως γιατί αυτός δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης. Το υποκ/μα της Καλαμπάκας δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο με ίδια νομική προσωπικότητα, δεν ειναι αυτοτελές υποκείμενο δίκης και δεν έχει την ικανότητα του διαδίκου (βλ. ΑΠ 617/1976 ΑρχΝ 28,24, ΕφΘεσ 3660/1995 ΕλΔ.νη 37,1389, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, άρθρο 62, αριθμ. 30) και, κατ` ακολουθία, πολύ περισσότερο η καθής τράπεζα δεν εκπροσωπείται από τον δεύτερο καθού. `Ομως, η αίτηση δεν είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης καθής τράπεζας και της τέταρτης έως και ένατου των καθών, κατά το ως άνω αίτημα της άρσης του τραπεζικού απορρήτου και της παροχής πληροφοριών (με τη χορήγηση αντιγράφων κ.λπ.) για την ύπαρξη εν γένει καταθέσεων που οι προαναφερόμενοι των καθών διατηρούν στα κατ/τα της πρώτης καθής. Και τούτο γιατί για τους παραπάνω των καθών η αιτούμενη επίδειξη των εγγράφων και η παροχής εν γένει των πληροφοριών για τις χρηματικές καταθέσεις αυτών αποκλειεται από τραπεζικό απόρρητο των εν γένει καταθέσεων που θεσπίζει το ΝΔ 1059/1971. Σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν στη μείζονα σκέψη, ως προς αυτούς των καθών δεν έχει εφαρμογή η άρση του απορρήτου του άρθρου 24 του Ν 2915/2001 γιατι οι αιτούντες, εκτός του ότι εναντίον τους δεν έχουν εκτελεστό τίτλο, δεν είναι και δανειστές τους όπως απαιτείται κατά τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου. Υποστηρίζουν βέβαια οι αιτούντες ότι ο τρίτος καθού οφειλέτης τους μεταβίβασε καταδολιευτικά στους προαναφερόμενους καθών τα παραπάνω χρηματικά ποσά του ώστε να δικαιούνται μεν να ζητήσουν σύμφωνα με τα άρθρα 939 του ΑΚ τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως, πλην όμως η καταδολιευτική αυτή ενέργεια δεν δημιουργεί εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του τρίτου καθού (οφειλέτη) που μεταβίβασε και των υπολοίπων, ως άνω, καθών που απέκτησαν (Ιω. Δεληγιάννης Π-Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙΙ, σελ. 371, 390-391), θεμελιώνει μόνον το (διαπλαστικό) δικαίωμα του δανειστή να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως. Επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 479 ΑΚ, που δημιουργεί οφειλή εις ολόκληρον, δεν γίνεται. Επομένως, οι αιτούντες δεν διατηρούν καμία απαίτηση εναντίον τους και συνεπώς δεν είναι δανειστές τους ώστε να δικαιούνται να ζητήσουν, κατά τα παραπάνω, την άρση του τραπεζικού απορρήτου. Περαιτέρω, το τρίτο αίτημα της συντηρητικής κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων των ως άνω καθών (τέταρτης έως και ένατου) είναι νόμιμο για το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης (χρηματικά ποσά). Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 682, 707 επ. του ΚΠολΔ. Και τούτο γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω μεταβίβασης των απαλλοτριοθέντων, οπότε, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν στη μείζονα σκέψη, μπορούν οι δανειστές (αιτούντες), μέχρι τη διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης, να προστατευθούν με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης των απαλλοτριωθέντων. Κατά τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι νόμιμη, γιατί όπως αναφέρθηκε οι αιτούντες δεν είναι δανειστές των προαναφερομένων καθών. Νόμιμα δε απευθύνεται η αίτηση και εναντίον των παραπάνω καθών που απέκτησαν από τον οφειλέτη, έστω και αν οι ίδιοι δεν είναι οφειλέτες τους (πρβλ. επί προσημειώσεως υποθήκης: ΠΠρΘεσ 92604/1999 Αρμ 2000,927, ΜΠρΤρ 862/2000, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, άρθρο 706, παρ. 11, 26, Γεωργίου Κυρ. ασφ. Μέτρα, 2η έκδοση, παρ. 1512, 1513). Στη συνέχεια πρέπει να ερευνηθεί η αίτηση και στην ουσία της κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ΚΠ., τη χωρίς όρκο κατάθεση του δεύτερου αιτούντος, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και νόμιμα επικαλούνται, τις επί μέρους ομολογίες τους (άρθρο 352 επ. του ΚΠολΔ) και την εν γένει διαδικασία πιθανολογήθηκαν (άρθρο 690 παρ. 1 του ΚΠολΔ) τα ακόλουθα [...] Η άρση του απορρήτου είναι αναγκαία από τις 13.7.2001 γιατί πιθανολογείται ότι ο προαναφερόμενος καθού οφειλέτης κατά τον παραπάνω χρόνο διατηρούσε όχι μόνο ατομικούς αλλά και κοινούς λογαριασμούς, (με τρίτους, διαδίκους ή μη), τα ποσά των οποίων (κοινών λογαριασμών) ανήκουν αποκλειστικά (ΑΠ 785/1999 ΔΕΕ 98,888) σ` αυτόν. Αυτός, όμως άμεσα, από τότε, επιδιώκοντας να ματαιώσει την ικανοποίηση κάθε αξίωσης των αιτούντων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην τέταρτη καθής σύζυγό του, αν όχι όλα τουλάχιστον το συντριπτικό μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων του (από τους κοινούς ή ατομικούς λογαριασμούς του). Ενήργησε προς βλάβη των αιτούντων δανειστών του και την πρόθεσή του αυτή γνώριζε η τέταρτη καθής σύζυγό του. Εν τέλει, ο σκοπός του πιθανολογείται ότι θα παγματοποιηθεί, γιατί οι αιτούντες δεν θα είναι σε θέση να εκτελέσουν τον τίτλο που θα τους επιδικάζει την απαίτηση. Δικαιούνται, λοιπόν, να απαιτήσουν τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης αυτής και μάλιστα στο σύνολό της γιατί ο καθού οφειλέτης έχει μικρής αξίας ακίνητη περιουσία (μία διώροφη οικοδομή στην Ασπροκκλησιά, Καλαμπάκας) και η συνολική απαίτησή της, μαζί με τους τόκους, τη δικαστική δαπάνη και τα έξοδα εκτέλεσης υπερβαίνει τα 440.205, 42 Ευρώ (ή 150.000.000 δρχ.). Οπως, αναφέρθηκε δε, στη μείζονα σκέψη, μετά τη διάρρηξη αυτή οι αιτούντες δανειστές, υπέρ των οποίων αυτή (διάρρηξη) θα απαγγελθεί, μπορούν να προβούν στην κατάσχεση του απαλλοτριωθέντος στην περιουσία του τρίτου καθού οφειλέτη, σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε (άρθρο 953 παρ. 2 εδ. γ` του ΚΠολΔ). Αλλά για τη διευκόλυνση της κατάσχεσης αυτής είναι αναγκαία η πληροφόρησή τους για την κίνηση των λογαριασμών του τρίτου καθού οφειλέτη από τις 13.7.2001, έτσι ώστε να μπορούν να γνωρίζουν τα ακριβή ποσά που καταδολιευτικά απαλλοτρίωσε, με τη μεταβίβασή τους προς την τέταρτη καθής σύζυγό του. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα, πριν από την έκδοση της απόφασης για τη διάρρηξη οι αιτούντες δεν μπορούν να κατάσχουν στην περιουσία του οφειλέτη καθού τα χρήματα που καταδολιευτικά απαλλοτρίωσε. `Ετσι, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω μεταβίβασής τους από την τέταρτη καθής σύζυγό του και οι αιτούντες μπορούν να προστατευθούν επαρκώς μόνο με τη συντηρητική κατάσχεσή τους. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να ληφθεί το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης του απαλλοτριωθέντος αντικειμένου, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την παραπάνω 1145/2001 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία (εκτός των άλλων) απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, η αίτηση των αιτούντων να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της ως άνω τέταρτης καθής, δεν παράγεται προσωρινά (κατ` άρθρο 695 ΚΠολΔ) δεδικασμένο. Και τούτο γιατί δεν είναι ίδια η διαφορά δεδομένου ότι με την προηγούμενη αίτηση (επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση) οι αιτούντες ζητούσαν τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της τέταρτης καθής, ισχυριζόμενοι ότι έχουν και εναντίον της απαίτηση (είναι δηλαδή, δανειστές της) ως άμεσος συνεργός του τρίτου καθού στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Τέλος, από κανένα πειστικό στοιχείο δεν πιθανολογείται ότι ο τρίτος καθού όφειλε και μεταβίβασε καταδολιευτικά κάποια ποσά των καταθέσεων στους υπόλοιπους (πέμπτο έως και ένατο) των καθών (αδέλφια του ή ανίψια του). Αλλωστε και οι ίδιοι οι αιτούντες αναφέρουν αόριστα ότι ο τρίτος καθού οφειλέτης τους μεταβίβασε τα ποσά των καταθέσεων του στους προαναφερόμενους καθών, χωρίς όμως να προσδιορίσουν και τα ποσά αυτών προς τον καθένα. Μετά τα παραπάνω πρέπει: α) να απορριφθεί η αίτηση, ως μη νόμιμη ή ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, ως προς τους δεύτερο και πέμπτο έως και ένατο των καθών και Β) να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος ως προς την πρώτη, τρίτο και τέταρτη των καθών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους λόγω της εύλογης αμφιβολίας τους για την έκβαση της δίκης γιατί η ερμηνεία των διατάξεων που αναφέρθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Οσον αφορά τη συντηρητική κατάσχεση δεν επιδικάζονται έξοδα λόγω του αντικειμένου της δίκης (άρθρο 178 του Κωδ. Δικηγόρων) (Απορρίπτει την αίτηση ως προς το 2ο, 5ο ως και 9ο των καθών).
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα